«Το
να πάρεις για ρίζα του κακού την κλεψιά του μόχθου, αυτό λεγόταν μαύρη
αχαριστία και απέναντι στο Θεό και απέναντι στους Αποστόλους του, απάνω
στη γη. Γι' αυτούς τους αχάριστους χτιστήκανε βιαστικά φυλακές κι
ετοιμάστηκαν πεδία βολής, για νάχουνε ζωντανούς στόχους οι στρατιώτες
της θείας δικαιοσύνης, που είχανε την ευθύνη για την τάξη σε τούτο τον
κόσμο ....Την τάξη δηλαδή, στο να μη σου πάρει ο άλλος το προβάδισμα,
καθώς πορεύεσαι στην ανυπαρξία από τους τρόμους της πείνας, του
εκφυλισμού, των ναρκωτικών, της απελπισίας ή από τον ωκεανό του ιδρώτα
και του αίματος.
"Θάνατος στους αχάριστους!" έγινε το
σύνθημα του καιρού, μόλις ακούστηκε πως οργανωθήκανε οι σκλάβοι σε κόμμα
πολιτικό. Στο "Κόμμα της Εργατικής Τάξης"» (από «ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΘΥΕΛΛΑΣ» του Θέμου Κορνάρου).
***
«Οσο
πιο ταπεινωμένος ο άνθρωπος, τόσο πιότερο κι αναποφάσιστος, όσο πιο
κουρασμένος τόσο λιγότερο ανασαίνει και σκέφτεται και θυμώνει.
Χρειάζεται κουράγιο και μπιστοσύνη στον εαυτό σου, για να αντισταθείς
στην αδικία ... Μαθημένος να φοβάσαι.. Αφήνεσαι στη γλύκα της
αβουλίας... Κι όχι μονάχα στέκεσαι να σου παίρνουν τα όσα δεν έχεις, μα
δεν αγγίζεις και τα λίγα πόχεις: νηστεύεις από δικού σου το φαγί, το
πιοτό και τις γυναίκες - μισείς τον ήλιο, τη θάλασσα, τον αγέρα του
δάσου και την κίνηση και αποζητάς την αρρώστια, τα βάσανα, την απλυσιά,
τη σιωπή και το θάνατο, για να πας στον παράδεισο. Δικιά σας η πατρίδα,
μα τίποτα δικό σας μέσα σ' αφτήνε: χωράφια και παλάτια, καράβια και
χρήμα, Θεοί κι εξουσία, σκέψη και θέληση - όλα ξένα!....» («από την «Αληθινή απολογία του Σωκράτη» του Κώστα Βάρναλη).
***
«Η
μάζα των διακοσίων χιλιάδων λαού που 'θαψε τους νεκρούς της κατεβαίνει
σ' έναν απέραντο όγκο, κυριευμένη από μια ασυγκράτητη αγανάκτηση. Οι
δρόμοι αντηχάνε από την οχλαλοή, ενώ η κραυγή "εκδίκηση" σκίζει τον
αέρα. Μια σπίθα θα ΄ταν αρκετή για ν' ανάψει άσβηστη πυρκαϊά.
Οι
καρχαρίες του πλούτου έτρεχαν πανικόβλητοι στο Σώμα Στρατού για να
σώσουν την άνομη ύπαρξή τους... Ξαναπόχτησαν τότε, το θράσος της
κυρίαρχης τάξης και άρχισαν να πιέζουν για να επέμβει ο "εθνικός
στρατός" και ν' αφεθεί ελεύθερη η χωροφυλακή να "δράσει κατά που ξέρει".
Μα
ο στρατός είχε πια περάσει με το μέρος του λαού - είχε πάρει τη θέση
που έπρεπε - και το σκυλολόι των χαφιέδων δεν κοτούσε να ξεμυτίσει από
τις λυκοφωλιές τους ... Στους δρόμους της Θεσσαλονίκης κυριαρχούσε ο
λαός. Το τεράστιο συλλαλητήριο έδειξε στους εχθρούς του λαού πως η μάζα
πλημμύριζε από μια αποφασιστικότητα ακατάβλητη. Για να την
αντιμετωπίσουν, χρειαζόντουσαν μεγάλες δυνάμεις. Κι άρχισαν να
κουβαλούν. Εφεραν στίφη χωροφυλάκων, ολόκληρα συντάγματα, πολεμικά
καράβια και περίμεναν τη νύχτα...
Ο λαός δε χάρηκε παρά μια
μέρα την κυριαρχία του. Μα η μέρα αυτή του 'δειξε το δρόμο για να
αποχτήσει την ελευθερία του και να επιβάλει την οριστική του κυριαρχία» (Θεσσαλονίκη 9-11 του Μάη 1936, από το έργο «Η κυριαρχία των μαζών» του Θέμου Κορνάρου).
***
«Δεν
πρόλαβαν οι Γερμανοί να βγουν έξω από την πόλη και άρχισαν όλες μαζί οι
καμπάνες να χτυπούν. Ο λαός της Θεσσαλονίκης κατέβαινε απ' όλες τις
μεριές κι απ' όλες τις άκριες προς το κέντρο. Ανθρωποι, άγνωστοι μεταξύ
τους, πιασμένοι χέρι χέρι, χόρευαν στις πλατείες, στα πάρκα, στα
σταυροδρόμια...
Οι πρώτοι αντάρτες μπαίνουν από τ'
Ανατολικά. Είναι τα τμήματα του ΕΛΑΣ που στάθμευαν στη Γεωργική Σχολή. Ο
ενθουσιασμός δε μετριέται. Ο κόσμος τους υποδέχεται με ζητωκραυγές, με
δάφνες, με λουλούδια» (από το έργο «ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ - ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΠΛΗΘΗ» της Ελευθερίας Δροσάκη).
***
«Η
νύχτα είναι η μάνα κι η αγαπητικιά του αντάρτη και σπάνια η μητριά του.
Τα ρολόγια δείχνουν περασμένα μεσάνυχτα, ώρα δύο. Πόσο κοιμηθήκαμε;
Λίγο, πολύ λίγο. Το ομολογούν τα μάτια που καίνε. Κι όμως έχουμε
εγερτήριο. Ετοιμαζόμαστε γι' αναχώρηση. Πρέπει να μη δουν την κίνησή μας
τα εχθρικά μάτια και υπολογίσουν την κατεύθυνση και τη δύναμή μας. Η
φάλαγγα στην γραμμή και αναφορά. Μεγάλη προσοχή να μην ξεχάσουμε
κανέναν. Εχουμε όλοι βαριές ευθύνες σε τούτη την μορφή αγώνα. Δεν
υπάρχει μέτωπο, χώρος δικός μας, υπηρεσίες μόνιμες και σταθερές. Ζωή μας
και ύπαρξή μας είναι η κίνηση, η αδιάκοπη ΚΙΝΗΣΗ. Είναι εμφύλιος
πόλεμος!»
«Νησιά στρατόπεδα, φυλακές. Το πρώτο το είπαν
"του διαβόλου", "Νταχάου της Μεσογείου", "Βαστίλλη". Το δεύτερο "Νέα
γη", "Κόλαση", "Νέο Παρθενώνα". Εμείς θα τα λέμε Γυάρο και Μακρόνησο!
Θανατονήσια!».
«Είναι ένας προθάλαμος νεκροταφείου. Κανένας
γερός. Καινούρια θύματα, καινούριοι νεκροί. Περίμενες και συ τη σειρά
σου. Θα φανταζόταν ίσως κάποιος, πως με τέτοια κατάσταση λυγούν οι
κρατούμενοι, δειλιάζουν, υποκύπτουν. Θα 'ναι ή αφελής ή ανίδεος. Οσο
αυξαίνει η κτηνωδία των δημίων μας, τόσο μεγαλώνει το πείσμα μας. Τόσο
περισσότερο τρανώνει η πίστη μας, γιγαντώνει η θέλησή μας να μείνουμε
παλικάρια, έτσι όπως μας θέλει ο λαός μας. Εμείς είμαστε οι ΝΙΚΗΤΕΣ στη
Γιούρα! Ο,τι και να κάνουν!» (από το «ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΕΠΟΠΟΙΙΑΣ» του Βασίλη Αποστολόπουλου).
«Ξέρω πως το βιβλίο μου αυτό θα δώσει πάλε
το σύνθημα σε μια νέα σταυροφορία εναντίο μου. Ολοι οι συντηρητικοί,
όλοι οι καθυστερημένοι, όλοι οι δούλοι του κοινού και του
χιλιοειπωμένου, θα δώσουνε τα χέρια σε μια κοινή επίθεση. Οι κατηγορίες
τους... μου είναι γνωστές: "Υποδουλώνω την Τέχνη στην Ιδέα!" Ω οι
μεγάλοι ιεροφάντες της Τέχνης που δεν κρύβουνε καμιά ιδέα στο κεφάλι
τους! Μα εμείς που πιστεύουμε πως "Ιδέα και Τέχνη" δεν είναι πράματα
χωριστά τους ρίχνουμε μια σπλαχνική ματιά και τραβάμε το δρόμο μας
αδιάφοροι. Η Τέχνη μας, το ξέρουμε ταράζει τα νεύρα των ευαίσθητων, των
ωραιοπαθών, όλων εκείνων που συνηθισμένοι στα βαλτόνερα της καθημερινής
ζωής, δεν ανέχουνται και δεν επιτρέπουνε με την ψευτοαριστοκρατική τους
αντίληψη, καμιά νέα αντρίκεια προσπάθεια....
Ο Ανθρωπος, που σπάζοντας τα σύνορα, παλεύει σήμερα ηρωικά να συντρίψει τις υλικές και ψυχικές αλυσίδες του, που δεν τον αφήνουνε να βαδίσει προς έναν κόσμο ανώτερο. Αυτόν τον άνθρωπο, που και στην Ελλάδα άρχισε να παλεύει και στην Ελλάδα για τον ίδιο σκοπό, εμείς τον βλέπουμε και τονέ πονούμε.
Σ' αυτόν αφιερώνουμε και την Τέχνη μας... Γιατί πιστεύουμε πως η Τέχνη σαν ένα καθαρό κι αυτή της ομαδικής ζωής φαινόμενο, δεν έχει σκοπό να ικανοποιήσει ορισμένες προσωπικές και αυθαίρετες ιδέες ή αρρώστιες μας, που καμιά ανάγκη της ζωής δεν τις δικαιολογεί, παρά σαν ένας κοινωνικός και αυτή παράγοντας, να κάνει το χρέος της κάθε φορά που η Ζωή νιώθει την ανάγκη να αναπλαστεί».
(Κ. Παρορίτης - από την εισαγωγή στο βιβλίο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΤΡΑΓΟΣ - 1924)
Ο Ανθρωπος, που σπάζοντας τα σύνορα, παλεύει σήμερα ηρωικά να συντρίψει τις υλικές και ψυχικές αλυσίδες του, που δεν τον αφήνουνε να βαδίσει προς έναν κόσμο ανώτερο. Αυτόν τον άνθρωπο, που και στην Ελλάδα άρχισε να παλεύει και στην Ελλάδα για τον ίδιο σκοπό, εμείς τον βλέπουμε και τονέ πονούμε.
Σ' αυτόν αφιερώνουμε και την Τέχνη μας... Γιατί πιστεύουμε πως η Τέχνη σαν ένα καθαρό κι αυτή της ομαδικής ζωής φαινόμενο, δεν έχει σκοπό να ικανοποιήσει ορισμένες προσωπικές και αυθαίρετες ιδέες ή αρρώστιες μας, που καμιά ανάγκη της ζωής δεν τις δικαιολογεί, παρά σαν ένας κοινωνικός και αυτή παράγοντας, να κάνει το χρέος της κάθε φορά που η Ζωή νιώθει την ανάγκη να αναπλαστεί».
(Κ. Παρορίτης - από την εισαγωγή στο βιβλίο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΤΡΑΓΟΣ - 1924)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου