Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

«Χορός στα ποτήρια» που δεν θέλεις να τελειώσει…

Αφορμή για να διαβάσω αυτό το βιβλίο στάθηκε ο αγαπητός φίλος Κώστας Τραχανάς όταν έστειλε στο ιστολόγιο το παρακάτω κείμενο. Πρόκειται για ένα αφήγημα «γροθιά» στο στομάχι, που διαβάζεται όπως ο διψασμένος πίνει ένα ποτήρι νερό, και –παρά την «πικρή» γεύση που νιώθεις από τις πρώτες σελίδες του- δεν θέλεις να τελειώσει. Για τη μετανάστευση (ναι, υπήρχαν και υπάρχουν και Έλληνες μετανάστες, για όσους το «ξεχνούν»…)  τη μοναξιά, τον αποκλεισμό, τον ανθρώπινο πόνο, την εκδίκηση, τον θάνατο και φυσικά τον χορό πάνω στα ποτήρια. Ένα βιβλίο που οι σελίδες  του εναλλάσσονται σαν κινηματογραφικά πλάνα, μεταμορφώνοντας τον αναγνώστη σε «θεατή». Στα χέρια ενός ικανού σκηνοθέτη θα γινόταν σίγουρα μια σπουδαία κινηματογραφική ταινία.

Ακολουθεί το κείμενο του Κώστα Τραχανά:

 «Χορός στα ποτήρια» Γ.Τάτση Εκδόσεις Γαβριηλίδης 2013 σελ.119

Έχει το όρος φωνή ; Κλαίει ο βράχος ; Πονά η πέτρα; Μετακινούνται οι πέτρες; Γράφουν τα πουλιά κείμενα στις πέτρες ; Γίνονται οι πεθαμένοι λόφοι , λίμνες και  δέντρα; Γίνεται χορός στα ποτήρια;
 Όλα μπορούν να συμβούν σε αυτόν τον κόσμο  με την αρχαία λύρα , το ηπειρώτικο κλαρίνο, το ηπειρώτικο τραγούδι-μοιρολόϊ, τον ηπειρώτικο χορό …..
«…Ο Αμφίωνας ,ο μουσικός με το παίξιμο της λύρας του μετακινούσε πέτρες…. Λέγεται πώς, με αυτόν τον τρόπο , οι σπουδαίοι τειχοποιοί , τα αδέλφια Ζήθος και Αμφίων , παιδιά της Αντιόπης , έφτιαξαν τα τείχη των Θηβών. Μόνες τους οι πέτρες έπαιρναν τη σωστή θέση, όταν άκουγαν τον ήχο της λύρας από τα μαγικά χέρια του λυράρη Αμφίωνα….».

«….Ο Ορφέας στον Άδη κρούει την λύρα και τραγουδά , ακούν οι ψυχές και κλαίνε , κι όλα μένουν άφωνα , άπρακτα σαν μαγεμένα: ο Τάνταλος δεν κυνηγάει το τρεχούμενο νερό, και του Ιξίονος ο τροχός σταμάτησε, οι γύπες δεν τρώνε το σηκώτι του Τιτυού , οι Δαναίδες άφησαν το τρύπιο τους πιθάρι κι ο Σίσσυφος σταμάτησε τον βράχο και κάθισε επάνω του να ξαποστάσει.
Η μαγική μουσική επιδρά στο γεγονός της αιώνιας και ακατάπαυστης τιμωρίας , την σταματά , κι οι τιμωρημένοι αναπαύονται για λίγο. Θαυμάσιες στιγμές ανακωχής των πάντων!!»  

«…Το νερό της Στυγός στην Αρκαδία ήταν θανατηφόρο, αλλά στην Κύναιθα της Αρκαδίας  είναι ευλογημένο νερό της πηγής Αλύσσου και αντισταθμίζει το νερό της Στυγός.
Οι αντιθέσεις των πηγών της μνήμης και της λήθης , του θανάτου και της ιάσεως, του μνήμονος και επιλήσμονος ποταμού υπενθυμίζουν την περίφημη ρήση του Ηράκλειτου πώς από τις αντιθέσεις πηγάζει η αρμονία…..»      
Η Τέχνη είναι που παρηγορεί, η τέχνη είναι που μας συμφιλιώνει με το πεπρωμένο μας αλλά και με το θάνατο, που ξορκίζει τους φόβους του θανάτου.
Καμιά φορά όμως τους νεκρούς τους χρειαζόμαστε .
Καμιά φορά ακόμα και ο θάνατος μπορεί να είναι χρήσιμος…
Οι πεθαμένοι δεν στοιχειώνουν τόπους , αλλά τη  συνείδηση των ζωντανών και δεν βγαίνουν από θρύλους , αλλά από τη σύγχρονη  πραγματικότητα .
Οι νεκροί δεν πάνε στον ουρανό , αλλά έρχονται από κάποια μακρινή άκρη του Ωκεανού.
Το βιβλίο αυτό είναι η ανάδυση μια δύσκολης μνήμης.
Το βιβλίο αυτό γράφτηκε αργά αργά , ήταν το καταφύγιο της πατριώτισσάς μας Γεωργίας Τάτση, το μέρος που επέστρεφε κάθε φορά που ένιωθε καλά,  γιατί έτσι είναι τα ευτυχισμένα ταξίδια στη μνήμη.
Στο βιβλίο αυτό ,η συγγραφέας Γεωργία Τάτση, αποκαλύπτει τον ηδονοβλεπτικό εαυτό, που βλέπει τη μέσα μνήμη και τη μέσα σιωπή. Από τον συγγραφικό της εξώστη που κοιτάζει τον κόσμο, η θέα ανοίγει από μέσα της. Δανείζει τα όνειρά της, τα πιστεύω της και τα φαντάσματά της στους ήρωες της. Προσπαθεί να τιθασεύσει τις σκέψεις στο χαρτί και γίνεται αλεξικέραυνο, όπου πέφτουν οι κεραυνοί στο Αστραποκαμμένο….
Το βιβλίο της Γεωργίας Τάτση είναι ένα βιβλίο περιπλάνησης και διαλόγου : με το χρόνο, την μνήμη , τους δικούς της νεκρούς του εμφυλίου , τους νεκρούς και τους βασανισμένους από τη χούντα  και τον ίδιο της τον εαυτό.
Το βιβλίο «Χορός στα ποτήρια » είναι οι  ιστορίες των νεκρών της .
Η μνήμη, ανακαλεί θύμησες που παραπέμπουν με τη σειρά τους σε άλλες…
Μπορούν να χαθούν οι άνθρωποι στις μνήμες τους….
Μνήμες από τη φθορά του σώματος και της ψυχής . Μια καταβύθιση στα σκοτεινά και δυσερμήνευτα του Θανάτου. Τα όρια μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας είναι ρευστά…
Υπάρχουν στη γη χαραγμένες γραμμές , λεπτές γραμμές, αόρατες για τα μάτια νεκρών και ζωντανών ,  όπου συναντιούνται και επικοινωνούν οι ζωντανοί με τους πεθαμένους….
Όλα μέσα στο βιβλίο εγκλωβίζονται στα όρια του θανάτου. Όχι μόνο δεν διαφαίνεται καμία διέξοδος, αλλά ο θάνατος, όντας αναγκαία προϋπόθεση της ανάμνησης, είναι το μοναδικό πεδίο, όπου οι άνθρωποι μπορούν να ακούσουν ο ένας τον άλλο και να ακουστούν.
Ο θάνατος ταυτίζεται με το λόγο.
Τα πρόσωπα του βιβλίου έχουν λόγο, ακριβώς γιατί είναι νεκρά.
Η  συγγραφέας Γεωργία Τάτση  μπολιάζει πρόσφορα τον πεζό λόγο με το ρυθμό και τη μουσικότητα της δημώδους ποίησης και στην αφήγησή της δανείζεται τη ζωντανή ηπειρώτικη γλώσσα.
Γλώσσα λιτή και πυκνή , που ξέρει να σωπαίνει εκεί που το σώμα μιλά.
Η συγγραφέας συνομιλεί με τους ήρωες των βιβλίων της , αυτά τα πλάσματα της συγγραφικής έμπνευσης.
Τα  πρόσωπα αυτού του βιβλίου ( ο Αλέξανδρος,  ο Τάσος  , η θεία Αντριάνα,  ο θείος Νίκος, ο Δημήτρης , η Ελένη, η Σεσίλια, η Κιμ κ.α.)αποτελούν την πρώτη ύλη για τους ήρωες και τις ηρωίδες του έργου της Γεωργίας Τάτση, με μόνιμο σκηνικό το αγαπημένο της χωριό το  Κλειστό Άρτας και την πόλη της Άρτας της δεκαετίας του΄50.
Και η διαδρομή της πορείας των δύο κεντρικών φανταστικών προσώπων διανύει τον ίδιο χρόνο και τόπο ,όπου κινούνται  τα πραγματικά   πρόσωπα και  συμμετέχουν στα ίδια πολιτικά-κοινωνικά γεγονότα που συμβαίνουν στην Ελλάδα από την δεκαετία του΄40 μέχρι την  δεκαετία του ΄70.
Στη Νουβέλα  «Χορός στα ποτήρια»  πρωταγωνιστούν επίσης ο Χορός , το Ηπειρώτικο Τραγούδι και ο Θάνατος.
Όμως οι πραγματικοί , κεντρικοί  ήρωες της συγγραφέως, δεν είναι μόνο οι παραπάνω , αλλά είναι και ο γενέθλιος τόπος της ,το Κλειστό, η Άρτα,  η Ηπειρωτική μάνα-γη, ο ποταμός Άραχθος  (το σύνορο της αδελφοσφαγής) ,τα γλέντια  τα ηπειρώτικα, τα παυσίπονα τραγούδια ,το κέφι, το μεράκι ,ο ρυθμός του κλαρίνου, ο ήχος του κλαρίνου, το σπάραγμα του κλαρίνου, το κλαρίνο στο αυτί, το βιολί, το ντέφι, το νταούλι, το τουμπελέκι, η παραγγελιά, η σιωπή , ο κλαυθμός, η λεβεντιά ,η αλήθεια, η χορωδία των νεκρών, ο χρησμός των νεκρών, ο χορός του θανάτου, οι χορευτικές φιγούρες του αετού, το πόδι που πατάει στο ποτήρι ,τα αναποδογυρισμένα ποτήρια του κρασιού στο χώμα,  ο πάνω και ο κάτω κόσμος, ο πρώτος χορευτής που όχι μόνο ηγείται του χορού αλλά ορίζει και το ρυθμό και τα βήματα ,ο νταουλιτζής που περπατά μαζί με τον πρώτο χορευτή, τα βήματα του αέρινου χορευτή ,  ο μερακλωμένος χορευτής των λεβέντικων χορών με το μουσκεμένο πουκάμισο, τα κλειστά μάτια και το γερμένο πίσω κεφάλι ,  το σκύψιμο του χορευτή μέχρι το χώμα,  τα τσαλακωμένα χαρτονομίσματα,  οι ζαγορίσιοι και  πωγωνίσιοι χοροί, τα ηπειρώτικα  τραγούδια : τα «Κλάματα», η « Δεροπολίτισσα» και η «Παπαδιά», τα σαλιομένα χαρτονομίσματα στο μέτωπο του κλαριντζή, η μικροιστορία, η μεγαιστορία, η ιστορία που γράφεται από τους νικητές, η αληθινή ιστορία των ανθρώπων,  ο επιθανάτιος ρόγχος, οι νεκροί που μιλάνε, η λύπη της απώλειας, το μοιρολόι ,η κουβέντα με τους πεθαμένους, η θέα που ανοίγει από μέσα μας, ο ακατάληπτος θρήνος ,  ο φόβος του θανάτου, ο φόβος να παραμείνει κανείς  ζωντανός,  οι Ερινύες, ο χορός μεταμφιεσμένων ,οι τραγουδίστριες της όπερας, τα ανοιχτά μάτια του λαγού στιφάδο –τα μάτια του φοιτητή Ράμμου , ο λιανισμένος φοιτητής στην ταράτσα της Μπουμπουλίνας, τα ανοιχτά μάτια του λαγού στιφάδο-τα μάτια του Αλέξανδρου πριν ξεψυχήσει, , ο λαγός που βλέπει τον θάνατό του, η φασολάδα της αμερικανικής βοήθειας , το πρωινό συσσίτιο ,η γάλα σκόνη που δεν το έπινε κανείς, τα δέματα της UNRRA ,  οι σκοτωμένοι που έγιναν κοράκια, τα μαυροπούλια που έγραψαν στην πέτρα το ξεθωριασμένο σύνθημα «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ» , τα κοράκια που έφαγαν τα καρπούζια στο μποστάνι, το «αίσιμον ήμαρ» η μοιραία ημέρα του Δεκαπενταύγουστου,  η οχιά η κουλουριασμένη,  ο τρόμος της θηλειάς και ο παιδικός πόνος του ζωστήρα, τα τσαμπιά της ζαμπέλας,  ο ίσκιος της κληματαριάς, ο αεροβαπτισμένος, η ψυχή του αυτόχειρα που φτερουγίζει, ο κίτρινος θάνατος, ο κόκκινος θάνατος, οι ασκήσεις μνήμης, ο τζούφιος και άσφαιρος ασφαλίτης, το εργοστάσιο του Φιξ, τα επιβλητικά Τζουμέρκα, η γέφυρα Καλογήρου, το ιστορικό γεφύρι της Άρτας,  η ξυπόλητη πορεία, το ξυπόλυτο τάγμα των παιδιών του Κλειστού , η βρώμα στα σφαγεία, οι εκδοροσφαγείς της Άρτας, το γκαράζ  του Καρατζένη, ο αλευρόμυλος του Γεωργάκη,  η συνοικία της Άρτας τα «Ραμέϊκα», το χάνι της Φλώραινας, ο καρνάβαλος του Ράκια,  τα ζουμερά πορτοκάλια από το Γλυκόρριζο, η κλημεντίνη μανταρινιά, οι Αρτινιές στο νυφοπάζαρο της οδό Σκουφά, η πνιγμένη στον Άραχθο,   το μπουρδέλο στα σφαγεία, ο «Γόρης» με τον  καυτερό  πατσιά και τα λαϊκά του Καζαντζίδη και της Γιώτα Λύδια, η Πλατεία Κιλκίς, η Παρηγορήτισσα , η Άνω Πέτρα και το Κλειστό, το Πέτα,   τα γελαστά μάτια των παιδιών, η αστραποκαμμένη μάνα, το Πρώτο Γυμνάσιο Αρρένων Άρτης, τα κοκοράκια στο καλάμι και τα καραμελωμένα μήλα  της χοντρής Κυριάκω, το γάλα της συκιάς, το νερατζολέμονο ,   η ποτοποιεία Ψαθά, ο σφαγμένος κόκορας, οι κοριοί στα ξύλινα κρεβάτια, τα ξινά και τα ομφαλοφόρα του αρτινού κάμπου, οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες,  η ερημιά στα ξένα χέρια, το βλέμμα των άλλων, η αποδημία, η εσωτερική και εξωτερική εξορία , η  μετανάστευση, οι μάσκες και οι μαύρες κάπες, ο χορός των μεταμφιεσμένων, το παραμύθι της Φακοδομύτας, ο πυροβολισμός που άλλαξε την ιστορία της Σουηδίας,  οι παιδουπόλεις της Φρειδερίκης, τα δάκρυα της βασίλισσας, οι βιασμένες ψυχές των παιδιών της παιδούπολης Ζηρού , η Κοιμωμένη του Ζαλόγγου, ο θάνατος που δεν φόβιζε παλιά , η Άνοιξη που δεν έφτανε στις ψυχές των ανθρώπων, οι ηττημένοι του εμφυλίου που αναζητούσαν το βλέμμα των άλλων στις ξένες χώρες , η εποχή της δικτατορίας  που ήσουν ξένος ανάμεσα σε ξένους , τα παράλυτα πόδια από τα βασανιστήρια, τα λησμονημένα πρόσωπα , τα χρόνια  που ήμασταν όλοι μετανάστες , το φονικό δια ασήμαντον αφορμή, η γλύκα των μικρών πραγμάτων , ο θεός των μικρών πραγμάτων,   το μπλε του κοβαλτίου, οι στυλίτες έρωτες, η ζωή και ο θάνατος, η προδοσία των Μελισσουργιωτών , ο θάνατος  του παλικαριού  το 1946,   ο σκοτωμένος θείος,  το κομμένο κεφάλι του πανέμορφου Νίκου Μπαλαδήμα, η γενική πρόβα θανάτου , το μίσος , η εκδίκηση ,    η αιτία του θανάτου που έχει μεγαλύτερη σημασία από τον ίδιο τον θάνατο, η ανάγκη να κρατήσουμε τους νεκρούς στη ζωή, η αντιστροφή του χρόνου, το βιβλίο βυζαντινής μουσικής του θείου Νίκου, οι πεθαμένοι που κοιμούνται και γίνονται λόφοι, βουνά, λίμνες και δέντρα,  το μαύρο ύφασμα στον καθρέφτη, το μαύρο περιβραχιόνιο στο μανίκι,  οι στεγνωμένες από τον θάνατο γυναίκες του Κλειστού, ο χορός των  μαυροφόρων γυναικών, που σαν χορός αρχαίας τραγωδίας έφερναν στο νεκρό : μήλο, ρόδι , κυδώνι και χαιρετίσματα στο δικό τους νεκρό, το βασανιστικό ώχουουου, τα κοφίνια που δεν βάζανε μόνο πορτοκάλια αλλά και νεκρούς ,το οδυνηρό «μετά» της πράξεως, ο μετανάστης και ο βασανιστής , οι γοερές κραυγές της αδελφής ,που ντύθηκε νύφη σε γάμους φθινοπωρινούς, η κατάρα τη αδελφής :  «φονιά …φονιά , να μην λιώσεις … να μην σου βγει η ψυχή φονιά… », οι φτηνές δικαιολογίες του   θρασύδειλου Αρτινού βασανιστή της χούντας: «εγώ τη δουλειά μου έκανα ,αστυνομικός ήμουν, δεν φταίω εγώ », η προτροπή : «μη ρίπτεται… τους μαργαρίτας …εις τους χοίρους»,  η πτήση και η πτώση , η άνοδος και η κάθοδος, ο πάνω κόσμος και η κάθοδος στον Άδη , το ένα πόδι που πατούσε γερά στη γη και το άλλο που ζυγιζόταν στον αέρα, το άλογο και ο αναβάτης ,το πέταγμα στον ουρανό του Βελλερεφόντη, στη ράχη του φτερωτού του αλόγου , τον Πήγασο και το γκρέμισμα του τολμηρού καβαλάρη στην πεδιάδα Αλήιον της Μικρασίας, στην «πεδιάδα του περιπλανώμενου» , για την τόλμη του και την ύβρη του να αμφισβητήσει τους θεούς, η ύβρις που επισύρει την τιμωρία, οι ασεβείς που πλήττονται  κι αυτό λέγεται δικαιοσύνη, η ψυχή του χορευτή, που στεκόταν στον αέρα σαν κολιμπρί ,το παλλόμενο χρώμα της ψυχής , η «Παπαδιά»  στα ποτήρια, η μικροιστορία του Μπαλαδήμα που κρεμάστηκε στον τοίχο,  ο  θάνατος του παλικαριού, που ήταν  ο κόπρος  που τρέφει τα μεγάλα γεγονότα στο σώμα της ιστορίας, το παρελθόν που επιστρέφει , το παρελθόν που είναι πάντα εδώ ,το χιλιοβασανισμένο Κλειστό Άρτας, που γεννάει παλικάρια για κάθε λογής αγώνες, η μπάντα της θείας Αντριάνας , το κιτρολέμονο , η νερατζόφλουδα και το κρύο καρυδάκι της θείας Αντριάνας , η Αντριάνα η μάνα –ηρωίδα , η Αντριάνα η αντάρτισσα, η θεία Αντριάνα που ήξερε να διαβάζει το βλέμμα των ζώων και των ανθρώπων , η Μάνα-Κουράγιο  Αντριάνα , που ήξερε ότι από μάνα ορφανεύουν τα παιδιά του κόσμου, η πίκρα στο χαμόγελο της θείας  Αντριάνας Μπαλαδήμα  , η Αγέλαστη πέτρα Αντριάνα Ράμμου, η Μάνα-Γη Αντριάνα που αγαπούσε υπερβολικά  τα παιδιά της, τον Τάκη, τον Γιάννη, την Λαμπρινή  , τα εγγόνια της και όλο της το σόι , τα αιώνια θλιμμένα μάτια της κυρά-Αντριάνας Μπαλαδήμα -Ράμμου (δεν θα τα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου)  για τον αδικοχαμένο αδελφό της , την λησμονημένη επανάσταση που χάθηκε, το όραμα που έμεινε λειψό, την προσδοκία για ένα δίκαιο κόσμο…….

«…Ο ρυθμός του κλαρίνου εναρμονίζεται γρήγορα με την κίνηση του φωτογραφημένου ποδιού στον τοίχο. Τρέχει το μάτι της με το ρυθμό , από φωτογραφία σε φωτογραφία. Στο γύρισμα της μουσικής , το πόδι πατάει στο ποτήρι , στην επόμενη πόζα το σώμα κατεβαίνει αργά-Τρίτη-στηρίζεται στις φτέρνες-Τετάρτη-όλο το σώμα σε στροβιλισμό…..»

Οι  Ηπειρώτες έζησαν και μεγαλούργησαν στο μακροχρόνιο περπάτημα τους πάνω σε αυτή τη γη γιατί τραγούδησαν. Αγάπησαν το χώμα, που πατούσαν και τη φύση  που την αγκάλιαζε και τραγουδούσαν. Χαιρόταν τη ζωή και τη νιότη, ευφραίνονταν από τις χαρές και τους πόθους  και τραγουδούσαν και χόρευαν.
Απέραντες πράσινες χιλιοτραγουδισμένες οροσειρές και φαράγγια, με μοναχικές πινελιές γαλάζιου από τον ουρανό και τα ποτάμια της Ηπείρου. Μικρά χωριά , που τα περισσότερα γλίτωσαν από τους πολέμους αλλά ερήμωσαν από τη μετανάστευση, σχολεία έκλεισαν, γειτονιές ολόκληρες σιώπησαν, φάρες σκόρπισαν στα πέρατα της γης.  Έβραζαν τα σπλάχνα του Ηπειρώτικου λαού  από πόνους , λύπες, θυμό, μίσος, συμφορές,  αγωνίες και θρηνολογούσε τραγουδώντας και χορεύοντας.  Τραγουδούσε  για να παρηγοριέται και να παρηγορεί , για να χαίρεται και να χαροποιεί, για να ανακουφίζεται και να ανακουφίζει, απάλυνε τους πόνους ξεθύμαινε και χάιδευε τους καημούς του.
Τα ηπειρώτικα τραγούδια  είναι αργά και παραπονιάρικα και άλλα πιο γρήγορα και χαρούμενα, ευφραίνουν την καρδιά σου, ματώνουν τα σωθικά σου, σε κάνουν να πονάς και την ίδια ώρα να χαίρεσαι. Είναι τραγούδια σαν μοιρολόι, αργόσυρτο και σισυφικό…

Η Γεωργία Τάτση πέτυχε το ακατόρθωτο.  Να διαβάζεις και  :
….να ακούς μέσα από τις σελίδες του βιβλίου δημοτική μουσική και τραγούδια ,
…. να βλέπεις την ταινία Underground ,που σκηνοθέτησε ο Εμίρ Κουστορίτσα και να ακούς τη μουσική του Μπρέγκοβιτς,
…. να απολαμβάνεις τον χορό στα ποτήρια του Σπύρου Νεραϊδιώτη .
Το βιβλίο αυτό εκφράζει την απόλυτη ώσμωση μεταξύ της μουσικής , των ηπειρώτικων τραγουδιών - χορών και του γραπτού λόγου .
Ο Γεωργία Τάτση μας σοκάρει , μας κτυπά κλωτσιά στο στομάχι .Μια πολύ σκληρή ιστορία , μια ακριβής, ειλικρινής και διεισδυτική εξιστόρηση προσωπικής φρίκης και θρήνου . Μια ελεγεία στα θύματα  του εμφυλίου και της δικτατορίας. Ένα βιβλίο για γερά νεύρα.
 Ένα από τα καλύτερα βιβλία των τελευταίων ετών.
Ένα βιβλίο ύμνος στη Γραφή και την Τέχνη. Ένα βιβλίο που δείχνει τη συγγραφική ωριμότητα της Γεωργία Τάτση.
Ένα εξαιρετικό ποιητικό αριστούργημα , που πρέπει να διαβαστεί από όλους τους Άρτινούς.

Η Γεωργία Τάτση γεννήθηκε το 1952 στο Κλειστό Άρτας. Από το 1965 ζει στην Αθήνα. Εργάστηκε σε διαφημιστικές εταιρείες το κρατικό ραδιόφωνο και την κρατική τηλεόραση. Σκηνοθέτησε ντοκιμαντέρ και σειρές ντοκιμαντέρ(Η Βουλή στο χακί, Σαν παλιά φωτογραφία, Σήμερα έχεις εφημερία κ.α.).
Το διήγημά της «Κολοκύθα « δημοσιεύτηκε στο περιοδικό  “Τα Δέκατα”.

                                                   Γράφει : Ο Κώστας Τραχανάς


Θα ήταν παράλειψη αν δεν αναφέρω και την επίσης σημαντική παρουσίαση αυτού του βιβλίου, από το ιστολόγιο ofisofi της καλής μου φίλης Σοφίας.

Ακολουθεί το κείμενο της Σοφίας:

Χορός στα ποτήρια

Την συγγραφέα Γεωργία Τάτση  δεν την γνώριζα ούτε καν την είχα ακουστά και δεν ξέρω αν θα αγόραζα  το βιβλίο της , Χορός στα ποτήρια, αν το έβλεπα στην προθήκη ενός βιβλιοπωλείου. Το αγόρασα μετά από πρόταση πολύ καλού μου φίλου και  κυρίως από την προτροπή του να το διαβάσω οπωσδήποτε.

Τι να γράψω για το Χορό στα ποτήρια;! Το διάβασα μονορούφι μέσα σε δύο ώρες. Μια συνομιλία με τη μνήμη και μια σπαρακτική αφήγηση που δεν αφορά μόνο στο θάνατο αλλά  στη μετανάστευση, στη μοναξιά, στην εκδίκηση, στην τιμωρία, στην αγάπη και στον ανθρώπινο πόνο. Στην πτήση και στην πτώση , στον πάνω και τον κάτω κόσμο , στο γεφύρωμα και στην αντιστροφή τους. Ποιος είναι ο πάνω κόσμος και ποιος ο κάτω ;

Αρχικά διαβάζοντας το η περίπτωση του Αλέξανδρου, μετανάστη σε μια σουηδική πόλη τη δεκαετία του '70 μού έφερε στο νου το Διπλό Βιβλίο του Χατζή. Ένας άνθρωπος ξένος ανάμεσα στους ξένους .Η υπόθεση όμως διαφοροποιείται σημαντικά γιατί παρακολουθούμε αυτόν τον νέο να συνομιλεί με τους δικούς του, να θυμάται, να πονάει, μέσα από τα είδωλα τους όπως αυτά καθρεφτίζονται στα τζάμια που καθαρίζει σαν αντανάκλαση της φαντασίας του και των βαθύτερων συναισθημάτων του.Με αυτό τον τρόπο μεταφέρεται και μεταφερόμαστε στο παρελθόν του. Γνωρίζουμε σιγά σιγά την ιστορία του. Πολύ δυνατές οι εικόνες με τα πλάγια γράμματα. Ο θάνατος της μάνας του, η μεταφορά της από τον πατέρα σε ένα κοφίνι, η εικόνα των παιδιών στο παράθυρο, τα μοιρολόγια είναι σκηνές πολύ οδυνηρές αλλά συγχρόνως μάς ταξιδεύουν  σε μια άλλη εποχή που οι άνθρωποι ήταν εξοικειωμένοι περισσότερο με την ιδέα του θανάτου .  Πιο πολύ και από το θάνατο της μάνας με σπάραξε η εικόνα του παιδιού που αφήνεται στη θεία για να το μεγαλώσει. Κάποιος πεθαίνει ξαφνικά, η ζωή τελείωσε γι' αυτόν αλλά ο πόνος του παιδιού που αποχωρίζεται έτσι βίαια τη μάνα  του είναι αξεπέραστος, αφήνει πληγές που δεν κλείνουν ποτέ. Η απώλεια πολύ αγαπημένου προσώπου είναι αβάσταχτη όσο πιο μικρή είναι η ηλικία αυτού που τη βίωσε, αλλά η απώλεια της μάνας είναι ό,τι πιο επώδυνο και τραυματικό μπορεί να συμβεί στη ζωή ενός ανθρώπου σε όποια ηλικία κι αν βρίσκεται. Αντικρύζεις τη μάνα σου στο φέρετρο , αποδέχεσαι το συμβάν και αν αυτό είναι και μετά από βασανιστική αρρώστια βοηθάει περισσότερο, όμως περνώντας ο καιρός επανέρχεται συνεχώς η εικόνα και λες κρυφά μέσα σου κλαίγοντας με ένα βουβό εσωτερικό κλάμα " Μα ήταν η μάνα μου αυτή εκεί μέσα;" και τότε σού έρχονται στο νου εικόνες διάφορες στο νου από την παιδική σου ηλικία. Εικόνες απαλλαγμένες από όποιες κακές στιγμές και εξαγνισμένες μέσα σου. Η μορφή του νεκρού εξιδανικεύεται με το χρόνο. Πόσο μάλλον όταν αυτό έχει συμβεί ξαφνικά και σε μικρή ηλικία όπως στην περίπτωση του Αλέξανδρου.
 Άρωμα μανταρινιού διαχέεται στην ατμόσφαιρα και συνδέει το παρελθόν με το παρόν του ήρωα. Ένας μετανάστης ο Αλέξανδρος με πολλές αναμνήσεις και βιώματα τραυματικά, που βρίσκει τον έρωτα και την αγάπη εκεί μακριά στη Σουηδία και που όλα αυτά έρχονται να δεθούν με τον αντιδικτατορικό αγώνα και γενικότερα με τον αγώνα και τα θύματα του σε μια αναδρομική αφήγηση όπου εμπλέκονται θύτες και θύματα της νεότερης ιστορίας- Αντίσταση, Εμφύλιος- και φτάνουν μέχρι τα δικά του χρόνια. Μια γραμμή αίματος συνδέει τον Αλέξανδρο με νεκρούς - αγωνιστές της οικογένειας του, αντάρτες του ΕΛΑΣ, και η είδηση για τα βασανιστήρια του ξαδέλφου του Δημήτρη από τους βασανιστές της χούντας, που τον άφησαν παράλυτο και μουγκό, δίνουν νέα ώθηση στη δράση και στην εξέλιξη της ιστορίας.
Ο Αλέξανδρος  θέλει να εκδικηθεί  το βασανιστή του ξαδέλφου του. Το σχέδιο του  αποκαλύπτεται σταδιακά και  μάς κάνει να φανταστούμε το τέλος.Θα είναι όμως έτσι; Εκπληκτική ψυχογράφηση του ήρωα κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας του για την τιμωρία του βασανιστή του ξαδέλφου του Δημήτρη. Τρομερές οι εσωτερικές συγκρούσεις και η κατάδυση στα βάθη του υποσυνείδητου του.

Μπορεί η πτώση της χούντας και η αποκατάσταση του κοινοβουλευτισμού να έφερε τη λήθη, και να καταπράυνε τα εκδικητικά συναισθήματα, όμως δεν τα σκότωσε.

Η επάνοδος του Αλέξανδρου στο χωριό για το γάμο της αδελφής του εμμέσως  προετοιμάζει την κατάληξή του. Η περιγραφή του γλεντιού, του χορού, της μουσικής αλλά κυρίως η συμμετοχή του Αλέξανδρου σε αυτά είναι συγκλονιστική. Η εικονογραφία του χορού, η λεπτομερής περιγραφή του χορού στα ποτήρια με τελετουργικές κινήσεις, ο παραπονιάρικος, μακρόσυρτος ήχος του κλαρίνου που συνοδεύει το χορευτή και γίνεται ένα μαζί του στην απόλυτη έκφραση τού μέσα του κόσμου. Την ώρα του χορού ο χορευτής βγάζει από μέσα του τη χαρά και τη λύπη του, τον πόνο του θανάτου, το σπαραγμό του αποχωρισμού και την ένταση του ανταμώματος. Αγγίζει την ψυχή του και βγάζει φτερά. Η πτήση. Και πάνω εκεί που στροβιλίζεται και ακροπατά αέρινος στα ποτήρια εμφανίζεται ο εφιάλτης , ο βασανιστής. Τότε έρχεται το τέλος αντεστραμμένο. Η πτώση. Η ψυχή σπρώχνει στην έξοδο, ραγίζει το σώμα, σπάει τα δεσμά και απελευθερώνεται. Κατεβαίνει στο έρεβος, περνά στην αντίπερα όχθη και μετά ιριδίζει ψηλά ,σύννεφο και αέρας. Ένα πάνω – κάτω είναι η διαφορά ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Ένα κλάσμα του χιλιοστού η μετάβαση από τη μια όχθη στη άλλη. Ανάμεσά τους το απαθανάτισμα, ό,τι μπορεί να κρατήσει την εικόνα και τη μνήμη του νεκρού ανάμεσά μας.

Αλλαγή πλάνου. Ένας άρρωστος ηλικιωμένος άνθρωπος σε ένα υπόγειο διαμέρισμα βασανίζεται από την αρρώστια, τους εφιάλτες και τις αναμνήσεις του. Αναμνήσεις σε πρώτο επίπεδο από τη γυναίκα του. Νεκρή πλέον. Τον συντροφεύουν ό,τι απέμεινε από τα κοκκαλάκια της και μερικά προσωπικά αντικείμενα. Διαβάζω και φεύγουν τα δάκρυα από τα μάτια μου χωρίς να το θέλω. Ανακινούνται μέσα μου σκέψεις και συναισθήματα για τις σχέσεις των ζευγαριών, για τη ζωή, το θάνατο, τη μοναξιά. Ο έρωτας των εφηβικών χρόνων που έγινε μόνιμη σχέση, η αγάπη, η συντροφικότητα, η τρυφερότητα, η φροντίδα όταν η γυναίκα αρρωσταίνει. Όλα αυτά με φορτίζουν και σκέφτομαι πόσο ταιριαστό και αγαπημένο είναι αυτό το ζευγάρι και πόσο τραγική η ζωή όταν ο ένας στερείται τον άλλο.

Όμως μέσα από τις αναμνήσεις του άνδρα και την εναλλαγή τους με τη σύγχρονη ζωή του, αρχίζει να υποχωρεί η συναισθηματική φόρτιση και να αποκαθηλώνεται η εικόνα του. Το παρελθόν του, η σχέση με την οικογένειά του, τον πατέρα του, τα στερεότυπα με τα οποία μεγάλωσε, οι κοινωνικές προλήψεις αποκαλύπτουν ένα διαφορετικό άνθρωπο και μέσα από τους εφιάλτες του έρχεται η σύνδεση του με τον Αλέξανδρο και το Δημήτρη. Είναι ο Τάσος. Πρώτα βασανιστής και μετά φονιάς. Λαγός στιφάδο το εύρημα της συγγραφέα για αυτή την αποκάλυψη και πιο συγκεκριμένα τα μάτια του λαγού που είναι πάντα ανοικτά ακόμη και στον ύπνο και παρακολουθούν τα πάντα.

Τα μάτια του λαγού που γίνονται ερινύες και τον καταδιώκουν, τον βασανίζουν, μπήγουν τα νύχια τους βαθιά μέσα του και ξεσχίζουν την ψυχή του αν υπάρχει ακόμη κάτι από αυτή.

Το τέλος του το μαθαίνουμε από τον ίδιο αλλά ενώ είναι νεκρός πια. Λίγο αδύνατη λογοτεχνικά μου φάνηκε αυτή η ενότητα. Έχω την αίσθηση της βιασύνης να δοθεί ένα τέλος στην ιστορία. Αυτό όμως δεν μειώνει στο ελάχιστο την αξία του. Το μήνυμα είναι σαφές.Το παρελθόν επιστρέφει και η αδικία πληρώνεται αλλά η ψυχή – αν υπάρχει – δεν ξέρω κατά πόσο αναπαύεται.  Τα μάτια του νεκρού που μένουν ανοικτά γιατί κανείς δεν βρέθηκε να τα κλείσει είναι ίσως μια τιμωρία. Μεγαλύτερη όμως είναι ο βασανιστικός δρόμος που περπατά μέχρι να βγει η ψυχή του, μέχρι να πεθάνει.

Ο κύκλος κλείνει. Η τάξη αποκαθίσταται.

Ύβρις – άτη – νέμεσις – τίσις. Αυτό το σχήμα ήρθε στο νου μου τελειώνοντας το βιβλίο. Ο άνθρωπος που διαπράττει αδικία, που ασκεί εξουσία ,που χρησιμοποιεί βία εναντίον των άλλων γιατί νομίζει ότι είναι πανίσχυρος , που καταπατά την αξιοπρέπεια τους, που γνωρίζοντας ή αγνοώντας το κακό που κάνει, γίνεται α- νόητος και τυφλός. Κάποια στιγμή θα τιμωρηθεί ακόμα και αν αυτή την τιμωρία τη βλέπουμε στο βασανιστικό θάνατο. Σε μια δεύτερη ανάγνωση θα μπορούσε να επεκταθεί σε μηχανισμούς εξουσίας και δυνάμεις καταστολής που τοποθετούν απέναντι τους τον άνθρωπο - αγωνιστή.

Από την άλλη μεριά με κάποιο τρόπο έρχεται η δικαίωση και η κάθαρση για τα θύματα. Είτε βρίσκονται στη ζωή είτε έχουν βρει το θάνατο. Κάποιος άλλος θα αποκαταστήσει στο όνομά τους την αδικία.

Δεν ξέρω αν συνέλαβα τις προθέσεις της συγγραφέα, αλλά δεν νομίζω ότι έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί ένα λογοτεχνικό έργο από τη στιγμή που φεύγει από τα χέρια του συγγραφέα του γίνεται κτήμα του αναγνώστη και ο κάθε αναγνώστης «συνομιλεί» μαζί του ανάλογα. Μου άρεσε όμως όχι μόνο για την υπόθεση αλλά και για την ευρηματική αφηγηματική τεχνική που χρησιμοποιεί και την υποστηρίζει ένα πλούσιο και πολύ ζωντανό λεξιλόγιο που αγγίζει τα όρια του ποιητικού λόγου σε πολλά σημεία πχ. η στιγμή του θανάτου του Αλέξανδρου ή μάλλον το πέρασμα του από τον ένα κόσμο στον άλλο.

Εξαιρετικό, συγκινητικό, συνταρακτικό, σπαρακτικό, υπαρξιακό, αισιόδοξο αν και ο θάνατος κυριαρχεί σε μεγάλο μέρος. Ανθρώπινο! Γήινο και μεταφυσικό συγχρόνως.

                                                                                                ofisofi


Νομίζω πως η λέξη «παρουσίαση» δεν αντιπροσωπεύει τα δυο παραπάνω κείμενα. Κατάθεση ψυχής είναι οι σωστές λέξεις.

Η Γεωργία Τάτση γεννήθηκε το 1952 στο Κλειστό Άρτας. Από το 1965 ζει στην Αθήνα. Εργάστηκε σε διαφημιστικές εταιρείες το κρατικό ραδιόφωνο και την κρατική τηλεόραση. Σκηνοθέτησε ντοκιμαντέρ και σειρές ντοκιμαντέρ ("Η Βουλή στο χακί", "Σαν παλιά φωτογραφία", "Σήμερα έχεις εφημερία", "Με τα μάτια του Αλεσσάνδρο Νάτα" κ.ά.) Το διήγημά της "Κολοκύθα" δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Τα δέκατα" ενώ "Η κλωτσιά της πεταλούδας" συμπεριλαμβάνεται στο "HOTEL ένοικοι γραφής", 2007 "Είμαστε όλοι μετανάστες ", εκδόσεις Πατάκη.

Γεωργία Τάτση:  «Χορός στα ποτήρια», από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης  (2013).
Καλή ανάγνωση!

Δεν υπάρχουν σχόλια: