(Φωτ.: Σπύρος. Μελετζής) |
Τη
νύχτα κοιμάται στο χάνι. Τη μέρα ψάχνει για χαμαλοδουλιές. Μια Κυριακή καθόταν
στο κεφαλόσκαλο και μπάλωνε το παντελόνι του. Μιά παρέα χτίστες, κουβαλώντας τα
σύνεργά τους, ―σφυριά, μυστριά, σκεπάρνια…― ανέβηκαν την ξύλινη σκάλα και
μπήκαν στην ίδια κάμαρα. Ο καθένας έπιασε μιά θέση κι απίθωσε το μπογαλάκι του
στο πάτωμα, δίπλα στον τοίχο. Σαν ταχτοποιήθηκαν κι έγινε ησυχία, άρχισαν μια
συζήτηση, που πότε άναβε και πότε καταλάγιαζε.
Ένας νέος, μελαχρινός, καθαυτό τσιγγάνος, κοντραστάριζε περισότερο απ’ τους άλλους μ’ έναν ψηλό, ξερακιανό, κοψαχείλη, που, όπως έδειχνε το φέρσιμό του, ήταν ο αρχιμάστορας. Κάποια στιγμή τινάχτηκε σαν ελατήριο και φώναξε: «Άλλα μας είπες προτού ξεκινήσουμε κι άλλα μας λες τώρα». Ο Θωμάς άφησε καταγής το παντελόνι, το βελόνι την κλωστή και ζύγωσε.
Ένας νέος, μελαχρινός, καθαυτό τσιγγάνος, κοντραστάριζε περισότερο απ’ τους άλλους μ’ έναν ψηλό, ξερακιανό, κοψαχείλη, που, όπως έδειχνε το φέρσιμό του, ήταν ο αρχιμάστορας. Κάποια στιγμή τινάχτηκε σαν ελατήριο και φώναξε: «Άλλα μας είπες προτού ξεκινήσουμε κι άλλα μας λες τώρα». Ο Θωμάς άφησε καταγής το παντελόνι, το βελόνι την κλωστή και ζύγωσε.
―Δε με παίρνετε και μένα;
Ο
Κοψαχείλης τον περιεργάστηκε κάμποσο και ρώτησε.
―Τι θα σου δώσω;
―Φαί!
Ο
καυγάς σιγά-σιγά κάλμαρε. Τέλος σταμάτησε και η σύναξη διαλύθηκε. Ο τσιγγάνος,
περνώντας δίπλα στο Θωμά, του πέταξε μια σαϊτιά:
―Φαί! Χαζοπροβατίνα!...
***
Τρία
λασποπαίδια ―ο Θωμάς ο Καρατζάς, ο Πάνος ο Τσιγγάνος και ο Αγγελής ο Κώστας―
και 18 μαστόροι. Ο Θωμάς κουβαλάει το
νερό με τους τενεκέδες απ’ το πηγάδι και την περισσότερη λάσπη στην πρώτη
σκαλωσιά, στη δεύτερη, στην τρίτη… Οι χτίστες βρήκαν την ευκολία τους. «Θωμά!
Λάσπη…». Δεν προφταίνει να σκουπίσει τον ιδρώτα: «Θωμά κάνε γρήγορα…». Και πριν
σβήσει και τούτη η φωνή, μια άλλη: «Θωμά! Τι κάνεις; Περιμένουμε μια ώρα…». Τα
άλλα δυο γελούν, κοροϊδεύουν και ρίχνουν λάδι στη φωτιά: «Βρε συ! Δε βλέπεις; Τέλιωσε
το νερό… Δεν ακούς; Θέλουν λάσπη…». Τον κοιτάζουν εχθρικά και μια μέρα ο
Τσιγγάνος του πέταξε ξανά τη σαϊτιά: «Χαζοπροβατίνα! Θα σου βγάλουν το
τομάρι!...»
Ήταν
μια μέρα μουντή, κατσουφιάρα. Χαμηλά, κατά το μέρος του νοτιά, μια τσίκα
πυκνή-γαλαζόμαυρη ζώνει τον ορίζοντα απ’ άκρη σ’ άκρη. Ψηλότερα σύνεφα
χοντρά–βαμβακένια τραβούν αργά – αργά κατά το βοριά. Φυσάει σιγά αγέρας υγρός… Πρέπει να βιαστούν να τελιώσουν τον τοίχο και
να βάλουν τη σκεπή, προτού χαλάσει ο καιρός…
Ο Θωμάς πάει κι έρχεται, κουβαλώντας πότε λάσπη, πότε νερό, και
συλλογιέται: Εδώ δεν είναι όπως εκεί, στο λόγγο… Και οι άνθρωποι δε μοιάζουν
καθόλου με το γέρο – Πολύζο. Σου βγάζουν
την ψυχή ανάδοπα… Ο Κοψαχείλης στους
άλλους δυο δίνει και λεπτά. Αυτουνού του πληρώνει το φαί σ’ ένα πατσατζίδικο…
Κοιμάται στο ίδιο χάνι, χωρίς στρώμα, χωρίς σκέπασμα… τα βράδια πονούν τα
πόδια, τα χέρια, οι κόμποι, και πιο πολύ η πλάτη. Το πρωί κάπως ξαλαφρώνει. Η
γριούλα, που σκουπίζει τις κάμαρες δύο φορές τη βδομάδα, του είπε ένα πρωινό:
«Μωρέ παιδί! Βρώμισες… Έλα την Κυριακή να σε ζεματίσω. Αν δεν έχεις άλλα θα σε
τυλίξω με μιά κουρελού…». Η κουβέντα τον μαχαίρωσε. Είχε την εντύπωση, πως οι
άλλοι δεν έβλεπαν, δεν πρόσεχαν…
Ο
Τσιγγάνος και ο Αγγελής ακουμπούν στα φτυάρια και κουβεντιάζουν. Ο Κοψαχείλης
έμπηξε τις φωνές.
―Βρε σεις; Τι στεκόσαστε σαν τα παλούκια;
Περιμένει τόσος κόσμος.
Εκείνοι
σα να μη συμβαίνει τίποτα, συνεχίζουν αδιάφορα το κουβεντολόι. Ο αρχιμάστορας
τσαντίστηκε.
―Βρε αλήτες! Δεν ακούτε;
Ο
Τσιγγάνος στράβωσε το κεφάλι κι είπε πολύ ήρεμα αυτή τη φορά:
―Τα παιδιά σου να πεις αλήτες!
―Το Χριστό σας! Την Παναγία σας!
Χαραμοφάηδες! Θα σας δείξω γώ!...
Πέταξαν
τα φτυάρια κι έφυγαν.
Ο
Κοψαχείλης ρίχνει μια ματιά στον ουρανό, μια δεύτερη στην οικοδομή και τότε
κατάλαβε, πως είχε παρατραβήξει το σκοινί. Θέλοντας να διορθώσει κάπως την
κατάσταση, γύρισε στο Θωμά μ’ έναν τόνο φιλικό:
―Άιντε λεβέντη μου! Ανασκουμπώσου λίγο κι
από σήμερα θα σου δίνω και λεφτά. Κάνε γρήγορα, μια-δυο μέρες, ώσπου να βρούμε
άλλους.
―Δεν μπορώ γρηγορότερα. Είμασταν τρεις και
δε σας προφταίναμε…
Τον
κοιτάζει απορημένος, σα να τον βλέπει για πρώτη φορά.
―Και ποιος θα κουβαλήσει τη λάσπη;
―Ας κατεβούν άλλοι δύο απ’ τον τοίχο.
―Νάααταα-μααας! Θα μας πει η
«Χαζοπροβατίνα» τι να κάνουμε! Και, παίρνοντας ξανά αυστηρό ύφος, πρόστεσε:
Κάνε γρήγορα σου λέω. Αλλιώς θα χάσεις και το φαί.
Ο
Θωμάς άφησε την κοπάνα στη σκαλωσιά, τίναξε τα χώματα και πήρε το σακάκι,
περπατώντας χωρίς συγκίνηση, χωρίς ανησυχία…
Από το μυθιστόρημα του Κώστα Μπόση «Ο Θωμάς ο Καρατζάς», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1978. Διαβάστε περισσότερα για τον λαϊκό αγωνιστή-συγγραφέα Κώστα Μπόση και το έργο του, στην ιστοσελίδα του ΕΔΩ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου