Τον
Γιάννη μας τον ζήλεψε και του 'στησε καρτέρι, ένα πρωί στο Πέραμα του Χάρου το
μαχαίρι, Τώρα σε κλαιν' οι Τζιτζιφιές, που έριχνες τις γλυκές πενιές, κι οι
μάγκες όλοι του ντουνιά σε κλαίν' απαρηγόρητα. Γιάννη με τη χρυσή καρδιά. Τους
μάγκες όλους γλένταγες κι αυτοί σε αγαπάνε και στ' όνομά σου, Γιάννη μου, τα
πίνουν και τα σπάνε. Τώρα σε κλαίν' οι Τζιτζιφιές, που έριχνες τις γλυκές
πενιές, κι οι μάγκες όλοι του ντουνιά σε κλαίν' απαρηγόρητα, Γιάννη με τη χρυσή
καρδιά. Στον κάτω κόσμο εκεί που πας, στα μύρια κυπαρίσσια, ρίξε δυο τρεις
γλυκές πενιές ν' ακούσουν τα ντερβίσια και το χορό να 'ρχίσουνε τα πιο όμορφα
κορίτσια - έγραψε ο Βασίλης Τσιτσάνης για το φίλο και κουμπάρο του Γιάννη
Παπαϊωάννου, που σαν σήμερα πριν σαράντα ένα χρόνια σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό
δυστύχημα.
Αυθεντικός
και πηγαίος καλλιτέχνης, έμελλε να φύγει πολύ νωρίς από τη ζωή, σε ηλικία 58
χρόνων. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ως λαϊκός δημιουργός, μίλησε με το δικό του,
αυθεντικό τρόπο για τη ζωή του εργάτη, για το μεροκάματο, για την αγάπη, για τα
βάσανα, για τη ζωή του φτωχού λαού. Ενας από τους θεμελιωτές και κύριους
εκφραστές του λαϊκού μας τραγουδιού, μια ξεχωριστή μορφή, με εντελώς προσωπικό
ύφος και άνθρωπος με μεγάλη καρδιά και σπάνιο ήθος, ο Γιάννης Παπαϊωάννου
υπήρξε ο δημιουργός αθάνατων τραγουδιών, όπως: «Φαληριώτισσα», «Ανδρέας Ζέπος»,
«Πριν το χάραμα», «Ανοιξε γιατί δεν αντέχω», «Κάνε κουράγιο», «Βαδίζω και παραμιλώ»,
«Χθες το βράδυ σε μια βάρκα», «Σβήσε το φως» και εκατοντάδων ακόμη.
Στην
πολύχρονη καριέρα του, πέρασε μέσα από φωτιά και σίδηρο. Είδε εποχές δύσκολες,
όχι μόνο για τους μουσικούς, αλλά για την Ελλάδα ολόκληρη. Μικρασιατική
καταστροφή, πείνα, φτώχεια, δυο παγκόσμιοι πόλεμοι, κατοχή, εμφύλιος, δυο
δικτατορίες, ξενιτιά. «Τα τραγούδια μου» - έλεγε - «είναι τα παθήματά μου, οι
αγώνες μου, το μεροκάματο για τη φασολάδα, τα όνειρά μου, οι καντάδες μου, η
ζωή μου ολόκληρη και η ζωή του φτωχού κοσμάκη...».
Για
τον μπάρμπα Γιάννη μιλούν όλοι όσοι τον γνώρισαν με τα καλύτερα λόγια. Ηταν -
όπως λένε - ο πιο ανοιχτόκαρδος άνθρωπος. Πάντα με το καλαμπούρι του, καλός
πατέρας και οικογενειάρχης. Ποτέ δεν τον είδαν θυμωμένο ή στενοχωρημένο. Ο,τι
κι αν τον απασχολούσε, το έκρυβε πίσω από ένα μεγάλο χαμόγελο. Στη δουλειά
γινόταν ένα με τον κόσμο και γι' αυτό κι ο κόσμος τον αγαπούσε τόσο. Οσο για τα
ταξίμια του, είναι ιστορικά.
Το
κείμενο από τον σημερινό Ριζοσπάστη ΕΔΩ. Ακούστε το τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη
ΕΔΩ. Μπορείτε ακόμα να δείτε αφιέρωμα του Οικοδόμου στον Γιάννη
Παπαϊωάννου, που ανέβηκε ακριβώς έναν χρόνο πριν ΕΔΩ.
Τιμής
ένεκεν ένα όχι πολύ γνωστό τραγούδι του «μπαρμπα-Γιάννη», σε στίχους Αλέκου Αγγελόπουλου,
ερμηνευμένο από μια επίσης όχι πολύ γνωστή αλλά άξια τραγουδίστρια, τη Ρένα Στάμου.
Πόσο λείπουν σήμερα άνθρωποι σαν τον μπάρμπα-Γιάννη!;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου