«Τα
τραγούδια μου είναι τα παθήματά μου, οι αγώνες μου, το μεροκάματο για τη
φασολάδα, τα όνειρά μου, οι καντάδες μου, η ζωή μου ολόκληρη και η ζωή του
φτωχού κοσμάκη...».
Όταν
το πρωί της 3ης Αυγούστου του 1972 έγινε γνωστός ο χαμός του Γιάννη Παπαϊωάννου
σε τροχαίο, ο κόσμος της μουσικής -κι όχι μόνο- σοκαρίστηκε. Γιατί ο
Παπαϊωάννου στην 56χρονη πορεία του είχε καταφέρει να σημαδέψει ένα κομμάτι της
πολιτιστικής μας ζωής, με τη σφραγίδα ενός πολύ σημαντικού δημιουργού και
ανθρώπου. Παρ' όλα αυτά, το μέγεθος της απώλειας για την ελληνική μουσική δεν
έγινε αντιληπτό εκείνη την εποχή. Όχι γιατί δεν ήταν γνωστή η αξία του έργου
του Παπαϊωάννου, αλλά γιατί δεν είχε εκτιμηθεί συνολικά η προσφορά του, η συμμετοχή
του στο χώρο όπου έδρασε.
Γεννήθηκε
στην Κίο της Μ. Ασίας το 1914, απ' όπου έφυγε μετά την Καταστροφή του '22 και
εγκαταστάθηκε στις Τζιτζιφιές. Ορφανός από πατέρα, αναγκάστηκε να βγει από πολύ
μικρός στο μεροκάματο, δουλεύοντας πότε σε ψαράδικα καΐκια και πότε στις
οικοδομές. Ξεκίνησε να μαθαίνει μόνος του κιθάρα και χαβάγια, παίζοντας με τους
φίλους του στα σοκάκια της γειτονιάς. Στις αρχές της δεκαετίας του '30 θα
ακούσει απ' το γραμμόφωνο το «Μινόρε του τεκέ», του Γιάννη Χαλικιά (Τζακ
Γκρέγκορι). Θα εντυπωσιαστεί τόσο που θα παρατήσει την κιθάρα και θα πιάσει το
μπουζούκι, το οποίο δε θ' αφήσει απ' τα χέρια του έως το τέλος της ζωής του.
Στα
χρόνια που ακολουθούν θα μάθει τα «μυστικά» του μπουζουκιού, αρχικά από
μπουζουξήδες του περιθωρίου (Ζημαρίτης, Σκριβάνος κ.ά.) κι έπειτα απ' τους
Πειραιώτες της παρέας του Μάρκου Βαμβακάρη, δίπλα στον οποίο θα χριστεί
επαγγελματίας, ανεβαίνοντας στα λαϊκά πάλκα. Στα τέλη του 1935 ηχογραφεί τη
«Φαληριώτισσα».
Η
πρωτοφανής για την εποχή επιτυχία της «Φαληριώτισσας» θα του ανοίξει διάπλατα
τις πόρτες των δισκογραφικών εταιριών και μέχρι την Κατοχή θα ηχογραφήσει
αρκετά γνωστά τραγούδια του («Ραντεβού», «Βαδίζω με παράπονο», «Μοδιστρούλα»
κ.ά.), σχεδόν όλα ερμηνευμένα απ' τον ίδιο, ενώ κάποιες φορές θα χρησιμοποιηθεί
ως τραγουδιστής και από άλλους γνωστούς λαϊκούς δημιουργούς (Σκαρβέλη,
Περιστέρη κ.ά.).
«Την
περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά, το μπουζούκι διώκεται και η λογοκρισία
βασιλεύει. «Το μπουζούκι είχε απαγορευτεί κι ο Μανιαδάκης με τους έτσι, τους δικούς
του, γύρναγαν και μάζευαν τους δίσκους από τα μαγαζιά κι από τους δρόμους, από
τα γραμμόφωνα. Ρεζιλίκια πράματα! Κι αμέσως λογοκρισία στα τραγούδια. Όποιο
τραγούδι έβγαινε, ή μάλλον όποιο τραγούδι θέλανε να βάλουμε, το 'παιζε κάποιος
στην επιτροπή και πέρναγε. `Η, αν όχι, άμα δεν τους άρεσε το 'κοβαν... Δεν τους
ένοιαζε για τους καλλιτέχνες του λαϊκού τραγουδιού, ποιοι ήτανε και τι κάνανε.
Δε δίνανε δυάρα και μην ακούτε τι λένε. Άλλο τους ένοιαζε. Μόνο το τραγούδι το
λαϊκό τους ένοιαζε.... Και αυτό το τραγούδι θέλανε να το βάλουνε εκεί που
ήθελαν αυτοί και το 'χανε βάλει σε καλούπια... Γιατί αυτό ήτανε στην καρδιά του
λαού, γιατί αυτό καταλάβαινε και όχι όλα τα άλλα. Ξαφνικά το 1936 απαγορεύονται
τα λαϊκά τραγούδια. Παίρνω τότε το μπουζούκι μου και πάω στη λογοκρισία. Λέω:
Κύριοι, αφού το όργανο είναι κατηγορούμενο, πρέπει να απολογηθεί. Έπαιξα ένα
μινόρε και συγκινηθήκανε. Γρήγορα δόθηκε η άδεια να συνεχίσουμε. Ήταν η πρώτη
νίκη μου».
Στα
πρώτα μετακατοχικά χρόνια, με την επαναλειτουργία της Columbia, θα ηχογραφήσει
τα τραγούδια που τον κατέταξαν στο πάνθεο της λαϊκής μας μουσικής: «Πριν το
χάραμα», «Καπετάν Αντρέα Ζέπο», «Ανοιξε γιατί δεν αντέχω», «Κάνε κουράγιο
καρδιά μου» και δεκάδες άλλα αριστουργηματικά τραγούδια που χαράχτηκαν βαθιά
στη μνήμη μας.
Σαν
μπουζουξής ο Παπαϊωάννου ήταν απ' τους πιο «πλήρεις», χωρίς να έχει την
πολυπλοκότητα και την ταχύτητα του Χιώτη, του Μπέμπη, του Τατασόπουλου και
άλλων δεξιοτεχνών. Αποδείχτηκε άξιος συνεχιστής της «σχολής» του Μάρκου, που
υποστηρίζει πως τα πολλά «στολίδια» είναι περιττά, πως οι νότες πρέπει να 'ναι
πεντέξι αλλά παιγμένες σωστά. Τα δυο - τρία ταξίμια που ηχογράφησε στην Αμερική
μπορούν κάλλιστα να θεωρηθούν ως ο απόλυτος ήχος του μπουζουκιού.
Ο
Γ. Παπαϊωάννου ήταν ο πρώτος λαϊκός συνθέτης που πήγε στην Αμερική (1953),
βγάζοντας το μπουζούκι εκτός Ελλάδας. Ο άνθρωπος που αφιέρωσε όλη του τη ζωή
στο λαϊκό τραγούδι, έφτασε ν' αναρωτιέται αργότερα, όταν άλλοι (δισκογραφικές
εταιρείες) «θέριζαν» αυτά που η γενιά του είχε «σπείρει»:
«Τόσα
χρόνια στο πάλκο εμείς τι κάναμε; Σαράντα χρόνια εγώ ξενύχτια, αγώνες. Ενα
σπίτι έκανα με τρεις Αμερικές λεφτά. Τρεις φορές μόνο πήγα στην Αμερική. Ξέρετε
τι είναι τρεις φορές Αμερική; Τρεις φορές ο Γολγοθάς του Χριστού! Ενα σπίτι όλο
κι όλο κι αυτό με αίμα, τίποτε άλλο! Κι ο Τσιτσάνης τα ίδια. Τόσες επιτυχίες,
τόσα σουξέ, χιλιάδες δίσκοι, τόσα λεφτά στο πάλκο, περιουσίες ολόκληρες. Λεφτά
που τα πήρανε αυτοί με τις εταιρείες και αυτοί που δεν έχουνε ούτε όσιο, ούτε ιερό.
Από κει που σου κάνουνε υποκλίσεις όταν μπαίνεις στα γραφεία τους, εκεί δε σε
ξέρουνε και δε σε αφήνουνε να περάσεις ούτε τα σκαλοπάτια τους».
Στις
3 Αυγούστου του 1972, γυρνώντας ξημερώματα απ' τη δουλιά του σκοτώθηκε σε
τροχαίο, συνεχίζοντας ένα σερί μεγάλων απωλειών για το λαϊκό μας τραγούδι, που
σε διάστημα μερικών μηνών είχε ήδη χάσει τον Μανώλη Χιώτη, τον Στράτο
Παγιουμτζή και τον Μάρκο Βαμβακάρη.
Πέρα
απ' την αξία του ως δημιουργού και μουσικού, ο Παπαϊωάννου αποτελεί κεφάλαιο
για τη λαϊκή μας μουσική και λόγω της προσωπικότητάς του. Δεν είναι λίγες οι
φορές που με παρέμβασή του βοήθησε στη λύση προβλημάτων, είτε αυτά είχαν να
κάνουν με προσωπικές διενέξεις συναδέλφων του είτε αφορούσαν γενικότερα το
λαϊκό τραγούδι. Παράλληλα, έδωσε κάθε βοήθεια που περνούσε απ' το χέρι του σε
πολλούς ανθρώπους του χώρου του και δεν είναι λίγοι οι μουσικοί και οι
τραγουδιστές που χρωστούν ένα μεγάλο ποσοστό της ανάδειξής τους στον «μπάρμπα -
Γιάννη τον Ψηλό».
Ο
Μανώλης Χιώτης κατάφερε να συνοψίσει σε δυο αράδες όλα όσα ειπώθηκαν για τον
Γιάννη Παπαϊωάννου: «Ο Γιάννης Παπαϊωάννου είναι μια μεγάλη μορφή της Λαϊκής
Μουσικής. Ενα βουνό. Αλλά και το καλύτερο παιδί που υπάρχει πάνω στη γη».
Ο
Παπαϊωάννου ήταν απ' τους τελευταίους συνθέτες που ήταν «άρχοντες» της δουλειάς
τους, είτε στο λαϊκό πάλκο είτε στη δισκογραφία. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα:
Το
1952 ετοιμάζεται να ηχογραφήσει ένα τραγούδι του (το «Δε θέλω το κακό σου») με
τη φωνή του Δημήτρη Ρουμελιώτη. Κάποιοι λαϊκοί μουσικοί τού προτείνουν να
χρησιμοποιήσει τον Στέλιο Καζαντζίδη, για να τον βοηθήσει να γίνει γνωστός. Ο
Παπαϊωάννου δέχεται, αλλά η εταιρία διαφωνεί, αφού ο Καζαντζίδης έχει
ηχογραφήσει λίγους μήνες πριν το πρώτο του τραγούδι («Για μπάνιο πάω», του
Απόστολου Καλδάρα) που πέρασε απαρατήρητο. Ετσι η εταιρία τού έχει «κλείσει την
πόρτα», θεωρώντας ότι δεν έχει αξιόλογη φωνή. Μάλιστα, ο διευθυντής της
Columbia, ο Νίκανδρος Μηλιόπουλος, φέρεται να είπε: «Αυτός δεν κάνει ούτε για
να βελάζει» (!!!). Η αντίδραση του Παπαϊωάννου ήταν: «Για τα δικά μου τραγούδια
αποφασίζω εγώ. Δε σας κάνει αυτός, δε σας κάνω κι εγώ». Μπροστά σε αυτή την
απειλή, η εταιρία υποχώρησε και ο Καζαντζίδης έκανε την πρώτη του επιτυχία,
ξεκινώντας τη γνωστή πορεία του στο λαϊκό τραγούδι.
Γενικά,
ο Παπαϊωάννου αντιστάθηκε όσο μπορούσε, στις «άνωθεν» παρεμβάσεις των
κουμανταδόρων, που από τότε έβλεπαν τη μουσική παραγωγή αποκλειστικά ως
εμπορικό προϊόν. Αρνήθηκε να βάλει σε εύπεπτα καλούπια τη μουσική του και
απέφυγε συνειδητά να «βολευτεί» με επιτυχίες φτηνιάρικων σουξέ.
Απ'
τη δεκαετία του '60 κατάγγελλε ότι τα νυχτερινά μαγαζιά έχουν γίνει χώροι
επίδειξης και όχι χώροι διασκέδασης. Δήλωνε ότι «το ραδιόφωνο κάνει φόνους».
Διαμαρτυρόταν ότι οι λαϊκοί δημιουργοί έχουν γίνει «μπαλαρίνες» στο τσίρκο που
δημιουργείται, καταλαβαίνοντας απόλυτα την παρακμή στην οποία οδηγιόταν το
λαϊκό τραγούδι.
Πόσο
λείπουν σήμερα άνθρωποι σαν τον μπάρμπα -Γιάννη!;
Πηγή
κειμένου: δημοσιεύματα του Ριζοσπάστη. Τα αποσπάσματα που μιλά ο ίδιος, από
την αυτοβιογραφία του με τίτλο «Ντόμπρα και σταράτα», που επιμελήθηκε ο Κώστας
Χατζηδουλής (εκδόσεις «Κάκτος»).
Και
ένα τραγούδι του Στέλιου για τον μπαρμπα Γιάννη:
Μπάρμπα
Γιάννη γέρασες πολλές φουρτούνες πέρασες
και
από κοντά μας ήρθε ο χάρος να σε πάρει
εσύ
που σαν αδέρφι μας δε χάλαγες το κέφι μας
κάνε
μου τώρα και μια τελευταία χάρη.
Ένα
γράμμα να μου στείλεις απ' τον Άδη
αν
το φως ειν’ πιο καλό απ’ το σκοτάδι
φως
υπάρχει εδώ πάνω μπάρμπα Γιάννη μου που λες
μα
το φως τι να το κάνω που ναι μαύρες οι καρδιές.
Μπάρμπα
Γιάννη φίλε μου ένα μαντάτο στείλε μου
και
το μπουζούκι σου κι εκείνο περιμένει
εδώ
τα ίδια πράματα βάσανα πόνοι κλάματα
στον
κάτω κόσμο τέλος πάντων τι συμβαίνει.
Ένα
γράμμα να μου στείλεις απ' τον Άδη
αν
το φως ειν’ πιο καλό απ’ το σκοτάδι
φως
υπάρχει εδώ πάνω μπάρμπα Γιάννη μου που λες
μα
το φως τι να το κάνω που ναι μαύρες οι καρδιές.
Στίχοι:
Πυθαγόρας
Μουσική: Στέλιος Καζαντζίδης
Ερμηνεύει:
Στέλιος Καζαντζίδης
2 σχόλια:
ρίζες βαθιές που τις πολέμησαν και αποκύρηξαν πολλοί,αλλά δε κατάφεραν τίποτα,και αναγκάστηκαν να τις δεχτούν.
Εξαιρετικό το αφιέρωμά σου!!
Σπουδαία τραγούδια, πασίγνωστα, από ένα σπουδαίο μουσικό που ελάχιστα γνωρίζαμε γι αυτόν..
Μπράβο Οικοδόμε!
Δημοσίευση σχολίου