Παρασκευή 17 Αυγούστου 2012

«Έζησα το μπλόκο της Κοκκινιάς» (Β΄ μέρος). ΟΙ ΠΡΟΔΟΤΕΣ Πατράνης και Βακαλόπουλος


Αφιέρωμα στο μπλόκο της μαρτυρομάνας Κοκκινιάς, με αφορμή την 68η επέτειο μνήμης και τιμής, μέσα από την αφήγηση του αγωνιστή Στρ. Ευστρατιάδη που το έζησε. Β΄ μέρος.  
Όσο προχωρούσανε οι ώρες, η τρομοκρατία στην πλατεία της Οσίας Ξένης όλο και περισσότερο δυνάμωνε. Φωνές σκληρές, πυροβολισμοί, ριπές από πολυβόλα και κλάματα πολλών γυναικών από τα ακραία σημεία της πλατείας, μαζί με παρακάλια στα όργανα του μπλόκου, να τις αφήσουν για λίγα λεπτά να πλησιάσουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα, για να μιλήσουν μαζί τους στα γρήγορα. Στο μεταξύ, όλη η πλατεία και οι γύρω στην πλατεία πάροδοι και λοιποί χώροι, είχανε γεμίσει από εκατοντάδες άντρες και οι Γερμανοί με τους προδότες και τους ταγματασφαλίτες, περνοδιαβαίνανε ανάμεσα από τα διάκενα, ρίχνοντας πάνω μας τη φαρμακερή ματιά τους, σαν να αναζητούσανε κάποιον, έτοιμοι να τον κατασπαράξουν, να τον συντρίψουν.

Προπαντός, όταν περνούσανε από κοντά μας τρεις από τους προδότες, μας κυρίευε τρομερή αναταραχή και αγωνία. Τον ένα τον λέγανε Πατράνη και είχε δεμένο το κεφάλι του με ένα λερωμένο πανί, τον άλλο Βακαλόπουλο, με κουρεμένα τα μαλλιά, με ακάλυπτο το στήθος και με ένα ζευγάρι παπούτσια κάτω από την μασχάλη του. Γι’ αυτό ίσως περπατούσε ξυπόλητος. Όσο για τον τρίο, αυτός ήταν ψηλός, με μάσκα στο πρόσωπο.

Καθώς τα ελεεινά αυτά πλάσματα προχωρούσανε, πάντα κάτω από το άγρυπνο μάτι των Γερμανών και των συνεργατών τους, κάθε τόσο, είτε απλώνοντας απότομα το χέρι τους σε έναν από τους άντρες που κάθονταν στις πεντάδες, είτε υψώνοντας άγρια τη φωνή τους, ζητούσανε να σηκωθεί αμέσως από τη θέση του, για να προχωρήσει στο χώρο των μελλοθανάτων, παρά τις παρακλήσεις και διαμαρτυρίες του άτυχου.

Προπαντός ο Πατράνης και ο Βακαλόπουλος, που συχνά βαδίζανε μαζί, θαρρείς και συναγωνίζονταν ποιος από τους δυο θα υπερισχύσει στην προδοσία και την ατιμία. Και εκτελώντας την… αποστολή τους, φαίνεται διασκεδάζανε πολύ. Γελούσανε δυνατά, αστειεύονταν μεταξύ τους. Άξαφνα, το ντουέτο Πατράνης-Βακαλόπουλος σταμάτησε σε μικρή απόσταση από τη θέση μου και ο Πατράνης ρίχνοντας τη φριχτή ματιά του πάνω σε ένα νέο παλικάρι με αδύνατο κορμί και αδύνατα μπράτσα που καθότανε στην αριστερή μπροστινή μου πεντάδα, φώναξε:

"Ο προδότης". Έργο του Αντώνη Πολυκανδριώτη


-         Σήκω πάνω…

Το νέο παλικάρι, αλλά κι ένα άλλο που καθότανε δίπλα του κι έδειχνε μεγαλύτερο, κουνηθήκανε από τη θέση τους αναστατωμένοι, έτοιμοι να αντιδράσουν. Επενέβη όμως εκείνη τη στιγμή ο Βακαλόπουλος, ο δεύτερος προδότης.

-         Άστονε, μωρέ Γιώργο, αυτόν, του είπε μ’ ένα σατανικό χαμόγελο. Αυτός δείχνει ψοφίμι… Σήκωσε κανέναν άλλο...
-         Μην ανακατεύεσαι, ρε, στη δουλειά μου, άκουσες; Αντέδρασε με θυμό ο Πατράνης.
-         Αυτόν θέλω να σηκώσω.
-         Μα εγώ… εγώ… ψέλλισε με τρεμάμενα χείλη το παλικάρι, και είχε χλωμιάσει σαν λείψανο. Μα εγώ δεν έχω κάνει τίποτα… Δεν έχω ανακατευτεί με τίποτα.
-         Σου είπα να σηκωθείς για να μη σου αρχίσω τις σφαλιάρες… Άκουσες; έκανε σκληρά ο προδότης.
-         Σίγουρα κάνεις λάθος, Γιώργο, τόλμησε να τον υπερασπιστεί ο άλλος που όπως αποδείχτηκε ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός. Ο Γιάννης δεν είχε πάρε δώσε με τίποτα.

Οπότε, ο βρώμικος Πατράνης άναψε περισσότερο.

-         Βούλωσ’ το ρε εσύ εκεί, φώναξε με τον ίδιο σκληρό τόνο. Βούλωσ’ το, για να μην πω να σηκωθείς κι εσύ…
-         Μα σε τι έφταιξα; έκανε ξεψυχισμένα το αδύνατο παλικάρι, σε μια τελευταία προσπάθεια ν’ αμυνθεί. Κι άρχισε να τρέμει.

Τότε ο προδότης Πατράνης όρμησε πάνω του, το άρπαξε από τα μαλλιά και με χαστουκιές το έσυρε έξω. Το παλικάρι είχε πέσει στα πόδια του προδότη κλαίγοντας, ενώ ο αδελφός του από τη θέση του εκλιπαρούσε το ανθρωπόμορφο τέρας, επικαλούμενος γνωριμία πολλών χρόνων σαν γείτονες. Μπρος στην επίμονη επίκληση του αδελφού, ο Πατράνης έγινε θεριό.

-         Σου απαντώ για τελευταία φορά, βρυχήθηκε. Βούλωσ’ το… Γιατί αν ξαναμιλήσεις, θα σηκώσω και σένα, οπότε δε σε σώζει τίποτα…

Μετά την τρομερή αυτή απειλή, όλοι εμείς που καθόμαστε κοντά του, παγώσαμε. Και δώσ’ του να τον παροτρύνουμε ψιθυριστά να μην ξαναμιλήσει, να τον θερμοπαρακαλούμε… Όσο για το αδύνατο παλικάρι, το μικρότερο αδελφό, αυτό από κείνη τη στιγμή ήταν καταδικασμένο. Το άρπαξε ένας Γερμανός κι ένας τσολιαντυμένος και τραβήξανε μαζί στο χώρο τω μελλοθανάτων για τα περαιτέρω…

(Απόσπασμα από το βιβλίο του Στρ. Ευστρατιάδη: «Με το μαστίγιο… από το μπλόκο της Νίκαιας μέχρι και το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου», εκδόσεις «Επικαιρότητα», Αθήνα 1990).

Διαβάστε επίσης (με "κλικ" πάνω στον τίτλο): «Έζησα το  μπλόκο της Κοκκινιάς» (Α΄ μέρος). Ο ΗΡΩΑΣ Κώστας Περιβόλας

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

ΠΕΡΙ ΜΠΑΤΡΑΝΗ (ή Πατράνη ή Βαρτάνη ή Μπαντρώνη)
" Στην περιοχή μας είχαμε αρκετούς δοσίλογους,, ωστόσο ο πιο γνωστός κι ο πιο αιμοβόρος ήταν ο Πατράνης με τα όνομα . Αυτός κατέδωσε πολλούς και το ξέραμε, μα δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα, τον προστάτευαν οι Γερμανοί. Ένα βράδυ μόνο, κάποιοι που φαίνεται πως το λεγε η καρδιά τους, μπήκαν στο σπίτι του με κουκούλες και τον ξυλοκόπησαν άγρια κι από τότε έψαχνε να μάθει ποιοί ήσαν για να τους …περιποιηθεί καταλλήλως …… μια μέρα στον καφενέ του Γιαννιού με πλησίασε αυτό το απόβρασμα της κοινωνίας, κάθισε να πιει έναν καφέ και μου είπε:
« Αλήθεια εκείνη τη συγγενή σας… αυτή με το κοριτσάκι, τι την κάνατε; Γιατί έφυγε; Σε τέτοιους καιρούς, που την αφήσατε να πάει;» (ΣΣ αυτή ήταν Εβραία που έκρυβαν στο σπίτι τους)."
Αγαπημένο μου Αιβαλί του Ντίνου Κουμπάτη εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ.
Σχετική αναφορά: http://pluton22.blogspot.gr/2013/06/blog-post_28.html

Νικαιώτης

υγ. ως παραφθορά σίγουρα γιατί προφορικά κάθε χρόνο άκουγα για τον προδότη, μου έρχεται και το Μπαντράμης. Πρέπει να ήταν το σπίτι τους στα Μανιάτικα αλλά δεν είμαι σίγουρος.