Αφιέρωμα
στο μπλόκο της μαρτυρομάνας Κοκκινιάς, με αφορμή την 68η επέτειο
μνήμης και τιμής, μέσα από την αφήγηση του αγωνιστή Στρ. Ευστρατιάδη που το
έζησε. Γ΄ μέρος.
Ανάμεσα
στα προδομένα ηρωικά παλικάρια της εθνικής αντίστασης που σύρθηκαν στην τρομερή
μάντρα της οδού Κιλικίας για εκτέλεση, προβάλλει στη μνήμη μου –παρόλο που
κύλησαν από τότε 46 ολόκληρα χρόνια- σαν η πιο τραγική ηρωική μορφή, ο
Απόστολος Χατζηβασιλείου. Χωρίς υπερβολή η εμφάνιση του Χατζηβασιλείου εκείνο
το πρωί στην πλατεία της Οσίας Ξένης
ήταν κάτι σαν αναπαράσταση των παθών του Χριστού. Κι αν ο Χατζηβασιλείου δε
φορούσε το ακάνθινο στεφάνι, κι αν δεν έσερνε το σταυρό του μαρτυρίου του
προχωρώντας από τα διάκενα στο Γολγοθά του –στη μάντρα-, ωστόσο, το σακατεμένο
από τα άγρια χτυπήματα κορμί του, το τρυπημένο
ένα του μάτι με χυμένο το ασπράδι του στο μάγουλό του, το πληγιασμένο
θαρρείς από πολλές χαρακιές ξυραφιού πρόσωπό του, κι ακόμα, η σκληρή
διαπόμπευσή του με τα ηχηρά χάχανα, τους χλευασμούς και τις αισχρές χειρονομίες
πάνω του, που μονάχα με τα μαρτύρια του θεανθρώπου μπορούν να συγκριθούν.
Προχωρούσε
από τα διάκενα, με βήματα αργά και άτονα, τρικλίζοντας. Ένα μαντίλι κατακόκκινο
από αίματα κρατούσε στο χέρι του, που του χρησίμευε για να σκουπίζει κάθε τόσο
τα πληγιασμένα του μάγουλα που ξερνούσανε αίμα. Τον συνόδευε ένας Γερμανός και
δυο τσολιαδοντυμένοι συνεργάτες του και κάθε τόσο τον χτυπούσαν στα διάφορα
σημεία του κορμιού του, ο Γερμανός με τον υποκόπανο του όπλου του και οι
ταγματασφαλίτες, ο ένας με μια ξύλινη βέργα κι ο άλλος με κλοτσιές και με
μπουνιές.
-
Έλα, κυρ
λοχαγέ… Μη μας παιδεύεις άλλο… Πάρε την απόφαση και δείξε μας, ποιοι από τους
άντρες σου –συγγνώμη! Από τους στρατιώτες σου ήθελα να πω-, κάθονται τώρα γύρω
μας και σε βλέπουν;…
Τούτα
κι άλλα παρόμοια λόγια του έλεγε ο ένας
από τους δυο ταγματασφαλίτες, συμπληρώνοντας, «γιατί… γιατί αλλιώτικα θα
βρεθούμε στη δυσάρεστη θέση να σε οδηγήσουμε στο μπαμ… μπαμ…». Κι ο άλλος ταγματασφαλίτης,
ξεκαρδισμένος στα γέλια για το «νόστιμο» αστείο του συναδέλφου του, στην
προσπάθεια φαίνεται να δώσει πιο «εύθυμο» τόνο στη σκηνή, χραπ, κάθε τόσο έδινε
και μια δυνατή σφαλιάρα στο σβέρκο του εθνομάρτυρα.
Ο
Απόστολος Χατζηβασιλείου, κλονιζότανε για μια στιγμή, λυγίζανε τα γόνατά του,
έδειχνε έτοιμος να σωριαστεί στο έδαφος, όμως τελικά συγκρατιότανε,
ισορροπούσε. Και ανασαίνοντας βαθιά, καθώς μας κοιτούσε με σβησμένο το βλέμμα
του, ψέλλιζε:
-
Πατριώτες!...
κοιτάξτε με άφοβα στα μάτια!... Δεν πρόκειται να γίνω προδότης.
Τον
είχε σηκώσει ανάμεσα από την ανθρωποθάλασσα της πλατείας ο προδότης Πατράνης,
με αλαλαγμούς σατανικού θριάμβου.
-
Ω!... Ω!... να
κι ο κυρ λοχαγός… Κυρ λοχαγέ, πρόσθεσε κοροϊδευτικά, λαμβάνω την τιμή να σας
αναφέρω ότι σας συλλαμβάνω…
Και
το σιχαμερό σκουλήκι της φυλής μας ρίχτηκε πάνω στον αξέχαστο Αποστόλη με
παθιασμένο μίσος.
Όπως
στην περίπτωση του Περιβόλα, κι εδώ εφαρμόστηκε η ίδια τακτική. Προσπάθεια να
καταφέρουν το παλικάρι με χίλια δυο βασανιστήρια να μαρτυρήσει, δηλαδή να
προδώσει φίλους και συνεργάτες του στον απελευθερωτικό αγώνα, όσους θ’
αναγνώριζε ανάμεσα στο πλήθος.
Αλλά
ο Αποστόλης στάθηκε υπέροχος, πραγματικός ήρωας. Δε λύγισε και δε μίλησε, δε
μαρτύρησε. Όπως είχε περιφρονήσει τους ελεεινούς υπανθρώπους που τον περιτριγυρίζανε, είχε
περιφρονήσει θαρρείς και τους τρομερούς πόνους του κορμιού του. Ή, κι αν δεν
μπορούσε να τους περιφρονήσει ολότελα, όμως, τους κρατούσε καρτερικά στα
δόντια.
Ώσπου
αργότερα ο Αποστόλης Χατζηβασιλείου, αφού με την επίμονη άρνησή του να προδώσει
σκόρπισε την απογοήτευση στους βασανιστές του, οδηγήθηκε μισοπεθαμένος στη
μάντρα για εκτέλεση.
(Απόσπασμα
από το βιβλίο του Στρ. Ευστρατιάδη: «Με το μαστίγιο… από το μπλόκο της Νίκαιας
μέχρι και το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου», εκδόσεις «Επικαιρότητα», Αθήνα 1990).
Διαβάστε
επίσης (με «κλικ» πάνω στον τίτλο):
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου