Η
ξυλεία για την ανοικοδόμηση μετά τον ανταρτοπόλεμο ερχόταν μέχρι τον Άγιο
Πάντο. Μέχρι εκεί πήγαιναν τα αυτοκίνητα του στρατού, απέκει και πάνω ήταν
μονοπάτια. Κατέβαινε ο μαυρο-κόσμος με γομαρομούλαρα – απ’ το Μπαμπούρι, απ’
τον Τσαμαντά, απ’ του Λια, απ’ την Πόβλα – για να την φορτώσουν. Μια φορά η
μάνα έστειλε εμένα με τον κίτσο. Άντα βρέχει κοπέλες, μας ήλεγαν, το μεροκάματο
μέσα, στον αργαλειό. Άντα δεν βρέχει
όξω.
Ήταν
άλλο θάμα γομάρι ο κίτσος. Είχε μας κουναρήσει την φαμίλια, την είχε ζήσει.
Προπολεμικά όταν έχτιζαν τον Αϊ-Νικόλα και τον Αϊ-Θανάση ήφερνε άμμο απ’ το
ποτάμι. Ένα μεροκάματο ο πατέρας, ένα ο κίτσος. Στον τρύγο, ξύλα απ’ την
Θελεσουριά, βαρέλες με νερό απ’ την τρόμπα του Κούντουρου και τι δεν είχε
κουβαλήσει ο μαυρο-κίτσος. Ήτανε πράολο ζώο αλλά ήτανε και πονηρό. Σαν άνθρωπος
ήβλεπε που ήταν η νοικοκυρά στο αμπέλι και της έτρωγε το ψωμί απ’ το σακούλι.
Όπως
πηγαίνουμε κάτω για του Έξαρχου είναι ένας προσήλιος τόπος της γιαγιάς μου
Σωτήρη Γιάννοβας και του Γιώρη Δήμου. Δυο ‘σωχώραφα αδερφομοίρια. Είχαν αλώνι
που τσιόλαγαν τα στάρια, είχαν και μελίσσια. Δυο γούρες γιομάτες γκριμπούρια.
Είναι και μια μαυρο-δαμασκηνιά εκεί που κάνει κάτι χρυσά δαμάσκηνα. Εκεί πήγε
μια βολά η δόλιο μάνα μου με τον κίτσο να σπείρει. Κρέμασε το σακούλι σε μια
μηλιά. Πάει ο κίτσος καμαρωτά-καμαρωτά δίχως να ταράζει το κεφάλι για να μην
χτυπήσει ο κύπρος και της έφαγε το ψωμί.
«Πώς
δεν σ’ ήκουσα μωρέ έρημο, πότε διάβηκες. Τώρα πως θα νυχτώσω εγώ;» έβαλε τις
φωνές η μάνα μου.
Τα
αυτοκίνητα δεν ήρθαν κείνη την μέρα στον Άγιο Πάντο. Μούσγκωσε όξω, κάτι
γυναίκες πήγαν σε συγγενικά σπίτια, εγώ ήλεγα με την Φωτοθανάσαινα να γυρίσουμε
στην Πόβλα. Κείν’ την ώρα άρχισαν να
τρέχουν δώθε κείθε φαντάροι και φώναζαν στον κόσμο μέσα, μέσα, μέσα, μπρος,
μπρος. Μας κλείσανε σ’ ένα καφενείο που τότες το έφτιανε ο άνθρωπος.
«Κάνουν
άσκηση» είπανε οι άντρες, γιόμισε το καφενείο άντρες, μόναχα εγώ ήμουν γυναίκα.
Σκοτάδι, τζακ μέσα. Μαζεύτηκα σε μια γωνιά. Άρχεψαν οι άντρες να λένε
παλιοκουβέντες, πως πήγαν σε κείνη και σε κείνη. Ήμουν κοπέλα βλασταρένια και
ντράπηκα.
«Για
σωπάστε μην συνεχίζετε τις κουβέντες» λέει ο Μηνα-Ζώτος, θιος σχωρέστον, «γιατί
όξω ήτανε μια κοπέλα και δεν ξέρομε αν είναι εδώ. Λόπυ, Λόπυ» φώναξε.
«Ορίστε»
εγώ.
«Μοναχή
σου είσαι;»
«Ναι».
«Α
κοπέλα, κόλλα στον πάγκο που έχουν στην άκρη οι μαραγκοί. Ό,τι μας ήβρε, μας
ήβρε, μη σκιάεσαι».
Κόλλησα
ψηλά στον πάγκο μαζεύτηκα κουβάρι και έκανα αράδα με το χέρι μου πέρα δώθε.
Τόσοι άντρες ήτανε εκεί, αν βρισκόταν
κανένας παλιάνθρωπος; Κατόπι είπα με το μελό μου ότι ήξεραν που ήμουν. Άιντε
συρτά-συρτά χώθηκα κάτω απ’ τον πάγκο που είχε σαρίδια και πλάνες. Εκεί
μαζεύτηκα τσιόκαλο. Μέχρι το ταχυό αΰπνωτη ήλεγα αράδα Παναΐγια μου, Παναΐγια
μου. Με το που έφεξε, πετάχτηκα όξω. Μου ‘χε δώκει ο πατέρας παράδες να του
πάρω απ’ το φούρνο ψωμί χάσκο, καθάριο, που το ήθελε πολύ. Κατόπι μπήκα καβάλα
στον κίτσο – το είχα δέσει σε μια ρεματιά – και κινήσαμε για το χωριό.
Πριν
φτάσουμε στα σελώματα, είπα να κόψω κλαρί για τις αίγες. Παίρω το κασάρι και
κρέμασα το σακούλι με το ψωμί σ’ ένα κλαρί. Το έρημο, το έρημο. Πως δεν το
ήκουσα; Γύρισα άξαφνα και το είδα που χάλευε στο σακούλι.
«Έρημο
και μπάνταλο» φώναξα και του ‘ριξα το κασάρι.
Το
κασάρι ήβρε τον μαυρο-κίτσο χαμηλά στο ποδάρι, στο κόκαλο και του πάει αίμα. Ποιος
ξέρει πόσο πόνεσε και του κίνησαν δάκρυα. Με περόνιασε και μένα στην καρδιά.
Πάω κοντά το αγκάλιασα και άρχεψα να κλαίω κι εγώ.
Άντα
γέρασε πολύ το πάει η μάνα ότοπα στην Λιντίζντα να παραδώκει το πνεύμα, αλλά
γύρισε ο μαύρος μοναχός του. τώρα της λένε στο χωριό, ντουφέκισμα. Α μπο-μπο
λέει η μάνα. Μου κουνάρησε την φαμίλια περσότερο απ’ τον δόλιο άντρα μου.
(Διήγημα
του Σωτήρη Δημητρίου από τη συλλογή «Το κουμπί και το φόρεμα» που θα
κυκλοφορήσει το φθινόπωρο από τις εκδόσεις Πατάκη).
Ο
Σωτήρης Δημητρίου είναι λογοτέχνης και κατάγεται από τη Θεσπρωτία.
Δημοσιεύτηκε
στην «Διμηνιαία εφημερίδα-περιοδικό των Ηπειρωτών της διασποράς ΠΥΡΡΟΣ», αρ.
φύλλου 60, από όπου και η αναδημοσίευση.
2 σχόλια:
Tραχια εικονα...Αδουλευτη, σα να εισαι κει και να τ ακους...
Και η εικονα, και το σημαδι της...Επισης τραχυ...Και ομορφο...
Να σαι καλα φιλε...!!
Αν μου αρέσει για κάτι ο Σωτήρης Δημητρίου , είναι για την ατόφια γλώσσα που χρησιμοποιεί. Η ντοπιολαλιά της Θεσπρωτίας και ιδιαίτερα της περιοχής των χωριών του Τσαμαντά(Μουργκάνας)ταιριάζει απόλυτα με τον τόπο που περιγράφει και την ιστορία που αφηγείται. Μια εποχή που πέρασε αλλά μια γλώσσα που εξακολουθεί να χρησιμοποιείται.
Να΄σαι καλά
Καλησπέρα
Δημοσίευση σχολίου