έρρεες ανάμεσα στα δέντρα με τα φρέσκα
φύλλα` που μες στον καθρέφτη σου
σάλευαν οι δαντέλες των βουνών και γίνονταν
Κ' έσκυψα κ' εγώ τότε στη διάφανη
κοίτη σου, όπου σμίγοντας έρρεαν αξεχώριστα
ο ουρανός και το νερό. Κοίταξα και ξαφνιάστηκα:
Είδα πως είμαι ακόμη πρόσωπο. Πως έχω
συναντηθεί με τον εαυτό μου.
Κ' έσκυψα περσότερο
και βρήκα το χαμένο μου μαργαριτάρι, εκείνη
την ιριδίζουσα φωνή που αρθρωνα
από τον πέτρινο εξώστη της γης, κοιτάζοντας
το γλυκό φως.
Και σούλεγα: αν ήξερες
θα με γνώριζες, Μπυές, απ' τη σκηνή μου που ταξιδεύει`
άλλοι δουλεύουν με το χώμα, άλλοι με το χαλκό,
εγώ δουλεύω με τον πόνο` θα με γνώριζες.
Και, ωραίο ποτάμι που είσαι , Μπυές, σούλεγα, με τον κόσμο
καθρεφτισμένον στην καλή του ώρα και μ' ένα κάλλος
που δεν θυμίζει παρελθόν. Και σε κοιτούσα,
τα δέντρα κρέμονταν μες στο νερό σου, κ' έλεγα:
Καθρεφτίζεις τον ουρανό ή εσύ καθρεφτίζεσαι;
Γιομίζει το στόμα σου λέξεις και φως-
αυτό θα ειπεί άλλωστε ποιητής, ή αγάπη:
Το φως μες στο στόμα σου να γίνεται λέξεις
κ' οι λέξεις να γίνονται φως.
Κ' ένιωθα σαν να βγήκα, Μπυές, μες από σένα.
Πως ακόμη βρισκόμουν στο εργαστήρι με τα υλικά
που οι μάστοροι, μετά, αφού μ'έπλασαν,
σκόλασαν. Κι ότι μύριζα φρέσκο νερό, φρέσκο χώμα`
κι ότι οι πόροι μου ίδρωναν φρέσκο φως.
Και μου άρεσε
η τρυφερή αδελφότητα με όλα γύρω, γιατί
μες στην αγάπη των πραγμάτων έχω μεγαλώσει,
απ'το κελαϊδιστό τους φως έχω νανουριστεί
μες στα στοιχεία που ζύμωσαν πολύ προσεχτικά
την ύπαρξη μου, που την έπλασαν με όλων των ειδών
τα πολύτιμα υπάρχοντα στο σύμπαν:
με διαφάνειες
κόκκινες, άσπρες, θαλασσιές και με αχτινοβολίες
αόρατες` και με πηλό φτιαγμένον απ' το ίδιο
χώμα που ευδοκιμεί σε άνθος και χορταράκι...
...Το φως διαπερνά τις σκληρές επιφάνειες, πέφτοντας
σαν βροχή στην καρδιά, στο αίμα, στο νου`
χρυσώνει τον άνθρωπο.
Τον ήθελε όμορφο
ο Θεός` κ' έχει δώσει εντολή
στο φως να επιμείνει.
Λοιπόν συνεχίζουνε:
" Δεν παραιτιόμαστε!..."
" Δεν παραιτιόμαστε!..."
" Δεν παραιτιόμαστε!..."
Δεν υπάρχει ψηλότερη σκάλα στο λόγο,
δεν υπάρχει στο φλοίσβο μας. Είμαστε ένα ποτάμι:
κι ο αρχάγγελος Γαβριήλ με το τρίφυλλο
αστέρι του κρίνου του`
κι από δίπλα του ένα
κυματάκι σου η μάνα μου με μια σημαιούλα
κ' ιδανικές πολιτείες σε αναρίθμητα σχέδια`
και άγιες στάχτες και όνειρα ηρώων
και μαρτύρων και παιδιών, που αποκόψαν
τους έγχρωμους χαρταετούς τους οι άνεμοι
πίσω απ' τα σύννεφα
κι ο στρατιώτης ο άγνωστος
με τα αμέτρητα ονόματα- τόσα
όση είναι η άμμος της θαλάσσης` και ο ήλιος
που καθρεφτίζεται μέσα σου σαν να διδάσκει`
κι ο Ιησούς με τον άνεμο κολπωμένον στο σάβανό του
κ' οι άλλοι, κ' οι άλλοι, κ' οι άλλοι` κι αυτοί που ακούνε το μέλλον να βράζει στις φλέβες τους
κι απ'όλα τα γύρω μας σημεία συγκλίνουνε
στο ίδιο ποτάμι
κι αυτοί που σε μέγα
βάθος ακούγονται νάρχονται πίσω τους:
" Δεν παραιτιόμαστε!..."
" Δεν παραιτιόμαστε!..."
Έχουμε την αιώνια εμπιστοσύνη, Μπυές, ό,τι κι αν γίνει,
ας μας μετρούν όπως θέλουν` ποτέ πιο πολύ
τίποτε άλλο στη γης δεν υπήρξε βεβαιωμένο
- άφησε να περάσω εμπρός σου, Μπυές, με τη σημαία
άφησε να περάσω εμπρός σου, Μπυές, με τη σημαία-
ο κόσμος θάρθει πίσω μας.
Απάνω στα νερά μας,
κάθεται ο ήλιος και τον ταξιδεύουμε."
Νικηφόρος Βρεττάκος: Το ποτάμι Μπυές και τα εφτά ελεγεία (αποσπάσματα)
από Τα Ποιήματα, τ.β, Τρία Φύλλα, Αθήνα , 1984
4 σχόλια:
Ευχαριστώ από καρδιάς.
Μεγάλος ο ποιητής , μεγάλη και η συγκέντρωση των ποιητών χθες .
Καλησπέρα Σοφία, καλή δύναμη!
Avenida καλώς όρισες!
Μεγάλος ο ποιητής,
μεγαλύτερη η Ποίηση.
Την καλησπέρα μου, καλή δύναμη!
Δημοσίευση σχολίου