- Η δουλειά δεν πάει καλά έλεγε, πολλές οι δυσκολίες, με το ζόρι τα βγάζουμε πέρα, όλοι πρέπει να ανασκουμπωθούμε, να βάζουμε τα δυνατά μας, να την κρατήσουμε στα πόδια πρέπει, το ψωμί μας βλέπετε και γι' αυτό να δουλεύουμε με κέφι κι άλλα κι άλλα χωρίς σωσμό. Πενήντα κεφάλια, άλλα να τον κοιτάν κι άλλα σκυφτά, συλλογισμένα. Το ξέρανε το τροπάρι. Ένα μούδιασμα και μια ακεφιά σκόρπαγε σ' όλους. Τους χτύπαγε σ' ό,τι πιο πολύ φοβόντουσαν. Μη χάσουνε τη δουλειά. Ε, όποιος δεν έχει δοκιμάσει την αναδουλειά. Ρέβει απελπισμένος.
- Κοίτα με πόση μαστοριά ο άθλιος δουλεύει τη μηχανή. Βλέπεις, έχουμε την ανάγκη του. Το ξέρει κι αυτό που κάνει είναι το αγαπημένο του χωρατό πάνω στην πλάτη μας. Τη δουλειά του κάνει, όμως. Έχει το σκοπό του. Το σπουδαίο είναι πως ήθελε και συζήτηση. Α, όλα κι όλα ήταν δημοκράτης!
- Τι έχουμε να χωρίσουμε, ξαναέλεγε. Η δουλειά είναι ολωνών μας. Σήμερα το θέμα ήταν πολύ σπουδαίο. Έτσι το ονομάτισε. Μπροστά από δυο μέρες είχε διώξει δυο εργάτες. Το πρόσωπό του σαν το είπε άστραψε κι αγρίεψε.
- Το χειρότερο να σπέρνεις ζιζάνια. Δεν τους άρεσε η μονιασμένη οικογένεια, η ήσυχη δουλειά, και να την έχουμε. Ζητάνε, έλεγαν, σοσιαλισμό, να διαφεντεύουν αυτοί, χωρίς αφεντικά. Κούνια που τους κούναγε. Πού το είδανε το αφεντικό εδώ; Κι έπειτα τι σοσιαλισμό λένε και πράσινα άλογα; Τόσα ξέρουνε, τόσα λένε. Τι ξέρουν; Τίποτα. Μήπως πήγαν να δουν τα χάλια; Με ψέματα ξεσηκώνουν τα μυαλά, ανακατεύουν τις δουλειές. Και να 'ξεραν τι δυστυχία υπάρχει εκεί! Τα 'λεγε με γρήγορες λέξεις κι άφριζε.
- Βρε τον άτιμο τι μας τσαμπουνάει, σιγοψιθύρισε ο Νικόλας στον Θύμιο δίπλα του και δαγκώθηκε. Κάπου το πάει. Να δούμε τι θα ξεφουρνίσει άλλο. Σκέτος μαέστρος, σου λέω. Όμως, που δε χορταίνουμε ψωμί δε μας το λέει, ούτε που χάσανε τη δουλειά τους οι δυο φουκαράδες.
- Νίκο κάτι ψιθυρίζεις, του πέταξε. Ο Νικόλας στο άκουσμα της φωνής τα 'χασε στην αρχή, μα γρήγορα συνήρθε και του είπε σταθερά:
- Τίποτε το σπουδαίο, κύριε - Κώστα. Να, κάτι πάνω σ' αυτά που μας λέτε. Έχουμε, βέβαια, ακουστά πολλά, κάτι έχουμε διαβάσει, σε ταινίες έχουμε δει, πώς πασχίζουν, πώς δημιουργούν, πώς ζουν. Δεν έχουν αφεντικά, λέει, κι ό,τι βγάζει η δουλειά τους το μοιράζονται δίκαια.
Χα, χα, χα, ξέσπασε σε γέλιο δυνατό ο κυρ - Κώστας και τον έκοψε απότομα. Γέλιο φαρμακερό.
- Στάσου να δεις. Τα έξοδα δικά μου, του φωνάζει σαν να πήρε ξάφνου απόφαση μεγάλη. Λέω δυο από σας, να ο μαστρο - Μήτσος και η κυρα - Λένη και οι τρεις μαζί να πάμε μια εκδρομή σε κείνες τις χώρες, Βουλγαρία - Ρουμανία και ερχόμενοι τα ξαναλέμε. Αυτούς θα τους πιστέψετε, είναι δικοί σας, εργάτες. Μη πείτε ότι εγώ σας ξεγελάω. Και τότε θα δείτε τι ωραίος παράδεισος είναι εκεί, τέλειωσε με περίσσια περιφρόνηση και κοροϊδία.
Πετυχημένη η εκλογή; Η εκλογή, βέβαια, δική του. Χρόνια στη δουλειά, αρχιμαστόροι και οι δύο, φρόνιμοι και υπάκουοι. Όχι πως είχαν λύσει το πρόβλημα της ζωής τους, μα, πώς να το κάνουμε, καλούτσικο μεροκάματο, υψωμένο, από φασαρίες τι θα βγει; Ούτε συζήτηση να πιάσεις πάλι από την αρχή. Έτσι, δεν είχαν άλλη γνώμη. Για τους άλλους δεν πολυνοιάζονταν. Φυσικό να αρχίζουν από χαμηλά. Πώς να το κάνουμε; Είχαν κιόλας πολυσυνηθίσει τη δουλειά κι αυτά που 'λεγαν κάτι για βαριόν αέρα, μολυσμένο και τα τέτοια. Ούτε και βάζανε στο νου για το μεροκάματο, που δε φτάνει, για τη σκληρή δουλειά, τις πολλές ώρες, για...
Δεν ήταν, λοιπόν, κόλπο. Πήγαν στ' αλήθεια. Μας κάτεχε όλους μία μεγάλη απορία. Ποιος να το πιστέψει! Αυτός ο σφιχτόσπαγγος, που για να δώσει μια δεκάρα έπρεπε να σε δει να σούρνεσαι κι αν στη δώσει, αυτός τώρα να ξοδέψει τόσα πολλά χοντρά λεφτά, να πάνε δύο άνθρωποι, βάνε κι αυτόν στο έξοδο τρεις, τόσο μακριά, δέκα ολόκληρες μέρες, ταξίδι, φαΐ, ύπνο κι ό,τι άλλο. Τι στο δαίμονα συμβαίνει; Χμ! έλεγε ο ένας στον άλλον, κάτι μας μαγειρεύει. Κουμπώσου φίλε για καλό δεν είναι, του απαντούσαν. Μετά δέκα μέρες, αριβάρανε. Με το πρώτο, μάζωξη. Συλλογή και σφίξιμο είχαν όλοι. Του αφεντικού το πρόσωπο όμως έλαμπε, ένα πρόσωπο που το πλατύ γέλιο του ήταν γιομάτο κακία. Μου 'μοιασε, όπως τον κοίταζα, τη γάτα, που, όντας έχει κατοχή το ποντίκι, πατάει στο κατόπι στο σώμα του το πόδι της, μπηγμένα στη σάρκα του τα γυριστά σουβλερά νύχια της, να υψώνεται θριαμβεύτρια. Του Νικόλα το πρόσωπο σκοτείνιασε.
- Έγινε κι αυτό, άρχισε να λέει, με φωνή καμπανιστή και να κοιτάει ταυτοχρόνως έναν, έναν κατάματα. Ματιές μαχαιριές. Και να μην νομίσετε ότι εγώ τα παραλέω κι ότι τα κακοβάνω. Εδώ δύο άνθρωποι εργάτες, ο μαστρο - Μήτσος και η κυρα - Λένη, τα είδανε με τα μάτια τους και τα ομολογάνε. Τεμπελιά εκεί και τσούρμο οι μπαγαπόντηδες. Σε τριγυρνάνε μόλις και ξεμυτίσεις απ' το αεροπλάνο, για κατέβεις απ' το λεωφορείο. Σου ξετρυπώνουν στο άψε - σβήσε τα ντόλαρς και στα αλλάζουν συμφερτικά. Καμιά εμπιστοσύνη στη δική τους μονέδα. Για κάλπικη την έχουν. Σε κοιτάνε με ζήλια από κορφή ως κάτω για ό,τι φοράς, για ό,τι έχεις και είναι έτοιμοι κάτι να σου πάρουνε, κάτι να σου αρπάξουνε. Αν τους ήταν μπορετό, να σε γδύσουν. Στέρηση μια φορά. Πες, Μήτσο, τα δικά σου. Κόμπιασε λίγο αυτός, μα μ' ένα κοκκίνισμα και λίγο ένοχο χαμόγελο ξεφούρνισε:
- Όχι πως το 'θελα, εκείνη μου 'γινε κολτσίδα, η καμαριέρα του ξενοδοχείου. Την κολόνια ήθελε και ξάπλωσε μαζί μου. Μ' ένα πραματάκι. Τέτοια ξεφτίλα! Κι όλες έτσι ήταν.
- Πήγαμε και στη Βάρνα, η κυρα - Λένη το μερτικό της. Ωραία πόλη, θάλασσα καθαρή, λιμπισμένη, όμως κόσμος λίγος, όχι ντόπιος, να, ξένοι τουρίστες σαν και του λόγου μας. Οι ντόπιοι δε φαίνονται πουθενά. Δουλιά νύχτα - μέρα, χωρίς να σταματάνε. Δεν έχουν χαρά στη ζωή, ξαλάφρωση. Σταμάτησε. Των περισσότερων το κεφάλι ήταν άδειο και τα λόγια π' άκουγαν βρόνταγαν μέσα τους κούφια και χανόντουσαν. Αυτό το 'δειχναν στο αθέλητο ανακάτωμα των χεριών τους, στο συχνό στρίψιμο του κεφαλιού. Μερικοί είχαν αναβρασμό και λίγοι φούντωμα μεγάλο.
- Οι κανάγες, τόση καλοστημένη φτιάξη, μουρμούρισε με λύσσα ανάμεσα στα δόντια του ο Νικόλας.
- Αυτά 'ναι και μη σας ξεγελάνε, αποτέλειωσε ο κύριος Κώστας. Τέτοιος εργατικός παράδεισος να μου λείπει. Φτου στον κόρφο μου, να λες.
Ο Νικόλας κάθονταν σ' αναμμένα κάρβουνα. Το πρόσωπό του πλημμύρισε αίμα. Ήξερε σε τι κίνδυνο έμπαινε, μα δεν μπόραγε, δεν του ήταν πρεπούμενο να αφήσει το ψέμα τους να τον προσβάλει έτσι και να θολώνει τόσες ψυχές αγαπημένων συναδέλφων. Αϊ στο διάβολο, φίδι κολοβό. Σηκώθηκε, στάθηκε ολόρθος, τον κοίταξε κατάματα και του είπε κοφτά:
- Καλά μας τα 'πες όσα μας είπε κι όσα ξεφούρνισαν οι διαλεγμένοι άνθρωποί σου, ο μαστρο - Μήτσος ο καλός και η κυρα - Λένη η προκομμένη. Όμως, αφεντικό, για λόγου σου καλά έπραξες, για μας, όμως, έκανες ένα σοβαρό λάθος. Δεν πήρες, με το δίκιο σου γιατί δεν το μπορούσες, για κει μαζί σου εργατικό μάτι να δεις τα πράγματα μ' αυτά, μα κουβάλησες από κοντά το χρηματοκιβώτιό σου. Τι ήθελες, λοιπόν, να δεις; Τα όμοιά σου; Τους σπεκουλάντες και τις πουτανίτσες. Γιατί και κει βρίσκονται αποφλοιάδια. Ομως, εκεί που βράζει η δουλειά, εκεί που χτίζουν και φτιάχνουν τον πολιτισμό τους, εκεί που πλάθουν τις ψυχές τους, εκεί που δημιουργούν τη νέα ζωή, εκεί δεν πήγατε. Έπεσε σιωπή. Το αφεντικό έχασε το χρώμα του, πάγωσε το γέλιο, βλοσυρός έφυγε βιαστικά, με βήμα βροντερό δίχως να κοιτάει κανένα. Οι εργάτες αλληλοκοιτάχτηκαν κι ένα χαμόγελο χάραξε στα χείλια τους.
Ο Απόστολος Τσιλάρης είναι Ηπειρώτης. Γεννήθηκε στην Αλβανία και ήρθε στην Ελλάδα το 1929. Σπούδασε στο Ιεροδιδασκαλείο Βελλάς με υποτροφία του Κορυτσαίου Μπάνκα. Διορίστηκε δάσκαλος και υπηρέτησε κοντά 4 χρόνια. Ακολουθούν, Πόλεμος, Εθνική Αντίσταση, διωγμοί. Απολύθηκε το 1945 και αναγκάζεται να δουλέψει σκληρά. Χρόνια πρόσφερε τις υπηρεσίες του στο Σωματείο Λαστιχάδων, καθώς και στο Σωματείο Εργατών και Υπαλλήλων Αργυροχρυσοχοΐας. Μετά από διωγμούς, εξορίες και πολλές στερήσεις αποκαταστάθηκε συνταξιοδοτικά μόλις το 1987. Το 1983 κυκλοφορεί το πρώτο μυθιστόρημά του με θέμα την πάλη κατά των ναρκωτικών. Ακολουθεί δεύτερο βιβλίο του με τον τίτλο: «Στα βρόχια της Ασφάλειας» και άλλα δυο βιβλία του στην αλβανική γλώσσα. Το πρώτο με τον τίτλο: «Μια πορεία στην Ιστορία» και το δεύτερο «Το συνειδησιακό πρόβλημα των Αρβανιτών». Ακολουθεί η δίτομη μελέτη του με τίτλο: «Στάλιν - Σταλινισμός», όπου αναλύεται και προβάλλεται η οικοδόμηση του σοσιαλισμού υπό την ηγεσία του Ι.Β. Στάλιν.
1 σχόλιο:
Φίλε Οικοδόμε πολύ ενδιαφέρουσα ανάρτηση. Ποιητική Αδεία καταγράφω μια μικρή ιστορία που μου έχει πει ο πατέρας μου. Ήταν λοιπόν ένας εργολάβος που είχε ένα τσούρμο εργάτες-οικοδόμους στη δούλεψη του, και σκαρφίστηκε το εξής για να τους ξεπατώνει στη δουλειά: Στο τέλος της ημέρας κάλεσε τον καθένα χωριστά και τους παίνεψε για την εργατικότητά τους…. μπλα..μπλα.. και ως ανταμοιβή τους έδωκε από ένα βραστό αβγό! Την άλλη μέρα κατά την επίβλεψη των εργασιών, ο πονηρός και αδηφάγος εργολάβος για να ανεβάζει την απόδοση των εργατών στο ζενίθ φώναζε κατά διαστήματα: «έλα εσύ που έφαγες τ’ αβγόόόό…». Όσον αφορά τώρα το αφεντικό της παρούσας ανάρτησης η πονηριά του είναι έκδηλη, γνώριζε της αδυναμίες και τα τρωτά σημεία των πρώην σοσιαλιστικών χωρών και προσπάθησε να τα εκμεταλλευτεί με το πιο βρόμικο τρόπο. Ναι, κοπέλες εκδίδονταν π.χ. στην πρώην Τσεχοσλοβακία, το 65 που είχε πάει το δικό μου αφεντικό, για ένα δυτικής προέλευσης καλσόν, ή ένας νεαρός στο μετρό της Μόσχας το 80 που ήθελε να αγοράσει τα παπούτσια που φορούσα (μη φανταστείτε φιρμάτα), και μόνο που δεν τα έβγαλα τα του τα φορέσω καπέλο. Ναι υπήρξαν τέτοια φαινόμενα «Αφεντικό» που χαρακτήριζαν έναν ελάχιστο αριθμό ανθρώπων τρελαμένων με το οτιδήποτε είχε να κάνει ή προερχόταν από την «απελευθερωμένη» και πλούσια καπιταλιστική δύση. Αυτά βέβαια ήταν λάθη των εκάστοτε ηγεσιών των ΚΚ, που αν τα είχαν λύσει, πιθανόν να μην είχαν καταρρεύσει. Υπήρξαν υπερβολές, είτε της καθ’ ολοκληρίαν καταδίκης του δυτικού τρόπου ζωής που δημιουργούσε στους λαούς τους το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, είτε της έλλειψης αγαθών βιτρίνας που εξάπτουν τα βασικά ένστικτα του ανθρώπου που πάντα υποβόσκουν, και του καθοδηγούν την αυταρέσκεια του.
Κλεόβουλος: «μέτρον άριστον», αν το τηρούσες κι’ εσύ «Αφεντικό», αλλά και οι της απέναντι όχθης, ας μην εξαιρέσουμε όμως και τους εαυτούς μας, πιθανόν τα πράγματα να ήταν διαφορετικά για όλους
Συγνώμη που σας κούρασα με τη φλυαρία μου, απλά μου δόθηκε αφορμή να γράψω δυο... λόγια.
Εύχομαι καλό Σαββατοκύριακο!
Δημοσίευση σχολίου