Έχω γίνει δεκατριώ-δεκατέσσερω χρονών και με βάζει ο πατέρας μου σ’ ένα φίλο του, τον Κώστα τον Καταγά, που είχε χυτήριο, να μάθω την τέχνη. Όλη μέρα με έβαζε ο κύριος Κώστας και κοσκίνιζα χώμα για το χυτήριο και έσπαζα με μια βαριά μαντέμια για το χυτήριο. Ένα απόγευμα που ήταν ώρα να σχολάσω, μου λέει τ’ αφεντικό: «Μιχάλη, να σκουπίσεις την αυλή και μετά να φύγεις». Αφού οι άλλοι μαστόροι είχανε φύγει, τι να κάνω εγώ; Κάθισα να σκουπίσω την αυλή, αλλά εδώ είδα κάτι που δεν το περίμενα. Όπως σκούπιζα την αυλή, ο μαστρο-Κώστας, τ’ αφεντικό και φίλος του πατέρα μου, έχει πει στη γυναίκα του – γιατί το σπίτι του ήτανε εκεί – να του κάνει καφέ και κάθεται σε μια γωνιά της μάντρας που ήταν καθαρά. Του πάει τον καφέ και ο μαστρο-Κώστας μπαίνει στο σπίτι και παίρνει ένα μπουζούκι και αρχινάει να παίζει. Εγώ μόλις τον είδα με το μπουζούκι τα ‘χασα. Σκούπιζα, σκούπιζα και όλο στο ίδιο μέρος ήμουνα. Χάζευα και άκουγα το μπουζούκι που έπαιζε. Είχε νυχτώσει και εγώ έκανα πως σκούπιζα και καθόμουν και άκουγα το μπουζούκι. «Άντε», μου λέει, «Μιχάλη. Ακόμα να σκουπίσεις για να φύγεις;». «Ναι μαστρο-Κώστα», του έλεγα, θα φύγω».
Ώσπου το κατάλαβε που άκουγα το μπουζούκι και μ’ άρεσε και μου λέει: «Σ’ αρέσει;». Του λέω: «Ναι μαστρο-Κώστα, παίζω κι εγώ με το μπαγλαμά του πατέρα μου». Μου λέει: «Για έλα να παίξεις, να σ’ ακούσω λίγο».
Πράγματι πήρα το μπουζούκι να παίξω, αλλά ντρεπόμουνα να παίξω μπροστά του. Αλλά μου ‘δωσε θάρρος και έπαιξα την «Ντουντού». «Μπράβο», μου λέει, «Μιχάλη. Θα μάθεις να παίζεις ωραίο μπουζούκι».
Αυτό γινότανε ταχτικά. Ο μαστρο-Κώστας μου ‘δειχνε στο μπουζούκι, και καθότανε και η γυναίκα του η κυρα-Κατίνα και μ’ άκουγε. Εγώ στο χυτήριο πήγαινα πρώτος το πρωί και έφευγα το βράδυ. Άκουγα τον μάστορά μου, μου έδειχνε και λίγο. Ώσπου ήρθε μια ανάποδη στο μαστρο-Κώστα και έκλεισε το χυτήριο…
(Ο Μιχάλης Γενίτσαρης διηγείται τη ζωή του στο βιβλίο «Μάγκας από μικράκι», σε επιμέλεια Στάθη Gauntlett, εκδόσεις «Δωδώνη», Αθήνα 1992).
Σαλταδόρος
Στίχοι: Μιχάλης Γενίτσαρης
Μουσική: Μιχάλης Γενίτσαρης
Ερμηνεύει: Μιχάλης Γενίτσαρης
Ζηλεύουνε δε θέλουνε ντυμένο να με δούνε
μπατίρη θέλουν να με δούν για να φχαριστηθούνε
Θα σαλτάρω θα σαλτάρω τη ρεζέρβα να τους πάρω
Μα εγώ πάντα βολεύομαι γιατί την εσαλτάρω
σε κανα αμάξι Γερμανού και πάντα τη ρεφάρω
Θα σαλτάρω θα σαλτάρω τη ρεζέρβα να τους πάρω
Βενζίνες και πετρέλαια εμείς τα κυνηγάμε
γιατί έχουνε πολλά λεφτά και μόρτικα γλεντάμε
Σάλτα ρίξε τη ρεζέρβα γίνε ντου και σήκω φεύγα
Οι Γερμανοί μας κυνηγούν μα εμείς δεν τους ακούμε
εμείς θα τη σαλτάρουμε ώσπου να σκοτωθούμε
Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα να τους πάρω.
6 σχόλια:
Ενδιαφέρον βιβλίο θάναι!
Πωπω πρωί με ξύπνησες με πενιές αδελφέ μου...
Καλή σου μέρα
Καλή σου μέρα kariatida62,
Kαλή δύναμη!
Αυτο ειναι βρε ΟΙΚΟΔΟΜΕ...
Μικρες αληθειες που ειδαμε με τα ματια μας...Οταν ημαστε μικροι...
Που δε μας αφηνουνε..Ουτε μεις να κοιμηθουμε καλα...Ουτε τα παιδια μας, να τα αφησουμε.."Ησυχα"...
Γιατι αυτα που βλεπεις και νοιωθεις μικρος...
Στην τσιμπιδα, η στο θαλαμο της φαμπρικας...
Και στη σκαλωσα της οικοδομης...
Σε "ματωνουν" για παντα...!!
Και εκεινο το χρωμα, απο το αιμα...
Στοιχειωνει...
Ολη τη ζωη σου μετα...!!
Και ολα τα βλεπεις, απ αυτο το φακο...!!
Για παντα..!!
Καλημέρα συνάδελφε.
Έτσι είναι για τους πολλούς φίλε. Κάποιοι, κρύβουν αυτές τις αλήθειες, τις εξορίζουν μακριά, νομίζοντας, οι μικροί, πως γίνηκαν "μεγάλοι". Όμως αυτοί, όπως είπα, είναι λίγοι, οι πολλοί είμαστε εμείς, κι όσο το δίκιο θα παραμένει δίκιο και το άδικο, άδικο, τα παρόν θα μένει "στοιχειωμένο"...
Καλή δύναμη φίλε!
Μία αφιέρωση αδερφέ.
-----------------------
"Αντιλαλούνε τα βουνά κλαίνε τα κλαψοπούλια
ο Βελουχιώτης χάθηκε ψηλά σε μια ραχούλα
Τι έχεις κλαψοπούλι μου και χαμηλά κοιτάζεις
για πες μου τι σε πλήγωσε και βαριαναστενάζεις
Μαράθηκαν τα λούλουδα χάθηκε το φεγγάρι
ένας λεβέντης έσβησε που τον ελέγαν Άρη
Κείνος δε θέλει κλάματα δε θέλει μοιρολόγια
θέλει αγώνες και χαρές αρματωσιές και βόλια"
(Στίχοι: Μάθεσης
Μουσική: Γενίτσαρης)
Δημοσίευση σχολίου