Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

Το δικαίωμα στην απεργία και η ανταπεργία


Τις μέρες αυτές, ξεδιπλώνεται με ταχύτητα το σχέδιο της κυβέρνησης και του κεφαλαίου να επισπεύσουν τα αντιλαϊκά μέτρα της δεύτερης «αξιολόγησης», ανάμεσα σε αυτά και τα Εργασιακά.

Ενα από τα κεντρικά ζητήματα που επιχειρούν να ρυθμίσουν - κράτος και εργοδότες - με τη μεταρρύθμιση στα Εργασιακά και συγκεκριμένα με την αναμόρφωση του συνδικαλιστικού νόμου, είναι αυτό της απεργίας.

Η απεργία εμφανίστηκε ταυτόχρονα με την εμφάνιση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και στην πορεία της ταξικής πάλης αναδείχθηκε σε μία από τις κορυφαίες διεκδικητικές μορφές της. Είναι ένα από τα ισχυρότερα όπλα που διαθέτει ο εργάτης απέναντι στον κεφαλαιοκράτη, αφού προσωρινά παύει να θέτει στη διάθεσή του την εργατική του δύναμη - χωρίς την οποία είναι αδύνατη η συνέχιση της παραγωγής - καταργώντας έτσι τη δυνατότητα κέρδους, που αποτελεί βασικό όρο ύπαρξης του κεφαλαίου.

Η απεργία, όπως είναι φυσικό, πρώτα διαμορφώθηκε σαν μία πραγματικότητα της ταξικής πάλης, χωρίς να γνωρίζει νομική ρύθμιση. Από την άποψη αυτή, αντιμετωπίστηκε εξαρχής από τους κεφαλαιοκράτες, το κράτος τους και το αστικό δίκαιο σαν παράνομη πράξη, που αντιμετωπίζεται με βίαιο και πολλές φορές δολοφονικό τρόπο από τις δυνάμεις καταστολής του αστικού κράτους και τους ιδιωτικούς στρατούς της εργοδοσίας. Τα παραδείγματα από την ιστορία του εργατικού κινήματος είναι αμέτρητα, π.χ. στις ΗΠΑ, στην τσαρική Ρωσία, στην Αγγλία, αλλά και στην Ελλάδα.

Σταθμός στην ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος ήταν οι απεργίες των μεταλλωρύχων της Γαλλικής Εταιρείας στο Λαύριο, το 1883, το 1887 και το 1896, με αιτήματα την αύξηση του ημερομισθίου, τη λήψη μέτρων ασφαλείας για να μη σκοτώνονται οι εργάτες και την κατάργηση της εργασίας την Κυριακή, οι οποίες γνώρισαν τη βίαιη καταστολή κράτους και εργοδοσίας και πνίγηκαν στο αίμα. Στην πρόσφατη Ιστορία της χώρας μας, σταθμό και παρακαταθήκη αποτελεί και η 9μηνη ηρωική απεργία των χαλυβουργών.

Ασφυκτικοί περιορισμοί και όροι στο δικαίωμα στην απεργία

Αποτέλεσμα της σκληρής και τις περισσότερες φορές αιματηρής πάλης της εργατικής τάξης είναι και η αναγνώριση της απεργίας ως εργατικού δικαιώματος στη νομοθεσία των αστικών κρατών. Η αναγνώριση αυτή, όμως, συνοδευόταν πάντοτε από ασφυκτικούς περιορισμούς και όρους.

Μόνο μετά τη μεγάλη Οχτωβριανή Επανάσταση και την άνοδο των δυνάμεων του σοσιαλισμού μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και την Αντιφασιστική Νίκη αναγκάστηκαν να συμπεριλάβουν στα αστικά συντάγματα ειδικές διατάξεις που κατοχύρωναν ρητά τη συνδικαλιστική ελευθερία και το δικαίωμα στην απεργία, αλλά και πάλι κάτω από σοβαρούς περιορισμούς. Εξάλλου, το αστικό δίκαιο - τμήμα του οποίου είναι και το εργατικό - πάντοτε θα εκφράζει τις εκμεταλλευτικές καπιταλιστικές σχέσεις και τα συμφέροντα των κεφαλαιοκρατών. Γι' αυτό και οι όποιες νομοθετικά κατοχυρωμένες κατακτήσεις του ταξικού εργατικού κινήματος είναι ανεπαρκείς, προσωρινές και εξαρτώνται πάντοτε από το επίπεδο της ταξικής πάλης και το συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη.

Στην Ελλάδα, ρητή συνταγματική αναφορά για την απεργία υπάρχει για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1975, ενώ ο βασικός συνδικαλιστικός νόμος που καθορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις άσκησης του απεργιακού δικαιώματος είναι ο νόμος 1264/1982.

Ωστόσο, ο συγκεκριμένος νόμος, τόσο αυτοτελώς όσο και σε συνδυασμό με άλλες διατάξεις του ελληνικού δικαιικού συστήματος, όχι απλά δεν διασφαλίζει την ανεμπόδιστη άσκηση του απεργιακού δικαιώματος, αλλά απεναντίας εισάγει σημαντικούς περιορισμούς και εμπόδια σχετικά με την άσκησή του.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι:
  • Η συνταγματικά κατοχυρωμένη δυνατότητα πολιτικής επιστράτευσης των απεργών από το κράτος.
  • Ο αντιδραστικός - αντεργατικός νόμος 330/1976, ο οποίος ισχύει μέχρι σήμερα για τους ναυτεργάτες.
  • Η υποχρέωση ενημέρωσης του εργοδότη προ 24 ωρών για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα και προ 4 ημερών για τους εργαζόμενους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, που δυσχεραίνει την πραγματοποίηση απεργιακών κινητοποιήσεων.
  • Οι περιορισμοί στο πλαίσιο των αιτημάτων.
  • Οι περιορισμοί στην απεργία αλληλεγγύης.
  • Η απαγόρευση της απεργίας που έχει πολιτικά αιτήματα, που ως τέτοια εννοούνται αιτήματα που απευθύνονται για την ικανοποίησή τους στην κυβέρνηση.
  • Η κήρυξη της απεργίας μόνο από δευτεροβάθμιες ή τριτοβάθμιες οργανώσεις προκειμένου για δημοσίους υπαλλήλους και υπαλλήλους ΟΤΑ.
  • Ο νόμος 2224/1994, που με την προϋπόθεση για δημόσιο διάλογο πριν την κήρυξη απεργίας στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, θέτει εμπόδια στην πραγματοποίηση απεργιακών κινητοποιήσεων.
  • Η κατ' εξαίρεση - ακόμη και αυθημερόν - συζήτηση των αγωγών της εργοδοσίας για να κηρυχθεί μία απεργία παράνομη και καταχρηστική, παρά την τυπική απαγόρευση της άσκησης ασφαλιστικών μέτρων.
Εργοδοτική τρομοκρατία υπό το μανδύα του «διευθυντικού δικαιώματος»

Εκτός, όμως, από το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο που θέτει σοβαρά εμπόδια στην άσκηση του απεργιακού δικαιώματος, συγχρόνως η εργοδοτική τρομοκρατία που κυριαρχεί στους χώρους δουλειάς, επιχειρεί να ακυρώσει στην πράξη κάθε έκφραση συνδικαλιστικής ελευθερίας.

Οι εκβιασμοί της εργοδοσίας, η παρεμπόδιση με κάθε δυνατό τρόπο της συνδικαλιστικής και πολιτικής δράσης, οι απολύσεις για συνδικαλιστικούς λόγους - ανεξάρτητα από το πώς η εργοδοσία τις χαρακτηρίζει κάθε φορά (απολύσεις για οικονομοτεχνικούς λόγους, για μη συμμόρφωση σε εντολή εργοδότη, για μη εκτέλεση συμβατικών καθηκόντων κ.ο.κ.) - είναι στην ημερήσια διάταξη της εργοδοσίας σε όλους τους χώρους δουλειάς.

Κι όλα αυτά καλύπτονται κάτω από το μανδύα του «διευθυντικού δικαιώματος», που αποτελεί θεμελιώδη αρχή του εργατικού δικαίου και του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος στην ιδιοκτησία και την επιχειρηματική δραστηριότητα.

Νομολογία που θίγει τον ίδιο τον πυρήνα του απεργιακού δικαιώματος

Κι όταν η εργοδοτική τρομοκρατία και το αντιδραστικό νομοθετικό πλαίσιο δεν επαρκούν για να υπονομεύσουν και να εμποδίσουν το δικαίωμα στην απεργία, τη σκυτάλη παίρνει η Δικαιοσύνη, ως τμήμα του κρατικού μηχανισμού και του αστικού κράτους.

Μετρώντας από τη μεταπολίτευση και μετά, πάνω από το 90% των δικαστικών αποφάσεων που κρίνουν απεργιακές κινητοποιήσεις, τις κηρύσσουν παράνομες ή/και καταχρηστικές, και μάλιστα με τέτοιο τρόπο που να απαγορεύεται να ξαναπραγματοποιηθούν με τα ίδια αιτήματα.

Η επιχειρηματολογία που σταθερά πλέον επαναλαμβάνεται στις αποφάσεις αυτές, είναι ότι η απεργία προξενεί «υπέρμετρη βλάβη στον εργοδότη» ή «θίγει το κοινωνικό σύνολο». Ομως, η απεργία, για να έχει το επιδιωκόμενο αγωνιστικό αποτέλεσμα για τους εργάτες που απεργούν, πρέπει να έχει αρνητικές επιπτώσεις στα συμφέροντα του καπιταλιστή και να του ασκεί έτσι οικονομική πίεση ή να έχει κοινωνικές επιπτώσεις, ώστε άμεσα ή έμμεσα να ασκεί κοινωνική πίεση προς την κυβέρνηση και τους καπιταλιστές για την ικανοποίηση των εργατικών αιτημάτων.

Ετσι, η σταθερή και πάγια νομολογία που έχουν διαμορφώσει τα δικαστήρια, θίγει τον ίδιο τον πυρήνα του απεργιακού δικαιώματος και ουσιαστικά απαγορεύει το δικαίωμα της απεργίας.

Ανταπεργία: Νομιμοποίηση ενός χυδαίου εκβιασμού σε βάρος των εργαζομένων

Σήμερα, η εργοδοσία και το κεφάλαιο προχωράνε ένα βήμα πιο πέρα την επίθεση στο απεργιακό δικαίωμα. Κι αυτό που έρχεται ως απάντηση στο δικαίωμα που κατακτήθηκε με αιματηρούς αγώνες της εργατικής τάξης, είναι η ανταπεργία, το γνωστό lock out, που προβλέπεται στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και στον Αναθεωρημένο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη, που η κυβέρνηση έφερε προς ψήφιση στη Βουλή το Γενάρη του 2016.

Πρόκειται για μορφή χυδαίου και ωμού εκβιασμού των εργαζομένων, ότι αν δεν εγκαταλείψουν αυτό το ανώτατο όπλο που έχουν στα χέρια τους, την απεργία, θα βρεθούν εκτός εργασίας. Ετσι, η διαπραγμάτευση για τους όρους πώλησης της εργατικής τους δύναμης θα είναι υπό πολύ χειρότερες συνθήκες. Γι' αυτό, άλλωστε, και η θεσμοθέτηση του lock out υπήρξε πάντοτε βασική επιδίωξη της εργοδοσίας και του κεφαλαίου, αλλά κάτω από την πίεση και τους αγώνες του εργατικού κινήματος δεν είχαν τολμήσει να το περάσουν. Το αστικό κράτος, λοιπόν, νομιμοποιώντας την ανταπεργία, νομιμοποιεί ένα χυδαίο εκβιασμό σε βάρος των εργαζομένων και χτυπάει ένα σημαντικό όπλο που έχουν στα χέρια τους.

Γιατί αυτό ακριβώς η απεργία είναι ένα μεγάλο όπλο στα χέρια των εργαζομένων, το αποτέλεσμα του οποίου δεν πρέπει να μετριέται μόνο με το πόσα παίρνεις ή δεν παίρνεις στο χέρι. Υπάρχουν αγώνες που προσφέρουν πολλά περισσότερα από όσα παίρνεις στο χέρι, γιατί προετοιμάζουν τα επόμενα βήματα, τις επόμενες μάχες συνολικά της εργατικής τάξης, γιατί βοηθάνε στην αφύπνιση των συνειδήσεων. Κάθε απεργία, κάθε αγώνας είναι μία μάχη στο συνολικό πόλεμο που κάνουν οι εργάτες μέχρι να καταργήσουν την εκμετάλλευση, να ανατρέψουν τους εκμεταλλευτές τους, να πάρουν την εξουσία και να οικοδομήσουν τη δική τους κοινωνία.

Οπως υπογράμμιζε ο Λένιν: «Η απεργία μαθαίνει στους εργάτες να καταλαβαίνουν πού βρίσκεται η δύναμη των αφεντικών και πού η δύναμη των εργατών, τους μαθαίνει να σκέφτονται όχι μόνο για το δικό τους αφεντικό και όχι μόνο για τους κοντινούς, αλλά για όλα τα αφεντικά, για όλη την τάξη των κεφαλαιοκρατών και για όλη την τάξη των εργατών».

Η συλλογική απόφαση των εργαζομένων να σταματήσουν την παραγωγή δεν σημαίνει βέβαια κατ' ανάγκη και αμφισβήτηση της καπιταλιστικής εξουσίας. Στο βαθμό, όμως, που το απεργιακό κίνημα θα συνδέεται με την πάλη για την εξουσία, μπορεί να μετατραπεί σε πολιτικό και η απεργία από μέσο οικονομικής πάλης να γίνει πολιτική. Γι' αυτό και το συγκεκριμένο πλαίσιο με το οποίο διεξάγεται μία απεργία - το περιεχόμενό της, ο προσανατολισμός της, τα συνθήματα, τα αιτήματά της, τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της - παίζουν καθοριστικό ρόλο στη σύνδεση της οικονομικής πάλης με την πάλη για αλλαγή της εξουσίας.

(Εισήγηση της Χ. Μαρκατσέλη, δικηγόρου και στελέχους του ΚΚΕ, στην ημερίδα της ΤΟ Δικαιοσύνης της ΚΟ Αττικής του ΚΚΕ, τη Δευτέρα 5/12, με θέμα «Η πάλη για την προστασία της λειτουργίας και δράσης των σωματείων»)

Δεν υπάρχουν σχόλια: