Με τη συμμετοχή βουλευτών της Χρυσής Αυγής στην αντιπροσωπεία που
επισκέφτηκε πρόσφατα ακριτικά νησιά του Αιγαίου, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ -
ΑΝΕΛ δίνει άλλοθι στους φασίστες να πουλάνε πατριωτισμό
Με δύο πρόσφατες παρεμβάσεις του, ο φυρερίσκος της εγκληματικής
οργάνωσης Χρυσή Αυγή Μιχαλολιάκος απέδειξε για μια ακόμα φορά με ποιον
τρόπο οι φασίστες λειτουργούν ως χρήσιμο και αναγκαίο δεκανίκι των
καπιταλιστών και της πολιτικής τους εξουσίας. Ανήμερα της 28ης Οκτώβρη,
επιχείρησε να αποδώσει τα εύσημα για την πάλη του ελληνικού λαού ενάντια
στην ιταλική εισβολή στον δικτάτορα Μεταξά και το αποκαλούμενο «εθνικιστικό κράτος».
Ο ιδεολογικός απόγονος των δοσίλογων και των ταγματασφαλιτών προσπάθησε να εμφανιστεί ως πατριώτης, εξαπολύοντας έναν οχετό ενάντια στους κομμουνιστές. Συσκοτίζει τα πράγματα αναφερόμενος στο κράτος ως έναν ουσιαστικά αταξικό μηχανισμό, που ο χαρακτήρας του καθορίζεται από τον ιδεολογικό μανδύα που φοράει κάθε φορά η αστική τάξη: πότε «φιλελεύθερο», πότε «εθνικιστικό».
Στην ομιλία του στη Βουλή για τον προϋπολογισμό, επιτιθέμενος φαινομενικά στον πρωθυπουργό για το πρόσφατο ταξίδι του στην Κούβα, κατέφυγε σε έναν ωμό αντικομμουνισμό και «πτωματολογία» ενάντια στην Κουβανική Επανάσταση, χρησιμοποιώντας αυτούσια τα επιχειρήματα των ιμπεριαλιστικών επιτελείων. Μ' ένα σμπάρο, δυο τρυγόνια!
Και ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται ως δήθεν αριστερή, μαρξιστική πολιτική δύναμη, και τα λαϊκά στρώματα εξαπατούνται με το ιδεολόγημα ότι τα προβλήματά τους μπορεί να λυθούν με μια «εθνική πολιτική» (δες και τις παράτες στο Καστελόριζο, όπου δήθεν «χτυπά η καρδιά της Ελλάδας») και όχι με το ξεδίπλωμα της ταξικής πάλης μέχρι την επαναστατική ανατροπή της αστικής εξουσίας.
Η αντίληψη για ένα υπερταξικό κράτος
Οι θέσεις της Χρυσής Αυγής για το κράτος δεν αποτελούν κάτι το καινούργιο. Βασική ιδεολογική σταθερά της αποτελεί η αντίληψη για ένα «λαϊκό κοινωνικό» κράτος, πολιτική οργάνωση του έθνους, που αποτελεί δήθεν αναγκαιότητα προκειμένου να αναπτύσσεται το έθνος. Το κράτος, διαμέσου της ισονομίας και της «πολιτικά ιεραρχημένης κοινωνικής ισότητας», εξασφαλίζει ότι «δεν υπάρχει κοινωνική διαστρωμάτωση με βάση τις εισοδηματικές - οικονομικές τάξεις. Οι λαϊκές τάξεις είναι συνεργαζόμενες οργανικά, ομάδες ανθρώπων με άλλες παραγωγικές ειδικές ικανότητες και δεξιότητες η κάθε μια».
Η τέτοια αντίληψη του κράτους ως εργαλείου που εξυπηρετεί την αναπαραγωγή ενός δήθεν αέναου («καθαρού») έθνους, συσκοτίζει τον ταξικό χαρακτήρα του αστικού κράτους ως οργάνου επιβολής των συμφερόντων του κεφαλαίου. Το έθνος - κράτος αποτέλεσε ιστορικό συνοδοιπόρο του ανερχόμενου καπιταλισμού και ποτέ δεν στηρίχτηκε σε μια φυλετική καθαρότητα. Ολα τα μεγάλα έθνη - κράτη αποτέλεσαν χωνευτήρια διαφορετικών εθνοτήτων, λαοτήτων και φυλών, στο μέτρο και στο βαθμό που αυτό εξυπηρετούσε την αναγκαία για το κεφάλαιο διαμόρφωση μιας ενιαίας εθνικής ταυτότητας.
Οι προπαγανδιστικές κορόνες της εγκληματικής οργάνωσης ενάντια στη μεγάλη ιδιοκτησία («πλουτοκρατική ολιγαρχία») και η ανάθεση στο αστικό («εθνικιστικό») κράτος να περιορίζει την «ασύδοτη» λειτουργία της, μέσα και από τη λειτουργία κρατικών επιχειρήσεων, υποκρύπτουν το γεγονός ότι ο χαρακτήρας του κράτους δεν εξαρτάται από το αν ασκεί περισσότερη ή λιγότερη επιχειρηματική δραστηριότητα. Το εύρος της επιχειρηματικής δραστηριότητας του αστικού κράτους καθορίζεται, σε κάθε δεδομένη συγκυρία, από τις αναγκαιότητες αναπαραγωγής του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου και όχι από κάποιες γενικές αρχές κοινωνικής δικαιοσύνης.
Οι αντιλήψεις της Χρυσής Αυγής για το κράτος δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση την ταξική διαίρεση της κοινωνίας, άρα την ίδια την ουσία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Επιχειρούν να εγκλωβίσουν την εργατική τάξη στους σχεδιασμούς των αστών στο όνομα του κοινού εθνικού συμφέροντος, καλλιεργώντας την αυταπάτη ότι είναι δυνατόν η ταξική διαίρεση να μην οδηγήσει σε «κοινωνική διαστρωμάτωση».
Η ισότητα των ευκαιριών και η ισονομία αποτελούν θεμελιώδεις αρχές του αστικού κράτους από τα γεννοφάσκια του, δίχως βέβαια να αποτρέπουν στο ελάχιστο την εμφάνιση των «ολιγαρχιών του χρήματος». Σε τελική ανάλυση, και η πολιτική πρόταση της ΧΑ δεν επιζητεί την κατάργηση (απαλλοτρίωση) αυτών των ολιγαρχιών, αλλά την αξιοκρατική δήθεν ανάδειξή τους μέσα από τη διαμεσολάβηση του «λαϊκού κράτους» και του εθνικισμού.
Υποκρύπτεται, ακόμα, ότι η εναλλαγή στις κρατικές μορφές της αστικής διακυβέρνησης, το πέρασμα από κοινοβουλευτικές μορφές σε ανοιχτά δικτατορικές - φασιστικές, ανταποκρίνεται στα κάθε φορά συμφέροντα και αναγκαιότητες της αστικής τάξης. Το αστικό κράτος, υπό τη μορφή της μεταξικής δικτατορίας, εξυπηρετούσε τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο τα συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης και των ιμπεριαλιστών συμμάχων της, πρώτα και κύρια της Αγγλίας. Οχι μόνο τσάκισε όλα τα λαϊκά δικαιώματα και τις ελευθερίες, αλλά έμπλεξε βαθιά τον ελληνικό λαό στο κουβάρι των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και στις προετοιμασίες της νέας παγκόσμιας ανθρωποσφαγής.
Η πορεία προς το Β' Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο
Ο Μιχαλολιάκος επιχειρεί με κουτοπόνηρη αφέλεια να απαλλάξει την εγκληματική συμμορία του από το στίγμα της ιδεολογικής συμπόρευσης με το φασισμό, επαναλαμβάνοντας τις γνωστές συκοφαντίες ότι το ΚΚΕ πήρε θέση «εναντίον του πολέμου ακολουθώντας τη γραμμή της Μόσχας και του ίδιου του Στάλιν, ο οποίος είχε δηλώσει στην "Πράβδα" στις 30 Νοεμβρίου του 1939 ότι δεν επετέθη η Γερμανία εναντίον της Αγγλίας και της Γαλλίας, αλλά συνέβη ακριβώς το αντίθετο». Πριν δούμε τη στάση του ΚΚΕ στο ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου, έχει σημασία να σταθούμε στο πώς η ανθρωπότητα οδηγήθηκε στο νέο ιμπεριαλιστικό πόλεμο.
Στα χρόνια πριν το ανοιχτό ξέσπασμα του πολέμου, οξύνθηκε η διαπάλη ανάμεσα σε δύο ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα: το ένα έθετε ανοιχτά το ζήτημα για ένα νέο ξαναμοίρασμα του κόσμου και μια αλλαγή των συνόρων στην Ευρώπη (Γερμανία, Πολωνία, Ουγγαρία, Ιταλία), ενώ το αντίπαλο στρατόπεδο επιζητούσε τη διατήρηση του υπέρ του στάτους κβο. Το δεύτερο στρατόπεδο αντιπροσωπευόταν σε παγκόσμιο επίπεδο από τις Ηνωμένες Πολιτείες και, στην Ευρώπη, κυρίως από τη Γαλλία.
Οι σχεδιασμοί στα διάφορα ιμπεριαλιστικά επιτελεία περιλάμβαναν ως αναπόσπαστο κομμάτι τους το χτύπημα και το αδυνάτισμα της σοβιετικής εξουσίας, παρόλο που η οξύτητα των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών έκανε δύσκολη τη δημιουργία ενός ενιαίου αντι-σοβιετικού μπλοκ. Το 1938 αποτέλεσε μια εξαιρετικά αποκαλυπτική χρονιά όσον αφορά τους σχεδιασμούς των ιμπεριαλιστικών επιτελείων ενάντια στη Σοβιετική Ενωση, αλλά και σχετικά με το πόσο απατηλή ήταν η ελπίδα ότι οι μικρότεροι λαοί μπορούσαν να «ακουμπήσουν» πάνω στα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κράτη για την εθνική ανεξαρτησία τους.
Η προσάρτηση της Αυστρίας στη Γερμανία το Μάρτη του 1938 ακολουθήθηκε το Σεπτέμβρη του 1938 από τη διαβόητη Συμφωνία του Μονάχου μεταξύ Γερμανίας, Ιταλίας, Αγγλίας και Γαλλίας, Συμφωνία που οδήγησε στο διαμελισμό της Τσεχοσλοβακίας και σφράγισε ουσιαστικά τη μοίρα της για τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Οι θριαμβολογίες των Αγγλο-γάλλων ιμπεριαλιστών ότι, με τη Συμφωνία, «η παγκόσμια ειρήνη είχε εξασφαλιστεί για 50 χρόνια τουλάχιστον» αποδείχτηκαν πολύ γρήγορα κενό γράμμα. Στην πραγματικότητα, η αιχμή της Συμφωνίας του Μονάχου στρεφόταν εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης. Η συμφωνία όχι μόνο δεν απομάκρυνε τον κίνδυνο ενός νέου παγκόσμιου πολέμου, αλλά τον έφερε πιο κοντά.
Βλέπουμε, λοιπόν, παρά τις φαιδρότητες του Μιχαλολιάκου, ότι ήταν οι Αγγλο-γάλλοι ιμπεριαλιστές που έστρωσαν με ροδοπέταλα το δρόμο του Χίτλερ προς τον πόλεμο και όχι η Σοβιετική Ενωση και ο Στάλιν. Η Σοβιετική Ενωση έδινε μια τιτάνια μάχη για να προλάβει να ολοκληρώσει την πολεμική προετοιμασία της και να καθυστερήσει όσο μπορούσε την αναμενόμενη γερμανική επίθεση. Σ' αυτήν την κατεύθυνση, είχε ιδιαίτερη σημασία να αξιοποιηθούν από τη σοβιετική εξωτερική πολιτική όλες οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, ώστε να μη σχηματιστεί ένα ενιαίο μέτωπο στήριξης από όλα τα ιμπεριαλιστικά κέντρα της στρατιωτικής επίθεσης ενάντια στην ΕΣΣΔ.
Τα γεγονότα αποδεικνύουν ότι ο ελιγμός της ΕΣΣΔ με την υπογραφή του Συμφώνου Ρίμπεντροπ - Μολότοφ το καλοκαίρι του 1939 ήταν μονόδρομος για να εξασφαλιστούν 20 κρίσιμοι μήνες για τη σοβιετική πολεμική προετοιμασία, για να δοθούν με καλύτερους όρους οι μεγάλες μάχες της Μόσχας και του Στάλινγκραντ, που προετοίμασαν την τελική συντριβή του φασισμού.
Το ΚΚΕ και η ιταλική εισβολή στην Ελλάδα
Η ιταλική εισβολή στην Ελλάδα τον Οκτώβρη του 1940 βρήκε το ΚΚΕ βαριά χτυπημένο από τη μεταξική δικτατορία, με το συντριπτικό μέρος της καθοδήγησής του στα μπουντρούμια του αστικού κράτους.
Μέσα στις ασφυκτικές αυτές συνθήκες, όταν ο Μεταξάς είχε καταφέρει να δημιουργήσει, από κομματικά στελέχη που πέρασαν ανοιχτά με το μέρος του ταξικού εχθρού, ακόμα και χαφιέδικη «ΚΕ» (τη λεγόμενη «Προσωρινή Διοίκηση»), ο ΓΓ του ΚΚΕ, ο Νίκος Ζαχαριάδης, έδωσε με το πρώτο γράμμα του (στις 31 Οκτώβρη) την κατεύθυνση της λαϊκής πάλης, την ανάγκη οι κομμουνιστές να πρωτοστατήσουν στην πάλη ενάντια στο φασίστα εισβολέα.
Σκοπός του σημερινού άρθρου δεν είναι φυσικά να επαναλάβει σημεία της κριτικής προσέγγισης του ΚΚΕ σε πλευρές της στρατηγικής του ελληνικού και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος της εποχής εκείνης, που οδήγησαν στην αδυναμία συνδυασμού της πάλης ενάντια στον κατακτητή με την πάλη για την επίλυση του ζητήματος της εξουσίας κατά την έξοδο από τον πόλεμο. Στόχος είναι να απαντηθεί η συκοφαντία ότι οι κομμουνιστές δεν καλούσαν σε πάλη ενάντια στην αστική τάξη της Ιταλίας που εισέβαλε στην Ελλάδα παρά μόνο μετά την επίθεση της Γερμανίας ενάντια στη Σοβιετική Ενωση τον Ιούνη του 1941. Οι Ελληνες κομμουνιστές από την πρώτη στιγμή του πολέμου τοποθετούνται με σαφήνεια ενάντια στον εισβολέα και καλούν σε πάλη ενάντια του.
Στα δύο μετέπειτα γράμματά του, ο Νίκος Ζαχαριάδης φωτίζει το χαρακτήρα του γενικότερου πολέμου που είχε ξεσπάσει ανάμεσα στα δύο ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα και τις προσπάθειες της αστικής τάξης της Ελλάδας να προωθήσει τα συμφέροντά της και με πολεμικά μέσα.
Ο Μιχαλολιάκος, παρουσιάζοντας επιλεκτικά δυο αράδες από το μανιφέστο της «Παλιάς ΚΕ», επιχειρεί να καλλιεργήσει σύγχυση για τη θέση του ΚΚΕ. Πέρα από το γεγονός ότι το κείμενο αυτό έμεινε άγνωστο και δεν επέδρασε στη δράση των μαζών την εποχή εκείνη, έχει σημασία να αναφερθεί ότι δεν αρνούνταν γενικά την πάλη για την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της χώρας, αλλά αμφισβητούσε την κυβέρνηση Μεταξά και καταδίκαζε την έξοδο του στρατού από τα σύνορα της χώρας.
Αυτό που στην πραγματικότητα ενοχλεί τα εθνικιστικά τσιράκια της αστικής τάξης είναι ο πρωταγωνιστικός ρόλος και η μαζική επιρροή που κατάκτησε το ΚΚΕ μέσα στην πάλη ενάντια στους Ιταλούς και Γερμανούς κατακτητές.
Αντίθετα, οι πολιτικοί πρόγονοι της Χρυσής Αυγής, πολλά επιφανή στελέχη του λεγόμενου «εθνικιστικού κράτους», οδηγήθηκαν με μαθηματική ακρίβεια στην ανοιχτή συνεργασία με τον κατακτητή, με τη δημιουργία των κατοχικών κυβερνήσεων, των ταγμάτων ασφαλείας και των άλλων δοσιλογικών οργανώσεων - δημίων του ελληνικού λαού. Φυσικά, οι περισσότεροι από αυτούς δεν είχαν τον παραμικρό ενδοιασμό να αλλάξουν γρήγορα αστικό στρατόπεδο, όταν μετά την Απελευθέρωση η άνοδος της ταξικής πάλης έκανε εξαιρετικά χρήσιμες τις υπηρεσίες τους στις νικήτριες μερίδες της αστικής τάξης.
Βασίλη Όψιμος
(μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ)
(μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου