Κυριακή 6 Ιουλίου 2014

Τά τατουάζ τῶν υἱῶν μου (ἡ δερματοστιξία τῆς καρδιᾶς)


Παιδιά μου, σας έχασα πρίν πό πάμπολλα τη, σέ τόπο πού χω λησμονήσει. Σκορπιστήκατε σάν πετεινά το ορανο σέ λόκληρη τήν γ. Σς ναζητοσα μέ μιά γρια νοχ, γιατί γώ μουν θική ατουργός τν κακουργημάτων σας. νας πό σς μάλιστα τό επε « λήστεψα να ταχυδρομεο, γιατί δέν εχα οτε παιδεία, οτε ργασία.»

Σς ξαναβρκα μία μέρα πού βρεχε καταρρακτωδς, ρθα μέ βρεγμένα νδύματα καί μαλλιά, μέ τίς μπότες γεμάτες νερά. Σς εχαν μαζέψει σέ να τεράστιο σάν κτίριο κιβώτιο μέ τρύπες στίς πλευρές γιά νά ναπνέετε. Βρεθήκατε μαζί, σς νωσε  τό έγκλημα, ληστεία, πάτη καί τά ναρκωτικά.

Μερικοί πό τούς γιούς μου, τήν ρα το θελοντικο μαθήματος πού τούς πρόσφερα, φευγαν αφνιδίως μέχρι πού μαθα πώς πήγαιναν στήν διπλανή αθουσα  γιά πεξάρτηση. ρκετές φορές μο κάνατε παράπονα, τό κελλί εναι μικρό καί ζομε πέντε νθρωποι, τό φαγητό νοστο, δέν τρώγεται, κρυώνουμε, δέν πάρχει ζεστό νερό γιά πλύσιμο καί πολλά παρόμοια.
Μέ τόν καιρό μαθα τά νόματά σας, λλα λληνικά καί λλα  προερχόμενα πό διαφορες χρες, μως δέν κανα διάκριση σέ τίποτα, σασταν λοι τέκνα μου πού εχα γκαταλείψει σέ τη προσωπικς περισυλλογς καί δημιουργίας.

λοι τέκνα μου: Λαρέλ, Γιργο, Κώστα , ρμάντ, ριάν, Μιχάλη, Χριστοφόρ, Κεμάλ, νάι, Δημήτριε, Κλωντιάν, Λεονάρδε, λμπάνο, Νικόλαε, Βασίλη, Χρόνη καί λλοι.

Δέν σς γκάλιασα μικρά, δέν σς μεγάλωσα, δέν σς ξενύχτησα. Πέρασα μως  νύχτες λόκληρες γράφοντας μελετώντας φιλοσοφία. Δέν σς νανούρισα ποτέ, δέν ξέρω γώ πό βρέφη καί τέκνα. σες τότε μέ εχατε νάγκη. Μέ φόδιο τίς σπουδές μου θά μποροσα νά διδάξω  σέ σχολεα καί πανεπιστήμια, νά σς χω μαθητές φοιτητές. Τότε πού εχα νεότητα καί δύναμη. Δέν τό κανα μως ξαιτίας τς προσωπικς δημιουργίας.

Τώρα γιά νά σς συναντ  περιμένω στήν ξώθυρα, περν πό μηχανήματα πού ντοπίζουν μεταλλικά ντικείμενα, δείχνω τήν ταυτότητά μου καί φήνω στό θυρωρεο τό κινητό μου. Δέν πιτρέπεται στόν χρο σας καμιά παφή μέ τόν ξω κόσμο. Τώρα νεβαίνω γκομαχώντας τά σκαλοπάτια λόγω λικίας καί σθενείας, γιά νά σς μεταδώσω φιλοκερδς μερικές γνώσεις.

Τήν δεύτερη φορά τς συνάντησής μας κανε κρύο περονιαστό. Χιόνιζε μάλιστα πολύ. Μόλις μέ εδατε, κάποιος ναφώνησε χαρούμενος « ρθατε καί φέρατε τό χιόνι. Νά δομε κι μες μιά σπρη μέρα.» Γελάσαμε λοι.

Μαζευόμασταν στήν αθουσα πού διέθετε πολογιστή γιά προβολές, διότι τούς δίδασκα λογοτεχνία προβάλλοντας καί τήν ταινία πού ναφερόταν στό ργο. πρεπε νά κυνηγήσουμε τόν σπαταλημένο χρόνο, κι τσι βλέποντας τό φίλμ μαθαίνατε πρτα τήν στορία το μυθιστορήματος καί κατόπιν σς διβαζα τά πίμαχα κεφάλαια, ν στό τέλος συζητούσαμε τίς δέες το ργου. Σς μάθαινα ,τι περισσότερα γαποσα: τά ργα το Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Συζητήσαμε γιά τά ρια, κι ταν ρώτησα ποιοί τά ξεπερνον, νας γιός μου επε μέ παρρησία, μες, μες δ μέσα ξεπεράσαμε τά ρια.

Ναί γιά τό κακό, το πάντησα. Καί ποιοί λλοι; Χάρηκαν ταν τούς επα πώς καί ο μοναχοί, ξεπερνον τά ρια καί πώς κοινό σύμβολο εναι τό κελλί. Μιλήσαμε γιά τά θικά, νομικά καί ντολογικά ρια. Παρακολουθοσαν διψασμένοι καί ταν σέ γρήγορση. ντυπωσιάσθηκαν πό τήν σκέψη το συγγραφέως «πώς ν δέν πάρχει Θεός, λα πιτρέπονται.»

λοι πίστευαν πώς πάρχει θεός κάποια πρώτη ρχή, νεξαρτήτως το θρησκεματός τους. Μέ τίς συναντήσεις φτασε ξοικείωση, στήν αθουσα διαχεόταν γάπη καί μπιστοσύνη. πάτερ Ζωσιμς  τν  δελφν Καραμάζωφ νοιξε νέο θέμα συζητήσεων. Επαμε γιά τόν γιο Πορφύριο (κάποιος πό τούς λληνες τόν ξερε) καί γιά τούς δαιμονισμένους τς Κεφαλληνίας. ‘Αρκετοί γνώριζαν νάλογες περιπτώσεις, φαίνεται πώς δαιμονισμός ταν κοινό κτμα τς οκουμένης.

Δέν εχα μπροστά μου δολοφόνους, ληστές καί ναρκομανες λλά παιδιά, νέους πό εκοσι πέντε μέχρι σαράντα χρονν πού σέ κάποια κακή ρα παρόρμηση τς στιγμς φτασαν στίς φυλακές. Δεχόμουν τίς κμηστηρεύσεις τους στοργικά λές καί κουγα γόρια πού σπασαν τό πατίνι το φίλου τους. Γιργος ταν δολοφόνος, σκότωσε ναν συγχωριανό του μέ μαχαίρι γιά λίγα στρέμματα γς. «μουν σέ μυνα», επε, «ν δέν τόν σκότωνα γώ, θά μέ σκότωνε ατός. λλωστε ταν σκοτάδι, δέν βλεπα καλά.» «Τό μαχαίρι μως γιατί τό εχες μαζί σου;» ρώτησα. «ταν σέ μυνα, σέ μυνα φώναξαν σχεδόν λοι σέ νδειξη συμπαράστασης. Ο κρατούμενοι γιοί μου εχαν ντιφατική συμπεριφορά ς πρός τίς παραβατικότητες τν λλων, λλά συνήθως τίς δικαιολογοσαν. γιναν λοι μιά σπίδα γιά τόν Γιργο.

ταν μως σέ  κάποια λλη συνάντηση τούς ρώτησα ποιός θά μποροσε νά κάνει τό γκλημα το Ρασκόλνικωφ, μετά τήν πάντηση νός πώς θά τό κανε μέ περίστροφο καί χι μέ μπαλτά, χωρίς αματα, κάποιοι φώναξαν, «θά μποροσε Γιργος , ατός σκότωσε μέ μαχαίριν συμπλήρωνανατός σκοτώνει καί ζα, δούλευε σέ σφαγεο, τά σκοτώνει καί τά γδέρνει, τί νθρωποι, τί ζα, τό διο εμαστεσυμπλήρωσε γιός μου Κεμάλ. Γιργος εχε κοκκινίσει, ταν τοιμος νά βουρκώσει ταν αφνιδίως σηκώθηκε νά φύγει πό τήν αθουσα. «Πο πς παιδί μου;» «Στόν δοντίατρο,» πάντησε. «Πές μας ν εναι κε νά πάω κι γώ, φώναξε κάποιος. Ζήτησα συγγνώμην πό τόν προσβεβλημένο γιό μου.» Δέν χρειάζεται νά ζηττε συγγνώμη,» πάντησε ντροπιασμένος. φυγε. Δέν τόν εδα κτοτε. λη τήν βδομάδα σκεφτόμουν πώς θά εναι στήν αθουσα, λλά δέν ρθε. Μέ πληροφόρησαν πώς τούς βαρυποιντες καί τούς σοβτες, τούς στελναν πλέον  στίς φυλακές τν Πατρν.

Τήν δια ντιφατική συμπεριφορά δειξαν καί στόν  Μάκη πού μετέφερε πό τήν λβανία κατό κιλά χασίς. ταν πανέλαβα πορημένη, «κατό κιλά; πς βρέ παιδί μου,» σπευσαν νά μέ πληροφορήσουν ο λλοι πώς ταν να πλό ναρκωτικό. κου σόβια γιά τό χασίς! «πό τόν φόβο του τά χασε στό δικαστήριο. Εναι δικία νά τιμωρηθε μέ σόβια,» συμπλήρωσε νάι, ποος μέ τό χιομορ καί τίς παρατηρήσεις του κρατοσε τήν τάξη σέ γρήγορση.

Τήν πομένη φορά μως τόν φώναζαν «σοβίτη» κι ατός ταραγμένος καί ντροπαλός, βγκε στόν διάδρομο. Δέν τόν ξαναεδα. Πρε κι ατός τόν δρόμο γιά τίς φυλακές Πατρν.

πέμενα νά μάθουν γιά τό ρθρο πού γραψε βάν, νας πό τούς δελφούς Καραμάζωφ  στό μυθιστόρημα, μέ τόν τίτλο « Μέγας εροεξεταστής.»

στορία κτυλίσσεται στήν Σεβίλλη τς σπανίας τόν 16ο αιώνα. Χριστός πιστρέφει στήν γ καί βλέποντάς τον περήλιξ εροεξεταστής τρομάζει καί τόν φυλακίζει. Τόν κατηγορε γιά τήν λευθερία πού προσφέρει στόν νθρωπο. εροεξεταστής σχυρίζεται πώς νθρωπος δέν ντέχει τήν λευθερία του, γιατί εναι πικίνδυνη. Κατηγορε τόν Χριστό πώς ντί νά δείξει τήν δύναμη του καί τήν ξουσία του μετατρέποντας τίς πέτρες σέ ψωμί γιά νά χορτάσουν ο νθρωποι, κενος τούς δίνει τό δικαίωμα τς κλογς. κρατούμενος Χριστός δέν μιλ λλά φιλ τόν γέρο εροεξεταστή, ποος τόν διώχνει φοβισμένος, φωνάζοντας του νά μήν  ξαναρθε ποτέ.»

Στήν λέξη «λευθερία» ταράχτηκαν. Μέ τόν διάλογο μως καταλήξαμε πώς μόνον πίστη στόν Θεό σέ κάνει λεύθερο μέ τήν ννοια πώς μπορες νά ποφύγεις τό κακό. Διαφορετικά λευθερία εναι χάος καί πληγή, ν δέν συνοδεύεται πό τόν νόμο καί τόν φόβο. Στό διάλειμμα συνέχισα τήν συζήτηση μέ τούς δύο γιούς μου πού μειναν κοντά μου, μέ τόν λβανό Κεμάλ καί τόν λληνα Κώστα. ταν καί δυό ξυπνα τομα. πρτος δειχνε πολύ μετανιωμένος γιά τήν πράξη του, «γώ δέν κανα κακό σέ νθρωπο. Τό δημόσιο πιχείρησα νά ληστέψω, τό ταχυδρομεο. θελα νά ποκτήσω πολλά λεφτά μέ τήν ληστεία λλά τώρα εμαι στήν φυλακή.»

«Θά ντεχες νά ξαναμπες δ;» «Μέ τίποτα, χι, χι. Καλύτερα νά εμαι λεύθερος καί νά τρώω ξερό ψωμί μία φορά τήν βδομάδα. Σκέφτομαι ταν βγ πό δ μέσα νά βαπτισθ καί νά πάω γιά τρία χρόνια σέ μοναστήρι. Νά καθαρίσω τήν ψυχή μου. Νά ξακολουθήσω τό σχολεο. Μόνον μιά δουλειά νά βρεθε, γιατί μς τούς ποφυλακισμένους δέν μς παίρνουν εκολα. Κάτι νά γίνει, μες θά φταμε.»

Κώστας συγκατάνευε. «Κι σύ παιδί μου; κανες ληστεία σέ κατάστημα; πλοφοροσες;» Χαμογέλασε μέ μηχανία:  «Ναί πλοφοροσα καί κατατρόμαξα μέ τό καλάζνικώφ μου  τόν καταστηματάρχη. Μέ πιασαν μως σέ μικρή πόσταση πό τό μαγαζί.» « Κώστας εναι δεύτερη φορά στήν φυλακή, δέν θά τό ντεχα,» επε Κεμάλ. Κώστας ξαναχαμογέλασε μέ μηχανία. «Γιατί χαμογελς; γώ πιστεύω πώς λοι μετάνιωσαν δ μέσα.» «Εσαι καλή καί επιστη. Δέν μετανιώνουν λοι. πάρχουν ρκετοί μέ βαριά γκλήματα πού σκέφτονται νά βγον γιά νά τά ξανακάνουν. Μήν πιστεύεις πολύ. κατά συρροήν δολοφόνος γιά παράδειγμα εναι ρρωστος καί μετανόητος.» «Λίγες εναι ατές ο περιπτώσεις» πέμενα. 

«Τό γκλημα καί Τιμωρία» τούς ρεσε περισσότερο πό τούς δελφούς Καραμάζωφ. Τούς πανέλαβα γιά τόν ρωα το μυθιστορήματος.

« Ρασκόλνικωφ νεαρός φοιτητής τς Νομικς σταματ τό Πανεπιστήμιο, διότι δέν χει χρήματα. Ζ σέ μιά θλια σοφίτα καί χρωστ πολλά νοίκια στήν σπιτονοικοκυρά του. Εναι μως νας φλογερός δεολόγος, πως λοι ο ρωες το Ντοστοφιέφσκι. γραψε να δοκίμιο στήν φημερίδα γιά τίς νώτερες καί κατώτερες φύσεις, γιά τόν διαχωρισμό τν νθρώπν σέ ξαιρετικούς καί κοινούς. Ο ξαιρετικοί μπορον καί πρέπει νά τολμον, ο κοινοί εναι σήμαντοι σάν ψερες. Εναι ο γλάστρες πού νθίζουν ο κλεκτο. Μία γνωστή του γριά τοκογλύφος εναι μιά ψείρα, δέν χει λόγο παρξης κατά τόν Ρασκόλνικωφ, γι’ατό πρέπει νά τήν σκοτώσει, νά τς κλέψει τά χρήματα γιά νά συνεχίσει τίς σπουδές του καί νά κάνει καλό στήν νθρωπότητα. ταν τελικς τήν σκοτώνει, καί μαζί μέ ατήν καί τήν νεώτερη δελφή της πού ρθε αίφνιδίως, κλέβει τά χρήματα καί τά κρύβει κάτω πό μία πέτρα. ρα τό κίνητρό του δέν ταν ληστεία. Προσέξτε, τό γκλημα το Ρασκόλνικωφ εναι παράξενο, διότυπο. Εναι μία ναμέτρηση μέ τήν δια του τήν συνείδηση. «Τόν αυτό μου σκότωσα καί χι τήν γριούλα»,μολογε στό τέλος.»

Ποιός θά μποροσε νά κάνει τό γκλημα το Ρασκόλνικωφ; τούς εχα ρωτήσει πρίν πό μέρες.

Κάτι παράξενο μως συνέβη σέ μένα. σον καιρό ξαναδιάβαζα τό βιβλίο εχα ναν νεξήγητο φόβο· κόμη καί τό χτύπημα το τηλεφώνου μο κοβε τά γόνατα. Μία νύχτα νειρεύτητα πώς  βρισκόμουν μέ τά πρόσωπα το μυθιστορήματος. Μέσα στόν πνο μου σηκώθηκα ρθια καί κουσα νά φωνάζω δυνατά: « γώ σκότωσα τήν γριά.» Εχα φορτωθε τό γκλημα το Ρασκόλνικωφ. μως ποιά γριά σκότωσα;   τήν περήλικη μητέρα μου πού περιποιόμουν, τήν νεκρή πλέον μητέρα της καί γιαγιά μου πού πίσης εχα φροντίσει, μία δική μου φιγούρα πού ρχιζε νά παρακμάζει δεύοντας πρός τά γηρατειά κείνη τήν γριά πού στοίχειωνε τά παιδικά μου χρόνια καί μέ τρόμαζε καθισμένη πάντα σάν κουρούνα στά σκαλοπάτια νός παντέρημου σπιτιο; Τό πόμενο βράδυ νειρεύτηκα πώς βρέθηκα στό νεκρόδειπνο πού παρέθεσε Κατερίνα βάνοβνα γιά τόν χαϊρευτο καί μεθύστακα σύζυγό της.

Μιλήσαμε γιά τό φοβερό νειρο το Ρασκόλνικωφ πού εδε πρίν πό τόν φόνο. νειρεύτηκε μιά δύναμη, καχεκτική φοραδίτσα, τς ποίας τό φεντικό καί ο φίλοι του σκότωσαν μέ καμτσίκια καί τσεκούρι. Ρασκόλνικωφ παιδί μέσα στό νειρο τρεξε καί γκάλιασε τό δύστυχο λογάκι. ταν ξύπνησε ναρωτήθηκε τρομαγμένος: πς θά σκοτώσω κι γώ τήν γριά τοκογλύφο μέ τόν μπαλτά; καί τά αματα; πς θά ντέξω τά αματα.

σες τί νειρα βλέπετε; πάρχουν καί προφητικά νειρα; Δυό τρες παραδέχτηκαν πώς πάρχουν. Ο περισσότεροι βλεπαν φιαλτικά νειρα, σχετικά μέ τήν ζωή τους λλά τόσο μπερδεμένα, στε τά ξεχνοσαν ταν ξυπνοσαν. Μερικοί δέν θέλησαν νά μιλήσουν γιά τά νειρά τους. Μόνον Κεμάλ επε πώς νειρευόταν συχνά τόν ξω κόσμο. Δέν βρισκόταν,  λέει, στήν φυλακή λλά μόλις ξυπνοσε κι βλεπε τόν διπλανό μου μελαγχολοσε λέγοντας, χ πάλι σύ εσαι, πάλι στήν φυλακή.

Δέν θά μιλήσω κτενς γιά τόν  «Μικρό Πρίγκιπα» πού πολαύσαμε στήν ταινία καί στό βιβλίο. Θά σς  πενθυμίσω μόνον πώς πως λεπού βλέποντας τά στάχυα θυμόταν τά χρυσά μαλλάκια το Μικρο πρίγκιπα, διότι εχαν συνδεθε μέ φιλία, τσι κι γώ τώρα πού βλέπω τίς φυλακές, δέν μο εναι διάφορες πως παλιά, λλά γνώριμες, γιατί κε εσθε σες.! Οτε θά ναφερθ πολύ καί στήν «Φόνισσα» το Παπαδιαμάντη: θά π μόνον πώς διαβάζοντάς σας πό τό βιβλίο καί κούγοντας τήν θαυμασία γλώσσα το συγγραφέως, κτός πό δυό τρες λέξεις, καταλάβατε τά πάντα. γλώσσα του ταν οκεία, γιατί πευθυνόταν στήν καρδιά. Τό τέλος τς ρωίδας του ταν πό πνιγμό, πως καί τν μικρν κοριτσιν πού δια, σκότωσε. Τότε επαμε πώς τό σύμπαν εναι νομον, κούει, βλέπει καί νταποδίδει ναλόγως τό καλό καί τό κακό.

ταν ρχόμουν στίς συναντήσεις μας μουν ετυχής λλά στήν πιστροφή φευγα πάντα μελαγχολική. Σς φηνα μόνα καί γλειστα, τέκνα μου. Στόν δρόμο παρακαλοσα νοερς, Θεέ μου φύλαξε τούς γιούς μου πό τό κακό. Μή εσενέγκης ατούς ες πειρασμόν...ατά τά νιτα, τρελαμένα πό τά ναρκωτικά, πληγωμένα πό τήν κακή φήμη, παραδαρμένα πό τύψεις λλά καί κυνικά πό βαθιά ντροπή .ριάν, Μιχάλη, Κώστα, Γιργο καί ο λλοι, μέ ναρκωτικά, καλάζνικωφ, ληστεες καί δολοφονίες. Τά πρόσωπά τους δέν χουν τίποτε τό γκληματικό, ταν κάθονται στόν λιο το προαυλίου καί καπνίζουν. Οτε μέσα στήν αθουσα.

Πολλές φορές μέ προτρέπατε νά γράψω γιά σς, γιά τίς κακές συνθκες στήν φυλακή, γιά περιστατικά πού σς φορτώνουν χωρίς νά εναι δικά σας, γιά τό δυσανάλογο πράξης καί τιμωρίας, γιά τό γριο ξύλο στίς φτέρνες μέχρι νά μολογήσετε λλά σς παντοσα, δέν γίνεται, πρέπει νά ρθει μπνευση. Τό κέντρισμα.

λα ξεκίνησαν πό τόν θίγγανο υό μου Μανώλη. Στόν σωτερικό το δεξιο του βραχίονα εδα σέ τατουάζ μιά σειρά γραμμάτων ΚΙΡΑΣΡ. Μο τά ποκρυπτογράφησε: ταν τό νομα τς συζύγου καί τν πέντε παιδιν του. Στόν λλο του βραχίονα ζωγραφισμένη μορφή σέ στάση δέησης καί πιό κάτω μεγάλος σταυρός μέ εκονικό, στριφογυριστό κομποσχοίνι, πού καλύπτει σάν φίδι λόκληρο τό χέρι.Πάνω εναι γραμμένα τά νόματα τν νεκρν γονιν του.

«χω λα τά γαπημένα μου πρόσωπα μαζί μου. μεινα ρφανός δώδεκα χρον καί μεγάλωσα τά δέλφια μου. Εμαι τριάντα πέντε χρον καί μεγάλη μου κόρη δεκαπέντε.» «Πέντε παιδιά, γιέ μου! σύ δέν πρεπε νά σουν δ. Ναί συμφώνησε σκύβοντας τό κεφάλι, «λύπησα τά πέντε μου γγελούδια.» « Γιατί εσαι δ;» «Γιά πάτες.» Τό βρισκαν διασκεδαστικό πού νδιαφερόμουν γιά τά τατουάζ, να τταβιστικό στοιχεο προερχόμενο πό τήν προϊστορία, σχυρό κόμη στήν ποχή μας. Βάγγος, φερε κι ατός στό σωτερικό το βραχίονά του δυό παλάμες σέ στάση δησης, ν πιό κάτω πρχε ζωγραφιστός, κρεμασμένος σταυρός. να φηρημένο σχέδιο κοσμοσε τό ριστερό του χέρι. Στό στθος ζωγραφισμένος λύκος. «Λύκος; γιατί;» «Τό γαπ ατό τό ζο, γιατί εναι μοναχικό.» Εδα μέ συμπάθεια τό τατουάζ, γιατί εχα κι γώ δυναμία σέ ατά τά γρια ζα. Μιλήσαμε γιά τούς λύκους, τήν γάπη, τήν μονογαμία καί τό βαθύ   τους ασθημα.

λύκος εχε τήν τιμητική του στά σώματα τν υἱῶν μου. Στόν Χρστο ταν ζωγραφισμένο μόνον τό κεφάλι γριεμένου λύκου μέ τό στόμα νοιχτό, ν μπροστά του σάν κρεμασμένες δύο νεκροκεφαλές. « χει νοιχτό στόμα, γιατί τρώει τούς ρουφιάνους,» μο ξήγησε. Τό ποκορύφωμα μως ταν ζωγραφισμένος τεράστιος λύκος στήν πλάτη το ριάν, ρθιος κοντά στόν βράχο νά κοιτάζει μέ νοιχτό τό στόμα, λές καί ορλιαζε, πρός τό μέρος τς πανσελήνου. πόλοιπη παράσταση εχε φυτά δάσους. «λόκληρος πίνακας ριάν, πς τσι; τόσο γαπς τόν λύκο;» Ατός γιός μου χαμογελοσε πάντα μελαχολικά, «Ναί, τόν γαπ, γιατί εναι ζο μοναχικό. Κι γώ πό τά δεκατρία μου χρόνια πού φυγα πό τό χωριό μου εμαι μόνος.»

Λύκος, δεομένη καί σταυρός, προστατευτικές παραστάσεις, σκέφτηκα. Ο περισσότεροι εχαν σχέδια σέ τατουάζ, σάν νά ταν φυλαχτά, κάτι σάν τήν λεοντή το προγονικο ρωα. Φαίνεται πώς σήμαινε γι’ατούς κάτι τό τρομαχτικό μαζί καί τό νώτερο. ταν μία διαίτερη παρουσία.

μπαινε τώρα τό καλοκαίρι κι γώ μέ θλίψη θά ποχαιρετοσα τούς γιούς μου, τά λυκόπουλα πού ορλιαζαν στήν ρημιά. Τό φθινόπωρο δέν θά τούς βρισκα λους, μερικοί θά ζοσαν πιά στήν λευθερία το ξω κόσμου, ν ο πόλοιποι θά παρέμεναν μαζί μέ τούς νέους μου γιούς....

λένη Λαδι 
ούνιος 2013

ΥΓ τό διήγημα φιερώνεται στούς μαθητές το Σχολείου Δεύτερης Εύκαιρίας τν Φυλακν Κορυδαλλο.


Το διήγημα μας το έστειλε ο φίλος του ιστολογίου Κώστας Τραχανάς, μαζί με το παρακάτω σημείωμα:

"Στις φυλακές Αρρένων Κορυδαλλού υπάρχει μια Κυρία με Κ (σημ. Οικ.: αναφέρεται στη συγγραφέα κα Ελένη Λαδιά) κεφαλαίο, που διδάσκει αφιλοκερδώς… παγκόσμια Λογοτεχνία σε αυτούς τους φυλακισμένους. Εκεί μέσα, όπως μου είπε η κυρία αυτή, βρήκε ανθρώπους μοναχικούς, σαν τους λύκους,  ανθρώπους-διαμάντια και ανθρώπους πολύ μορφωμένους και πολυδιαβασμένους. Μέσω αυτής της Κυρίας (που βοήθησε στην έκδοση και του δικού μας Βιβλίου: «Το ματωμένο θέρος του 1882» του Γ.Χ.Παπασωτηρίου), φθάσανε και τα δικά μου βιβλία, στην βιβλιοθήκη των φυλακών (σημ. Οικ: Ο Κ. Τραχανάς δεν είναι συγγραφέας. Δώρισε έναν αριθμό βιβλίων στις φυλακές, όπως έκανε και συνεχίζει να κάνει και αλλού). Σας επισυνάπτω ένα συγκινητικό διήγημα, που έγραψε η συγγραφέας, για αυτούς τους δύστυχους ανθρώπους, που τους θεωρεί παιδιά της!!!! Μήπως τελικά έπρεπε εμείς να είμαστε στις φυλακές και να βγούνε αυτοί έξω ,διότι   όλοι μπορούν να κάνουν φόνο, και ξέρουμε που μπορεί να οδηγήσει το μίσος, ο φθόνος, η φτώχεια, η ανεργία, η εξαθλίωση, η εξάρτηση , η κακιά η ώρα και  να μπούμε τελικά  στις φυλακές, όλοι εμείς, οι δήθεν τίμιοι και «καλοί», όλοι εμείς τα «μορφωμένα» καθάρματα , που καταστρέψαμε και γκρεμίσαμε  την Ελλάδα και το μέλλον των παιδιών μας και πρώτοι-πρώτοι όλοι οι διεφθαρμένοι πολιτικοί και οι τραπεζίτες;"

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Κατάθεση ψυχής. Υποκλίνομαι.