Η μικρή ελληνική κοινότητα ήταν από καιρό ανάστατη. Κάποιοι, στο
καφενείο την ώρα του καφέ, άλλο θέμα στις κουβέντες τους δεν είχαν.
Προεξάρχων του χορού ο Καζαντζίδης ο Σταμάτης.
- Ορίστε, σας έφτιαξα και τον κατάλογο! Ετσι για να μη νομίσετε ότι λέω αρλούμπες. Και να 'χετε υπόψη ότι σημειώνω μόνο τους Ελληνες. Στο κιτάπι μου δεν υπάρχει ούτε ένας ξένος εργάτης, ούτε ένας ντόπιος, μόνο οι δικοί μας, τα πατριωτάκια μας. Και το κακό τέλος δεν έχει. Θα μάθατε, πιστεύω. Στα μέσα του Δεκέμβρη πέθανε η Αντωνία. Δεν πρόλαβε να γίνει ούτε σαράντα χρονώ. Παραμονή Χριστούγεννα θάψανε τη Θάλεια, μόλις είχε κλείσει τα πενήντα τρία. Κάποιους άλλους, γυναίκες και άντρες, δεν τους αναφέρω, είναι από τη διπλανή πόλη και όλοι δεν τους ξέρετε. Οσο για κείνους που είναι άρρωστοι, τίποτα δε λέω. Μόνο τον Αποστόλη μνημονεύω, τα μάθατε τα μαντάτα του. Υπογραφές μαζεύει. Ναι μωρέ, τι να πει κανείς...
Αγανακτισμένος και ανήσυχος ο Σταμάτης σκάλιζε ένα μάτσο χαρτιά που γέμιζαν μπροστά του το τραπέζι. Η στατιστική του ήταν πραγματικά ανατριχιαστική. Απειροι εργαζόμενοι, μεταξύ τους πολλοί νέοι, είχαν πρόσφατα ασθενήσει και αρκετοί ήδη είχαν φύγει από τη ζωή. Οι μετανάστες στη μικρή μας πόλη ήταν άναυδοι. Ακούγοντάς τον, θυμήθηκα τη συνάντησή μου με τον Πέτρο στο πλουμιστό πανηγύρι του περασμένου Σαββάτου. Με δάκρυα στα μάτια και στη φωνή, είχε πασχίσει να μου περιγράψει ό,τι αποτύπωσε στην ψυχή του η τραγωδία των περασμένων ημερών.
- Να σου πω την καθαρή αλήθεια, είχε αρχίσει ο Πέτρος, τρόμος και παγωμάρα με άρπαξε αμέσως μόλις μπήκα στην εκκλησιά και άκουσα το θρήνο. Αμάν, λύθηκα! Η καημένη η Μαρίκα ούτε σαράντα πέντε χρονώ δεν έγινε. Τι σου είναι ο άνθρωπος! Ενα τίποτα. Την έβλεπα μπροστά μου και δεν πίστευα στα μάτια μου. Και τι όμορφη! Κούκλα, αδερφέ μου, ποτέ της δεν είχε τέτοια ομορφιά. Αμέσως το είπα. Να δεις που θα πάρει μαζί της κι άλλον. Και να, πάει και η Αλεξάντρα. Εκεί ν' ακούσεις δράμα! Εκλαψα, Φάνη μου, ναι, μα το Θεό! Να θέλουν οι νοσοκόμες το κρεβάτι, στα γρήγορα οι δικοί της - της πεθαμένης - να ψάχνουν να βρουν παπά. Από τους δικούς μας, τους ορθόδοξους, ο ένας να λείπει, ο άλλος πάει, γέρασε, αδύνατο να τρέχει στης επαρχίας την άλλη άκρη. Βρήκαν έναν καθολικό και κάτι διάβασε στα γερμανικά. Μετά την κατέβασαν στο ψυγείο την Αλεξάντρα... Ναι, σου λέω, να κλαις... Αμέ το άλλο, στης Μαρίκας το ξόδι. Τι να του πεις εκείνου του παπά. Ποιος διάολος τον έβαλε, Θε μου συχώρα με, να πιάσει την κουβέντα για περιουσίες. Καλό πράμα - λέει - η περιουσία, έστω κι αν όλα εδώ μένουνε. Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια. Ναι, ξέρω τι σκέφτεσαι. Ποιος τα προσέχει αυτά... Αλλος έχει τον πόνο του, άλλος δεν τα καταλαβαίνει... Και ξέρεις ε, θυμήθηκα και τον πατέρα της Μαρίκας, το Γιώργαρο τον Αράπη, Θεός σχωρέστον..! Εναν καφέ δεν έπινε, και τη δεκάρα τη μάζευε ο καρμίρης! Μασούρια τις είχε τις λίρες! Ρε τι σου είναι ο άνθρωπος... Και την ώρα που πέθαινε, που έβγαινε η ψυχή του, τον ρωτάγανε τα παιδιά του. Πού έχεις της τράπεζας τα βιβλιάρια... Εκείνος πού! Λέξη δεν ήθελε να πει. Τέτοιο πράμα δε ματάκουσα. Ομως η κόρη του, η Μαρίκα, ήτανε καλή η άμοιρη. Να την αναπαύσει ο Θεός, πατριώτη. Και πού 'σαι, μάστορα.
Είδες του Σταμάτη το κατάστιχο; Εργοστάσιο - εργοστάσιο έχει σημειώσει τα θύματα, απτάιλο - απτάιλο... Πώς το λέμε αυτό στα ελληνικά... Τμήμα - τμήμα! Οι πιο πολλές αρρώστιες εκεί που γίνεται λακίρεν, το βάψιμο μωρέ! Μηχανές θέλεις, αυτοκίνητα θέλεις... Το λακίρεν να το πάρει ο διάολος! Εκεί την πάτησε και η γυναίκα μου, τα ξέρεις κι εκείνης τα βάσανα... Ομως ελπίζουμε, φίλε, ελπίζουμε... Τι άλλο να κάνουμε... Η συναδέλφισσά της η Ιταλίδα από την ίδια αρρώστια πέθανε, μικρή, μωρομάνα... Πού να τα πεις ετούτα, ποιος από τους απέξω μπορεί να τα φανταστεί... Αίμα έχουν τα λεφτά μας, μα ποιος τα σκέφτεται αυτά, όταν είναι έξω από το χορό! Αλλά πάλι, θα μου πεις, και ποιος είναι έξω από το χορό... Κανένας! Ποιανού είναι σίγουρη τη σήμερον ημέρα η δουλιά... Αλλο δεν ακούω μόνο κλεισίματα εργοστασίων! Πέντε εκατομμύρια οι άνεργοι στη Γερμανία! Αμέ το καινούργιο;
Θέσεις - λέει - εργασίας του ενός ευρώ! Ακούς; Ακούω να λες! Ενα ευρώ την ώρα, φίλε, κι έτσι πάει και της ανεργίας ο δείχτης πιο κάτω! Και όταν βλέπω τους απολυμένους έξω από τα εργοστάσια, τι να σου πω! Πιάνεται η ψυχή μου! Ασε τους εργατοπατέρες που τόσες φορές με τα αφεντικά τα κάνανε πλακάκια και τώρα τάχατες φωνάζουνε. Μωρέ, κατά πώς πάει, όλοι θα βγούμε στην ανεργία λέω εγώ... Ομως κάτι άλλο ήθελα να σου πω. Οσο έχω τη θέση μου, έχει ο Γιαραμπής... Κι όταν τη χάσω, τότε βλέπουμε. Αλλά μη νομίζεις πως είμαι και κορόιδο, κάτι σκαμπάζω κι εγώ. Να δουλεύουμε, λέει, πιο πολύ, να παίρνουμε πιο λίγα λεφτά για να εξασφαλίσει ο εργοδότης τις θέσεις μας. Ετσι κάναμε, κι αυτός μετακομίζει, λέει, ξέρω και 'γω πού! Στου διαόλου τη μάνα! Τι θέλουν λοιπόν, είπα στον κάπο μου, γιατί μας δουλεύουν τα αφεντικά.
Αρχισε τα γέλια εκείνος, πλάκα του κάνω, μου είπε. Ακόμα τους πιστεύεις; Τότε χάθηκες, είσαι κομμένος από χέρι. Σκάσε και σκάβε ή κάνε επανάσταση. Τα 'παιξα. Μόνος μου θα την κάνω, μάστορα; Είναι άτιμη φάρα ο κάπος μου, ό,τι και να του πεις, πάντα θα σου το στρίψει... Δε μου λες, Πέτρο, πότε ψήφισες για τελευταία φορά; με ρωτάει. Ξέρω κι εγώ, πάνε καμιά δεκαριά χρόνια... Και ποιον ψήφισες; Αστα, του λέω εγώ. Και κείνος με κοπανάει. Πετράκη, μια φορά στα τέσσερα χρόνια σε ρωτάνε τι θέλεις. Ναι ή όχι; Και συ ή δε λες τίποτα ή ψηφίζεις αυτόνε που σου τάζει λαγούς με πετραχήλια, που σε κοροϊδεύει, δηλαδή. Μετά έρχεσαι εδώ και μου πρήζεις τα συκώτια με την γκρίνια. Τα λέω καλά; Ετσι δεν κάνεις; Πάψε λοιπόν! Και ποιον να ψηφίσω, ρε μάγκα μου; του λέω εγώ.
Ααα, σαν πολλά τα ζητάς. Νιονιό δεν έχεις; Βάλτα κάτω και σκέψου τα. Δεν ακούς τι σου λένε απ' όλες τις μπάντες; Είσαι ελεύθερος, έχεις δημοκρατία, δικαίωμα ψήφου. Μη ρωτάς, λοιπόν, ποιον να ψηφίσεις, γιατί θα ...χάσω πάσαν ιδέα! Πρόσεξε, φίλε! Εχω στο χωριό μου στην Ελλάδα μερικά γελάδια... Να τα στείλω κι αυτά να ψηφίσουν; Κι εκείνα έτσι θα μου 'λεγαν, αν είχαν φωνή. Ποιον να ψηφίσουμε, Αργύρη; Είσαι πολίτης, πατριώτη; Στην Ελλάδα γεννήθηκε η πολιτική. Τι μου τσαμπουνάς ότι εμείς κρατάμε από τον Αριστοτέλη και κοκορεύεσαι. Ενημερώσου, ψάξε. Ή εννοείς τον Αριστοτέλη τον Ωνάση. Αλλος είν' αυτός, μην μπερδεύεσαι και μην παραπονιέσαι. Βάλε το μυαλουδάκι σου κάτω, την απλή λογική που λέμε, και μετά έλα να κουβεντιάσουμε...
Σε πήρα μονότερμα, Φάνη μου, συγνώμη. Από τους θανάτους των συναδέλφων στο εργοστάσιο άρχισα, στην ανεργία πήγα και τώρα σου βγήκα με την πολιτική. Τα μπέρδεψα ή μήπως όλα το ίδιο είναι, «ένα και το αυτό» που έλεγε και ο δάσκαλος στο χωριό. Ξέρω κι εγώ, μπορεί σε καμιά δόση να κάτσω και να τα σκαλίσω, να τα σκεφτώ... Και κάπου να φτάσω, κάτι να χτίσω και πάνω του να σταθώ. Για το καλό μου και για τον κόσμο και για κείνα τα παιδιά μου, να πάρει η ευχή, που έχουνε χάσει τον μπούσουλα και δεν καταλαβαίνουνε πού πάνε... Πού ξέρεις, κάτι μπορεί να βρω, μια πόρτα ν' ανοίξω, ναι αδερφέ μου, και να ξεστραβωθώ. Ευχήσου μου τώρα. Τέσσερα χρόνια περάσανε από τότε που αρρώστησε η κυρά. Το λακίρεν την έφαγε, μα πάλεψε, βοήθησε κι ο Θεός. Τι λες, βρε αδερφέ; Θα τελειώσουνε κάποτε τα βάσανα μας;
Λίζα Κοντομίχαλου
Ριζοσπάστης, 7 Μάη 2006
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου