Τον
Ιούνη του 1987, στον μικρόκοσμο του ΚΨΜ λίγο πολύ όλοι γνωρίζαμε τι καπνό ―πολιτικό―
φουμάρει ο διπλανός. Τηλεόραση δεν είχαμε, όμως σε «εξαιρετικές» περιπτώσεις (βλ.
αθλητικές μεταδόσεις) ο διοικητής του στρατοπέδου φρόντιζε να μη μας αφήνει «ανενημέρωτους».
Όχι πως μας έλειπε η τηλεόραση. Άλλα, πιο σοβαρά ενδιαφέροντα γέμιζαν τον
ελεύθερο χρόνο της φανταροπαρέας.
Εκείνες
τις μέρες γινόταν στην Αθήνα το Ευρωμπάσκετ. Ένα σημαντικό αθλητικό γεγονός σήμερα, πόσο μάλλον για κείνα
τα χρόνια που η μικρή Ελλάδα δεν ήταν συνηθισμένη στα «μεγαλεία». Ήταν η εποχή που άρχιζε να
φαντασιώνεται λαμπερές φιέστες και μεγάλες διοργανώσεις, από κείνες που
φουσκώνουν τα πνευμόνια του λαού με εθνική περηφάνια και τις τσέπες των
επιχειρηματικών ομίλων με ατόφιο χρυσάφι, και από τα ΜΜΕ γινόταν έντονη
προσπάθεια να περάσει περίπου ως εθνική υπόθεση ο καημός της κυβέρνησης για την
ανάληψη της διοργάνωσης των «χρυσών ολυμπιακών αγώνων» του 1996.
Μέχρι
το βράδυ της 14 του Ιούνη που θα γινόταν ο τελικός, είχαμε παρακολουθήσει σχεδόν
όλους τους αγώνες της εθνικής. Στο μεταξύ, στον προκριματικό γύρο η Σοβιετική ομάδα
με το σφυροδρέπανο στις κόκκινες φανέλες κατάπινε με «κατοστάρες» έναν μετά τον
άλλον τους αντιπάλους της. Μόνο εμείς τους κοντράραμε στα ίσια όμως, έστω και με
δυσκολία, κατάφεραν τελικά να μας λυγίσουν. Με τον ίδιο ρυθμό τρένου προχώρησε
και στις επόμενες φάσεις των προημιτελικών και ημιτελικών. Ο «σκληρός πυρήνας»
των συμπαθούντων πανηγυρίζαμε στο ΚΨΜ τα καλάθια του Μαρτσιουλιόνις και του Βολκόφ
και τα καρφώματα του άπαρτου βουνού Τκατσένκο. Νιώθαμε τότε να μας καρφώνουν στις
πλάτες οι ματιές των σεσημασμένων «βυσμάτων»-ρουφιάνων, όμως εκείνες τις
στιγμές ποιος τους λογάριαζε. Ήταν για μας μια ακόμα πράξη «αντίστασης» στις
απαγορεύσεις της διοίκησης στην ελεύθερη έκφραση, ανάλογη με την περιφορά από
μαξιλάρι σε μαξιλάρι του Ριζοσπάστη και πότε του Οδηγητή ή της Θητείας. Εξάλλου
δεν είμασταν και λίγοι.
Μαζί
με μας πανηγύριζαν και οι «άλλοι», όταν ο Γκάλης έκανε τα μαγικά του και
έστελνε τη μπάλα στο πλεκτό χωρίς να καταλάβουμε πώς, ή στα τρίποντα του
Γιαννάκη και του Φάνη. Όμως, εμείς, βαθιά
μέσα μας πιστεύαμε ότι αυτό το πανηγύρι, το ελληνικό, κάπου θα σταματήσει. Δεν
μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι η ομάδα μας θα άντεχε την πίεση μέχρι το τέλος αν και αρχίζαμε να διακρίνουμε όλο και πιο καθαρά αυτό που τόσο
απευχόμασταν να συμβεί: Μια αναμέτρηση στον
τελικό των δυο αγαπημένων μας ομάδων. Τα πράγματα τότε «σοβάρεψαν». Το να
«απολαύσουμε το ματς και να κερδίσει ο καλύτερος» δεν «έπαιζε» ποτέ για μας,
όταν έπαιζε η αγαπημένη μας ομάδα. Τώρα οι ομάδες μας ήταν δυο…
Μέχρι
να φτάσουμε στα τελευταία δευτερόλεπτα αυτού του συγκλονιστικού τελικού, και να
βρουν στόχο οι δυο ελεύθερες βολές του Αργύρη Καμπούρη, αυτό που ήδη
διαφαινόταν ως μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις του παγκόσμιου αθλητισμού,
είχε γίνει μέσα μας πεποίθηση, πίστη στη νίκη. Βέβαια ο τρόπος που «διαχειριζόμασταν»
τη δραματική εξέλιξη του αγώνα απείχε παρασάγγας από την κανιβαλιστική―«τελειώστε
τους ρώσους»―«γαμήστε τα κουμμούνια»―συμπεριφορά της συντριπτικής πλειοψηφίας
των συναδέλφων στο κατάμεστο, σαν τις κερκίδες του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας,
ΚΨΜ και η «στοχοποίησή» μας για μια ακόμα φορά ήταν αναπόφευκτη.
Εκείνο
το βράδυ στο ΚΨΜ η μεγάλη νίκη της εθνικής πανηγυρίστηκε έξαλλα, από πολλούς όχι σαν
μια δύσκολη και δίκαιη νίκη επί ενός διαχρονικά καλύτερου αντιπάλου, αλλά σαν
(αυτο)επιβεβαίωση της «ανωτερότητας» του Έλληνα… έναντι των κομμουνιστών! Και δεν
έλειψαν οι «μπηχτές» προς τη μεριά μας από τους περισσότερο «θερμόαιμους».
Τέτοια ώρα τέτοια λόγια όμως. Πώς να εξηγήσεις στους κάφρους (πάντα υπήρχαν
κάφροι) από πού ξεκινούσε και για που
ταξίδευε η δική σου χαρά… Ήταν ένα γλυκό
συναίσθημα αυτό που ζούσα, που μπόρεσα να το αναλύσω σε όλη του την έκταση, αργότερα,
όταν σίγησαν οι ήχοι του πανηγυριού.
Έχεις
απέναντί σου δυο παιδιά. Το ένα καλογυμνασμένο και υγιές, χωρίς ― την
ώρα του παιχνιδιού― να απασχολεί το
μυαλουδάκι του κάτι πέρα από το παιχνίδι. Γεμάτο από νίκες και αναγνώριση, εξακολουθεί, παρά
τη διαφορά επιπέδου από τα άλλα παιδιά, να
παίζει για το κέφι του. Το άλλο παιδί είναι καχεκτικό, αγχωμένο, συνηθισμένο να καταβάλλει το διπλάσιο τρέξιμο
από το προηγούμενο. Με εφόδια το μεράκι,
επιμονή και φιλότιμο, είναι μαθημένο ―όχι πως του αρέσει― τις
περισσότερες φορές να χάνει. Είναι όμως και πεισματάρικο, δεν τα παρατάει
εύκολα. Παλεύει με όλες του τις δυνάμεις για να φτάσει στο τέρμα, όπως ο δρομέας στον μαραθώνιο. Μπορεί να αγαπάς όλα
τα παιδιά, όμως πλησιάζεις πρώτα αυτό που σε έχει περισσότερο ανάγκη. Και προσπαθείς να του εξασφαλίσεις όλα τα καλά, για να βρει το χαμένο κέφι που
αξίζουν να έχουν όλα τα παιδιά και για να γίνει καλύτερος άνθρωπος.
Από
τη μια ήταν ο σοσιαλισμός. Το κοινωνικό σύστημα όπου στο επίκεντρό του είχε τον
άνθρωπο και τις ανάγκες του. Σε ένα τέτοιο σύστημα δεν θα μπορούσε και ο
αθλητισμός να μην έχει στο επίκεντρό του τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, που
γεννιούνται από τη στιγμή που γεννιέται και ο άνθρωπος και υπάρχουν μέχρι τα
γηρατειά του. Στις αχανείς εκτάσεις της ΕΣΣΔ, έχοντας λυμένες από το κράτος όλες
τις βιοποριστικές ανάγκες του, ο καθένας είχε στη διάθεσή του τον χρόνο και την
απαραίτητη υλικοτεχνική υποδομή (που του παρείχε και αυτή δωρεάν το κράτος) για
να αθληθεί. Ο αθλητισμός στον σοσιαλισμό ήταν δικαίωμα για όλο το λαό. Σε κάθε
πόλη μικρή ή μεγάλη, σε κάθε απομακρυσμένο χωριό τα εκατομμύρια Σοβιετικοί
πολίτες κάθε ηλικίας είχαν πρόσβαση, όποτε το ήθελαν, σε χιλιάδες στάδια και αθλητικές
εγκαταστάσεις. Τα παιδιά μάθαιναν από το σχολείο για την αναγκαιότητα και τη
σπουδαιότητα της άθλησης και από τις μικρές ηλικίες οι προπονητές ξεχώριζαν
τους αθλητές που στη συνέχεια θαυμάζαμε ―οι «από δω»― στις
τηλεοράσεις μας.
Από
την άλλη… εμείς.
Από
τότε πέρασαν 27 χρόνια. Άλλαξαν πολλά. Η νίκη της εθνικής στάθηκε αφορμή για να στραφούν χιλιάδες
παιδιά στον αθλητισμό. Η μεγάλη μάζα των ελλήνων μάθαινε για τα καλά το
μπάσκετ. Στις περισσότερες αυλές και στους ακάλυπτους των πολυκατοικιών έβλεπες
καρφωμένη μια «μπασκέτα». Αυξήθηκε η πίεση και κατασκευάστηκαν περισσότερα και
καλύτερα γήπεδα. Οι επιτυχίες σε συλλογικό και επίπεδο εθνικών ομάδων συνεχίστηκαν, αφορούν όμως όλο και πιο λίγους, αφού
δεν αντανακλάται σε αυτές ο πάντα απών μαζικός αθλητισμός, αλλά ο
ανταγωνισμός του κέρδους των εταιρειών. Στο βάθρο του νικητή δεν ανέβηκε ακόμα ο λαός.
Σοβιετική
ομάδα δεν υπάρχει πια. Ο σοσιαλισμός, στη μεγάλη πατρίδα του Λένιν, δεν υπάρχει πια. Σαν ένας μακρινός
συγγενής που ―ποτέ δεν συναντήσαμε, μα τον αγαπήσαμε από τις διηγήσεις των μεγαλύτερων―
έπαψε να μας γράφει, προτού τον γνωρίσουμε και από κοντά. Μας λείπει. Η απουσία του είναι παραπάνω από
αισθητή. Ξέρουμε όμως πως είναι ζωντανός (κάποιοι που τον γνώρισαν από κοντά το
επιβεβαιώνουν αυτό) και ελπίζουμε πως κάποια μέρα θα συναντηθούμε. Κρατάμε τα
γράμματά του και αναζητούμε τον τρόπο να τον κάνουμε να επιστρέψει. Γιατί, δε μπορεί,
κάποια μέρα θα επιστρέψει.
Δευτέρα
16 Ιούνη 2014.
3 σχόλια:
Να είσαι καλά ΟΙκοδόμε.Η τελευταία παράγραφος τα είπε όλα.Ο μακρινός μας συγγενής θα επιστρέψει μια μέρα και θα είναι ντάλα μεσημέρι.Και τότε θα είναι για πάντα.Θα φροντίσουμε και εμείς για αυτό.
Κατερινα Κ.
Η Κουβα η η Β.Κορεα,Κινα δεν θεωρουνται χωρες του υπαρκτου σοσιαλισμοου για τον οικοδομο;
Εγώ αυτό που θυμάμαι από κεινη την εποχή είναι το "παιδοβούβαλο" τον Σαμπόνις και τα νεύρα μου που δεν μπορούσα να δω κανένα έργο γιατί την τηλεόραση την είχε πάρει ρεζερβέ ο αδερφός μου για να βλέπει τους αγώνες. Και κάτι τέτοιο βιώνω και σήμερα με το Μουντιάλ και το γιο μου. Αμάν πια με αυτές τις μπάλες σας.
Δημοσίευση σχολίου