«Τον περισσότερον καιρόν της ζωής μου που τον
επέρασα; Τον επέρασα σκοτώνοντας Τούρκους, κυνηγώντας τυράννους. Τον
επέρασα εις τα σπήλαια και εις τα βουνά. Τα καρτέρια των δρόμων, οι
λόγκοι και τ' άγρια θηρία είναι οι μάρτυρες ότι δυσκόλως έφευγεν ο
Τούρκος από τα χέρια μου, αν εζύγωνε καμμιά πενηνταριά οργυιαίς. Εγώ
εσυναναστρεφόμουν με αυτούς τους τυράννους και ήμουν καλά πληρωμένος,
διά να σέβωμαι τους ομογενείς των, αλλά κινούμενος από τον διάβολόν μου,
Τούρκους εσκότωνα. Οι κρημνοί, τα ποτάμια, οι πάγοι, τα χιόνια και τα
δάση ήσαν τ' αγαπητά μου κατοικητήρια, το τουρκικό αίμα το προσφάγι μου.
Εσηκώθη η Επανάστασις και ευθύς συρόμενος από τον διάβολόν μου,
ελάτρευσα τους αρχηγούς της, τη φωνή της άκουσα στα φυλλοκάρδια μου,
εσεβάστηκα την απόφασίν της και έτρεξα με όλους τους αρματολούς της
Ελλάδος να σκοτώσω Τούρκους. Μολονότι εκέρδιζα εν καιρώ Τουρκίας, ο
διάβολός μου μου αφήρεσεν αυτήν την κλίσιν, αφού εσηκώσαμεν τ' άρματα.
Και τι τα πολυλογώ;
Τόσον με εφώτισεν ο διάβολός μου, ώστε να γεμίσω ψείραις, να λιμάξω ψωμί, να κείτομαι εις τα νερά, εις τα χιόνια και εις τη λάσπην, να δοκιμάζω κάθε στρατιωτικήν αχαριστίαν, να πίνω φαρμάκια από εχθρούς και φίλους, να κυνηγώμαι ως κατάδικος από αυτούς τους συγγενείς και φίλους της δικαιοσύνης, να επιθυμώ συνελεύσεις εθνικάς, να αγαπώ δικαίους διοικητάς, να είμαι λάτρης των εναρέτων και φίλος των σοφών, να διψώ την αυτονομίαν και ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, επιθυμώντας μόνον και μόνον Ελληνες να διοικούν και να βασιλεύουν εις τους Ελληνας».
Τόσον με εφώτισεν ο διάβολός μου, ώστε να γεμίσω ψείραις, να λιμάξω ψωμί, να κείτομαι εις τα νερά, εις τα χιόνια και εις τη λάσπην, να δοκιμάζω κάθε στρατιωτικήν αχαριστίαν, να πίνω φαρμάκια από εχθρούς και φίλους, να κυνηγώμαι ως κατάδικος από αυτούς τους συγγενείς και φίλους της δικαιοσύνης, να επιθυμώ συνελεύσεις εθνικάς, να αγαπώ δικαίους διοικητάς, να είμαι λάτρης των εναρέτων και φίλος των σοφών, να διψώ την αυτονομίαν και ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, επιθυμώντας μόνον και μόνον Ελληνες να διοικούν και να βασιλεύουν εις τους Ελληνας».
Τούτο
το απόσπασμα, από γράμμα του Οδυσσέα Ανδρούτσου, με ημερομηνία 14
Φλεβάρη του 1924, προς τον Μοραΐτην Κοτζαμπάση, Αναστάσιο Λόντο1,
δίνει με τρόπο συγκλονιστικό για τον αναγνώστη την εικόνα μιας από τις
μεγαλύτερες προσωπικότητες που γέννησε η Επανάσταση του 1821. Μια
εικόνα, που η ιστορία την έχει επιβεβαιώσει και δικαιώσει πλήρως, όσο κι
αν επιχειρήθηκε να αμαυρωθεί στη συνέχεια και που θα μπορούσε εύκολα να
χαρακτηριστεί ως έκρηξη υποκειμενισμού, αφού καταγράφει τα αισθήματα
του συγγραφέα του γράμματος εκείνη τη στιγμή που γράφει, δηλαδή την
οργή, την πικρία, την αποφασιστικότητά του, αλλά και συνάμα την
προσπάθειά του να υπερασπίσει τον εαυτό του για τα όσα αντίθετα λέγονταν
γι' αυτόν.
Ο
Οδυσσέας Ανδρούτσος άφησε για πάντα τη ζωή, τη νύχτα 4 προς 5 Ιούνη του
1825, πριν προλάβει να δει την Ελλάδα - για την ακρίβεια ένα τμήμα της -
έξω από την τουρκική κατοχή, αλλά και πριν βιώσει την καταπίεση της
νέας εξουσίας που ήρθε να αντικαταστήσει εκείνη της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας. Το γεγονός ήταν συγκλονιστικό και δεν μπορούσε παρά να
προκαλεί το ενδιαφέρον και τις συζητήσεις των απλών ανθρώπων, δεδομένου
ότι το νεκρό πια οπλαρχηγό τον βρήκε ο θάνατος φυλακισμένο στον
βενετσιάνικο πύργο των Προπυλαίων της Ακρόπολης, με την κατηγορία του
προδότη. Ο κόσμος αναρωτιόταν τι είχε συμβεί και οι κρατούντες δεν
μπορούσαν παρά να δώσουν κάποιες εξηγήσεις. Πώς είχε πεθάνει τούτος ο
άνθρωπος;
Στο φύλλο της 6ης Ιούνη 1925 η «Εφημερίς των Αθηνών»,
που τυπωνόταν στην Αίγινα, αφιέρωσε για το θέμα μόνο ελάχιστες λέξεις:
«Σήμερον ετελείωσε το δρόμο της ζωής του ο Οδυσσεύς Ανδρούτσος». Τρεις
μέρες αργότερα όμως, η ίδια εφημερίδα, υποχρεώθηκε να επανέλθει
γράφοντας πως ο θάνατος «του περιβόητου εις την ιστορίαν Οδυσσέως
Ανδρίτσου, ακολούθησε τρόπω τοιώδε: αυτός είχε προβλέψει με τη φυσικήν
του πανουργίαν δύο τριχιαίς, αι οποίαις φαίνεται ότι ήταν από τα
γαϊδούρια οπού ανέβαιναν εις το κάστρον, παλαιαίς κατά κακήν του τύχην
και αδύναταις.
Περί τας 5 ώρας της νυκτός της 4 Ιουνίου, ενώ δύο
στρατιώται που τον εφύλαττον, ήσαν εις το πρωτοΰπνι, κρεμιέται με τη
μίαν από ψηλά του Πύργου - Γουλέ - έχοντας ζωσμένην και την άλλην εις
την μέση του, διά να χρησιμεύση ακολούθως να κατέβη και από τα τείχη του
Κάστρου και να φύγη, όπου αυτός ήξευρε. Αλλά η θεία δίκη,
προλαμβάνουσα, φαίνεται, τους ολεθρίους σκοπούς του ανθρώπου τούτου διά
την Πατρίδα ωκονόμησε προτού να φτάση ακόμη εις τα μέσα του Πύργου
καταβαίνοντας και σπα η τριχιά εκείνη, και πίπτει ο άθλιος εις το
λιθόστρωτον έδαφος της Απτέρου Νίκης, θύμα ελεεινόν της κακοβουλίας και
πανουργίας του»2.
Ο
Ιταλός γιατρός Βιτάλι, στην ιατροδικαστική του έκθεση γράφει σχετικά
για τις συνθήκες θανάτου του Οδυσσέα Ανδρούτσου: «Τη δευτέραν ώραν της
17/5 Ιουνίου 1825 προσκληθείς από τον αντιφρούραρχον του φρουρίου της
πόλεως των Αθηνών να επισκεφθώ εις την Ακρόπολιν το πτώμα του μακαρίτου
Οδυσσέως Ανδρούτσου, δεν εδίστασα στιγμήν να δεχθώ την πρόσκλησιν.
Εισερχόμενος διά της τελευταίας πύλης, είδα το πτώμα του Οδυσσέως
Ανδρούτσου και εξετάσας αυτόν γυμνόν από κεφαλής μέχρι ποδών, παρετήρησα
εις την εξωτερικήν επιφάνειαν πλατύ τραύμα κατά τον δεξιόν κρόταφον και
επιπλεγμένον κάταγμα του αυτού κροταφικού οστού, ακόμη δε μελανόν
τραύμα μετά ρήξεως και εκχυμώσεως του δέρματος εις το πρόσθιον μέρος του
μετωπικού οστού. Το δεξιόν βραχιόνιον οστούν συντετριμμένον και αι
δεξιαί νόθοι πλευραί τεθρασμέναι. Προς τα κάτω μέρη παρετήρησα εις την
άρθρωσιν του δεξιού μηρού μετά της κνήμης εξωτερικόν ρακώδες τραύμα, διά
του οποίου εξετοπίσθη η επιγονατίς, και κάταγμα του οστού της κνήμης.
Το ύψος του πύργου, από το οποίον κατεκρημνίσθη ο Οδυσσεύς, είναι 108
ποδών. Τα δε θραύσματα του κροταφικού οστού, επί του οποίου το κάταγμα,
προσβαλόντα τον εγκέφαλο, επέφεραν αυτοστιγμεί τον θάνατον, άξιον εις
κακούργον προδότην της πατρίδος»!!!
Ο Δημήτρης Φωτιάδης ευστόχως σχολιάζει3:
«Περίεργη πραγματικά ιατροδικαστική έκθεση, που περιγράφει όχι μονάχα
τα τραύματα του σκοτωμένου, μα και διαπιστώνει πως βρήκε θάνατον, άξιον
εις κακούργον προδότην της πατρίδος». Πέρα όμως απ' αυτό, έτσι είχαν
συμβεί τα πράγματα, όπως τα έγραψε ο Τύπος της εποχής και όπως τα
περιγράφει η ιατροδικαστική έκθεση; Πριν απαντήσουμε στο ερώτημα
οφείλουμε να σταθούμε στην προσωπικότητα του Οδυσσέα Ανδρούτσου, ο
φωτισμός της οποίας, μας παραπέμπει άμεσα στις αιτίες και τις συνθήκες
του θανάτου του.
Ο δαίμονας της Επανάστασης
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος γεννήθηκε το 1790 (άλλες πηγές μιλούν για το 1788)4 στην Ιθάκη και βαφτίστηκε τέσσερα χρόνια μετά τη γέννησή του στο ίδιο μέρος παίρνοντας το όνομα του μυθικού βασιλιά του νησιού. Ο πατέρας του ήταν ξακουστός στην εποχή του, πραγματικός θρύλος της Ρούμελης, πρωτοκλέφτης οπλαρχηγός, που στη συνέχεια έγινε αρματολός, με μεγάλη δράση κατά των Τούρκων. Συνελήφθη από τους Βενετούς στη Δαλματία, παραδόθηκε στους Τούρκους το 1793, κλείστηκε στις φυλακές του Μπάνιου στην Πόλη όπου και τον βρήκε ο θάνατος το 1797. Η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε αργότερα με τον πρακτικό γιατρό Φ. Καμμένο κι από το γάμο της αυτό απέκτησε τα πέντε ετεροθαλή αδέλφια του Οδυσσέα (τρία αγόρια και δύο κορίτσια).
Ο Οδυσσέας πέρασε στην ιστορία με το
επώνυμο Ανδρούτσος αν και ο ίδιος υπέγραφε ως Οδυσσεύς Ανδρίτσου ή
Ανδρίτζου. Ομως δεν ήταν αυτό το πραγματικό του επίθετο. Ο πατέρας του
λεγόταν Ανδρέας Βαρούσης ή, σύμφωνα με τον Μπάμπη Αννινο, Ανδρέας
Μουτσανάς5. Συνηθιζόταν όμως εκείνη την εποχή να
προφέρονται τα ονόματα επί το κολακευτικότερο. Ετσι τον Ανδρέα το έλεγαν
Ανδρούτσο, τον Πάνο Πανούτσο, τον Γιάννη Γιαννούτσο κ.ο.κ.
Πριν
την Επανάσταση του '21 ο Οδυσσέας ήταν στη στρατιωτική υπηρεσία του Αλή
Πασά, όπου και εξελίχθηκε γρήγορα, φτάνοντας, στα 1816, να αναλάβει
στρατιωτικός διοικητής στην επαρχία της Λιβαδειάς, ενώ στη συνέχεια η
εξουσία του επεκτάθηκε στη Βοιωτία, στη Φωκίδα και τη Δωρίδα. Το μέλλον
του στην υπηρεσία των Τούρκων διαγραφόταν αναμφίβολα λαμπρό.
«Αξιοσημείωτον - γράφει ο Κ. Παπαμιχαλόπουλος6 - ότι
ουδείς ποτέ τόσω νέος, όσω ην τότε ο Οδυσσεύς, κατέσχε τοιαύτα τιμητικά
και μεγάλα αξιώματα». Κι όμως, όταν ξέσπασε η Επανάσταση δε δίστασε να
ταχθεί με το μέρος της. Για την ακρίβεια είχε φροντίσει από νωρίτερα να
επιλέξει στρατόπεδο, δεδομένου ότι από το 1818 είχε προσχωρήσει στη
Φιλική Εταιρεία.7 Είχε το διάβολο μέσα του, όπως ο
ίδιος συνήθιζε να λέει. Εκείνο όμως το διάβολο που δεν αφήνει σε ησυχία
τις συνειδήσεις και τις ωθεί στις μεγάλες πράξεις. Στο γράμμα του στον
Αναστάση Λόντο, που αναφέραμε στην αρχή, γράφει χαρακτηριστικά:8
«Εσύ έχεις πολλές δουλειαίς και καθώς ακούω καταγίνεσαι ημέραν και
νύχταν. Διά τούτο δεν έπρεπε να σε εμποδίσω με τούτο το γράμμα, και
μάλιστα όπου μαζί σου δεν έχω ανταποκρίσες όντας άλλη η δική μου δουλειά
και άλλη η ιδική σου. Μολοντούτο επειδή είδα εις ενός σου φίλου γράμμα
ν' αναφέρεις τ' όνομά μου, βιασμένος είμαι να σου κάνω πέντε εξ αράδαις.
Και αν έχουν κανένα καλό μέσα, άκουσε το, ειδεμή κάψε ταις. Λέγεις του
φίλου σου: - Αν γράψης σ' εκείνον τον διάβολον τον Οδυσσέα, γράψε του
από μέρους μου να εβγάλη μερικούς διαβόλους από μέσα του. Του το λέγω
μπέσα με μπέσα, και τότε θέλει γίνει χρήσιμος εις την πατρίδα, και θέλει
λάβει αξίως το όνομα το όνομα το οποίον φέρει. - Κύριε, καθώς λέτε
εσείς οι διαβασμένοι, δυο λογιών διάβολοι εμβαίνουν μέσα εις τους
ανθρώπους. Πρώτης λογής, ως έλεγεν ο φιλόσοφος που απέθανε εδώ κάτου,
είναι ο διάβολος που κάθε καλός άνθρωπος έχει μέσα του, ο διάβολος που
ερμηνεύει και δείχνει τον καλόν δρόμον και εμποδίζει τον δαιμονισμένον
από του να πράξη το κακόν. Η θρησκεία μας μας διδάσκει να πιστεύωμεν ότι
κατά θείαν παραχώρισιν μπαίνει πολλές φορές ο διάβολος σ' έναν άνθρωπο
και τον ερμηνεύει να κάνη όλα τα κακά, και αυτός είναι ο δεύτερος
διάβολος. Τώρα είμαι εγώ σε απορίαν ποιος διάβολος σε σένα κατοικεί, ο
πρώτος ή ο δεύτερος; Οσον διά λόγου μου να ξεύρης ότι αφήνω σε σένα να
μου πεις ποιον από τους δυο διαβόλους έχω μέσα μου». Στη συνέχεια ο
Οδυσσέας αναφέρει ότι ο δαίμονας ο δικός του και του πατέρα του τους
έσπρωχναν να πολεμάνε συνεχώς τους Τούρκους και σ' ένα ξέσπασμα οργής,
απειλητικός, καταλήγει: «Κύτταξε όμως καλά ότι κάθε Ελληνας έχει μέσα
του δώδεκα λεγεώνες διαβόλων. Και έπαρε τα μέτρα σου, διότι, ως λέγει η
παροιμία, ένας διάβολος σκοτώνει τον άλλον. Κύτταξε καλά, διότι ή
κοντεύει να χαθή η Πατρίς ή θα πέση σε κανένα χειρότερον ζυγόν από
εκείνον όπου βαστούσαν οι πατέρες μας».
Ως
πραγματικός αγωνιστής και δαιμόνιος επαναστάτης ο Οδυσσέας Ανδρούτσος
δε θεωρούσε πως η απελευθέρωση της Ελλάδας ταυτιζόταν με το διώξιμο των
Οθωμανών. Αντίθετα, την απελευθέρωση την αντιλαμβανόταν στην
κοινωνικοπολιτική της βάση και για το λόγο αυτό δεν μπορούσε παρά να
είναι ενάντιος στη νέα μορφή δουλείας που εκπορευόταν κυρίως από τους
κοτζαμπάσηδες, από εκείνους δηλαδή που επί τουρκοκρατίας είχαν προνόμοια
και εξουσία και με την Επανάσταση τάσσονταν μόνο και μόνο για να μην τα
χάσουν από τυχόν επικράτησή της.
Ο Ανδρούτσος και ο κοτζαμπασισμός
Η
προσφορά του Οδυσσέα Ανδρούτσου στην ελληνική επανάσταση - για την
οποία δεν μπορούμε να μιλήσουμε αναλυτικά εδώ - υπήρξε μεγάλη και θα
μπορούσε ίσως να είναι μεγαλύτερη αν το ελληνικό κατεστημένο της εποχής
δεν πετύχαινε τη σπίλωση και την εξόντωσή του βλέποντας στο πρόσωπό του
έναν αυριανό εχθρό. «Το κόμμα των πολιτικών εις το οποίον ανήκε ο Λόντος
- γράφει ο Μπ. Αννινος9 - ηχθρεύετο ανέκαθεν τον
Οδυσσέα, ανήκοντα φυσικά εις το κόμμα των στρατιωτικών, το αποτελεσθέν
εν αρχή εκ του Κολοκοτρώνη, Υψηλάντου και άλλων οπλαρχηγών. Ο ατίθασος
και πανούργος πολεμιστής δεν υπετάσσετο ευκόλως εις τας ιδιοτελείς
ορέξεις και δεν έστεργε να εξυπηρετή τα σχέδια των αυθαιρέτων
κοτζαμπασήδων, ουδέ να συμπράττη μετ' αυτών εις τας μικροραδιουργίας
των».
Για
την ακρίβεια ο Οδυσσέας δεν ανήκε σε καμία από τις πολιτικές ομάδες της
εποχής. Με τους στρατιωτικούς, δηλαδή με τους καπεταναίους, ήταν εκ του
φυσικού πολύ κοντά. Ομως η δική του πολιτική αντίληψη για τα πράγματα
ήταν μάλλον πιο προχωρημένη. Ο Φωτάκος στα απομνημονεύματά του αναφέρει
ότι το Φλεβάρη του 1823 σ' ένα γεύμα που είχαν ο Ανδρούτσος με τον
Κολοκοτρώνη στην Τριπολιτσά, ο πρώτος υπογράμμισε στον δεύτερο πόσο
μεγάλος κίνδυνος ήταν οι κοτζαμπάσηδες για το λαό και τους ίδιους τους
καπεταναίους. Γράφει ο Φωτάκος:10 «Αφού δε έμειναν
μόνοι, έγεινεν η ακόλουθος ομιλία μεταξύ του Οδυσσέως και του
Κολοκοτρώνη. Εγώ δε ενθυμούμαι αυτολεξεί τους λόγους τους οποίους
αντήλλαξαν. Ο Οδυσσεύς είπεν "ότι καθώς μας κάμνουν τώρα οι
κοτζαμπάσηδες, όπου εμείς είμεθα δυνατοί και έχομεν και τα άρματα εις
τας χείρας μας, αύριον θα μας σύρουν εις τη φούρκαν". Ο Κολοκοτρώνης του
απεκρίθη: "Αϊ! Και συ, όλο μ' αυτούς έχεις να κάμης. Αφησέ τους και
λησμονιούνται μοναχοί τους". "Καλά, είπεν ο Οδυσσεύς, εσένα θα
πρωτοσκοτώσουν, και όχι με την αλήθεια, αλλά με ψέματα θα σου πλέξουν το
σχοινί της φούρκας". Ο Κολοκοτρώνης είπεν "ό,τι διάβολο θέλουν ας
κάμουν, εγώ δε μαγαρίζω τα χέρια μου εις αυτούς"». Ο διάλογος είναι
άκρως αποκαλυπτικός, ώστε να μη χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμός.
Ο
Ανδρούτσος ήταν απόλυτα εχθρικός σ' ολόκληρο το ελληνικό κοινωνικό και
πολιτικό κατεστημένο της εποχής, γεγονός που ήταν παγκοίνως γνωστό και
το αποκαλύπτει κι ο ίδιος με απόλυτη καθαρότητα σ' ένα γράμμα του προς
τον Δημήτριο Υψηλάντη: «Τα γράμματά μου τη σήμερον - έγραφε11 -
δεν πέμπονται παρά εις όσους φρονούν καλά διά τη σωτηρίαν της Πατρίδος.
Πρέπει λοιπόν να λείψουν από το γένος μας τα κρυφά, και σαν αληθινοί
πατριώται να κηρύττωμεν την αλήθειαν εις όλους χωρίς κανένα φόβον.
Εκείνοι όμως που λυσσιάζουν διά αξιώματα ας γράφουν διπλωματικά, ας
λέγουν κρυφά και ας προσπαθή να γελά ο ένας τον άλλον. Αυτοί είναι σαν
πανούκλα εις την Ελλάδα και πρέπει ο λαός να χωρισθή απ' αυτούς και να
τους κάμη κουτουμάτζια (κάθαρση) διά να μην μολευθούμεν όλοι μας και
χαθούμεν».
Την ανεξάρτητη στρατιωτική και πολιτική φυσιογνωμία
του Οδυσσέα είχαν αντιληφθεί και οι Εγγλέζοι που με κάθε τρόπο ήθελαν να
θέσουν την επανάσταση υπό τον ελεγχό τους ευνουχίζοντας τον κοινωνικό
ριζοσπαστισμό της. Σ' ένα γράμμα του προς τον Οδυσσέα Ανδρούτσο ο
συνταγματάρχης Leicester Stanhope, από τους πρωταγωνιστές του
Φιλελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου και επίσημος απεσταλμένος και
τοποτηρητής του στην Ελλάδα, έγραφε: «Γνωρίζω ότι δεν ανήκετε εις
καμμίαν φατρίαν, ούτε εις ξένον βασιλέα, ούτε εις τον Μαυροκορδάτον,
ούτε εις τον Πετρόμπεην, ούτε εις τον Κολοκοτρώνην. Εκείνο που
επιθυμείτε να προάγετε είναι το σύνταγμα, οι νόμοι, η προσωπική ασφάλεια
και η της ιδιοκτησίας, καθώς και η ελευθερία των Ελλήνων, και να
αποδιώξετε από το έδαφος αυτό τους Τούρκους».12
Εξαιτίας
των απόψεων και της γενικότερης στάσης του, λοιπόν, ο Οδυσσέας
Ανδρούτσος είχε πολλούς εχθρούς, κυρίως από την τάξη των ανθρώπων που
ήθελαν να γίνουν Τούρκοι στη θέση των Τούρκων, επιδιώκοντας να
απαλλαγούν κάποια στιγμή από τους λαϊκούς ηγέτες της εποχής. Ο Κορδάτος
αποτιμά ως εξής την προσωπικότητά του13: «Τρεις κυρίως στρατιωτικές μορφές έβγαλε το Εικοσιένα: Τον Κολοκοτρώνη, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Γ. Καραϊσκάκη».
Αναμφίβολα
περί αυτού επρόκειτο, γι' αυτό και ο Οδυσσέας ήταν πάντοτε στο
στόχαστρο του κοινωνικοπολιτικού κατεστημένου της εποχής, που δεν έχανε
ευκαιρία να εντοπίζει και να αξιοποιεί τα σημεία στα οποία ήταν
ευάλωτος, τη σκληρότητή του, την καχυποψία του, τη φιλαρχία του και
κυρίως την τόλμη του. Το γεγονός, δηλαδή, ότι δε δίσταζε να κλείνει
προσωρινές συμμαχίες με τον αντίπαλο, επιδιώκοντας εμφανή ή λιγότερο
εμφανή, άμεσα, μεσοπρόθεσμα ή και μακροπρόθεσμα κέρδη για την
επανάσταση. Στο γράμμα του προς τον Δ. Υψηλάντη, που αναφέραμε πιο πάνω,
ο ίδιος γράφει γι' αυτήν του την τακτική: «Να πληροφορήσεις τον κόσμον
ότι εγώ κρατώ πάντα ανταπόκρισιν με τους Τούρκους με σκοπόν πατριωτικόν
όπου με τούτον τον τρόπον να εμπορέσωμεν καμίαν φοράν να τους φέρομεν
εις καμίαν τοποθεσίαν όπου να τους χάσωμεν. Αλλά ταύτα μου τα τερτίπια
οι κοτζαμπασίδες και οι νέοι Γενεραλαίοι της μεγάλης επικράτειας της
Ελλάδος τα λεν προδοσίες».
Αν, βέβαια, τα πράγματα είχαν μείνει
στο επίπεδο της συκοφαντίας, λίγο θα ήταν το κακό. Ομως, δεν έμειναν
εκεί. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος φυλακίστηκε και δολοφονήθηκε με την
κατηγορία του προδότη κι έμεινε στη μνήμη τον ανθρώπων μ' αυτή τη
ρετσινιά για 40 ολόκληρα χρόνια. Ας δούμε εν συντομία το πώς:
Σπιλωμένος, δολοφονημένος, διασυρμένος
Το
Δεκέμβρη του 1824, ο Οδυσσέα Ανδρούτσος κατηγορήθηκε ότι είχε έρθει σε
συμφωνία με τους Τούρκους, επιδιώκοντας να δημιουργήσει ανεξάρτητο
καπετανάτο στην Ανατολική Ρούμελη και την Εύβοια. Ετσι, με εντολή της
κυβέρνησης των επαναστατημένων Ελλήνων, κινήθηκαν εναντίον του ελληνικά
στρατεύματα, επικεφαλής των οποίων βρισκόταν το πρώην πρωτοπαλίκαρο του
οπλαρχηγού, Γιάννης Γκούρας. Το σχετικό διάταγμα, που άνοιγε νέο εμφύλιο
πόλεμο στη Ρούμελη, όταν μερικές μέρες πριν ο Ιμπραήμ πατούσε το Μοριά,
έχει ως εξής:
«Επειδή ο εχθρός ετοιμάζεται να εισβάλη και από το
μέρος της ανατολικής Ελλάδος, με ικανάς δυνάμεις και ελπίδα να κατορθώση
ό,τι μέχρι τούδε δεν εκατόρθωσε.
Επειδή ο αντιπατριώτης Οδυσσεύς
συνεννοούμενος μετά των εχθρών της Πατρίδος κινείται και αυτός ήδη με
σκοπόν να παραδώση εις τους εχθρούς τας ελευθέρας επαρχίας της
Ανατολικής Ελλάδος.
Και επειδή είναι ανάγκη να ληφθώσιν εγκαίρως τα αναγκαία διά την ασφάλειαν των μερών μέτρα.
Δυνάμει του άρθρου ν' και να' του Νόμου της Επιδαύρου
Διατάττει
Α'. Ο στρατηγός Γκούρας διορίζεται να μεταβή εις την ανατολικήν Ελλάδα με όλους τους υπό την οδηγίαν του την άμεσην στρατιώτας.
Β'.
Ο στρατηγός Στάθης Κατζικόγιαννης και Νικόλαος Γριζιώτης και λοιποί
Αρχηγοί των εκεί προσδιορισθέντων σωμάτων θέλουν υπόκεινται υπό τας
αμέσους διαταγάς του ειρημένου στρατηγού.
Γ'. Το υπουργείον του Πολέμου να ενεργήση τη διαταγήν ταύτην, συντροφεύον τον διαληφθένταν Αρχηγόν με τας αναγκαίας οδηγίας.
Τη 20 Φεβρουαρίου 1825. Ναύπλιον
Ο Πρόεδρος
Γεώργιος Κουντουριώτης
Γκίκας Μπότασης, Αναγνωστάκης Σπηλιωτάκης, Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης, Ιωάννης Κωλέττης
Ο Γεν. Γραμματεύς Α. Μαυροκορδάτος»14
Το
ότι ο Ανδρούτσος είχε έρθει σε συνεννόηση με τους Τούρκους δεν
αμφισβητείται ούτε από τους επικριτές του, ούτε από τους υποστηρικτές
του. Οι πρώτοι, όμως, μιλούν για προδοσία, ενώ οι δεύτεροι για τη
συνηθισμένη τακτική του Οδυσσέα να ξεγελά τον αντίπαλο με σκοπό το
όφελος του επαναστατικού αγώνα. «Ο Οδυσσεύς - λέει στην Αναμνήσεις του ο
γαμπρός και συναγωνιστής του Εδουάρδ Τρελλώνη15 -
πώποτε δεν επρόδοσεν, ήτον ο ειλικρινέστερος πατριώτης και ο
στρατηγικώτερος ανήρ της ελληνικής επαναστάσεως... κατέφυγε εις τους
Τούρκους, ίνα απειλήση την αχαλινώτως διώκουσαν αυτόν κυβέρνησιν και ίνα
φέρη τον τουρκικόν στρατόν εις τας χείρας των Ελλήνων. Ητον γενικόν
στρατήγημα των τε Ελλήνων και Τούρκων να προσποιώνται προδοσίαν, όπως ο
εις παγιδεύση τον άλλον». Τα ίδια πάνω - κάτω λέει κι ο Ν. Σπηλιάδης στα
απομνημονεύματά του16. Ομως, και η ίδια η συμπεριφορά
του Οδυσσέα όταν τα ελληνικά στρατεύματα στράφηκαν εναντίον του δεν
είναι συμπεριφορά προδότη, δεδομένου ότι απέφυγε να χτυπηθεί μαζί τους
στηριζόμενος στην τουρκική βοήθεια που εύκολα μπορούσε να εξασφαλίσει. Ο
Γκούρας μάλιστα στις εκθέσεις του προς τους ανωτέρους του κατηγορεί το
Οδυσσέα ως δειλό, επειδή απέφευγε να συγκρουστεί μαζί του17.
Τελικά, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος παραδόθηκε στους διώκτες του, οι οποίοι, αντί να τον αφήσουν ελεύθερο όπως του είχαν υποσχεθεί18
τον οδήγησαν στην Αθήνα και τον φυλάκισαν στην Ακρόπολη. Μάλιστα, όταν
τον περνούσαν από τους δρόμους της πόλης, φρόντισαν και για τη δημόσια
διαπόμπευσή του. «Η υπόληψή του - γράφει ο Καρλ Μέντελσον19 -
είχε ξεπέσει εξ αιτίας των μηχανορραφιών των αντιπάλων του και το
πλήθος τον σκαμπίλιζε στο δρόμο, καθώς τον περνούσαν». Τελικά, τη νύχτα 4
προς 5 Ιουνίου του 1825, αφού πρώτα τον βασάνισαν για να τους πει πού
είχε κρυμμένους θησαυρούς, τον δολοφόνησαν, συνθλίβοντάς του τα
γεννητικά όργανα και στη συνέχεια οργάνωσαν τη σκηνοθεσία ότι ο θάνατός
του προήλθε από την προσπάθειά του να δραπετεύσει20. Ο Σπηλιάδης σημειώνει πως τη διαταγή έδωσε ο Γκούρας κατ' εντολή της κυβέρνησης ή του Κωλέτη21.
Προφανώς έτσι έγινε, δεδομένου ότι, όπως μας πληροφορεί ο Μακρυγιάννης,
τον Γκούρα «τον έτυπτε η συνείδησή του διά το κάμωμα οπούκαμεν εις τον
Δυσσέα»22.
Τη δολοφονία του Ανδρούτσου
παραδέχονται κι εκείνοι οι ιστορικοί που είναι εχθρικά διακείμενοι μαζί
του. Ο Σπυρίδωνας Τρικούπης γράφει23: «Ο Ανδρούτσος,
αφού έμεινε αρκετό καιρό στο στρατόπεδο του Γκούρα ανενόχλητος, στάλθηκε
στο μοναστήρι του Δομπού πάνω στον Ελικώνα και ύστερα μεταφέρθηκε στην
Ακρόπολη της Αθήνας, φυλακίστηκε στον πύργο της, βασανίστηκε για να
φανερώσει το μέρος όπου έκρυβε την περιουσία του και τη νύχτα της 4ης
Ιουλίου (σ.σ. πρόκειται για λάθος, Ιούνιος ήταν) πνίγηκε και ρίχτηκε έξω
από τον πύργο. Το πτώμα του βρέθηκε την άλλη μέρα στο λιθόστρωτο έδαφος
της Απτέρου Νίκης. Επρεπε όμως να καλυφθεί το έγκλημα και γι' αυτό το
λόγο οι ένοχοι διαστρέβλωσαν την αλήθεια, διέδωσαν ότι κόπηκε το σχοινί
με το οποίο είχε δεθεί για να δραπετεύσει την ώρα που κοιμούνταν οι
φύλακες και ότι σκοτώθηκε πέφτοντας από ψηλά. Θέλησαν μάλιστα να
δικαιώσουν τις απόψεις τους με ιατρική νεκροψία, αλλά το έγκλημα δεν
ήταν δυνατόν να καλυφθεί». Ο Διονύσης Σουμερλής συμπληρώνει24:
«Διά διαταγής της Διοικήσεως εκδομένης κατ' αίτησιν του Γκούρα
θανατώνεται, αποπνιγείς κατά μέσην νύκταν, και από του πύργου
καταρρίπτεται κατά γης. Ο εκτελεστής του θανάτου ήτο ιερεύς
στρατιωτικός, όστις εξεδικήθη εναντίον αυτού, διά το προς τους ιερείς
μίσος, καταδρομήν και κακά, πραχθέντα υπ' εκείνου. Ο δε θάνατος ούτος
επλάσθη άλλως πώς διά τας τότε περιστάσεις, ότι δηλ. θέλων ο Οδυσσεύς να
καταβή από του πύργου, εκόπησαν τα σχοινία με τα οποία ήτον δεμένος,
και ούτως εθανατώθη».
Στην πραγματικότητα, ήταν τόσο παιδαριώδη τα
επιχειρήματα των κρατούντων περί δήθεν απόπειρας απόδρασης του Οδυσσέα
που είχε ως κατάληξη το θάνατό του, που δεν τα πήρε στα σοβαρά κανείς
λογικός άνθρωπος εκείνη την εποχή. Ο James Emerson - Αγγλος
ανταποκριτής, τότε, στην Ελλάδα - γράφει25: «Υπάρχουν
τόσα περιστατικά που αναιρούν αυτή την εκδοχή ώστε κανείς δεν μπορεί να
αμφιβάλει ότι ο Οδυσσέας θανατώθηκε με κυβερνητική εντολή. Ούτε πως
μηχανεύτηκαν αυτή την ιστορία - της απόπειρας με σκοινί που κόπηκε - για
να καλύψουν τη βλακώδη αδυναμία τους να τον παραπέμψουν σε δίκη. Τον
έτρεμαν ακόμα και φυλακισμένο και δεν κατόρθωσαν να τον καταδικάσουν από
έλλειψη πειστικών αποδείξεων. Πρώτα πρώτα ο στρατιώτης που κατάφερε να
του προμηθεύσει ένα τόσο μεγάλο σκοινί για να κατέβει από ύψος 20- 25
μέτρων θα ήταν επίσης σε θέση να διευκολύνει την απόδρασή του με
συνηθισμένους τρόπους... Επειτα ο Οδυσσέας δεν ήταν τόσο ανόητος να
επιχειρήσει αυτή τη μέθοδο φυγής, την πιο δύσκολη και πιο επικίνδυνη.
Γιατί κι αν κατόρθωνε να φτάσει σώος στο έδαφος, έπρεπε να ξεφύγει από
τους φρουρούς και ύστερα να ανοίξει δύο ισχυρές πύλες και να υπερπηδήσει
πολλούς τοίχους πριν φτάσει στην άκρη του βράχου. Και τα τείχη της
Ακρόπολης ήταν ο πιο σπουδαίος και πιο φοβερός φραγμός που έπρεπε να
διαβεί κι όχι το ύψος του βενετικού κάστρου».
Εχουμε συνηθίσει να
λέμε ότι η Ιστορία γράφεται από τους νικητές και συνεπώς η δική τους
εκδοχή για τα γεγονότα είναι αυτή που μένει. Τούτο είναι εν μέρει
αληθινό, διότι ο τελικός λόγος της Ιστορίας δεν είναι ποτέ η ιστορία των
νικητών. Στις 25 Δεκεμβρίου του 1898, 73 χρόνια μετά το θάνατο του
Οδυσσέα, στην εφημερίδα «ΚΑΙΡΟΙ» δημοσιεύτηκε η αφήγηση ενός αυτόπτη
μάρτυρα της δολοφονίας του Οδυσσέα, του ταγματάρχη της Φάλαγγας
Κωνσταντίνου Καλατζή. Την αφήγηση είχε διασώσει ο δικηγόρος Σπ. Φόρτης. Ο
Καλατζής βεβαιώνει πως τον Οδυσσέα δολοφόνησαν ο Τριανταφυλλίνας, ο
Τζαμάρας και ο Μαμούρης κι ένας στρατιώτης Σουλιώτης, του οποίου το
όνομα δε θυμόταν. Προσθέτει, δε, πως το θύμα αντιστάθηκε, αλλά, όπως
ήταν δεμένος με αλυσίδες, δεν είχε ελπίδα. Την επόμενη μέρα πήγε και
είδε το πτώμα του νεκρού και δίνει την εξής περιγραφή: «Το στόμα του
ήταν καταματωμένον, το επάνω και κάτω χείλος του ήταν κομμένα σαν
δαχτυλίδι στρογγυλά, σα να τα χτύπησε κανείς, να τα 'κοψε με το στόμα
ντουφεκιού ή πιστόλας. Ο λαιμός του είχε μαυρίλαις και σημάδια από
νύχια. Εστάλη ένας άλλος ιατρός να κάμη νεκροψίαν και έκθεσιν περί του
θανάτου του. Εμαθα δε ότι επειδή επιστοποίησεν ότι ο θάνατος προήλθεν εκ
βίας, διότι τα σημεία αυτής ήσαν φανερά, έσχισαν την έκθεσιν αυτού και
έκαμαν άλλη διά της οποίας εβεβαιούτο ότι του στρατηγού ο θάνατος
προήλθεν εκ πτώσεως αυτού από μέρους υψηλού»26.
Ο
νεκρός Οδυσσέας τάφηκε στο μικρό Ναό των Ασωμάτων στους πρόποδες της
Ακροπόλεως και μετά από οκτώ χρόνια η γυναίκα του πραγματοποίησε εκταφή
των οστών, τα οποία κατέθεσε σε κάποιον από τους ναούς της πόλης. Εν τω
μεταξύ ο διασυρμός του αγωνιστή συνεχιζόταν και μετά το θάνατό του. Για
σαράντα ολόκληρα χρόνια, τον αναθεμάτιζαν ως προδότη και κανείς δεν
ήξερε πού βρίσκονται τα οστά του. Εδέησε όμως, έστω και καθυστερημένα, η
πολιτεία να αναγνωρίσει την προσφορά του ήρωα και να του αποδώσει τις
στοιχειώδεις τιμές, την Κυριακή 21/2/1865 κατά την τέλεση μνημοσύνου στη
Μητρόπολη και τη μετακομιδή των οστών του στο Α' Νεκροταφείο. Φαίνεται
πως η αστοτσιφλικάδικη ολιγαρχία χρειαζόταν αυτά τα σαράντα χρόνια για
να ξεπεράσει τον τρόμο που της προκαλούσε ο Οδυσσέας ακόμη και νεκρός.
Εστω κι έτσι, έστω και αργά, αυτή η δικαίωση ήταν σημαντική για το
τυπικόν της υπόθεσης, διότι επί της ουσίας στη συνείδηση του λαού ο
Ανδρούτσος ήταν πάντα δικαιωμένος.
Παραπομπές:
1
Βλέπε ολόκληρο το Γράμμα: Δ. Φωτιάδη: «Η Επανάσταση του '21», εκδόσεις
«Μέλισσα», τόμος 3ος, σελ. 124-126, Κάρπου Παπαδόπουλου: «Οδυσσεύς
Ανδρούτσος και Γ. Βαρνακιώτης», στη σειρά «Απομνημονεύματα αγωνιστών του
'21», εκδόσεις «Χ. Κοσμαδάκη», τόμος 12ος, σελ. 65-66 κ.ά.
2 Σ. Γρηγοριάδη: «Οδυσσέας Ανδρούτσος», στη σειρά «Αφορισμένοι από το κατεστημένο», εκδόσεις «Μπούζας», τόμος 5ος, σελ. 341-342
3 Δ. Φωτιάδη: «Η Επανάσταση του '21», εκδόσεις «Μέλισσα», τόμος 3ος, σελ. 142
4 Μπάμπη Αννινου: «Η απολογία του Οδ. Ανδρούτσου - η δολοφονία του», εκδόσεις «Μπάυρον», σελ. 17
5 Μπ. Αννινου, στο ίδιο, σελ. 9
6
Κωνστ. Ν. Παπαμιχαλόπουλου: «Οδυσσεύς Ανδρούτσος - Ιστορική
πραγματεία», Εν Αθήναις 1873, επανέκδοση «βιβλιοπωλείο Νότη Καραβία»,
σελ. 6
7 «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», «Εκδοτική Αθηνών», τόμος ΙΒ', σελ. 114
8
Κάρπου Παπαδόπουλου: «Οδυσσεύς Ανδρούτσος και Γ. Βαρνακιώτης», στη
σειρά «Απομνημονεύματα αγωνιστών του '21», εκδόσεις «Χ. Κοσμαδάκη»,
τόμος 12ος, σελ. 65-66
9 Μπ. Αννινου στο ίδιο, σελ. 28
10 Φωτάκου: «Απομνημονεύματα», εκδόσεις «Χαρ. Μπούρας», τόμος Α' σελ. 472
11 Δ. Φωτιάδη, στο ίδιο, σελ. 124
12 Δημήτρη Κ. Νικόλη: «Ιστορική Πορεία του Ελληνικού Εθνους - Η επανάσταση του 1821», Αθήνα 1975, σελ. 216
13 Γ. Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις «20ός αιώνας», τόμος X, σελ. 461
14 Δ. Φωτιάδη, στο ίδιο, σελ. 129
15 Εδουάρδ Τρελλώνη: «Αναμνήσεις της Ελληνικής Επαναστάσεως», εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον Νότη Καραβία», σελ. 1
16 Ν. Σπηλιάδη: «Απομνημονεύματα διά να χρησιμεύσωσιν εις τη νέα ελληνικήν ιστορίαν», τόμος Β' σελ. 251, 411-412 κ.α.
17 Κάρπου Παπαδόπουλου, στο ίδιο, σελ. 71-72
18
Γράφει ο Λάμπρος Κουτσονίκας στα Απομνημονεύματά του: «Οι οπλαρχηγοί
Γκούρας, Βάσος και Κριεζώτης εδέχθησαν φιλοφρόνως τον Οδυσσέα και διά να
μην έχη υποψίαν τινά μήτι τον κακοποιήσουν, ωρκίστησαν προς τούτο εις
τη μονήν των Λιβανατών» (Βλέπε: Λάμπρου Κουτσονίκα: «Γενική Ιστορία της
Ελληνικής Επαναστάσεως», στη σειρά ««Απομνημονεύματα αγωνιστών του '21»,
εκδόσεις «Χ. Κοσμαδάκη», τόμος 6ος, σελ. 218)
19 Κ. Μέντελσον - Μπάρτολντυ: «Επίτομη ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης», εκδόσεις «Τολίδη», σελ. 144
20 Γ. Κορδάτου, στο ίδιο, σελ. 462-463
21 Ν. Σπηλιάδη, στο ίδιο, τόμος Γ', σελ. 418
22 Ι. Μακρυγιάννη: «Απαντα: απομνημονεύματα - δίκη», εκδόσεις «Μέρμηγκα», τόμος β', σελ. 73
23 Σπ. Τρικούπης: «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης», εκδόσεις «Νέα Σύνορα - Α. Α. Λιβάνη», τόμος 3ος, σελ. 212
24 Διονυσίου Σουμερλή: «Ιστορία των Αθηνών κατά των υπέρ Ελευθερίας Αγώνα», Εν Αθήναις, Τύποις Νικολάου Αγγελλίδου, σελ. 18- 119
25 Βλέπε: Κυριάκος Σιμόπουλος: «Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του '21», Εκδόσεις «Στάχυ», τόμος 4ος, σελ. 371-372
26 Φωτιάδη, στο ίδιο, σελ. 142-143
Γιώργος Πετρόπουλος
Ριζοσπάστης, 11/6/2006
2 σχόλια:
΄Ιδιο περίπου τέλος είχαν όλοι οι οπλαρχηγοί του αγώνα. Με το ίδιο νόμισμα τους πλήρωσαν αυτοί που ούτε σφαίρα δεν είχαν ρίξει στην επανάσταση αλλά που φρόντισαν να πάρουν όλα τα αξιώματα μετά την απελευθέρωση. Αναρωτιέμαι, ο Κολοκοτρώνης να σκεφτόταν καθόλου τα προφητικά λόγια του Οδυσσέα για το πώς θα του φερθούν οι κοτζαμπασηδες όταν ήταν φυλακισμένος;
Καλά, αρχίζω και πιστεύω ότι κι αν ακόμη δεν είχε γεννηθεί ο Μαρξ για να μιλήσει για την παλη των τάξεων, αυτή θα έβγαινε στο προσκήνιο ΕΤΣΙ ΚΙ ΑΛΛΙΩΣ. Γιατί τελικά είναι μια νομοτέλεια και αναγκαιότητα.
Σοφία
Δημοσίευση σχολίου