Σαν σήμερα, στις 29 Ιούνη του 1951 έφυγε από
τη ζωή ο κορυφαίος ηθοποιός του ελληνικού θεάτρου και αγωνιστής της
Εθνικής Αντίστασης, Αιμίλιος Βεάκης.
ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΒΕΑΚΗΣ (1884 - 1951) - Μια υποδειγματική προσωπικότητα
"[…] Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1884. Ορφάνεψε μικρός από μητέρα και πατέρα και βρήκε καταφύγιο σε συγγενείς του.
Μεγάλος καλλιτέχνης είναι αναμφισβήτητα αυτός που συνδυάζει την ηθική διαβίωση με τη θετική - ποιοτική δημιουργία. Και για τον Αιμίλιο Βεάκη αυτό το συνταίριασμα ηθικής και ποιοτικής δημιουργίας ήταν στάση ζωής. Η ζωή και το έργο ήταν μια σπάνια περίπτωση ακεραιότητας, αγωνιστικότητας, δημιουργικότητας. Ετσι λένε όσοι τον γνώρισαν, έτσι λέει το έργο και η προσωπική ιστορία του. Οι καλλιτεχνικές και κοινωνικές αρετές του ήταν άρρηκτα δεμένες στην υποδειγματική του προσωπικότητα.
Σαν καλλιτέχνης είχε το πάθος του θεάτρου. Από το 1901 που πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή, σε ηλικία 17 ετών, μέχρι το θάνατό του, το υπηρέτησε με συνέπεια, ήθος και αλήθεια. Παρά τις σοβαρές προτάσεις που του έγιναν από θέατρα της Αθήνας, εκείνος ξεκίνησε μια μακρόχρονη περιοδεία στην ελληνική ύπαιθρο, σαν μπουλουκτσής, προσφέροντας την τέχνη του σε ανθρώπους που την είχαν ανάγκη. Από το 1907 μέχρι το 1911 περιπλανήθηκε στην τουρκοκρατούμενη Βόρεια Ελλάδα, διαλέγοντας πάντα έργα που διακήρυτταν τα ιδανικά της ελευθερίας, δίνοντας τα μηνύματα στους ταπεινούς και καταφρονεμένους. Το 1912 επιστρατεύεται και πολεμάει στην πρώτη γραμμή στον ελληνοτουρκικό και ελληνοβουλγαρικό πόλεμο του 1912 και '13.
Επανεμφανίζεται στην Αθήνα με το θίασο του Τηλέμαχου Λεπενιώτη και της Χριστίνας Καλογερίκου, στο έργο «Πολιτική που σκοτώνει» και στο μονόπρακτο του Πιραντέλο «Η μέγκενη». Το 1915-16 συνεργάζεται με την Μαρίκα Κοτοπούλη και το 1917-18 με την Κυβέλη, αλλά την οριστική του καθιέρωση τη χρωστάει στον «Οιδίποδα Τύραννο» (1919) με σκηνοθέτη τον Φώτο Πολίτη. Από το 1932, έτος ιδρύσεως του Εθνικού Θεάτρου θα αποτελέσει έναν από τους στυλοβάτες του. Μαζί με άλλους σημαντικούς ηθοποιούς όπως οι Παξινού, Παπαδάκη, Αλκαίου, Μανωλίδου, Κατερίνα, Μινωτής, Δενδραμής, Νέζερ, κ.ά. και με την καθοδήγηση του Φώτου Πολίτη και του Δημήτρη Ροντήρη, ερμηνεύει κορυφαίους ρόλους του παγκόσμιου και ελληνικού δραματολογίου. Από τις σημαντικότερες παραστάσεις του θεωρούνται οι: «Αδελφοί Καραμάζωφ» του Ντοστογιέφσκι, «Φιντανάκι» του Π. Χορν, «Θείος Βάνιας» του Τσέχωφ, «Βασιλεύς Ληρ» του Σαίξπηρ, «Αγαμέμνων» του Αισχύλου, «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» του Μπ. Σω. Στην Κατοχή αναγκάζεται να αποχωρήσει από το Εθνικό. Το 1941, δύο μέρες μετά τη θριαμβευτική παράσταση του «Οιδίποδα» τον συλλαμβάνουν οι Ιταλοί και τον κλείνουν 9 μέρες στις φυλακές Αβέρωφ.
Το Δεκέμβρη του 1944, οργανωμένος πια στο ΕΑΜ καταλήγει, μετά από πολλές περιπέτειες στα Δερβενοχώρια της Πάρνηθας. Μέσα σε τρομακτικά αντίξοες συνθήκες, με σακατεμένη την υγεία του, οργανώνει έναν αυτοσχέδιο θίασο. Κοινό τους οι ΕΛΑΣίτες και οι κάτοικοι των χωριών.
Με τη Συμφωνία της Βάρκιζας ο Βεάκης γυρίζει στην Αθήνα για να υποστεί τα δεινά της κυρίαρχης Δεξιάς. Κλήθηκε από τον ανακριτή για τη λεγόμενη δήλωση μετανοίας. Στο υπόμνημά του στις 27 Μάρτη του 1945 γράφει μεταξύ άλλων: «... Μισώ τα τυραννικά καθεστώτα, το φασισμό και τη βία. Πιστεύω ότι ο ιμπεριαλισμός οδηγεί και διαιωνίζει την αλληλοσφαγή των εθνών. Επιζητώ και εύχομαι την ειρηνική συμβίωση των λαών της Γης κάτω από ελεύθερα δημοκρατικά καθεστώτα. Είμαι δημοκράτης και Ανθρωπιστής».
Παρά τις διώξεις όμως και την κλονισμένη υγεία του, στηρίζει το θίασο των «Ενωμένων Καλλιτεχνών», όπου έπαιξε στον «Ιούλιο Καίσαρα» του Σαίξπηρ, στους «Αδελφούς Καραμάζωφ», στους «Εχθρούς» (1945-1946). Τον επόμενο χρόνο σχημάτισε θίασο με τον Γιώργο Παππά. Αλλά κουρασμένος και πικραμένος από τις διώξεις αποφάσισε να αποχωρήσει από το θέατρο παίρνοντας μια πενιχρή σύνταξη το 1947. Το 1948 τον απολύουν και από το Ωδείο Αθηνών όπου δίδασκε. Τον επόμενο χρόνο ενίσχυσε με την παρουσία του το νεανικό «Ρεαλιστικό θέατρο» παίζοντας στα «Χρυσάφι» του Ο' Νηλ, «Σχολείο συζύγων» του Μολιέρου και «Το νυφιάτικο τραγούδι» του πρωτοεμφανιζόμενου Νότη Περγιάλη.
Ωσπου, επιτέλους, το Εθνικό Θέατρο, ύστερα από πολλές δημόσιες διαμαρτυρίες, κάλεσε το μεγάλο καλλιτέχνη, το 1951, όπου ο Αιμίλιος Βεάκης παίζει τους τελευταίους του ρόλους με την Κυβέλη: «Δάφνη Λωρεόλα» και «Τρεις κόσμοι, μια ζωή». Ενα χρόνο πριν είχε δηλώσει την επιθυμία του να πεθάνει πάνω στη σκηνή. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Κυβέλη είχε γράψει ότι όταν τελείωνε η παράσταση βαθιά λυπημένος έλεγε «Δεν πέθανα ούτε σήμερα». Τελικά πέθανε στις 29 Ιούνη 1951 από εγκεφαλικό επεισόδιο, σε ηλικία 67 χρόνων.
Είχε παίξει και στον κινηματογράφο στις βουβές ταινίες: «Το λιμάνι των δακρύων», «Αστέρω» (1929), «Φωνή της καρδιάς» (1942) και «Αρραβωνιάσματα» (1949). Είχε γράψει το αφήγημα «Πολεμικές εντυπώσεις» (1914), τα ποιήματα «Τραγούδια της αγάπης και της ταβέρνας» (1926) και «Δερβενοχώρια» (1945), καθώς και τα θεατρικά έργα: «Ταπεινοί και καταφρονεμένοι» (από το μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι, που παίχτηκε στο Εθνικό το 1934), «Ρηνούλα», «Συμπληγάδες» κ.ά."
ΣΟΦΙΑ ΑΔΑΜΙΔΟΥ
Ριζοσπάστης, 1 Ιούλη 2001
(Εικόνα: Αιμίλιος Βεάκης. Ελαιογραφία του Απ. Γεραλή - Αθήνα, Θεατρικό Μουσείο).
"[…] Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1884. Ορφάνεψε μικρός από μητέρα και πατέρα και βρήκε καταφύγιο σε συγγενείς του.
Μεγάλος καλλιτέχνης είναι αναμφισβήτητα αυτός που συνδυάζει την ηθική διαβίωση με τη θετική - ποιοτική δημιουργία. Και για τον Αιμίλιο Βεάκη αυτό το συνταίριασμα ηθικής και ποιοτικής δημιουργίας ήταν στάση ζωής. Η ζωή και το έργο ήταν μια σπάνια περίπτωση ακεραιότητας, αγωνιστικότητας, δημιουργικότητας. Ετσι λένε όσοι τον γνώρισαν, έτσι λέει το έργο και η προσωπική ιστορία του. Οι καλλιτεχνικές και κοινωνικές αρετές του ήταν άρρηκτα δεμένες στην υποδειγματική του προσωπικότητα.
Σαν καλλιτέχνης είχε το πάθος του θεάτρου. Από το 1901 που πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή, σε ηλικία 17 ετών, μέχρι το θάνατό του, το υπηρέτησε με συνέπεια, ήθος και αλήθεια. Παρά τις σοβαρές προτάσεις που του έγιναν από θέατρα της Αθήνας, εκείνος ξεκίνησε μια μακρόχρονη περιοδεία στην ελληνική ύπαιθρο, σαν μπουλουκτσής, προσφέροντας την τέχνη του σε ανθρώπους που την είχαν ανάγκη. Από το 1907 μέχρι το 1911 περιπλανήθηκε στην τουρκοκρατούμενη Βόρεια Ελλάδα, διαλέγοντας πάντα έργα που διακήρυτταν τα ιδανικά της ελευθερίας, δίνοντας τα μηνύματα στους ταπεινούς και καταφρονεμένους. Το 1912 επιστρατεύεται και πολεμάει στην πρώτη γραμμή στον ελληνοτουρκικό και ελληνοβουλγαρικό πόλεμο του 1912 και '13.
Επανεμφανίζεται στην Αθήνα με το θίασο του Τηλέμαχου Λεπενιώτη και της Χριστίνας Καλογερίκου, στο έργο «Πολιτική που σκοτώνει» και στο μονόπρακτο του Πιραντέλο «Η μέγκενη». Το 1915-16 συνεργάζεται με την Μαρίκα Κοτοπούλη και το 1917-18 με την Κυβέλη, αλλά την οριστική του καθιέρωση τη χρωστάει στον «Οιδίποδα Τύραννο» (1919) με σκηνοθέτη τον Φώτο Πολίτη. Από το 1932, έτος ιδρύσεως του Εθνικού Θεάτρου θα αποτελέσει έναν από τους στυλοβάτες του. Μαζί με άλλους σημαντικούς ηθοποιούς όπως οι Παξινού, Παπαδάκη, Αλκαίου, Μανωλίδου, Κατερίνα, Μινωτής, Δενδραμής, Νέζερ, κ.ά. και με την καθοδήγηση του Φώτου Πολίτη και του Δημήτρη Ροντήρη, ερμηνεύει κορυφαίους ρόλους του παγκόσμιου και ελληνικού δραματολογίου. Από τις σημαντικότερες παραστάσεις του θεωρούνται οι: «Αδελφοί Καραμάζωφ» του Ντοστογιέφσκι, «Φιντανάκι» του Π. Χορν, «Θείος Βάνιας» του Τσέχωφ, «Βασιλεύς Ληρ» του Σαίξπηρ, «Αγαμέμνων» του Αισχύλου, «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» του Μπ. Σω. Στην Κατοχή αναγκάζεται να αποχωρήσει από το Εθνικό. Το 1941, δύο μέρες μετά τη θριαμβευτική παράσταση του «Οιδίποδα» τον συλλαμβάνουν οι Ιταλοί και τον κλείνουν 9 μέρες στις φυλακές Αβέρωφ.
Το Δεκέμβρη του 1944, οργανωμένος πια στο ΕΑΜ καταλήγει, μετά από πολλές περιπέτειες στα Δερβενοχώρια της Πάρνηθας. Μέσα σε τρομακτικά αντίξοες συνθήκες, με σακατεμένη την υγεία του, οργανώνει έναν αυτοσχέδιο θίασο. Κοινό τους οι ΕΛΑΣίτες και οι κάτοικοι των χωριών.
Με τη Συμφωνία της Βάρκιζας ο Βεάκης γυρίζει στην Αθήνα για να υποστεί τα δεινά της κυρίαρχης Δεξιάς. Κλήθηκε από τον ανακριτή για τη λεγόμενη δήλωση μετανοίας. Στο υπόμνημά του στις 27 Μάρτη του 1945 γράφει μεταξύ άλλων: «... Μισώ τα τυραννικά καθεστώτα, το φασισμό και τη βία. Πιστεύω ότι ο ιμπεριαλισμός οδηγεί και διαιωνίζει την αλληλοσφαγή των εθνών. Επιζητώ και εύχομαι την ειρηνική συμβίωση των λαών της Γης κάτω από ελεύθερα δημοκρατικά καθεστώτα. Είμαι δημοκράτης και Ανθρωπιστής».
Παρά τις διώξεις όμως και την κλονισμένη υγεία του, στηρίζει το θίασο των «Ενωμένων Καλλιτεχνών», όπου έπαιξε στον «Ιούλιο Καίσαρα» του Σαίξπηρ, στους «Αδελφούς Καραμάζωφ», στους «Εχθρούς» (1945-1946). Τον επόμενο χρόνο σχημάτισε θίασο με τον Γιώργο Παππά. Αλλά κουρασμένος και πικραμένος από τις διώξεις αποφάσισε να αποχωρήσει από το θέατρο παίρνοντας μια πενιχρή σύνταξη το 1947. Το 1948 τον απολύουν και από το Ωδείο Αθηνών όπου δίδασκε. Τον επόμενο χρόνο ενίσχυσε με την παρουσία του το νεανικό «Ρεαλιστικό θέατρο» παίζοντας στα «Χρυσάφι» του Ο' Νηλ, «Σχολείο συζύγων» του Μολιέρου και «Το νυφιάτικο τραγούδι» του πρωτοεμφανιζόμενου Νότη Περγιάλη.
Ωσπου, επιτέλους, το Εθνικό Θέατρο, ύστερα από πολλές δημόσιες διαμαρτυρίες, κάλεσε το μεγάλο καλλιτέχνη, το 1951, όπου ο Αιμίλιος Βεάκης παίζει τους τελευταίους του ρόλους με την Κυβέλη: «Δάφνη Λωρεόλα» και «Τρεις κόσμοι, μια ζωή». Ενα χρόνο πριν είχε δηλώσει την επιθυμία του να πεθάνει πάνω στη σκηνή. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Κυβέλη είχε γράψει ότι όταν τελείωνε η παράσταση βαθιά λυπημένος έλεγε «Δεν πέθανα ούτε σήμερα». Τελικά πέθανε στις 29 Ιούνη 1951 από εγκεφαλικό επεισόδιο, σε ηλικία 67 χρόνων.
Είχε παίξει και στον κινηματογράφο στις βουβές ταινίες: «Το λιμάνι των δακρύων», «Αστέρω» (1929), «Φωνή της καρδιάς» (1942) και «Αρραβωνιάσματα» (1949). Είχε γράψει το αφήγημα «Πολεμικές εντυπώσεις» (1914), τα ποιήματα «Τραγούδια της αγάπης και της ταβέρνας» (1926) και «Δερβενοχώρια» (1945), καθώς και τα θεατρικά έργα: «Ταπεινοί και καταφρονεμένοι» (από το μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι, που παίχτηκε στο Εθνικό το 1934), «Ρηνούλα», «Συμπληγάδες» κ.ά."
ΣΟΦΙΑ ΑΔΑΜΙΔΟΥ
Ριζοσπάστης, 1 Ιούλη 2001
(Εικόνα: Αιμίλιος Βεάκης. Ελαιογραφία του Απ. Γεραλή - Αθήνα, Θεατρικό Μουσείο).
2 σχόλια:
Tο ποίημα του Αιμίλιου Βεάκη στην μνήμη του Ιωάννη Μεταξά στο αφιερωμένο μεταθανάτια στον φασίστα δικτάτορα τεύχος του περιοδικού «Νέα Εστία» της 15/2/1941 (χωρίς σχόλια)
ΘΡΗΝΟΙ ΚΑΙ ΚΛΑΨΕΣ ΟΧΙ, ΣΤΗ ΘΑΝΗ ΣΟΥ
Θρῆνοι καὶ κλάψες ὄχι, στὴ θανή σου.
Νίκης πολεμικὰ μονάχα θούρια!
Μέσα μας παιᾶνες θ’ ἀντηχᾶ ἡ φωνή σου,
φτερούγισμα καινούριο, ὁρμὴ καινούρια.
Ὁ θάνατός σου ἐσφράγισε τὴ Νίκη
μὲ φωτεινὴ ἀκατάλυτη σφραγίδα.
Μεσημεριοῦ λαμπράδα ἡ ἀμφιλύκη!
Κ’ εἶν’ ἔργο πιὰ τὸ ποὺ ἦταν πρὶν ἐλπίδα.
Στὴ σκοτεινιὰ δὲν ἔσβυσε τὸ φῶς σου.
Ὅραμα φωτεινὸ μπροστά σου ἁπλώθη:
Θρίαμβος τῶν ὅπλων―νίκη!―ὁ στοχασμός σου,
φυλῆς ἀναστημένης αἰώνιος πόθος.
Ἀκόμα καὶ στὶς ὕστερες στιγμές σου,
στὴν ὕστατη ποὺ σὲ φωτοῦσε ἀχτίδα,
δὲ νοιάστηκες γιὰ σένα. Οἱ Ἕλληνές σου
στερνή σου ἀνάσα καὶ στερνή σου ἐλπίδα.
Ἔργο σου νικηφόρο νὰ κορώσεις
τὴν ἐθνικὴ ψυχή, πυρὴ λαμπάδα,
καὶ στὶς μελλούμενες γενιὲς νὰ δώσεις
ἀσύγκριτη μιὰ δοξασμένη Ἑλλάδα.
Θρῆνοι καὶ κλάψες γιὰ τὸ θάνατό σου
δὲ στέκουν, ὄχι, ἐσὲ δὲ σοῦ ταιριάζουν.
Θούρια μονάχα ὁ νικητὴς στρατός σου
καὶ τοῦ λαοῦ τὰ πλήθη ἂς ἀλαλάζουν!
ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΒΕΑΚΗΣ
Πηγή: «Νέα Εστία» (Τεύχος αφιερωμένο στον Ιωάννη Μεταξά φίλο και προστάτη των γραμμάτων και τεχνών), Έτος ΙΕ΄–1941, Τόμος εικοστός ένατος, Αθήναι, 15 Φεβρουαρίου 1941, Τεύχος 340, σελίδα 139.
Και για την αντιγραφή:
Μη Απολιθωμένος (ακόμα!) από τις ακτές της Ανατολικής Βαλτικής
@ Μη απολιθωμένος
΄Αβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.
Δημοσίευση σχολίου