Προς
το τέλος του 19ου αιώνα, επί βασιλέως Γεωργίου του 1ου,
της Αθήνας τα φουρνάρικα, τα μανάβικα, τα μπακάλικα, τα χασάπικα (όλες
ονομασίες τούρκικες) ήταν εντελώς διαφορετικά από τα σημερινά αρτοποιία,
κρεοπωλεία, παντοπωλεία. Τα μαγαζιά ήταν τότε σε άθλια κατάσταση. Η καθαριότητα
άγνωστη. Αγορανομία και έλεγχος δεν υπήρχε. Τα πρωτεία της αθλιότητας, είχαν τα
καπηλειά και η λέξη κάπελας ήταν βρισιά.
Στις πρώτες δεκαετίες της ελεύθερης Αθήνας στους μεγάλους φούρνους, δεν ζύμωναν το ψωμί με τα χέρια, αλλά τα πόδια (στο γνωστό Στρατιωτικό Αρτοποιείο που ήταν εγκατεστημένο στο Φετιχέ Τζαμί αντίκρυ στο Μεντρεσέ, αρκετοί στρατιώτες ζύμωναν ξυπόλητοι την νοστιμότατη κουραμάνα. Για να μη χάνουν την ισορροπία τους μέσα στα ζυμάρια, κρατιόντουσαν από χειρολαβές κρεμασμένες από το ταβάνι).
Στις πρώτες δεκαετίες της ελεύθερης Αθήνας στους μεγάλους φούρνους, δεν ζύμωναν το ψωμί με τα χέρια, αλλά τα πόδια (στο γνωστό Στρατιωτικό Αρτοποιείο που ήταν εγκατεστημένο στο Φετιχέ Τζαμί αντίκρυ στο Μεντρεσέ, αρκετοί στρατιώτες ζύμωναν ξυπόλητοι την νοστιμότατη κουραμάνα. Για να μη χάνουν την ισορροπία τους μέσα στα ζυμάρια, κρατιόντουσαν από χειρολαβές κρεμασμένες από το ταβάνι).
Οι
συνθήκες εργασίας των εμποροϋπαλλήλων και των υπηρετών των σπιτιών, ήταν
πανάθλιες, στα όρια της σκλαβιάς. Στα μαγαζιά τροφίμων η δουλειά άρχιζε στις 6
το πρωί και τελείωνε στις 10 το βράδυ. Στα εμπορικά άρχιζαν από τις 7 το πρωί
ως τις 8 το βράδυ (ήλιο μ’ ήλιο), χωρίς μεσημεριανή διακοπή, τρώγοντας στο πόδι
το ψωμοτύρι που τους τάιζε το αφεντικό - εργοδότης. Οι υπάλληλοι που εργάζονταν
στα μαγαζιά τροφίμων για να κάνουν οικονομία έμεναν κατά κανόνα, στα πατάρια ή
τα υπόγεια των καταστημάτων γι’ αυτό τους αποκαλούσαν περιφρονητικά «μπακαλόγατους».
Το ίδιο ακριβώς για τα χασάπικα, «χασαπόσκυλα».
Στην
μεγάλη τους πλειοψηφία τότε οι εργαζόμενοι, ήταν επαρχιωτόπουλα. Παιδιά τίμια
και αθώα που τα έστελναν οι γονείς τους στην Αθήνα να μάθουν τη δουλειά, να
προκόψουν. Το αφεντικό τον πρώτο καιρό (όσο έκρινε) δεν τα πλήρωνε, τους έδινε
μόνο φαΐ και δωρεάν κατοικία. Αργότερα τους έκοβε και βδομαδιάτικο ή μηνιάτικο.
Τι άλλο ήθελαν; Δεν τους άφηνε ούτε λεπτό να ξεκουραστούν. Αν τύχαινε να μην
έχουν δουλειά στο μαγαζί τάστελνε στο σπίτι για θελήματα. Όταν έκαναν ζημιά ή
παράκουαν τις διαταγές τα έδερνε ή τα έβαζε τιμωρία.
Τότε
δεν υπήρχε Κυριακή αργία και μάλλον δούλευαν περισσότερο τις Κυριακές. Μονάχα
την μέρα της Λαμπρής, των Χριστουγέννων και του Ευαγγελισμού έκλειναν. Αυτές
τις τρεις μέρες τα σκλαβάκια ήταν ελεύθερα. Τότε ντύνονταν τα μαύρα ρούχα τους,
τα καλά τους, σεργιάνιζαν στους δρόμους της Αθήνας και μετά επέστρεφαν στα
πατάρια τους.
Κατά
το έτος 1908 μια επιτροπή από εμποροϋπαλλήλους ζήτησε ακρόαση από τον
μητροπολίτη Αθηνών και τον παρακάλεσε να τους επιτραπεί να εκκλησιάζονται. Ο
μητροπολίτης βρήκε την χριστιανική λύση, έδωσε εντολή στις εκκλησίες να κάνουν
και μια πολύ πρωινή συντομευμένη λειτουργία (δεν ήθελε να δυσαρεστήσει τ’
αφεντικά) για να μπορούν να πηγαίνουν προτού αρχίσουν την εργασία τους. Όταν
έγινε η επανάσταση στο Γουδί το 1909 τα καταφρονεμένα σκλαβάκια και οι ψυχογιοί
σύστησαν μια δυναμική επιτροπή με πρόεδρο τον Παναγιώτη Ροδούλη και παρουσιάστηκαν στον Αρχηγό του
Στρατιωτικού Συνδέσμου Νικόλαο Ζορμπά. Του διεκτραγώδησαν τις συνθήκες εργασίας
και ζήτησαν να θεσπιστεί νομοθετικά η Κυριακή αργία. Οι εργοδότες αντέδρασαν.
Δεν τους πέρασε.
Στις
3 Δεκεμβρίου 1909 δημοσιεύτηκε ο νόμος "περί Κυριακής αναπαύσεως".
Αυτά και μόνο…
Μίμης
Β. Χριστοφιλάκης 6/5/2017
***
Ο
Μίμης Β. Χριστοφιλάκης γεννήθηκε στις Κροκεές Λακωνίας το 1949.
Εντάχθηκε από επιλογή και όχι οικογενειακούς λόγους το 1965 στην Αριστερά (Δ.Ν.
Λαμπράκη). Κατά την διάρκεια της δικτατορίας ήταν μέλος του παράνομου
μηχανισμού του ΚΚΕ. Συνελήφθη από την Γενική ασφάλεια το 1972 και το1973.
Σήμερα παραμένει ανενεργός στην Αριστερά και με συναίσθημα σε μια παρελθοντική
Αριστερά. Είναι υπερενεργός συλλέκτης ντοκουμέντων και αντικειμένων της
επανάστασης του ’21, της Μικρασιατικής εκστρατείας και ιδίως της κατοχής και
του εμφύλιου. Έχουν εκδοθεί επτά ποιητικές συλλογές του και τελευταία ένα
βιβλίο διηγημάτων του με τίτλο "Η χειραψία έγινε με το βλέμμα". Είναι
υπό έκδοση διηγήματά του με τον τίτλο "Η εύνοια του δράκου". Μοιράζει
το χρόνο και το συναίσθημά του ανάμεσα στον γενέθλιο τόπο του και την
Καισαριανή.
Στο
ιστολόγιο "Οικοδόμος" μπορείτε να διαβάσετε επίσης τα εξής κείμενα
του Μίμη Β. Χριστοφιλάκη.
1 σχόλιο:
Ευτυχώς οι θρησκευτικές γιορτές έδιναν 3 ημέρες ανάπαυσης στους σκλάβους του συστήματος...
Κάτι ανάλογο ισχύει και τώρα.
Σαν ο εργαζόμενος να πρέπει να προσευχηθεί στον πανάγαθο θεό για να ξεκουραστεί Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Πάσχα και Δεκαπενταύγουστο ή/και να χειροκροτήσει τις εθνικές παρελάσεις που του αυξάνουν κατά 2 ημέρες τις αργίες που αντιστοιχούν στις Κυριακές που καλείται να παραμείνει στο πόστο του.
Δημοσίευση σχολίου