Η γιαγιά μου, η Ρήνα, πάντα μοιρολογούσε για τα δυο αδέλφια της - τον
Αποστόλη και το 'Λια - μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) -
που σκοτώθηκαν στο Γράμμο, χωρίς να μάθει ποτέ πού τάφηκαν. Αργότερα στα
μοιρολόγια προστέθηκε κι ο καημός για τον ξενιτεμένο γιο της - το
Θόδωρο - στη Γερμανία.
Ο θείος στην πρώτη άδεια τής έφερε και το θλιβερό μαντάτο: Τ' αδέρφια της σκοτώθηκαν το 1949, όπως έμαθε μέσω του ραδιοφωνικού σταθμού της Βουδαπέστης. Εσκουξε η γριά, παρά τη χαρά που της έδωσε η, μετά από πολλά χρόνια, συνάντηση με το γιο της. Και συνέχισε τα μοιρολόγια στο γνέσιμο της ρόκας, στο ξεφλούδισμα και στο ξεσπόριασμα του καλαμποκιού.
Καμιά φορά τραγουδούσε και χαρωπά: «Φουστανέλα με γαζί/ Κώστα Μπέκας τη φορεί»
-- Και ποιος ήταν αυτός ο Κώστας Μπέκας, που του 'βγαλαν και τραγούδι; ρωτούσα.
-- Πρωτομάστορας παιδί μου, που 'κτισε το γιοφύρι της Πλάκας.
Εκεί σταμάτησε και η ιστορική περιέργεια ενός παιδιού που πήγαινε στο δημοτικό σχολείο στα Ρετσιανά της Αρτας. Ηταν ένα απομονωμένο χωριό, χωρίς αυτοκινητόδρομο και ηλεκτρικό φως, που «για να βρεθείς εκεί πρέπει να 'σαι ή τρελός ή δημοσιογράφος», όπως έγραψε το περιοδικό «Ταχυδρόμος» (6 Νοέμβρη 1975).
Το μονότοξο γεφύρι της Πλάκας, πάνω απ' τον ποταμό Αραχθο, το Ουράνιο Τόξο των Τζουμέρκων, όπως το αποκάλεσαν, το αντίκρισα - για πρώτη και τελευταία φορά - τον Απρίλη του 1990. Τότε ως δημοσιογράφος του «Ριζοσπάστη», επισκέφτηκα το χωριό Κτιστάδες στα Τζουμέρκα για να συναντήσω τον πρώτο ψυχικά άρρωστο που βγήκε απ' το ψυχιατρείο της Λέρου. Μετά από πολύχρονη και επίπονη προσπάθεια των επιστημόνων κατάφερε ν' αφήσει πίσω του το άσυλο και να επιστρέψει στο χωριό του. (Η ιστορία είναι καταγεγραμμένη στο «Ριζοσπάστη» της 6.5.1990).
Είχα μάθει πια και την ιστορία της Πλάκας: Οτι είναι συνδεδεμένη με σημαντικά ιστορικά γεγονότα στον αγώνα κατά των Τούρκων. Ιδιαίτερα γνωστή όμως έγινε η Πλάκα απ' τη σύσκεψη το Φλεβάρη του 1944, όπου υπογράφτηκε (29.2.1944) η ομώνυμη συμφωνία. Οσοι συμμετείχαν δέχτηκαν «την πρόταση του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ περί τελειωτικής καταπαύσεως των εχθροπραξιών μεταξύ των δυνάμεων ΕΛΑΣ - ΕΔΕΣ», με σκοπό «την ολοκληρωτική και απερίσπαστον διεξαγωγή του Εθνικού Αγώνος εναντίον των κατακτητών και των οργάνων τους, τη συμβολή εις την επιτυχία του Συμμαχικού Αγώνος, την απελευθέρωση της Ελλάδος και την κατοχύρωση των λαϊκών ελευθεριών...».
Κι ύστερα έμαθα και την ιστορία των κιοπρουλήδων: «Κιοπρού» στα τούρκικα σημαίνει γέφυρα και κιοπρουλήδες ονομάστηκαν οι γεφυράδες. Ενας ξακουστός κιοπρουλής ήταν κι ο Κώστας Μπέκας απ' την Πράμαντα, που έκτισε το γεφύρι της Πλάκας.
Φαίνεται πως ο θαυμασμός του κόσμου για τον πρωτομάστορα Κώστα Μπέκα εκφράστηκε με αυτούς τους στίχους που τραγουδούσε η γιαγιά μου. «Φουστανέλα με γαζί φορούσαν οι άρχοντες», άκουσα μια φορά τον πατέρα να λέει σε μια ομήγυρη. Μάλλον, λοιπόν, ο κόσμος της περιοχής θα έκανε παραλλαγή στο δημοτικό τραγούδι «Φουστανέλα με γαζί», δυο στίχοι του οποίου λένε: «Τη φουστανέλα τη φορεί/ η λεβεντιά η ελληνική».
Οι στίχοι της γιαγιάς αποτυπώθηκαν στο υποσυνείδητό μου, για να ανασυρθούν αργότερα, όταν έμαθα την ιστορία των μαστόρων της Ηπείρου - οι οποίοι είχαν πλάσει και δικό τους γλωσσάρι, «τα μαστορικά» - για να συνεννοούνται μπροστά στα αφεντικά και να κάνουν παζάρια, ή να σχολιάζουν, χωρίς να τους καταλαβαίνουν.
Στο σημείο του Αραχθου, όπου χτίστηκε το γεφύρι της Πλάκας, υπήρχε μια παλιά γέφυρα, η οποία καταστράφηκε το 1860. Το 1863 ξαναχτίστηκε από την αρχή από το μάστορα Γιωργή από την Κόνιτσα. Η γέφυρα αυτή γκρεμίστηκε σχεδόν τη μέρα των εγκαινίων της. Μετά οι Τζουμερκιώτες έφεραν τον Κώστα Μπέκα και το γεφύρι κτίστηκε ξανά. Παραδόθηκε το Σεπτέμβρη του 1866, ενώνοντας τους νομούς Ιωαννίνων και Αρτας. Είχε άνοιγμα καμάρας 40 μέτρα, ύψος 19 μέτρα και με άνοιγμα στην κορυφή 3,2 μέτρα.Μεταξύ του 1881-92 ο Αραχθος ήταν το σύνορο Ελλάδας και Τουρκίας και σε μικρή απόσταση, στο γεφύρι της Πλάκας, υπήρχε φυλάκιο του ελληνικού στρατού, χάνι και υποτελωνείο. Το υπουργείο Πολιτισμού είχε ανακηρύξει το γεφύρι «διατηρητέο μνημείο χρήζον ιδιαιτέρας προστασίας» (ΦΕΚ 162/Β/2.3.1971 και ΦΕΚ 621/Β/22.8.1972).
Το Δεκέμβρη του 2000 ο Σπύρος Ι. Μαντάς - που μελέτησε 1.200 γεφύρια στην Ηπειρο και αλλού - έγραψε στο περιοδικό «Πύρρος» ότι «αφήσανε το γιοφύρι να πέφτει», δημοσιεύοντας και φωτογραφίες με το γκρεμισμένο κομμάτι του γεφυριού. Εκείνη την περίοδο υπήρξε ακόμα μια απειλή: Η ΔΕΗ ήθελε να φτιάξει ένα φράγμα και για να πετύχει τα σχέδιά της κάποιοι έταζαν μέχρι και ...μεταφορά του Γεφυριού. Ο «Ριζοσπάστης» στις 11.2.2001 αφιέρωσε μια σελίδα με τον τίτλο: «Το Γεφύρι της Πλάκας "βουλιάζει" στην αδιαφορία και την εγκατάλειψη».
«Το Γεφύρι της Πλάκας δε βουλιάζει σήμερα στη λίμνη της ΔΕΗ, αλλά στην εγκατάλειψη και την αδιαφορία που επιβλήθηκε άνωθεν, θαρρείς εκδικητικά. Η κατάρρευση είναι πλέον ζήτημα χρόνου!» έγραψε προφητικά ο Σπύρος Μαντάς.
Στην περίοδο της Κατοχής, οι Γερμανοί το βομβάρδισαν το γεφύρι στο κέντρο, αλλά άντεξε. Δεν άντεξε στην αδιαφορία και την εγκατάλειψη, όπου προστέθηκε η ορμή του Αραχθου απ' τις πλημμύρες. Την 1η Φλεβάρη 2015 τα Τζουμέρκα έχασαν το Ουράνιο Τόξο τους...
Γιώργος Μουσγάς
1 σχόλιο:
Eξαιρετικό αφιέρωμα.
Δημοσίευση σχολίου