Τον είχανε τοποθετήσει στο Α2 τον Κόπακα. Δεξιός
γαρ και συστημένος από τα κεντρικά της ΕΡΕ, με ειδικό καθήκον να
παρακολουθεί την αλληλογραφία. Ταχυδρόμος ήτανε ο Κοσμάς. Εφερνε πρωί
πρωί τα γράμματα και τα ακουμπούσε πάνω σ' ένα τενεκεδένιο τραπεζάκι του
καφενείου μπροστά στον Κόπακα, που εκείνη την ώρα έπινε με θορυβώδεις
ρουφηξιές τον καφέ του. Αεριζόταν κιόλας επιδεικτικά φωνάζοντας "όπα".
Τα γράμματα, σύμφωνα με τη διαταγή του αξιωματικού Α2, έπρεπε να γίνουν
τρεις ντάνες.
Στη μια έμπαιναν τα γράμματα που είχαν παραλήπτες Ε., δηλαδή εθνικόφρονες. Στην άλλη τα γράμματα που είχαν παραλήπτες αδιάφορους. Αυτούς, δηλαδή, που δεν "απησχόλησαν την υπηρεσίαν μας", όπως έγραφε το χαρτί των κοινωνικών τους φρονημάτων. Στην τρίτη κατηγορία, στην τρίτη ντάνα δηλαδή, έμπαιναν τα γράμματα των αριστερών. "Παρακολουθείται", έγραφε γι' αυτούς το μητρώο τους. Αυτά τα τελευταία είχε διαταγή από τον διοικητή, ο Κόπακας, να τ' ανοίγει όλα και να τα διαβάζει προσεκτικά και αν διαπίστωνε πως μέσα στα γραφόμενα υπήρχε καμιά λέξη ή καμιά φράση που ήταν προσβλητική για το καθεστώς, το βασιλιά ή τον εθνικό στρατό ή ακόμα αν έκανε κριτική στο σύστημα και μιλούσε για αδικίες για φτωχούς και πλούσιους.
"Κατάλαβες ρε Κόπακα;", ρώτησε με εξεταστικό ύφος ο διοικητής, "...και άλλα τέτοια ψευδολογήματα, φρστ, σκίσιμο, έτσι; Δηλαδή, ή να σκίζεις όλη τη σελίδα ή να καις ολόκληρο το γράμμα". "Κι αν το πάρουνε μυρωδιά"; -"Στα παπάρια σου", απαντούσε ο διοικητής όλο μεγαλοπρέπεια. Τις πιο πολλές φορές όμως, δεν έβρισκε ή δεν καταλάβαινε αν έπρεπε να σβήσει, να σκίσει ή να κάψει κάτι. Οι συγγενείς των φαντάρων είχανε πληροφορηθεί όλη αυτή την ιστορία για τη λογοκρισία και γράφανε προσεκτικά, περί ανέμων και υδάτων ή συνθηματικά και θέματα εντελώς οικογενειακά, που δεν είχαν ειδικό ενδιαφέρον για το ρηχό μυαλό του Κόπακα. που έξω από την κομματική ή την παρακρατική φρασεολογία δεν είχε μάθει τίποτε παραπάνω γι' αυτό που λέγεται γλώσσα. Μερικοί, μάλιστα, για να αποκτήσουν τα παιδιά τους την εύνοια του διοικητή και του Α2, κάνανε πολιτική από την άλλη πλευρά. Χρησιμοποιούσαν, δηλαδή φράσεις που παίνευαν την άρχουσα τάξη και τα διάφορα τσανάκια της. Πολλά γράμματα τελείωναν με τη φράση "Ζήτω η Εθνική μας Κυβέρνηση". Μια φορά, το γράμμα μιας γυναίκας που υπέγραφε "η Καλλιόπη σου" έκανε εντύπωση ακόμα και στον Κόπακα που το διάβασε φτύνοντας και βλαστημώντας. Αρπαξε λοιπόν, το γράμμα και μπήκε στο ΚΨΟ φωνάζοντας: "Ελάτε ρε ρεμάλια ν' ακούσετε και να καταλάβετε τι θα πει εθνικόφρων" και άρχισε να διαβάζει το γράμμα της Καλλιόπης.
"Αγαπητέ
μου Γιάννη, έμαθα πως ο κύριος Καραμανλής θα μας δώσει αύξηση και γω
είπα στη μητέρα σου, που συναντηθήκαμε προχτές στην παρέλαση, μα τόσο
καλός και πονετικός άνθρωπος που είναι ο κύριος Καραμανλής πώς να μη μας
δώσει τέτοιο πράμα. Γι' αυτό, Γιάννη μου, άμα τύχει και μας κηρύξουνε
τον πόλεμο οι Βούλγαροι, όπως ψιθυρίζεται πολύ τώρα τελευταία και
ξανανεβούνε στα βουνά οι κομμουνιστές, πρώτος εσύ να πολεμήσεις και να
τους δείξεις τον ηρωισμό σου και την αυτή σου...".
Για να δικαιολογεί, λοιπόν, το άνοιγμα των επιστολών ο Κόπακας στη συνείδησή του και όχι στην ηθική γενικώς, αλλά στη συνείδησή του, όπως την είχε καταντήσει το χαφιεδιλίκι και η εθνικοφροσύνη του, με τον τρόπο που την εννοούσε αυτός και ο εκάστοτε Α2, ποτέ δεν ξανάκλεινε το γράμμα που άνοιγε. Είτε ήτανε ύποπτο είτε όχι. Γι' αυτή τη μαζική καταστροφή της αλληλογραφίας των αριστερών που την ονόμαζε, μάλιστα, "τελική λύση", συνηγορούσε και ένας πολύ σοβαρός λόγος: το χαρτονόμισμα. Σχεδόν πάντοτε, την εποχή εκείνη, τα γράμματα των φαντάρων είχανε συμβολικά ή όχι καλοδιπλωμένο ένα χαρτονόμισμα."Κουφάλες! Δηλαδή εμείς δεν τον φροντίζουμε τον κανακάρη σας;", ούρλιαζε ο Κόπακας, πληγωμένος στο εθνικοστρατιωτικό του φιλότιμο. "Εσείς, δηλαδή, που στέλνετε λαθραία το κωλοκατοστάρικό σας πάτε να αντικαταστήσετε τη μάνα Ελλάδα; Τι λέει το παπί σας, μωρέ Σλαβοκομμουνισταράδες και ΕΑΜοβούλγαροι του κερατά. Κατάσχεται το χρήμα προς παραδειγματισμόν και κατ' επανάληψιν, κυρία Φανούλα μου. Φέρε ένα καφέ, ρε μαλάκα Παντελή"! Κι έβαζε το χαρτονόμισμα στην τσέπη του, συγχυσμένος δήθεν και προσβεβλημένος, ως Ελλην και εθνικόφρων.
Μια μέρα, έτσι που ψαχούλευε τα γράμματα και
σούφρωνε το μεροκάματο, του ήρθε μια φαεινή ιδέα και άρχισε να μιλάει
μόνος του: "Καλά ρε, ντιπ ηλίθιος είμαι, δηλαδή; Και γιατί δεν ψάχνω, ο
μαλάκας και τις άλλες ντάνες; Δε λέω, από γραψίματα και τέτοια είναι
εγγυημένα. Ούτε προπαγάνδα ούτε προδοτικά συνθήματα και επαναστατικά
τερτίπια, να πούμε, αλλά το χαρτονόμισμα όλο και θα υπάρχει. Και πιο
αυξημένο, μάλιστα. Εθνικόφρονες είναι αυτοί. Δεν είναι πεινάλες, να
βρομάνε τα χνότα τους τα κομμουνιστικά. Να κάτι από το νουνό το
δικηγόρο, που τα κονομάει από τις κομπίνες, κάτι από το θείο που ήταν
μαυραγορίτης και μάζεψε λίρες με το τσουβάλι. Κτλ., κτλ.". Κι από τότε
κανένα γράμμα δεν ξέφευγε από τον έλεγχό του. Αφηνε τον Κοσμά, βέβαια,
για τα προσχήματα να ντανιάζει τα γράμματα και κείνος έκανε τον έλεγχο
αδιακρίτως εθνικοφροσύνης και προδοτικών φρονημάτων. Μόνο που αυτά που
έπαιρνε από την πρώτη και τη δεύτερη ντάνα δεν τα άνοιγε κατευθείαν. Τα
έβαζε μπροστά στο φως του πορτατίφ και τα ακτινογραφούσε". Το
χαρτονόμισμα φαινότανε. Υστερα από λίγο καιρό μάλιστα, ο Κόπακας
μπορούσε να διακρίνει το είδος του χαρτονομίσματος από τη σκιά του. Δε
δίσταζε, λοιπόν. Εσκιζε το φάκελο και έπαιρνε το χαρτονόμισμα, μικρό ή
μεγάλο.
Η επιχείρηση "λογοκρισία", βέβαια, όπως την ασκούσε, με
ζήλο και χωρίς εξαιρέσεις δεν μπορούσε να μείνει απαρατήρητη. Πολύ
γρήγορα οι φαντάροι άρχισαν να παίρνουν γράμματα, όπου δηλωνόταν η
χρηματαποστολή και διατυπώνονταν οι απορίες: "...Κώστα μου δε μας
έγραψες, αν πήρες και το κατοστάρικο που σου έστειλε ο θείος ο Βασίλης.
Το λέει κάθε τόσο με τόσο καμάρι κι όλο ρωτάει να το έλαβες. Ξέρεις, δεν
είναι καλά ο καημένος. Φοβούμαι πως θα τον χάσουμε, πριν απολυθείς".
Αλλοι πάλι διαμαρτύρονταν πως δεν έπαιρναν γράμματα, μ' όλο που οι ίδιοι
έστελναν τακτικά. Εβγαιναν στην αναφορά, το συζητούσαν μεταξύ τους.
Γενικώς το σχετικό σούσουρο μεγάλωνε καθημερινά. Δεν ήτανε, λοιπόν,
δύσκολο να δημιουργηθούν οι πρώτες υποψίες εναντίον του Κόπακα. Εξάλλου
πολύ λίγοι τον συμπαθούσαν μέσα στη μονάδα. Κι αυτοί έτσι, για να
αποφεύγουν τις ζημιές που κάθε τόσο σκόρπιζε εδώ και κει σε βάρος των
φαντάρων, που του έδειχναν φανερά πως τον μισούσαν ή απλώς δεν τον
χώνευαν. Υστερα και ο ίδιος με τη συμπεριφορά του ενίσχυσε τις υποψίες
αυτές. Σχεδόν τις απέδειξε... Οπως ήτανε ματσωμένος από τα
χαρτονομίσματα της λογοκρισίας, δεν μπορούσε να κρατήσει την ψυχραιμία
του. Κάθε βράδυ, σχεδόν, φρεσκοξυρισμένος και πασαλειμμένος με φτηνά
αποσμητικά που θύμιζαν μπουρδέλο επαρχιακό, έκανε την αποκρουστική του
εμφάνιση στο οβελιστήριο "Ο Παπαφλέσσας".
Στον "Παπαφλέσσα", λοιπόν, ο Κόπακας έτρωγε και έπινε του σκασμού. Ερχονταν βραδιές που έφτανε και τα 15 μπουκάλια μπίρες. Υστερα γύριζε στο στρατώνα και στο δρόμο κάθε δέκα μέτρα ξερνούσε και κατούραγε εναλλάξ, σχολίαζε ο Κοσμάς, ο ταχυδρόμος. Πού τα βρίσκει ο κερατάς! Αυτές τις πλουσιοπάροχες παννυχίδες τις είχανε πληροφορηθεί και οι πουτάνες της περιοχής και περιτριγύριζαν τον Κόπακα, όπως οι χρυσόμυγες τα ψοφίμια. Οσο για τον Κόπακα, ούτε που λογάριαζε τις εντυπώσεις και τα σχόλια, αντίθετα μάλιστα, φούσκωνε κιόλας. Εξάλλου πίστευε πως δεν τολμούσε κανένας να τον καρφώσει στο διοικητή. Ητανε γνωστό σε όλους τους φαντάρους πως κάτι τέτοια καθίκια που λυμαίνονταν τα σωθικά τους, παίζοντας ταυτόχρονα το μάτι και το αυτί του διοικητή, είχανε την υποστήριξή του. Ετσι στεκότανε ο στρατός. Δεν ήτανε εποχή για ηρωισμούς και αντρειοσύνες, λέγανε εδώ και κει οι "καθοδηγητές". Αυτά είχανε περάσει σε διηγήματα και νοσταλγικές ιστορίες. Είχανε μείνει απ' έξω οι χαφιέδες, οι μικρέμποροι της εθνικοφροσύνης και οι λογής κομπιναδόροι. Μ' αυτόν τον τρόπο στηριζότανε η ισορροπία στους θαλάμους και στις μικροομαδούλες. Ενας κανονικός φαντάρος και ένας χαφιές. Ετσι όσο ξέρανε οι πρώτοι πως κάποιος δίπλα τους, και δεν ξέρανε ποιος, κατάγραφε τα λόγια και τους καημούς τους, φυλάγονταν. Σώπαιναν και προτιμούσαν να παριστάνουν τους ήρεμους και τους ευχαριστημένους.
Ωσπου ένα βράδυ ξέσπασε το σκάνδαλο. Η Τασία τα ξέρασε όλα μέσα στου "Παπαφλέσσα". Ενα βράδυ που ο "Παπαφλέσσας" ήτανε γεμάτος φορτηγατζήδες μεθυσμένους και ξανθές πουτάνες. Φαίνεται πως ο Κόπακας είχε διηγηθεί στην Τασία την ιστορία με τη "λογοκρισία" μεθυσμένος. Εκείνη την άκουσε προσεκτικά, την έβαλε βαθιά μέσα στην καρδιά της και τη φύλαγε για "ώρα ανάγκης". Και η ώρα αυτή σήμανε, όταν ο Κόπακας γύρισε την πλάτη του στην Τασία και άρχισε να απλώνει τα χέρια του στα πισινά μιας ξανθιάς, νεοσύλλεκτης από την Πρέβεζα. Κανένας δεν κατάλαβε πώς δόθηκε η τελευταία αφορμή. "Αντε ρε χαφιέ", ακούστηκε ξαφνικά μέσα στου "Παπαφλέσσα" η βραχνή φωνή της Τασίας. "Τσανακογλείφτη. Σφουγγοκωλάριε του Ασημάκη. Φασίστα". Ασημάκης ήτανε ο διοικητής. Πελάτης κι αυτός του "Παπαφλέσσα" και της Τασίας. "Δεν είσαι άντρας ρε. Καταδέχεσαι και τρυπάς τα γράμματα των παιδιών και ρουφάς το μεδούλι τους. Και μας παριστάνεις και τον Ωνάση εν υπηρεσία, να πούμε, από πάνω"! Αυτό ήτανε. Την άλλη μέρα ο Ασημάκης τύλιξε τον Κόπακα σε μια κόλλα χαρτί και τον ξαπέστειλε στο Σιδηρόκαστρο με δυσμενή.
Γ. Χ. Χουρμουζιάδης
Ριζοσπάστης, 4/1/1998
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου