Οσοι παρακολουθούμε ραδιοφωνικές ή τηλεοπτικές αναμεταδόσεις αγώνων
έχουμε ακούσει άπειρες φορές το κλισεδάκι «όπως λέμε στην ποδοσφαιρική
γλώσσα». Δεν συστήνεται, βέβαια, ολόκληρη γλώσσα, αυτοτελής και
αυτάρκης, μόνο και μόνο με πενήντα ή εκατό «ειδικές» λέξεις και λίγες
μεταφορές. Οποιον όρο κι αν επιλέξουμε, πάντως, γλώσσα, ιδιόλεκτο, αργκό
κ.ο.κ., η ποδοσφαιρική ομιλία και γραφή έχει και ενδιαφέρον και
προϊστορία. Τμήμα της προϊστορίας της είναι και η βλακώδης απόφαση των
χουντικών, Ιούλιο του 1973, να «εξελληνίσουν» τα λήμματα της
ποδοσφαιρολογίας, να τα καθαρευουσιανίσουν μάλλον.
Αποφάσισαν δηλαδή και διέταξαν να λέμε σφαίρα την μπάλα, επαναφορά της σφαίρας το αράουτ (που πια συνηθίζεται ως πλάγιο άουτ), βολή το σουτ, επανορθωτικό λάκτισμα το πέναλτι, γωνιαίον λάκτισμα το κόρνερ, εκτίναξη το πλονζόν, κτυπώ την σφαίρα προς το κέντρον το σεντράρω και άλλα ευήθη. Οχι να λέμε και πλονζόν και εκτίναξη, και τερματοφύλακας και γκολκίπερ, και γκολ και τέρμα, προς Θεού (που και για τους χουντικούς, Ελληνας ήταν), αλλά αποκλειστικά εκτίναξη, τερματοφύλακας, τέρμα. Κάπου θα έχει σωθεί η απαγορευτική διαταγή στα αρχεία της ΝΕΡΙΤ, που στελεχώνεται με διαφάνεια και αξιοκρατία και –προς Θεού και πάλι– μακριά από κομματικές εξαρτήσεις.
Η ποδοσφαιρική γλώσσα κορφολογάει από παντού και ταυτόχρονα (από τις τέχνες λ.χ. και τη στρατιωτική ορολογία), ανάλογα με τη γλωσσική ικανότητα και τα πνευματικά εφόδια του περιγραφέα ή γραφέα. Ειδικά όσον αφορά την προφορική εκδοχή της αθλητικής εν γένει «γλώσσας», στην περιγραφή ποδοσφαιρικών ή μπασκετικών αγώνων, οι επαγγελματίες χρήστες της χωρίζονται σε όσους μιλούν για να δείξουν, υπηρετώντας το αυτί και το μάτι του ακροατή ή του τηλεθεατή, και σε όσους μιλούν για να δειχτούν· στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν όσοι αρέσκονται ν’ ακούν τον εαυτό τους, εξ ου και η σχετικά καινοφανής λογιοσύνη ή και λογοτεχνίτιδα, αλλά και η επιστροφή μιας κάποιας καθαρεύουσας από το παραπόρτι.
Αρκετά «καλολογικά στοιχεία», πάντως, έχουν πολύχρονη ζωή και περνούν από σπορτκάστερ σε σπορτκάστερ, έστω κι αν δεν είναι πια γνωστό σε τι αντιστοιχούσαν αρχικά και τι απέδιδαν εν συντομία. Και όσα λήμματα συνδέονται με περιγραφές αγώνων των γερμανικών ομάδων, κληρονομιά είναι. Αν χρησιμοποιούν και οι Γερμανοί αθλητικολόγοι στρατιωτική ορολογία όταν αναφέρονται στην Εθνική τους δεν το ξέρω. Αλλά, μα την αλήθεια, το να περιγράφουμε μια ομάδα, ειδικά τη γερμανική, με γλώσσα μιλιτέρ, σαν να περιγράφουμε τη δράση μεραρχίας, έχει πάψει να είναι «φαντεζί» και «έξυπνο» – αν ήταν ποτέ. Ολο για πάντσερ ακούμε και διαβάζουμε. Λες και η παραπομπή στα άρματα μάχης της Βέρμαχτ (και σε «μηχανές» γενικά) είναι ο μόνος τρόπος για να πούμε πως οι Γερμανοί παίζουν δυνατά, επιθετικά, επιβλητικά ή ό,τι άλλο. Λες και δεν ξέρουμε τι είναι τα γερμανικά πάντσερ στη μνήμη των παλαιοτέρων.
Αποφάσισαν δηλαδή και διέταξαν να λέμε σφαίρα την μπάλα, επαναφορά της σφαίρας το αράουτ (που πια συνηθίζεται ως πλάγιο άουτ), βολή το σουτ, επανορθωτικό λάκτισμα το πέναλτι, γωνιαίον λάκτισμα το κόρνερ, εκτίναξη το πλονζόν, κτυπώ την σφαίρα προς το κέντρον το σεντράρω και άλλα ευήθη. Οχι να λέμε και πλονζόν και εκτίναξη, και τερματοφύλακας και γκολκίπερ, και γκολ και τέρμα, προς Θεού (που και για τους χουντικούς, Ελληνας ήταν), αλλά αποκλειστικά εκτίναξη, τερματοφύλακας, τέρμα. Κάπου θα έχει σωθεί η απαγορευτική διαταγή στα αρχεία της ΝΕΡΙΤ, που στελεχώνεται με διαφάνεια και αξιοκρατία και –προς Θεού και πάλι– μακριά από κομματικές εξαρτήσεις.
Η ποδοσφαιρική γλώσσα κορφολογάει από παντού και ταυτόχρονα (από τις τέχνες λ.χ. και τη στρατιωτική ορολογία), ανάλογα με τη γλωσσική ικανότητα και τα πνευματικά εφόδια του περιγραφέα ή γραφέα. Ειδικά όσον αφορά την προφορική εκδοχή της αθλητικής εν γένει «γλώσσας», στην περιγραφή ποδοσφαιρικών ή μπασκετικών αγώνων, οι επαγγελματίες χρήστες της χωρίζονται σε όσους μιλούν για να δείξουν, υπηρετώντας το αυτί και το μάτι του ακροατή ή του τηλεθεατή, και σε όσους μιλούν για να δειχτούν· στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν όσοι αρέσκονται ν’ ακούν τον εαυτό τους, εξ ου και η σχετικά καινοφανής λογιοσύνη ή και λογοτεχνίτιδα, αλλά και η επιστροφή μιας κάποιας καθαρεύουσας από το παραπόρτι.
Αρκετά «καλολογικά στοιχεία», πάντως, έχουν πολύχρονη ζωή και περνούν από σπορτκάστερ σε σπορτκάστερ, έστω κι αν δεν είναι πια γνωστό σε τι αντιστοιχούσαν αρχικά και τι απέδιδαν εν συντομία. Και όσα λήμματα συνδέονται με περιγραφές αγώνων των γερμανικών ομάδων, κληρονομιά είναι. Αν χρησιμοποιούν και οι Γερμανοί αθλητικολόγοι στρατιωτική ορολογία όταν αναφέρονται στην Εθνική τους δεν το ξέρω. Αλλά, μα την αλήθεια, το να περιγράφουμε μια ομάδα, ειδικά τη γερμανική, με γλώσσα μιλιτέρ, σαν να περιγράφουμε τη δράση μεραρχίας, έχει πάψει να είναι «φαντεζί» και «έξυπνο» – αν ήταν ποτέ. Ολο για πάντσερ ακούμε και διαβάζουμε. Λες και η παραπομπή στα άρματα μάχης της Βέρμαχτ (και σε «μηχανές» γενικά) είναι ο μόνος τρόπος για να πούμε πως οι Γερμανοί παίζουν δυνατά, επιθετικά, επιβλητικά ή ό,τι άλλο. Λες και δεν ξέρουμε τι είναι τα γερμανικά πάντσερ στη μνήμη των παλαιοτέρων.
Παντελής Μπουκάλας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου