Μέσα
στην Κατοχή, πριν από 70 χρόνια, στις 23 Μάη του 1942, έφευγε από τη ζωή ο
Παναγιώτης Τούντας, ο διασημότερος συνθέτης της Σμυρναίικης Σχολής. Πολυγραφότατος
δημιουργός (συνθέτης, στιχουργός, οργανοπαίχτης, μαέστρος) ο Π. Τούντας άφησε
ένα ποικίλο συνθετικό έργο, ενώ μαζί με τους άλλους μεγάλους Μικρασιάτες
μουσικούς συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση του ρεμπέτικου τραγουδιού στην
Ελλάδα.
Εξαίρετος
γνώστης της ευρωπαϊκής μουσικής, στα τραγούδια του ανέμειξε παραγωγικά
ανατολικά και δυτικά μουσικά στοιχεία, δημιουργώντας εξαίσιες μελωδικές
«χημείες» διαφορετικών ειδών: Αστικά λαϊκά, αμανέδες, δημοτικά, ρεμπέτικα,
ελαφρά τραγούδια. «Δημητρούλα», «Γκαρσόνα», «Αερόπλανο θα πάρω», «Αμάν,
Κατερίνα μου», «Κουβέντα με το Χάρο», «Μπήκε ο χειμώνας», «Είν' ευτυχής ο
άνθρωπος», «Η Λιλή η σκανταλιάρα», «Πασαλιμανιώτισσα», «Χαρικλάκι», «Το κουκλί
της Κοκκινιάς», είναι κάποια από τα γνωστότερα τραγούδια του, που πέρασαν στη
δισκογραφία, μέσα από τις ερμηνείες των σημαντικότερων τραγουδιστών της εποχής:
Ρίτα Αμπατζή, Ρόζα Εσκενάζυ, Κάκια Μένδρη, Μαρίκα Φραντζεσκοπούλου, Κώστας
Νούρος, Αντώνης Νταλγκάς, Γιώργος Παπασιδέρης, Στελλάκης Περπινιάδης, Κώστας
Ρούκουνας, Ευάγγελος Σωφρονίου, κ.ά.
Βαθύς
γνώστης της ανατολικής και δυτικής μουσικής
Ο
Παναγιώτης Τούντας γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1886, σε πλούσια οικογένεια, που του
έδωσε τη δυνατότητα να ασχοληθεί από μικρός με τη μουσική. Από παιδί άρχισε να
παίζει μαντολίνο, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα συμμετείχε στη Σμυρναίικη
Εστουδιαντίνα του Σιδέρη, που έμεινε γνωστή με το όνομα «Τα Πολιτάκια», το
περίφημο μουσικό εργαστήρι, στο οποίο μαθήτευσαν πολλοί μουσικοί, τραγουδιστές
και δημιουργοί. Ως μέλος διαφόρων μουσικών σχημάτων, που έκαναν περιοδείες
εκτός Σμύρνης, ταξίδεψε σε χώρες της Βόρειας Αφρικής και Ευρώπης, ψυχαγωγώντας
Ελληνες της διασποράς και μελετώντας παράλληλα τα κατά τόπους μουσικά ρεύματα,
με αποτέλεσμα να γίνει βαθύς γνώστης της ανατολικής αλλά και της δυτικής
μουσικής κουλτούρας.
Με
τον ερχομό του στην Ελλάδα, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, δουλεύει αρχικά
παίζοντας μαντολίνο, ενώ το 1924 ηχογραφεί σε ελληνικό έδαφος το πρώτο του
τραγούδι με τίτλο «Η Σμυρνιά», με την Αθηναϊκή Εστουδιαντίνα του Τάσου Μαρίνου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι είναι ο πρώτος συνθέτης της δισκογραφίας στην Ελλάδα
που το όνομά του αναφέρεται σε ετικέτα δίσκου. Την ίδια χρονιά αναλαμβάνει τη
διεύθυνση του ελληνικού παραρτήματος της δισκογραφικής εταιρείας «Odeon», ενώ από το 1931 και για πολλά χρόνια είχε
τη διεύθυνση της «Columbia».
Για πολλά χρόνια, εκτός από ενορχηστρωτής, παίζει το σημαντικό ρόλο του
υπεύθυνου ρεπερτορίου και ταυτόχρονα είναι αυτός που αναζητά νέους δημιουργούς
και ερμηνευτές. Μέσα από τη δουλειά του και με τις υποδείξεις του θα περάσουν
στη δισκογραφία αρκετοί σπουδαίοι ερμηνευτές, όπως οι Κώστας Ρούκουνας,
Στελλάκης Περπινιάδης, Βαγγέλης Σωφρονίου, Ρίτα Αμπατζή, Ρόζα Εσκενάζυ και
πολλοί άλλοι.
Ως
δημιουργός είναι από τους κορυφαίους, με μεγάλη ποικιλία τραγουδιών, τόσο ως
προς το μουσικό φάσμα όσο και ως προς το θεματικό περιεχόμενό τους. Από το 1924
μέχρι το 1941 θα ηχογραφήσει περισσότερα από 300 τραγούδια. Ιδιαίτερα στο
διάστημα 1924 - 1934 καλύπτει μόνος του πάνω από το 50% της ελληνικής
δισκογραφίας. Μέσα στα τραγούδια του μεταφέρθηκαν πολλές παραδοσιακές
μικρασιατικές μελωδίες, ενώ έγραψε πολλά πρωτότυπα κλασικά λαϊκά τραγούδια. Ενδεικτικό
της επιτυχίας του είναι ότι συχνά τα τραγούδια του επανεκδίδονταν ταυτόχρονα
από όλες τις εταιρείες δίσκων. Μέχρι το 1935 ο Παναγιώτης Τούντας και ο
Βαγγέλης Παπάζογλου στάθηκαν οι στυλοβάτες του λαϊκού μας τραγουδιού,
χαράζοντας νέα πορεία.
Μετά
την επικράτηση των μπουζουκιών και του πειραιώτικου στιλ του Μάρκου, ο Π.
Τούντας έγραψε κι αυτός στο νέο ύφος, συνεργαζόμενος με τους περισσότερους
νέους μουσικούς και τραγουδιστές. Ο ίδιος, κυρίως λόγω της αστικής καταγωγής
του, δεν είχε σχέσεις με τη ζωή και τη συμπεριφορά των μελών της πειραιώτικης
μαγκιάς. Ασχολήθηκε όμως με τα προβλήματα και τα «πάθη» τους, γράφοντας μερικά
από τα ωραιότερα βαριά ρεμπέτικα, που καθιερώθηκαν από μεγάλους δεξιοτέχνες
μπουζουξήδες σαν τραγούδια επίδειξης και ανάπτυξης αυτοσχεδιασμού.
«Είμαι
εργάτης τιμημένος...»
Ο
Παναγιώτης Τούντας ζει σε μια εποχή που το εργατικό κίνημα κάνει τα πρώτα του
βήματα. Παρά τα εμπόδια και το φόβο από τις συντηρητικές κυβερνήσεις του
Μεσοπολέμου, ο δημιουργός έδειξε ένα ασυνήθιστο ενδιαφέρον για τα πολιτικά
θέματα, ενώ είναι αυτός που εισήγαγε την έννοια της «τιμημένης εργατιάς» μέσα
στο λαϊκό τραγούδι. Γράφει τραγούδια που εκφράζουν τους φτωχούς και δείχνουν
περιφρόνηση απέναντι στον πλούτο και τους πλούσιους.
Το
1932, με το «μανδύα» ενός ερωτικού τραγουδιού, ο Τούντας «πέρασε» τον «Εργάτη»
με τη συγκλονιστική ερμηνεία του Κώστα Ρούκουνα: «Εκατό δραχμές τη μέρα παίρνω
/ τζιβαέρι μου / πες της μάνας σου πως θέλω / να σε κάνω ταίρι μου / Είμαι
εργάτης τιμημένος / όπως όλη η εργατιά / και τεχνίτης προκομμένος / λεοντάρι
στη δουλειά». Τραγούδι ταξικής συνειδητοποίησης, ο «Εργάτης» εκφράζει την
περηφάνια του προλεταριάτου όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για όλη την
κοινωνική τάξη στην οποία ανήκει.
Αξίζει
να σημειωθεί ότι ο Π. Τούντας είδε με συμπάθεια, ακόμη και με θαυμασμό την
προσπάθεια της γυναίκας να βγει από το σπίτι και να κατακτήσει τον εργασιακό
στίβο και να χειραφετηθεί. Στην περιβόητη «Μπολσεβίκα» του - λέξη ταμπού και
εξαιρετικά επικίνδυνη για την εποχή με την οποία τιτλοφόρησε το τραγούδι του ο
Π. Τούντας, η Ρόζα Εσκενάζυ ως γκαρσόνα δίνει μια εικόνα ανεξάρτητης γυναίκας:
«Εγώ είμαι η Μπολσεβίκα / με τ' αλάνια θα γλεντώ / ρετσίνα θα ρουφάω / γλυκά
τραγουδάω / μεγαλεία δεν ψηφάω / και τους μάγκες θ' αγαπώ». Η «Μπολσεβίκα»
θυμίζει τις άλλες περήφανες γυναικείες φυσιογνωμίες του δημιουργού, που
προέρχονται από τις λαϊκές τάξεις, όπως τη «μόρτισσα Κική» που περιφρονεί τα
πλούτη και θέλει να βρει άντρα εργάτη, όπως τραγούδησε στο «Φτώχεια μαζί με την
τιμή» η Ρίτα Αμπατζή: «Δε θέλω πλούτη και καλά / μ' αρέσει η φτώχεια και η
εργατιά / κι αν παντρευτώ με τον καιρό / άντρα εργάτη θε να βρω / φτώχεια μαζί
με την τιμή / θέλω να ζήσω μια στιγμή». Η αναφορά στις κοινωνικές διαφορές
είναι κάτι σύνηθες στη δημιουργία του Τούντα, ενώ τραγούδια του που αναφέρονται
σε επαγγέλματα («Το σωφεράκι», «Τα ψαραδάκια», «Η γκαρσόνα» κ.λπ.), συνέπεσαν
με αγώνες του εργατικού κινήματος της χώρας μας.
Λογοκριμένη
«Βαρβάρα»
Κόκκινο
πανί για τη δικτατορία του Μεταξά έγινε το σατιρικό τραγούδι «Βαρβάρα» του Π.
Τούντα, το οποίο απαγορεύτηκε και χρησιμοποιήθηκε σαν αφορμή να επιβληθεί η
ξακουστή Επιτροπή Λογοκρισίας, που φίμωσε το λαϊκό τραγούδι. Φημολογείται πως η
«Βαρβάρα» είναι δημιουργία του Γιοβάν Τσαούς και πως ο Τούντας ανέλαβε την
ευθύνη ως πιο «ευυπόληπτος» πολίτης, μήπως και γλιτώσουν την καταδίκη. Το
τραγούδι σατίριζε κάποια κοπέλα της «καλής κοινωνίας», που είχε διάφορες
νυχτερινές περιπέτειες στις ακρογιαλιές του Σαρωνικού. Τα έξυπνα, σεξουαλικά
υπονοούμενα του τραγουδιού θεωρήθηκαν από τους φασίστες του Μεταξά άκρως
προσβλητικά για τη «δημόσια αιδώ», καθώς φήμες ισχυρίζονταν επίμονα ότι οι
στίχοι σατίριζαν την κόρη του Μεταξά.
Ο
Τούντας οδηγήθηκε στο δικαστήριο και καταδικάστηκε σε βαρύ χρηματικό πρόστιμο. Το
τραγούδι απαγορεύτηκε και οι χωροφύλακες έσπασαν όλους τους δίσκους με τη
«Βαρβάρα» που κυκλοφορούσαν στα μαγαζιά. Μάλιστα, η Επιτροπή Λογοκρισίας που
επιβλήθηκε δεν αρκέστηκε μόνο στη λογοκρισία των στίχων, αλλά πετσόκοψε και τη
μουσική πολλών τραγουδιών, σε μια προσπάθεια να εξαφανίσει οτιδήποτε θύμιζε
Ανατολή. Ετσι αποκλείστηκαν από τη δισκογραφία οι Γιώργος Μπάτης, Ανέστης
Δελιάς, Γιοβάν Τσαούς και άλλοι δημιουργοί με «τολμηρό» στίχο, αλλά και ο
μεγάλος Βαγγέλης Παπάζογλου, που αρνήθηκε να υποβληθεί σε οποιαδήποτε
λογοκρισία, ενώ οι υπόλοιποι που συνέχισαν αναγκάστηκαν να προσαρμόσουν τα
τραγούδια τους.
Η
θέση του Παναγιώτη Τούντα στις δισκογραφικές εταιρείες αποδυναμώθηκε. Συνέχισε
όμως να ηχογραφεί τραγούδια (με χαμηλότερη πάντως συχνότητα) μέχρι το κλείσιμο
των δισκογραφικών εταιρειών από τους Γερμανούς το 1941. Στην τελευταία αυτή
περίοδο της δουλειάς του θα συνεργαστεί με τους περισσότερους γνωστούς
μουσικούς και τραγουδιστές (Βασίλη Τσιτσάνη, Στέλιο Κερομύτη, Στράτο Παγιουμτζή
κ.ά.) και θα γράψει μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια του, όπως το «Είν'
ευτυχής ο άνθρωπος», ένα από τα καλύτερα προπολεμικά ζεϊμπέκικα, με τον Στράτο
Παγιουμτζή (φωνή) και το νεαρό Μανώλη Χιώτη (μπουζούκι). Ρ.Σ.
4 σχόλια:
Καλημέρα,
Μου αρέσει ο Παναγιώτης Τούντας γιατί πρώτα απ'όλα ήταν Σμυρνιός και τα τραγούδια του μου είναι πολύ οικεία . Αλλά και για τον τρόπο που πρόβαλε διάφορες γυναικείες φυσιογνωμίες, της προσφυγοπούλας, της τσαχπίνας, της μερακλούς. Αποπνέουν ένα αέρα χειραφέτησης σε εποχές που και η λέξη μάλλον ήταν άγνωστη.
Η " Βαρβάρα " μου έφερε στο νου το διήγημα του Δημήτρη Χατζή, Ένα τραγούδι στην Αθήνα. Το τραγούδι χρησιμοποιείται σαν σύνθημα:
" Η Βαρβάρα κάθε βράδυ,
στη Γλυφάδα ξενυχτάει...
Το τραγούδι δεν είχε κανένα νόημα. Μα η φωνάρα γίνηκε σιγά σιγά ένα μήνυμα για όλους, ένα σύνθημα για τους μεγάλους και τους μικρούς, τα παλικάρια και τους φοβισμένους. Οι καρδιές τους γαλήνευαν όλες, δεν τους είχε γελάσει ποτές με το μήνυμά του: Οι Γερμανοί δεν ήταν σήμερα στη δική τους τη γειτονιά, ο θάνατος δεν είναι πίσω απ’ την πόρτα. Τα παράθυρα ανοίγαν στο πέρασμά του, οι ανθρώποι ξεμύτιζαν ξεθαρρεμένοι να καλωσορίσουν τη μέρα που την έφερνε αυτός με το καρότσι, με τη Βαρβάρα, με τη φωνάρα του κι όλο κατέβαινε από δρόμο σε δρόμο να τους φέρει το μήνυμά του, ξυπόλητος, απροσμάχη
Η Βαρβάρα κάθε βράδυ…"
Η Κυριακή σήμερα είναι υπέροχη, να την απολαύσετε.
εξαιρετική δημοσίευση, συγχαρητήρια!!!
Μου αρέσουν πολύ τα ρεμπέτικα που τα γνώρισα όταν σπούδαζα.
Μου έδωσες ιδέα να κάνω κι εγώ αφιέρωμα σε ρεμπέτες που δεν είναι ίσως και τόσο γνωστοί.
Πολυγραφότατε φίλε Οικοδόμε, η ανάρτηση σου άξια επαίνων.
Η ιστορική αναδρομή στο ρεμπέτικο με αναφορά στο έργο του μεγάλου συνθέτη Παναγιώτη Τούντα, μας επανέφερε στη μνήμη τραγούδια αξέχαστα-διαχρονικά, με τα οποία έχουν μεγαλώσει γενιές ελλήνων.
Ρεμπέτικο βιωματικό υλικό.
Τιμή και δόξα στους ρεμπέτες!
Δημοσίευση σχολίου