Η μάνα του δολοφονημένου απεργού Τάσου Τούση από τη Θεσσαλονίκη, είναι η ίδια μάνα, του δολοφονημένου Παλαιστίνιου Αμτζάντ Μλεϊτάτ από τη Ναμπλούς, είναι οι μάνες των Πακιστανών Χομαγιούν Ανγάρ και Βακάρ Αχμέντ, που θυσίασαν τη ζωή τους στο Κρυονέρι, είναι η μάνα του Αφγανιστάν, του Ιράκ, της Συρίας, όλου του κόσμου. Η μάνα όποιου αγαπάει τη ζωή και γι’ αυτό την προσφέρει απλόχερα στους συνανθρώπους του. Η χαροκαμένη μάνα θρηνεί το σπλάχνο το μονάκριβό της. Τον θρήνο της πήρε η Τέχνη και τον πέρασε στην Αθανασία, σαν το μονάκριβο παιδί της.
Ι
Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,
πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;
Γιόκα μου, ἐσὺ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Ποὺ μάντευες τί πέρναγα κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου,
τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα
καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα;
Πουλί μου, ἐσὺ ποὺ μοῦ ῾φερνες νεράκι στὴν παλάμη
πῶς δὲ θωρεῖς ποὺ δέρνουμαι καὶ τρέμω σὰν καλάμι;
Στὴ στράτα ἐδῶ καταμεσὶς τ᾿ ἄσπρα μαλλιά μου λύνω
καὶ σοῦ σκεπάζω τῆς μορφῆς τὸ μαραμένο κρίνο.
Φιλῶ τὸ παγωμένο σου χειλάκι ποὺ σωπαίνει
κι εἶναι σὰ νὰ μοῦ θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει.
Δὲ μοῦ μιλεῖς κι ἡ δόλια ἐγὼ τὸν κόρφο δές, ἀνοίγω
καὶ στὰ βυζιὰ ποὺ βύζαξες τὰ νύχια, γιέ μου μπήγω.
Α' μέρος
1. Που πέταξε τ' αγόρι μου,
2. Χείλι μου μοσχομύριστο,
3. Μέρα Μαγιού.
Μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, ερμηνεία του
Γρηγόρη Μπιθικώτση (Δεύτερη φωνή η Καίτη Θύμη).
II
Κορώνα μου, ἀντιστύλι μου, χαρὰ τῶν γερατειῶ μου,
ἥλιε τῆς βαρυχειμωνιᾶς, λιγνοκυπάρισσό μου,
Πῶς μ᾿ ἄφησες νὰ σέρνουμαι καὶ νὰ πονῶ μονάχη
χωρὶς γουλιά, σταλιὰ νερὸ καὶ φῶς κι ἄνθο κι ἀστάχυ ;
Μὲ τὰ ματάκια σου ἔβλεπα τῆς ζωῆς κάθε λουλούδι,
μὲ τὰ χειλάκια σου ἔλεγα τ᾿ αὐγερινὸ τραγούδι.
Μὲ τὰ χεράκια σου τὰ δυό, τὰ χιλιοχαϊδεμένα,
ὅλη τη γῆς ἀγκάλιαζα κι ὅλ᾿ εἴτανε γιὰ μένα.
Νιότη ἀπ᾿ τὴ νιότη σου ἔπαιρνα κι ἀκόμη ἀχνογελοῦσα,
τὰ γερατειὰ δὲν τρόμαζα, τὸ θάνατο ἀψηφοῦσα.
Καὶ τώρα ποὺ θὰ κρατηθῶ, ποὺ θὰ σταθῶ, ποὺ θἄμπω,
ποὺ ἀπόμεινα ξερὸ δεντρὶ σὲ χιονισμένο κάμπο;
Γιέ μου, ἂν δὲ σοὖναι βολετὸ νἀρθεῖς ξανὰ σιμά μου,
πᾶρε μαζί σου ἐμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.
Κι ἂν εἶν᾿ τὰ πόδια μου λιγνά, μπορῶ νὰ πορπατήσω
κι ἂν κουραστεῖς, στὸν κόρφο μου, γλυκὰ θὰ σὲ κρατήσω.
Β' μέρος
4. Βασίλεψες αστέρι μου,
5. Ήσουν καλός,
6. Στο παραθύρι στεκόσουν.
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης.
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος.
Μπουζούκι: Μανώλης Χιώτης.
Ερμηνεία: Μαίρη Λίντα
III
Μαλλιὰ σγουρὰ ποὺ πάνω τους τὰ δάχτυλα περνοῦσα
τὶς νύχτες ποὺ κοιμόσουνα καὶ πλάϊ σου ξαγρυπνοῦσα,
Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο καὶ κοντυλογραμμένο,
καμάρα ποὺ τὸ βλέμμα μου κούρνιαζε ἀναπαμένο,
Μάτια γλαρὰ ποὺ μέσα τους ἀντίφεγγαν τὰ μάκρη
πρωινοῦ οὐρανοῦ, καὶ πάσκιζα μὴν τὰ θαμπώσει δάκρυ,
Χείλι μου μοσκομύριστο ποὺ ὡς λάλαγες ἀνθίζαν
λιθάρια καὶ ξερόδεντρα κι ἀηδόνια φτερουγίζαν,
Στήθεια πλατιὰ σὰν τὰ στρωτὰ φτερούγια τῆς τρυγόνας
ποὺ πάνωθέ τους κόπαζε κ᾿ ἡ πίκρα μου κι ὁ ἀγώνας,
Μπούτια γερὰ σὰν πέρδικες κλειστὲς στὰ παντελόνια
ποὺ οἱ κόρες τὰ καμάρωναν τὸ δείλι ἀπ᾿ τὰ μπαλκόνια,
Καὶ γώ, μὴ μοῦ βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο ἄντρα,
σοῦ κρέμαγα τὸ φυλαχτὸ μὲ τὴ γαλάζια χάντρα,
Μυριόρριζο, μυριόφυλλο κ᾿ εὐωδιαστό μου δάσο,
πῶς νὰ πιστέψω ἡ ἄμοιρη πῶς μπόραε νὰ σὲ χάσω;
Γ' μέρος
7. Να 'χα τ' αθάνατο νερό, Γρηγόρης Μπιθικώτσης (Δεύτερη φωνή η Καίτη Θύμη).
8. Γλυκέ μου εσύ δεν χάθηκες, Μαίρη Λίντα (Μπουζούκι: Μανώλης Χιώτης).
Μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, ποίηση του Γιάννη Ρίτσου.
ΙV
Γιέ μου, ποιὰ Μοῖρα στὄγραφε καὶ ποιὰ μοῦ τὄχε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιὰ στὰ στήθεια μου ν᾿ ἀνάψει;
Πουρνὸ - πουρνὸ μοῦ ξύπνησες, μοῦ πλύθηκες, μοῦ ἐλούστης
πριχοῦ σημάνει τὴν αὐγὴ μακριὰ ὁ καμπανοκρούστης.
Κοίταες μὴν ἔφεξε συχνὰ - πυκνὰ ἀπ᾿ τὸ παραθύρι
καὶ βιαζόσουν σὰ νἄτανε νὰ πᾶς σὲ πανηγύρι.
Εἶχες τὰ μάτια σκοτεινά, σφιγμένο τὸ σαγόνι
κι εἴσουν στὴν τόλμη σου γλυκός, ταῦρος μαζὶ κι ἀηδόνι.
Καὶ γὼ ἡ φτωχειὰ κ᾿ ἡ ἀνέμελη καὶ γὼ ἡ τρελλὴ κ᾿ ἡ σκύλα,
σοὔψηνα τὸ φασκόμηλο κι ἀχνὴ ἡ ματιά μου ἐφίλα
Μιὰ - μιὰ τὶς χάρες σου, καλέ, καὶ τὸ λαμπρό σου θωρὶ
κι ἀγαλλόμουν καὶ γέλαγα σὰν τρυφερούλα κόρη.
Κι οὐδὲ κακόβαλα στιγμὴ κι οὐδ᾿ ἔτρεξα ξοπίσω
τὰ στήθεια μου νὰ βάλω μπρὸς τὰ βόλια νὰ κρατήσω.
Κι ἔφτασ᾿ ἀργὰ κι, ὤ, ποὺ ποτὲς μὴν ἔφτανε τέτοια ὥρα
κι, ὦ, κάλλιο νὰ γκρεμίζονταν στὸ καύκαλό μου ἡ χώρα.
V
Σήκω, γλυκέ μου, ἀργήσαμε· ψηλώνει ὁ ἥλιος· ἔλα,
καὶ τὸ φαγάκι σου ἔρημο θὰ κρύωσε στὴν πιατέλα.
Ἡ μπλέ σου ἡ μπλοῦζα τῆς δουλειᾶς στὴν πόρτα κρεμασμένη
θὰ καρτεράει τὴ σάρκα σου τὴ μαρμαρογλυμμένη.
Θὰ καρτεράει τὸ κρύο νερὸ τὸ δροσερό σου στόμα,
θὰ καρτεράει τὰ χνῶτα σου τ᾿ ἀσβεστωμένο δῶμα.
Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ γάτα μας στὰ πόδια σου νὰ παίξει
κι ὁ ἥλιος ἀργὸς θὰ καρτερᾷ στὰ μάτια σου νὰ φέξει.
Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ ρούγα μας τ᾿ ἁδρὸ περπάτημά σου
κ᾿ οἱ γρίλιες οἱ μισάνοιχτες τ᾿ ἀηδονολάλημά σου.
Καὶ τὰ συντρόφια σου, καλέ, ποὺ τὶς βραδιὲς ἐρχόνταν
καὶ λέαν καὶ λέαν κι ἀπ᾿ τὰ ἴδια τοὺς τὰ λόγια ἐφλογιζόνταν
Καὶ μπάζανε στὸ σπίτι μας τὸ φῶς, τὴν πλάση ἀκέρια,
παιδί μου, θὰ σὲ καρτερᾶν νὰ κάνετε νυχτέρια.
Καὶ γὼ θὰ καρτεράω σκυφτὴ βραδὶ καὶ μεσημέρι
νἀρθεῖ ὁ καλός μου, ὁ θάνατος, κοντά σου νὰ μὲ φέρει.
...
ΙΧ
Ὦ Παναγιά μου, ἂν εἴσουνα, καθὼς ἐγώ, μητέρα,
βοήθεια στὸ γιό μου θἄστελνες τὸν Ἄγγελο ἀπὸ πέρα.
Κι, ἄχ, Θέ μου, Θέ μου, ἂν εἴσουν Θεὸς κι ἂν εἴμασταν παιδιά σου
θὰ πόναγες καθὼς ἐγώ, τὰ δόλια πλάσματά σου.
Κι ἂν εἴσουν δίκειος, δίκαια θὰ μοίραζες τὴν πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδὶ νὰ φάει καὶ νὰ χορτάσει.
Γιέ μου, καλὰ μοῦ τἄλεγε τὸ γνωστικό σου ἀχεῖλι
κάθε φορὰ ποὺ ὁρμήνευε, κάθε φορὰ ποὺ ἐμίλει:
Ἐμεῖς ταγίζουμε ζωὴ στὸ χέρι: περιστέρι,
κ᾿ ἐμεῖς οὔτ᾿ ἕνα ψίχουλο δὲν ἔχουμε στὸ χέρι.
Ἐμεῖς κρατᾶμε ὅλη τὴ γῆς μὲς στ᾿ ἀργασμένα μπράτσα
καὶ σκιάχτρα στέκουνται οἱ Θεοὶ κι ἀφέντη ἔχουνε φάτσα.
Ἄχ, γιέ μου, πιὰ δὲ μοὔμεινε καμιὰ χαρὰ καὶ πίστη,
καὶ τὸ χλωμὸ καὶ τὸ στερνὸ καντήλι μας ἐσβήστη.
Καί, τώρα, ἐπὰ σὲ ποιὰ φωτιὰ τὰ χέρια μου θ᾿ ἀνοίγω,
τὰ παγωμένα χέρια μου νὰν τὰ ζεστάνω λίγο;
5 σχόλια:
Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατον μου τέκνον
Πού έδυ σου το κάλλος;
Δεν υπάρχει μεγαλύτερος πόνος από το να χάνει μια μάνα το παιδί της και είναι ακόμη μεγαλύτερος όταν αυτό βρίσκεται στην ξενιτειά.
Σκέφτομαι την αγωνία αυτών των μανάδων και το σπαραγμό του σώματος και της ψυχής τους και πονάω.
Εξαιρετική και βαθιά ανθρώπινη η ανάρτηση σου
Καλό βράδυ
Ακριβως αυτο λεω και γω...Φιλε...
Η θυσια των εκατομμυριων, οπου γης Ναζωραιων...
Και ο Επιταφιος θρηνος των Μητερων..
Θα ποτισουν και θα πραγματωσουν την Ανασταση...!!
Αυτο ειναι...!!
Ο Λαός τραβούσε και τραβά το Γολγοθά του!
Θα τον αποφύγει τελεσίδικα μόνον όταν αποφασίσει να... πει άλλο "τροπάρι"!
Πέρασαν 24 χρόνια από το τραγικό αυτοκινητιστικό ατύχημα του αδελφού μου Νικόλα, 40 ετών τότε. Η μανούλα μου, που ήταν ένας άγγελος με όλους τους ανθρώπους, δεν άντεξε για πολύ. Δεν ξέρω πως να το εξηγήσω, κάθε φορά που πήγαινα σπίτι έκρυβε τον πόνο της και πεταγότανε από το κρεβάτι και μ’ αγκάλιαζε, παιδάκι μου να σου φτιάξω κάτι να φας, πονάει το κεφαλάκι σου, όλοι καλά στο σπίτι; Η ίδια υπέφερε από προχωρημένη οστεοπόρωση και καρδιοπάθεια, μα μετά το ατύχημα με κοίταζε στα μάτια με λαχτάρα και φόβο.
Τα ηρωικά παλικάρια Χομαγιούν Ανγάρ και Βακάρ Αχμέντ έδωσαν μαθήματα ανθρωπιάς και αυτοθυσίας. Ας παραδειγματίζονται κάποιοι που πρωί, μεσημέρι, βράδυ, βγάζουν ρατσιστικές κορώνες για λίγα και μόνο ψηφουλάκια. Είχαν κι’ αυτά μανάδες κύριε ….φύρερ και τώρα αναμένουν τις σωρούς, αν βρεθούν τα χρήματα. Τι ντροπή για το ελληνικό κράτος, για την ελληνική βουλή, για την ελληνική κοινωνία!
Ένα δάκρυ για όλες αυτές τις χαροκαμένες μάνες γιατί είναι αβάσταχτος ο πόνος τους.
Είναι όμως καιρός για την Ανάσταση-Επανάσταση των καταπιεσμένων, σήμερα όχι αύριο!
Εύχομαι σε όλους Καλή Ανάσταση και Καλό Πάσχα.
Τέτοιες μέρες ήταν (Πάσχα 1947) που γράφτηκε η τραγωδία της Νιάλας στις Αγραφιώτικες βουνοκορφές, όταν οι αντάρτες του ΔΣΕ πραγματοποίησαν την ηρωϊκή ανάβαση στο φονικό βουνό μέσω μιας άγριας χιονοθύελλας που στοίχισε πολλές ζωές!
Γι' αυτό λέω: μέγας ο γολγοθάς των λαών στο δρόμο της κοινωνικής απελευθέρωσης.
Εύχομαι καλή "ΑΝΑΣΤΑΣΗ" αδερφέ Οικοδόμε και καλή ΞΑΣΤΕΡΙΑ!
Δημοσίευση σχολίου