Παραμονές των Χριστουγέννων του 1803 πέφτει η μαύρη ταφόπλακα της ερημιάς στο Σούλι. Χρόνους πολλούς πολέμαγε τους Σουλιώτες ο Αλής κι εκείνοι, αετοί βιγλάτορες, δεν τούκαναν το χατίρι. Μα να που τώρα, από μια μπαμπεσιά, σκύβουν το κεφάλι, παίρνουν των ομματιών τους και σκορπίζουν στους πέντε ανέμους. Ψηλά, απ’ το Κούγκι, ο γέροντας Σαμουήλ τούς στέλνει τον τελευταίο του χαιρετισμό, με τον αναμμένο δαυλό και τον αχό της θυσίας, έτσι για να μη χάσουν στο φευγιό, τον δρόμο και τον χτύπο της καρδιάς τους. Πίσω, στ’ απάτητα λημέρια τους, στο Σούλι, στη Σαμονίβα, στην Κιάφα και στον Αβαρίκο, στα χώματα του Τετραχωριού, μένουν τα χνάρια της περήφανης ζωής τους. Μένουν τα πετροκάλυβα κι οι κούλιες, σημαδεμένες απ’ το μπαρούτι.
Οι φάρες, χωρισμένες σε ομάδες, ακολουθούν, η κάθε μια, τον δικό τους δρόμο. Άλλες για την Κέρκυρα και τ’ άλλα Επτανήσια, άλλες για τον κάμπο της Άρτας και της Πρέβεζας κι άλλες για Μεσολόγγι και του Ξηρόμερου τα μέρη. Η φάρα των Μπεκαίων τραβά για τα Τζουμέρκα. Εκεί όπου δεν πατούσε εχθρού πόδι. Να στήσουν μια καινούργια ζωή ήθελαν, να ριζώσουν τις φαμελιές τους και να μη δίνουν λόγο παρά στον εαυτό τους και στον Θεό. Κι απλώθηκαν σ’ όλα τα Τζουμερκοχώρια, στο Βουργαρέλι, στα Πράμαντα ώς τους Μελισσουργούς, στην καρδιά της Πίνδου. Εκεί, στα κορφοβούνια, που πρωτοφιλούν τον ήλιο κι όπου φωλιάζουν αετοί και γεράκια.
Ήξεραν από τραχιά μέρη. Σάματις στο Σούλι ήταν αλλιώς; Εκεί μόνο η πέτρα κι η ξερολιθιά στέριωνε. Εδώ, στα Τζουμέρκα, ας ήταν καλά και τα πολλά νερά που χύνονταν από πάνω, κατάκορφα από την ψηλότερη Κακαρδίτσα, κι έφταναν ώς κάτω στη θάλασσα, χαρίζοντας ζωή στο διάβα τους.
Ξενοχωρίτες ήταν; Ποτέ δεν ένιωσαν ως τέτοιοι. Γιατί σε τούτα τα μέρη έδωσαν το αίμα τους για τη λευτεριά και χάθηκαν στο χώμα τους πολλά Σουλιώτικα παλικάρια. Κι ύστερα σε τούτες τις βουνοκορφές λημέριαζαν κι άλλοι, που ζητούσαν δίκιο και στον ήλιο μοίρα. Οι Κατσαντωναίοι, ο Γώγο Μπακόλας, ο Καραϊσκάκης κι άλλοι, είχαν τις κρυψώνες τους στις σπηλιές των Τζουμέρκων. Να μην τους βλέπει εχθρού μάτι και να του ρίχνονται στην ανάγκη, σαν φαντάσματα.
Τα Τζουμέρκα διάλεξαν να κάνουν τη νέα τους πατρίδα. Κι έγιναν φίλοι με τους ντόπιους, όπου ήταν εκεί από πολύ παλιά, απ’ τον καιρό των Αθαμάνων ακόμη. Και τι τάχα είχαν να χωρίσουν απ’ αυτούς; Την ίδια γλώσσα μίλαγαν, τον ίδιο καημό είχαν. Να δουν λεύτερη την πατρίδα ήθελαν, μακριά από δυνάστη.
Και στέριωσαν για τα καλά στο νέο τόπο. Και με τον καιρό έγιναν όλοι ένα. Άμαθοι στην πάλη με τη γη, δεν έκαναν πίσω. Έβαλαν πλάτη στο αλέτρι, να καρπίσει ο τόπος, κάνανε τσελιγκάτα κι έμαθαν την τέχνη της πέτρας στα μπουλούκια των μαστόρων. Άφησαν το ντουφέκι παράμερα, με την έγνοια πως και από δω το μάτι του δυνάστη δεν ξεμακραίνει. Χτίσαν σπίτια πέτρινα, δίπατα και τρίπατα, ηλιόφωτα, σιμά στους δικούς τους, που φέραν σε μαντήλια μυρωμένα τα κόκαλά τους, μέσα στους κόρφους τους. Να χουν να τους θυμούνται και νάναι μαζί στη νέα τους ζωή.
Πάντρεψαν παιδιά, συμπεθέρεψαν, έγιναν νουνοί και κουμπάροι κι ύστερα δημογέροντες, κατά πως τόθελε η παράδοση του τόπου. Να μην κοιτάζει ο καθείς το κονάκι του, μα να νοιάζεται και για τους κοντινούς του. Για όλο το χωριό και τους χωριανούς. Πήραν κι έδωσαν συνήθειες. Σμίχτηκαν με τη γη και τα ζωντανά της. Κι ήταν αυτά που τους έδωσαν ζωή να πορεύονται στο χρόνο.
Άλλη χαρά σε τούτα τα μέρη. Αετόμορφα και λεύτερα. Όχι πως δεν τάφτανε ο δυνάστης, μα έπρεπε να λογιάσει πολύ για να τα σιμώσει. Κι ήταν ύστερα οι κορφές, τα λόγγια κι οι σπηλιές, τα μονοπάτια, που τάμαθαν ένα προς ένα, για καταφύγιο στη δύσκολη στιγμή. Ήταν αλλιώς το χάραμα εδώ, με τον βουνίσιο αγέρα και του ελατιού το θρόισμα.
Χρόνους πολλούς μετά, το 1863, στους Μελισσουργούς, στο τελευταίο χωριό των κεντρικών Τζουμέρκων, εκεί όπου σταματάει η δημοσιά κι αρχίζουν τα βουνίσια μονοπάτια, για να ριχτείς πίσω στα Θεοδώριανα και στη Θεσσαλία, συνάχτηκαν τ’ Αϊ-Γιωργιού στο μεσοχώρι, στα μαγαζιά που το λένε, οι δημογέροντες και χωριανοί απ’ όλα τα γύρω χωριά.
Ήταν καιρός τώρα που ο Τζουμέρκας ξερνούσε από τα σπλάχνα του καταρράκτες, που χύνονταν θυμωμένοι σ’ όλο τον τόπο, μέσα απ’ την αγκαλιά του Άραχθου, για να ηρεμήσουν, σαν αγιονέρι, κάτω στον Αμβρακικό.
Ζωή για τούτους τους ανθρώπους τα χιλιάδες γιδοπρόβατα, που σαν ζύγωνε ο χειμώνας, εκεί κατά του Αϊ-Δημητριού, έπρεπε να τα οδηγήσουν στα χειμαδιά. Κι ύστερα πάλι την άνοιξη, λίγο πριν απ’ τ’ Αϊ-Γιωργιού, ν΄ ανηφορίσουν για τα βουνίσια κονάκια τους.
Φορτωμένα τ’ άλογα και τα μουλάρια μ’ όλα τα συγύρια, ζαλικωμένες οι γυναίκες με τα φασκιωμένα τους μωροπαίδια, μπρος και πίσω πιστικοί με τον τσομπανόσκυλων τη βοήθεια, χιλιάδες ζωντανά να κουμαντάρουν, ένα βιος ολάκερο, με μπροστάρηδες τους τσελιγκάδες, έπρεπε να διαβούν τον θεοπόταμο Άραχθο, απ’ τη θέση Πλάκα, κοντά στους Ραφταναίους. Χρόνια τώρα ακολουθούσαν το ίδιο δρομολόι. Πράμαντα, Κουσοβίστα, Άγναντα, Πλάκα. Από εκεί θα περνούσαν τον Άραχθο και θα ρίχνονταν απέναντι στου Ξηροβουνιού τα χωριά, ώσπου να φτάσουν στα χειμαδιά.
Η Πλάκα, ένας μικρός συνοικισμός στις όχθες του Αράχθου, ήταν και ο πρώτος τους σταθμός στο πολυήμερο κοπιαστικό ταξίδι. Εκεί θα κάθονταν για λίγες μέρες, θάπαιρναν μια ανάσα αυτοί και τα ζωντανά τους κι εκεί όπου στήνονταν το αλογοπάζαρο θα έκαναν και τις αγοραπωλησίες τους. Και απ΄ το πέτρινο γεφύρι, όπου ήταν στην Πλάκα, θα συνέχιζαν το ταξίδι τους.
Μα πάνε τρία χρόνια τώρα, που ο φουσκωμένος Άραχθος το γκρέμισε. Δύσκολο το πέρασμα των τσελιγκάτων. Αναγκάζονταν να περιμένουν μέρες πολλές, να πέσει η πλημμύρα, μαστιζόμενα απ’ τη βροχή και το ψύχος. Πεζοί και θαλασσοπνιγόμενοι οι πρατάρηδες, με τ’ άλογα και τα μουλάρια φορτωμένα, ολόκληρα κοπάδια να οδηγήσουν στο πέρασμα του ποταμού, πάνω σε λιθάρια και τσόκαλα, κινδύνευαν, ώσπου να ριχτούν απέναντι.
Το μαρτύριο δεν ήταν δυνατόν να συνεχιστεί. Έπρεπε να γίνει ξανά γεφύρι από έναν καλό πρωτομάστορα, που θα το έφτιαχνε μεγαλύτερο από το προηγούμενο, σε στέρεο έδαφος, αφού ο Άραχθος δεν επέτρεπε μέσα του «λαβωματιές».
Μαζεμένη η δημογεροντία στο μεσοχώρι, στους Μελισσουργούς, ακούν τους μαστόρους, που ήρθαν από τα Πράμαντα, τους Ραφταναίους, την Κόνιτσα και τ’ άλλα μαστοροχώρια του τόπου. Ήταν όλοι τους ξακουστοί. Δεν ήταν πρωτοφερμένοι στη δουλειά. Φημισμένοι σ’ όλα τα Τζουμέρκα κι ακόμη παραπέρα. Ήξεραν καλά τα μυστικά της πέτρας.
Είπαν όλοι τη γνώμη τους οι πρωτομάστοροι. Μα δεν συμφωνούσαν στον τρόπο κατασκευής του γεφυριού και στις διαστάσεις που έπρεπε να λάβει. Βρέθηκαν σε δίλημμα οι δημογέροντες. Ποιον να πρωτοδιαλέξουν; Όλοι τους καλοί κι ο καθένας σοφά τα λέει, κατά πώς πιστεύει.
Το δικαίωμα της προτίμησης του πρωτομάστορα δόθηκε στον πανδοχέα Ιωάννη Λούλη, απ’ το Κοτόρτσι των Κατσανοχωρίων. Τους ήξερε καλά ο Λούλης τους Τζουμερκιώτες. Στο πανδοχείο του, στα Γιάννενα, έβρισκαν φιλοξενία πολλοί από αυτούς. Τους υποσχέθηκε πως θα βάλει ο ίδιος από την τσέπη του 90.000 γρόσια για το γεφύρι. Το δικαίωμα της επιλογής ανήκε σ’ αυτόν.
-Εγώ θα σας δώσω τα περισσότερα γρόσια. Εσείς φροντίστε για τ’ άλλα. Το γεφύρι θα το φτιάξει ο μαστρο-Γιώργης απ’ την Κόνιτσα. Είναι καλός και θα φτάσει καλά ώς το τέλος, τους μήνυσε.
Μέτρησαν τη γνώμη του οι δημογέροντες και συμφώνησαν ν’ αναθέσουν τη δουλειά σ’ αυτόν. Μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς; Τα όβολα δεν τους περίσσευαν.
-Μαστρο - Γιώργη, η τύχη μας στα χέρια σου. Κάμε την κούδα σου και προχώρα. Εμείς είμαστε μαζί σου.
Ο μαστρο-Γιώργης τους ευχαρίστησε για την προτίμησή τους και παρέμεινε στους Μελισσουργούς με το σινάφι του, για να προετοιμάσει τις εργασίες για το χτίσιμο του νέου πέτρινου γεφυριού.
Άνοιξη του 1863 ήτανε, μέσα στο καλοκαίρι έπρεπε νάχε τελειώσει το γεφύρι. Δύσκολο το έργο, μα ο πρωτομάστορας τόλμησε να ζεύξει τον Άραχθο. Ήταν ακόμη καλοκαιριά κι ο ποταμός κυλούσε νωχελικά. Και κανείς, αν δεν ήξερε τα νερά του, δεν θα μπορούσε να φανταστεί πως τούτη η ηρεμία θα γίνονταν φουσκοθαλασσιά σε λίγους μήνες.
Το τελωνείο δίπλα στο γεφύρι |
Βιαζόταν ο μαστρο-Γιώργης. Δεν έπρεπε να τον πιάσουν τα πρωτοβρόχια. Γιατί τότε γεφύρι δεν στέριωνε. Είχε την προτίμηση της δημογεροντίας με το μέρος του, την εύνοια του ευεργέτη Λούλη και τη βοήθεια όλων των χωριών, που το καθένα έδωσε ό,τι μπορούσε. Φιλοξενία των μαστόρων, βοηθούς, ξυλεία. Ξυλεία γερή, τζουμερκιώτικη, που τη φρόντισε ο Μελισσουργιώτης ξυλουργός Γεωργάκης Ιωάννη Σκέντος. Αυτός τροφοδοτούσε με καλούπια τους μαστόρους, ώσπου να υψωθεί το γεφύρι.
Θέρος του 1863, το τρίτοξο πετρογέφυρο ήταν έτοιμο. Αφαιρέθηκαν τα καλούπια και οι σκαλωσιές και φάνηκε η δουλειά. Μαζεύτηκαν οι δημογέροντες κι οι συντοπίτες και στο σιάδι, δίπλα απ’ το γεφύρι, στήθηκε τρικούβερτο γλέντι, για να το χαρούν. Οι πρατάρηδες έγδαραν τα καλύτερα ζυγούρια τους, άναψαν τα κάρβουνα κι οι σούβλες γύριζαν. Λαλητάδες κράταγαν το χορό στα στριφομούστακα παλικάρια. Λύθηκαν τα ζωνάρια απ’ τις τσακτσίρες, στον αέρα οι σκούφιες, σαν σε επινίκιο φλάμπουρο. Κι από κοντά οι νιες κι οι μεγαλύτερες να τους μερακλώνουν με κρασί και τσίπουρο απ’ τα τσουκάλια και τις νταμιζάνες.
Σε δύο κύκλες ο χορός. Μια για τους άντρες και μια για τις γυναίκες. Οι παπάδες μπροστά, κατά πως τόχαν συνήθειο σε τούτα τα μέρη. Στο βήμα τους οι γεροντότεροι, οι νιοι παραπίσω, τα μαξούμια στο τέλος. Κρατημένοι χέρι το χέρι, σμιχτά σαν αλυσίδα, μία μέσα, δύο έξω, έπιασαν το τραγούδι με το στόμα κι άρχισε το τζουμερκιώτικο διπλοκάγκελο:
Στο τελωνείο υπογράφτηκε η συμφωνία της Πλάκας στις 29 Φλεβάρη 1944, μεταξύ ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ για τον τερματισμό των εμφύλιων συράξεων. |
«Τώρα κι ο ήλιος έγειρε κι ο σταυραητός κουρνιάζει
τώρα κι ο ξένος βούλεται στον τόπο του να πάει.
Βάζει τα πέταλα χρυσά και τα καρφιά ‘σημένια
και τα καλιγοσφύρια του χρυσά μαλαματένια.
Είμαι ξένος και θα ιδώ και θα πάω να μολογώ.»
Δεν απόσωσε το διπλοκάγκελο κι ένας κρότος συντάραξε το γλέντι και το πανηγύρι. Ερχόταν από πολύ σιμά. Σείστηκε ο τόπος. Ταράχτηκε η ομήγυρις. Σταμάτησαν τα κλαρίνα και οι χοροί, τα σκυλιά έτρεξαν αλυχτισμένα κατά που ακούστηκε ο σεισμός και τα μωρά έβαλαν τα κλάματα. Μια σπαρακτική φωνή έσκισε το αέρα:
-Χωριανοί! Τρέξτε! Εδώ! Το γεφύρι! Το γεφύρι έπεσε!
Δίπλα στο γεφύρι η πινακίδα μας θυμίζει εποχές ηρωικές... |
Παγωμάρα, σαν τα χιόνια του Τζουμέρκου, τους πλάκωσε στη στιγμή όλους.
-Τ’ είναι τούτο που φωνάζει ο χριστιανός; Αλάφιασε ή τον βάρεσε το πιόμα;
Οι δημογέροντες, ο μαστρο-Γιώργης, τα καλφόπαιδα, όλοι τους, ανοίχτηκαν προς το γεφύρι. Όχι δεν ήταν τρελού σπάραγμα. Το αναπάντεχο κακό είχε γίνει. Σωρός τα λιθάρια και τ’ αγκωνάρια έστεκαν στη μέση στο ποτάμι κι απ’ τη μια άκρη ώς την άλλη. Το γεφύρι… Το γεφύρι γκρεμίστηκε!
Σταυροκοπήθηκαν οι γριές και κατέβασαν τα μαυρομάντηλα ώς τα μάτια για τούτο το κακό. Ντροπιάστηκαν οι μαστόροι, με πρώτον τον μαστρο-Γιώργη, που με σκυμμένο το κεφάλι γύρισε πίσω, χωρίς να βγάλει κουβέντα. Πίκρα στα χείλη του, σφίξιμο στην καρδιά. Σαν πληγωμένο θεριό πήρε το μονοπάτι και βγήκε στη δημοσιά. Χάθηκε στα λόγγια κι έκαναν καιρό οι ντόπιοι να τον ματαδούνε.
Ο Άραχθος στο μακρύ ταξίδι του |
Ήταν καλός μάστορας. Η βιασύνη και η δυσκολία να δαμάσει το υδάτινο στοιχειό, έφεραν το κακό, που τέτοιο δεν είχε ματαγίνει σ’ όλα τα Τζουμέρκα. Έπεφταν γεφύρια, μα απ’ την πάλη τους με το νερό. Από ανθρώπου χέρι, πρώτη φορά. Ματιάστηκε, είπαν μετά, ο πρωτομάστορας, για τα καλά του έργα. Ήταν αλήθεια τα καλά του έργα. Έχτισε κι αν έχτισε ο μαστρο-Γιώργης… Μα μετά από τούτο, δεν ξανάπιασε πέτρα στα χέρια του…
Και τα βάσανα του κόσμου δεν είχαν τελειωμό… Πάλευαν οι ξωμάχοι ξανά με τα στοιχειά της φύσης. Και στην πάλη αυτή δεν ήταν πάντα οι ίδιοι νικητές. Μα δεν τόβαλαν κάτω.
Τρία χρόνια μετά την καταστροφή του γεφυριού, την άνοιξη του 1866, συνάχτηκαν και πάλι οι δημογέροντες στο μεσοχώρι. Για να κουβεντιάσουν και να πάρουν απόφαση για νέο γεφύρι. Δεν θα τους πάρει ο ποταμός. Έχουν να δώσουν λόγο στα παιδιά και στ’ αγγόνια τους. Δεν θα τ’ αφήσουν έτσι. Θα ξεπλύνουν τη ντροπή μ’ ένα καινούργιο γεφύρι. Δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, αν δεν το φτιάξουν. Ο χειμώνας του Τζουμέρκα πήρε πολλούς μαζί του, που λόγιασαν να σταθούν απέναντί του. Δεν χωρατεύει ο χιονιάς και του καιρού τα γυρίσματα δεν είναι πάντα καλοκαίρι. Και λόγιαζαν και τα ζωντανά τους. Που έτσι και ξεμείνουν στο καταχείμωνο, δεν θα τάβρει πέρα η άνοιξη. Το γεφύρι έπρεπε να στηθεί.
Τούτη τη φορά δεν είχαν καιρό για πολλές κουβέντες και γνώμες. Φώναξαν τον Πραμαντιώτη μαστρο-Κώστα Μπέκα, που τον είχαν παραγκωνίσει στην προηγούμενη σύναξη, μιας και ήταν αυτός που αναμετρήθηκε στη γνώμη με τον μαστρο-Γιώργη, ανάμεσα σε πολλούς μαστόρους.
-Ωρέ, μάστρο-Κωσταντή, τι θα κάνουμε ωρέ; Θα το φτιάξουμε το γεφύρι; Δεν αντέχεται άλλο η κακομοιριά. Και ο καιρός δεν περιμένει.
Ο μαστρο – Κώστας δεν κράταγε γινάτι για την πρώτη απόφαση της δημογεροντίας. Δεν έκανε λόγο για τον μαστρο-Γιώργη. Ντόμπρος και μπεσαλής, μα και περήφανος για την τέχνη του, έριξε την κουβέντα του στη δημογεροντία.
-Θα το φτιάξουμε, ωρέ! Μα όπως πω εγώ και με τους μαστόρους που εγώ θα διαλέξω. Εσείς δεν έχετε παρά να κάνετε κουμάντο για τα όβολα, τις γρεντιές και το φαγοπότι του σιναφιού. Τ’ άλλα είναι δική μου δουλειά.
Εμφανή τα σημάδια του χρόνου και του ποταμού. Όπως επίσης και της εγκατάλειψης από την πολιτεία... |
-Μπέσα, ωρέ Κωσταντή;
-Μπέσα για μπέσα, αφεντάδες μου!
Πάλι αρχή καλοκαιριού ήταν που το σινάφι του μαστρο-Κώστα έπιασε δουλειά. Ο ίδιος αρχιμάστορας, δεν άλλαξε τα σχέδιά του. Ίσα-ίσα που η κακοτυχιά του μαστρο-Γιώργη του έδωσε πίστη για το τόλμημά του. Θα ζεύξει το γεφύρι μ’ ένα μεγάλο τόξο, από τη μια μεριά ώς την άλλη, έτσι που να μην το φτάνει ο αφρισμένος Άραχθος.
Πριν ξεκινήσει, πέρασε πρώτα απ’ το μοναστήρι της Παναγιάς, που ήταν κοντά στην Πλάκα, κι άναψε το κερί στη χάρη Της. Τόχε τάμα, σε κάθε νέο του ξεκίνημα, σε κάθε πρωτολίθαρο, να κάνει το σταυρό του, για να πάνε όλα καλά.
Δεν ήταν δα και εύκολο πράγμα να περάσει τη ζωή απέναντι, πάνω απ’ το ποτάμι. Ο Άραχθος έβγαινε σε τούτα τα μέρη μέσα απ’ τη χαράδρα άγριος, σαν ο μόνος κυρίαρχος. Πέντε γεφύρια στήθηκαν στην Πλάκα και κανένα δεν στέριωσε. Και το τελευταίο πάθημα του μαστρο-Γιώργη κατέτρωγε τις ψυχές των Τζουμερκιωτών.
Τα λόγιασε όλα τούτα ο μαστρο-Κώστας Μπέκας, μα δεν κιότεψε. Μπήκε στη μάχη παλικαρίσια. Έτσι είχε μάθει απ’ τους δικούς του, σαν φύγανε απ’ το Σούλι και λημέριασαν σε τούτον τον τόπο. Να μη λυγίζει στην πρώτη ανημποριά. Ήταν ύστερα μια δική του μάχη. Κι ήθελε να την κερδίσει.
Δεν είχε χρόνο για χάσιμο. Το χνιόπωρο πλησίαζε, ώς τότε έπρεπε νάχε τελειώσει το γεφύρι. Γιατί μετά, ποιος βαστά τ’ άγριο ποτάμι; Τώρα ήταν ήρεμο, φιλικό, σα σε χειμερία νάρκη, λες και μάζευε δυνάμεις για το έμπα του χειμώνα.
Είναι δύσκολη η μάχη με τα καμώματα της φύσης στα Τζουμέρκα. Πρέπει να την ξέρεις καλά, να μετράς τα σημάδια της, να τη σέβεσαι και να μην κάνεις αποκοτιές. Να πηγαίνεις με τα νερά της, για να μην πάει ο μόχθος σου του κάκου. Να ξέρεις πότε είναι ανάγκη να παλέψεις μαζί της.
Τον μαστρο-Κώστα δεν τον τρόμαζε το έργο. Από μικρό παιδί κοντά στους κουδαραίους μαστόρους, είχε μάθει καλά το πελέκημα της πέτρας. Ρόζιασαν τα χέρια του και ψήθηκε το πρόσωπό του απ’ τ’ αγιάζι και τον χιονιά του Τζουμέρκα. Όλη του η ζωή ήταν η πέτρα. Μ’ αυτήν πορεύτηκε ώς τώρα, μ’ αυτή ζούσε, μ’ αυτή κουβέντιαζε, φέρνοντάς την στα μέτρα του. Την αγαπούσε την πέτρα και σα νάταν θηλυκό την έπιανε στα χέρια του. Ήξερε πώς να τη συνταιριάξει, να τη σμιλέψει, πού να τη χτυπήσει και πώς να τη φέρει στα ίσια της. Απ’ όταν πήρε τη ζωή στα χέρια του, αυτή τον ζούσε με τη φαμίλια του, γυρνώντας όλα τα Τζουμερκοχώρια, κι ακόμη παραπέρα, ώς τα ξενοχώρια της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Την πελεκούσε με μεράκι και μαζί της ανέβαινε σε καμπαναριά, σ’ εκκλησιές και μοναστήρια, σε σπίτια αρχοντικά και βουνίσια μονοπάτια. Κι έδινε ζωή με την πέτρα στους νοικοκυραίους και σ’ όλους τους συντοπίτες.
Ο μαστρο-Κώστας έπρεπε να βιαστεί. Το γεφύρι έπρεπε να είναι έτοιμο ώς του Αϊ-Δημητριού. Έτσι και δεν προκάνει, γεφύρι δεν στεριώνει. Και θα του μείνει κι αυτουνού η ντροπή…
Σαν φέξει το πρωτοχάραμα στην Πλάκα, πιάνει δουλειά το σινάφι. Και με το δείλι σταματά, για ν’ ακουμπήσουν μια στάλα το κουρασμένο τους κορμί οι μαστόροι στα γρέκια των νοικοκυραίων της Πλάκας. Να πάρουν δυνάμεις για την επόμενη μέρα.
Όλα τα χωριά στο πόδι. Και κάτω από τις προσταγές του μαστρο-Κώστα Μπέκα. Οι Μελισσουργιώτες, με τα περισσότερα γιδοπρόβατα και αλογομούλαρα, με πολύ έχος και με την έγνοια να τελειώσει σύντομα το γεφύρι, προσέφεραν 96.000 γρόσια, οι Πραμαντιώτες 32.000, οι Αγναντίτες 49.000, μαζί με την απαιτούμενη ξυλεία, ενώ πολλοί ήταν εκείνοι απ’ όλα τα γύρω χωριά που έβαλαν την προσωπική τους εργασία στο σινάφι. Και πάλι ο πανδοχέας Γιάννης Λούλης έβαλε το χέρι στην τσακτσίρα του κι έβγαλε 2.000 γρόσια.
Οι Γερμανοί κατακτητές άφησαν τα διαπιστευτήριά τους... |
Σε 187.000 γρόσια έφτασε η δαπάνη για το γεφύρι, όπως φαίνεται από τα κιτάπια που κρατούσε ο Μελισσουργιώτης Χρήστος Μάρος, που όρισε η δημογεροντία να κρατάει τους λογαριασμούς, όσο προχωρούσε το γεφύρι.
Ο Χρήστος Μάρος, άνθρωπος τίμιος και σεβαστός, έδωσε λογαριασμό μέχρι ενός οβολού στη δημογεροντία. Τέτοια ήταν η τιμιότητά του, που ύστερα έγινε παπάς. Μολογάνε ακόμη στα χωριά, πως πήρε την απόφασή του να βοηθήσει τον κόσμο από τις εκκλησιές, αφού εντυπωσιάστηκε απ’ το έργο του μάστρο - Κώστα Μπέκα, με τέτοιο γεφύρι, που το θεώρησε θάμα και θείο δώρο στους χωριανούς.
Μέρα με τη μέρα, το γεφύρι προχωρούσε. Κανείς απ’ το σινάφι δεν έκανε του κεφαλιού του. Στις εντολές του πρωτομάστορα πατούσαν. Ό,τι πει κι όπως αυτός προστάξει, αφού ώς τώρα σε τέτοιο γεφύρι δεν είχαν ματαδουλέψει. Ήξεραν για δίτοξα, τρίτοξα, κι ακόμη μεγαλύτερα γεφύρια, μα σε μονότοξο και μάλιστα τόσο ψηλό και μεγάλο, πρώτη φορά έβαζαν την τέχνη τους. Τέτοιο γεφύρι δεν είχε ματαγίνει στα Τζουμέρκα, στην Ήπειρο κι όπου αλλού, κατά πως μολογούσαν οι ταξιδεμένοι.
Μα κι αυτού του χριστιανού, πώς του ήρθε να κρεμάσει την πέτρα στον αέρα, από τον ουρανό, σ’ ένα τόξο τόσο ψηλό; Ήξερε ο ψημένος κιοπρουλής πως όσα γεφύρια έπεσαν σ’ αυτή τη μεριά, ήταν χαμηλά και δεν μπορούσαν ν’ αντέξουν την ορμή του ποταμού. Έπρεπε να ενισχύσει την πέτρα στις δύο όχθες και πάνω τους να κρεμάσει το ψηλό τόξο. Κι αυτό έκανε, ανοίγοντας και δυο μικρά ανακουφιστικά τόξα στις δύο βάσεις του μεγάλου. Τόδεσε καλά το μεγάλο τόξο. Πέτρα την πέτρα, λιθάρι το λιθάρι, το κλείδωσε κι άφησε το ποτάμι να περάσει από κάτω του…
Μα κι αυτού του χριστιανού, πώς του ήρθε να κρεμάσει την πέτρα στον αέρα, από τον ουρανό, σ’ ένα τόξο τόσο ψηλό; Ήξερε ο ψημένος κιοπρουλής πως όσα γεφύρια έπεσαν σ’ αυτή τη μεριά, ήταν χαμηλά και δεν μπορούσαν ν’ αντέξουν την ορμή του ποταμού. Έπρεπε να ενισχύσει την πέτρα στις δύο όχθες και πάνω τους να κρεμάσει το ψηλό τόξο. Κι αυτό έκανε, ανοίγοντας και δυο μικρά ανακουφιστικά τόξα στις δύο βάσεις του μεγάλου. Τόδεσε καλά το μεγάλο τόξο. Πέτρα την πέτρα, λιθάρι το λιθάρι, το κλείδωσε κι άφησε το ποτάμι να περάσει από κάτω του…
Τρυγητής του 1866 ήτανε και το γεφύρι έστεκε ακόμη φασκιωμένο με τις σκαλωσιές και τα δοκάρια πάνω του. Ακόμη δεν είχε αποκαλυφθεί και δεν φανερώθηκε στου ήλιου το φως. Εντολή του μαστρο-Κώστα να μείνει κάμποσες βδομάδες έτσι, ν’ αποξηραθεί και να δέσει καλά ο ασβεστόλιθος. Μα ήρθαν πρώιμα τα πρωτοβρόχια. Κι ο Άραχθος άρχισε τις κατεβασιές του.
Μπροστά στον κίνδυνο να πάρει όλη τη δουλειά και πάλι το ποτάμι, ο μαστρο-Κώστας τόλμησε κι έβγαλε τα ικριώματα νωρίτερα, μ’ ένα σφίξιμο στην καρδιά. Το κακό πούχε βρει τον μαστρο-Γιώργη ήταν ακόμη νωπό. Θ’ αντέξει το γεφύρι; Θα γίνει το θάμα να ζεύξει το ποτάμι;
Τα μαστορόπουλα παραμέρισαν και το τελευταίο στήριγμα. Απόλυτη σιωπή. Μόνο τα νερά του ποταμού ακούγονταν στο κύλισμά τους, σιγανά, σα να ετοιμάζονταν για τη μεγάλη έφοδο. Ο κόσμος μαζεμένος από δω κι από κει του ποταμού, η δημογεροντία με τους μαστόρους μπροστά, κρατάει την ανάσα του. Περιμένουν, πριν πάρουν το γυρισμό για το σιάδι, για το πανηγύρι. Περιμένουν να βεβαιωθούν πως δεν θα δευτεριάσει το κακό.
Μα ο μαστρο-Κώστας Μπέκας δεν τους έκανε το χατίρι. Και νάτο τώρα το μεγάλο μονότοξο πέτρινο γεφύρι γυμνό. Στέκει… Στέκει εκεί, καταμεσίς του Αράχθου, περήφανο, λαμπερό, αγέρωχο, με τον αέρα του Τζουμέρκα να το χαϊδεύει και με τον ήλιο της Κακαρδίτσας να ρίχνει τις αχτίδες του και να το φωτίζει. Το γεφύρι στέριωσε, το γεφύρι στέκει και σε λίγο καιρό θα το διαβούν τα τσελιγκάτα.
Ουρανομήκεις ζητωκραυγές συντάραξαν την Πλάκα. Χειροκροτήματα, σφυρίγματα, γέλια και ντουφεκιές. Αγκαλιάζονται και φιλιούνται οι συντοπίτες κι οι μαστόροι για τούτο το έργο. Όλοι σιμώνουν προς τον πρωτομάστορα.
-Καλή και ζηλευτή δουλειά, μαστρο-Κωσταντή. Να σου σχωρεθούν τα πεθαμένα σου.
-Δεν έκανα παρά κείνο πού ΄λεγε η καρδιά μου, αφεντάδες μου. Κι αν είναι για όλους καλό, είναι και για μένα.
Η δημογεροντία έδωσε εντολή να ετοιμαστεί το πανηγύρι και το γλέντι. Κάλεσε τους παπάδες κι έκαναν αγιασμό, πριν διαβούν το γεφύρι. Έψαλαν δεήσεις υπέρ των κτητόρων, των μαστόρων και των χορηγούντων την κατασκευήν ταύτην.
Η καμπάνα του μοναστηριού χτυπούσε ασταμάτητα. Τα λιανοπαίδια, θες απ’ το παιχνίδι, θες απ’ όλη τη χαρά που βαστούσε, τραβούσαν με ορμή το σκοινί και το γλωσσίδι της καμπάνας χτύπαγε ρυθμικά στα σωθικά της. Κι έφτανε το μήνυμα ώς τα κοντινά χωριά. Διάβαζαν σωστά τους χτύπους της καμπάνας οι χωριανοί. Ξεχώριζαν τη χαρά από τη λύπη. Και τώρα ήταν για χαρά. Και όσοι δεν ήξεραν το χαμπέρι, κατηφόριζαν προς την απλωσιά της Πλάκας για να το μάθουν.
Συνάχτηκαν πολλοί απ’ τα γύρω χωριά. Σόια ολάκερα με αλογομούλαρα έφτασαν ώς εδώ. Κι άλλοι, πού μαθαν νωρίτερα το καλό μαντάτο, φόρεσαν τα γιορτινά τους, πήραν πεσκέσια κι αντάμωσε όλο σχεδόν το Τζουμέρκο κοντά στο γεφύρι, στο σιάδι, κάτω απ’ το μοναστήρι της Παναγιάς, για να χαρούν. Στήθηκε ξανά το πανηγύρι και το διπλοκάγκελο απ’ όλους:
«Είμαι ξένος και θα ιδώ και θα πάω να μολογώ…»
Το μολογούν οι ντόπιοι κι οι περαστικοί. Τέτοιο γεφύρι δεν ματάγινε. Τα Τζουμέρκα έδιωξαν από πάνω τους ένα βάσανο. Τώρα πια όλοι θα διαβαίνουν το ποτάμι ήρεμα, χωρίς τον φόβο της θαλασσοπνιγής. Ας είναι καλά ο πρωτομάστορας κι οι βοηθοί του. Ας είναι καλά όλοι όσοι έβαλαν τον οβολό τους για τούτο το έργο.
Ο μαστρο-Κώστας, αφού χάρηκε με τον κόσμο, δεν είχε πια άλλο να κάνει, παρά να ευχαριστήσει το Θεό και τους δημογέροντες για την εμπιστοσύνη που του έδειξαν. Ανηφόρισε ξανά για το μοναστήρι της Παναγιάς κι απόθεσε πάλι το κερί του. Ήταν μαζί του ώς το τέλος. Τώρα ήταν έτοιμος. Μπορούσε να φύγει από την Πλάκα με ήσυχη την ψυχή του πως έκανε το χρέος του. Τα κόπια του έπιασαν τόπο. Το γεφύρι είναι εκεί κι ο ποταμός υποταγμένος…
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Από κείνο το ευλογημένο καλοκαίρι του 1866. Το γεφύρι του Σουλιώτη μαστρο-Κώστα Μπέκα από τα Πράμαντα ήταν το πέρασμα ζωής για τους ανθρώπους των βουνών. Και σήμερα στέκει εκεί στην Πλάκα αγέρωχο, σαν ουράνιο τόξο, ακτινοβόλο, για να θυμίζει την ανθρώπινη δημιουργία και την ουσία της ζωής. Κι όσοι το περπατούν, ακουμπούν το χέρι τους στην πέτρα, τη χαϊδεύουν, έτσι σαν έναν χαιρετισμό προς τον πρωτομάστορα και σαν μνημόσυνο, για να ναι αναπαμένα τα κόκαλα αυτού και των βοηθών του, που έσωσαν πολλούς από το χαλασμό...
[Το κείμενο έγραψε ο δημοσιογράφος Ανδρέας Ρίζος, και δημοσιεύτηκε στην εξαιρετική διμηνιαία εφημερίδα-περιοδικό «ΠΥΡΡΟΣ», τ.56 7-8/2011, με θέματα των Ηπειρωτών της διασποράς, της οποίας είναι διευθυντής.]
Χώρος έρευνας και πηγή των φωτογραφιών, το διαδίκτυο. Επιλογή φωτογραφιών και σχολιασμός, του «Οικοδόμου».
13 σχόλια:
Χαίρομαι και εγώ για τη συνάντηση. Είμαι εκπαιδευτικός αλλά κόρη οικοδόμου και σύζυγος οικοδόμου. Έχω λοιπόν ιδιαίτερη σχέση και ευαισθησία με το χώρο.Χαίρομαι επίσης για το υψηλό πνευματικό επίπεδο του ιστολογίου.Μόλις πριν από λίγο έλεγα στον σύζυγο για σας.
Είσθε ηπειρώτης ή κατάλαβα λάθος;
Οικοδομε καλησπερα, ενα μονο θα σου γραψω, «Είμαι ξένος και θα ιδώ και θα πάω να μολογώ…»
Αδερφέ, είναι από εκείνα τα διηγήματα που τα διαβάζεις "μονορούφι" που λένε και στο χωριό μου στην Ευρυτανία.
"Γλυκόπιοτα" σαν το καλοφκιαγμένο τσίπουρο και "μοσχομυρωδάτα" σαν του ελατιά την αέρινη ανάσα.
Να είσαι καλά για την ωραία αναδρομή στα χρόνια που η τέχνη της δημιουργίας ήταν μεράκι, αγάπη και συνείδηση.
Φίλε Οικοδόμε,
Έχουν γράψει ιστορία τα πέτρινα γιοφύρια της Ηπείρου, μεταξύ των οποίων και το θαυμάσιο χρονικό στο «πετρογέφυρο της Πλάκας». Αυτό το γιοφύρι φυλάει στα κατάστιχα του τους αγώνες των ανθρώπων για να δαμάσουν τα στοιχεία της φύσης, και να ανοίξουν δρόμους επικοινωνίας. Πέραν αυτού, το χρονικό με τις φωτογραφίες εξαιρετικό!!
Και λίγα μνημονιακά ευρώπουλα για τα λησμονημένα μας ιστορικά γιοφύρια κύριε Γερουλάνε, κύριε υπουργέ του Πολιτισμού κ.λπ, κ.λπ….
Ειδες...;;
Οπως τα λεω...Φιλε μου...
Ετσι τα λες και συ....
Πισω και πανω απ τις πετρες...
Η γιγαντια ψυχη του μαστορα...!!
Που εφτιασε με τις κοτρωνες..Τεχνη..!!
Σα να τους εβλεπα...!!
Ευχαριστω φιλε, για το ομορφο γραφτο σου...!!
Το γεφύρι είναι ένα κορυφαίο σύμβολο. Συγνώμη που το ρίχνω στη θεωρία αλλά τα γεφύρια και οι φάροι με συγκινούν όχι μόνο για την τέχνη και την ομορφιά τους αλλά και για την ηθική τους αξία.
Πολλές φορές σκέφτομαι, γιατί νά'μαι ένας γραφιάς (έστω πληκτρολογάς) κι όχι ένας τεχνίτης..
Μην ξεχάσω και τις πέτρινες βρύσες.
sofia καλώς όρισες!
Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.
(Δεν είναι προτιμότερος ο ενικός;)
Η καταγωγή μου είναι από την Κυψέλη Άρτας, στα Τζουμέρκα.
Χαιρετισμούς στο συνάδελφο.
Καλή δύναμη!
Δημήτρη καλησπέρα!
Ελπίζω να μολογήσεις καλά μαντάτα!
Καλή δύναμη!
Καλησπέρα ΕΥΡΥΤΑΝΑ ΙΧΝΗΛΑΤΗ!
Χτες και σήμερα βγάζει ο πατέρας τα τσίπουρα στο χωριό και δεν ευκαίρησα να πάω.
Ιεροτελεστία...
Υπάρχουν και σήμερα τεχνίτες (λίγοι) που αντιστέκονται.
Γιατί έτσι τους ορμηνεύει η συνείδησή τους.
Καλή δύναμη φίλε!
Scorpion49 καλησπέρα!
Δεν έχουν χρόνο να ασχοληθούν και ευρώ να διαθέσουν οι άρχοντές μας για τη συντήρηση του γεφυριού.
Έχουν δοθεί στην είσπραξη των χαρατσιών, για το καλό των δανειστών μας. Βεβαίως βεβαίως.
Ελπίζω ο λαός να τους χαλάσει τη σούπα.
Καλή δύναμη!
Καλώς το συνάδελφό μου!
Αυτή η ψυχή που λες, γίνεται χαρμάνι με τη λάσπη και δίνει μεγαλύτερη αντοχή στο κτίσμα. Και αξία. Να μη λησμονούμε όμως και τους βοηθούς, τους εργάτες, τους κουβαλητές. Πάνω τους ακουμπάει ο μάστορας. Στις πλάτες τους αγγίζει η τέχνη.
Καλή δύναμη Μαχαίρη μου!
Στρατολάτη καλησπέρα!
Δεν ξεχώρισα ποτέ την εργασία σε χειρωνακτική ή πνευματική. Αυτοί που το κάνουν έχουν... ελλείψεις μέσα τους.
Όποιος έχει ψυχή την καταθέτει. Πάνω σ' ένα τοίχο, ή σε κάμποσες σελίδες χαρτιού.
Εσύ φίλε έχεις ψυχή. Τη βγάζεις και τη χαρίζεις απλόχερα σε μας που μπαίνουμε στη σελίδα σου κάθε τόσο. Είσαι από αυτούς που αφήνουν το στίγμα τους.
Γεφύρια και φάροι, ναι, συμφωνώ.
Έργα που συμβολίζουν το κάθε ένα και κάτι διαφορετικό.
Ανθρώπινες επιθυμίες και προσδοκίες.
Καλή δύναμη!
Δημοσίευση σχολίου