Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κτισίματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κτισίματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011

Η πρώτη Ελληνίδα χτίστης. Έγινε οικοδόμος από έρωτα αλλά τραυματίστηκε σοβαρά.

Ποιος είπε πως η οικοδομή είναι μόνο για τους άντρες; Είναι συνηθισμένο φαινόμενο στις μέρες μας να δουλεύουν σε κάποια επαγγέλματα της οικοδομής και γυναίκες. Προκαλεί εντύπωση όμως όταν μαθαίνουμε πως αυτό συνέβαινε από παλιά, τουλάχιστον 34 χρόνια πριν, που δημοσιεύτηκε η πιο κάτω είδηση. Σε αντίθεση με την ενασχόληση της γυναίκας στην οικοδομή πάντως, ο ...θεός Έρωτας, από ύπαρξης του ανθρώπινου είδους, στέλνει τα βέλη του σε άντρες και γυναίκες, κάνοντάς τους να υπερνικούν κάθε εμπόδιο και δυσκολία, να γκρεμίζουν κάθε "μύθο" που ...χτίζει η ανθρώπινη κοινωνία.

Η "ανθρώπινη" αυτή είδηση δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "ΠΑΝΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ",  όργανο της Ομοσπονδίας Οικοδόμων Ελλάδας, το Νοέμβρη του 1977.

"Μία νεαρή οικοδόμος, η Μαρία Ιακώβου, ετών 19, κάτοικος Αιγάλεω, που είχε γίνει κτίστης για να νικήσει τη φτώχια και την άρνηση των γονιών της, να παντρευτεί τον αγαπημένο της, έπεσε από ύψος τριών μέτρων και τραυματίστηκε σοβαρά. Η ιστορία της αρχίζει τον περασμένο Γενάρη, όπου γνωρίζεται με το Μανώλη Δρομάζο και τον ερωτεύεται με πάθος. Οι γονείς της όμως αρνούνται να συγκατατεθούν στο γάμο της. Έτσι, η Μαρία, υποχρεώνεται να εγκαταλείψει την εργασία της (πλέχτρια), που μέχρι τότε έκανε, και να πάει στην αρχή βοηθός χτίστη.

Οι ανάγκες όμως την υποχρέωσαν, για να κερδίσει περισσότερα, να γίνει μάστορας. Έτσι, σ’ ένα μήνα τα κατάφερε κι έγινε μια μεγάλη χτίστρια, χτίζοντας 15 έως 20 μέτρα την ημέρα. Η μοίρα όμως την χτύπησε άσχημα, έπεσε και τραυματίστηκε σοβαρά. Ευχόμαστε να είναι περαστικό το ατύχημά της, να πραγματοποιηθεί ο μεγάλος της πόθος, να παντρευτεί τον αγαπημένο της και να ξαναγυρίσει στο γιαπί, που είναι τόσο συνδεδεμένο με τη μεγάλη της αγάπη."

Ο αρθογράφος βέβαια είναι λίγο υπερβολικός, προσπαθώντας να εκφράσει τη συμπάθειά του στη συνάδελφο. Τεχνίτης κτίστης δε γίνεται κάποιος μόλις σε ένα μήνα, άντρας ή γυναίκα...


Τρίτη 30 Αυγούστου 2011

Αργολιθοδομή (εικόνες)

Αργολιθοδομή: τοιχοποιία κτισμένη από πέτρες (λίθους) που δεν έχουν υποστεί καμία επεξεργασία. Δηλαδή η  πέτρα έχει κτιστεί όπως ακριβώς είναι χωρίς να πελεκηθεί για να αποκτήσει ένα πιο «βολικό» στο κτίσιμό της σχήμα. Η συγκόλληση των λίθων γίνεται με τσιμεντοκονίαμα.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αργολιθοδομής, το παλιό κτίσμα στις εικόνες που ακολουθούν:











Επισκεφτείτε την ΑΡΧΙΚΗ σελίδα και δείτε τη λίστα με όλες τις αναρτήσεις τεχνικού-κατασκευαστικού περιεχομένου.

Δευτέρα 8 Αυγούστου 2011

Τοιχοποιία: είδη, διαστάσεις κλπ. (Β΄ μέρος)

Ημιλαξευτή λιθοδομή

Στην ανάρτησή μας με τίτλο «Τοιχοποιία: είδη, διαστάσεις κλπ. (Α΄μέρος)» έγινε μια αναλυτική παρουσίαση των οπτοπλινθοδομών και των παραλλαγών κατασκευής τους. Σήμερα στο Β΄μέρος, καταγράφουμε κι άλλα είδη τοιχοποιίας, κατασκευασμένης από διαφορετικά υλικά.

1) ΛΙΘΟΔΟΜΕΣ

Οι  λιθοδομές (κτισμένος τοίχος από πέτρα) είναι το πιο παλιό είδος τοιχοποιίας. Στην Ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική η δόμηση με φυσικούς λίθους είναι η συνηθέστερη. Στις μέρες μας όμως δεν είναι συνηθισμένο το κτίσιμο κτιρίων εξ ολοκλήρου από πέτρα λόγω του υψηλού κόστους υλικών και εργασίας. Είναι διαδεδομένη όμως η κατασκευή λιθοδομής με τον τρόπο της επένδυσης, της ήδη υπάρχουσας οπτοπλινθοδομής. Η λιθοδομή χωρίζεται σε διαφορετικές κατηγορίες, ανάλογα με την επεξεργασία της πέτρας. Τα πιο γνωστά είδη λιθοδομών είναι:

α. Ξηρολιθοδομές

Ξηρολιθοδομή ή ξερολιθιά

Ξηρολιθοδομές ή ξερολιθιές ή ξερολίθια, είναι οι λιθοδομές που κτίζονται χωρίς κονίαμα (λάσπη)  και με σχετικά μικρή - επιτόπια επεξεργασία της πέτρας. Είναι η παλαιότερη μέθοδος λιθοδομής. Σήμερα τείνει να εγκαταλειφθεί ή χρησιμοποιείται μόνο σε κατασκευές με μικρή σημασία, (μικρά βοηθητικά κτίσματα, χαμηλοί τοίχοι αντιστήριξης, ή χαμηλές διαχωριστικές μάντρες).
                                                                  
β . Αργολιθοδομές

Αργολιθοδομή 1

Αργολιθοδομή 2

Αργολιθοδομές λέγονται οι τοιχοποιίες που γίνονται με αργούς λίθους (έχουν υποστεί πολύ μικρή ή και καθόλου επεξεργασία) και κονίαμα. Χρησιμοποιούνται σε τοίχους υπογείων, αντιστήριξης, αλλά και σε ανωδομές κτιρίων. Το ελάχιστο πάχος μιας αργολιθοδομής είναι 45 έως 50 εκατ.

γ. Ημιλαξευτές  Λιθοδομές

Ημιλαξευτή λιθοδομή (γεφύρι Άρτας)

Ημιλαξευτές είναι οι λιθοδομές οι οποίες κατασκευάζονται με μισολαξευμένες πέτρες (έχουν υποστεί μεγαλύτερη επεξεργασία από αυτή των αργολιθοδομών) και κονίαμα. Χρησιμοποιούνται σε περιπτώσεις που μας ενδιαφέρει η εμφάνιση της τοιχοποιίας όπως κατοικίες μνημειακά κτίρια και γενικά για τοίχους υπογείων  και ισογείων.
Η λιθοδομή κτίζεται από την μια και σπανιότερα από τις δύο πλευρές με μισολαξευμένες πέτρες, ενώ ο υπόλοιπος όγκος της οικοδομής κτίζεται με αργούς λίθους.

δ.  Λαξευτές  Λιθοδομές

Λαξευτή λιθοδομή (Ακρόπολη)
 
Λαξευτή λιθοδομή (Μυκήνες)

Λαξευτή λιθοδομή (Μεγάλο Τέμενος, Διδυμότειχο)

Η λαξευτή τοιχοποιία είναι ο αρχαιότερος τρόπος κατασκευής λιθοδομών, με τον οποίο έχουν κτισθεί πολύ σημαντικά μνημεία. Η κάθε πέτρα έχει υποστεί τέτοια επεξεργασία που έχει  αποκτήσει πλήρως το σχήμα που   χρειάζεται για την κατασκευή της λιθοδομής.

Με λαξευτές τοιχοποιίες κατασκευάζονται τοίχοι σε οικοδομικά έργα, βάθρα σε γέφυρες, αψίδες, θόλοι, τοίχοι αντιστήριξης κ.τ.λ. Στην αρχαιότητα η δόμηση γινόταν χωρίς κονίαμα.  Άλλωστε η αντοχή της τοιχοποιίας βασίζεται στην απόλυτη έδραση και στην εμπλοκή των λίθων . Για να ενισχυθεί όμως η κατασκευή χρησιμοποιούσαν μεταλλικούς συνδετήρες.

Σήμερα χρησιμοποιείται κονίαμα αλλά η σημασία του είναι πάρα πολύ μικρή. Το πάχος των αρμών είναι μόνο 3 έως 6 χιλ. ενώ στις αργολιθοδομές το αντίστοιχο πάχος είναι 2 έως 3 εκατ.


2) ΤΟΙΧΟΠΟΙΊΆ με «τούβλα» από αφρομπετόν (ALFABLOCK ή YTONG)


Τα «τούβλα» αυτά είναι ένα σύγχρονο δομικό υλικό που παράγεται από κυψελωτό μπετόν, το οποίο μετά από υδροθερμική κατεργασία αποκτά πόρους και αφρώδη υφή. Οι πρώτες ύλες για την κατασκευή του είναι το τσιμέντο, τα πυριτικά συστατικά, το νερό και το διογκωτικό μέσο (διάλυμα αφρογόνου ουσίας που δημιουργεί φυσαλίδες κατά την επαφή του με τον αέρα, οι οποίες εγκλωβίζονται στο μίγμα).


Κτίζονται με κονίαμα ή με ειδική κόλλα και ανά 2,5 έως 4 μέτρα κατασκευάζεται σενάζ. Οι δύο όψεις στη συνέχεια επιχρίονται με ένα λεπτό στρώμα επιχρίσματος ή μένουν ανεπίχριστες. Άλλος τρόπος είναι το στοκάρισμα με το ίδιο υλικό συγκόλλησης κόλλα) και στη συνέχεια βάψιμο του τοίχου.

3) Οπτοπλινθοδομή από τούβλα ΓΕΜΙΣΤΑ ΜΕ ΠΟΛΥΟΥΡΕΘΑΝΗ


Είναι τούβλα που στην σχεδίαση τους έχει προβλεφθεί χώρος για τοποθέτηση θερμομονωτικού υλικού (πολυουρεθάνης), πράγμα που ενισχύει την θερμική αντίσταση της τοιχοποιίας. Οι διαστάσεις τους είναι ίδιες με αυτές της μπατικής οπτοπλινθοδομής.

Απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή κατά την τοποθέτηση του μονωτικού υλικού, για την επιτυχή πλήρωση των κενών στο εσωτερικό των τούβλων. Υπάρχουν επίσης τα ειδικά θερμομονωτικά τούβλα εξωτερικής τοιχοποιίας που εξασφαλίζουν ικανοποιητική  θερμομόνωση.

4) Τοιχοποιία με ΔΙΑΚΟΣΜΗΤΙΚΑ ΤΟΥΒΛΑ  

Τοιχοποιία με διακοσμητικά τούβλα 1

Τοιχοποιία με διακοσμητικά τούβλα 2
                                   
Τα διακοσμητικά τούβλα είναι συμπαγή τούβλα που παράγονται σε διάφορες διαστάσεις. Υπάρχει μεγάλη ποικιλία σε χρωματισμούς. Τοποθετούνται για διακοσμητικές επενδύσεις τοίχων εσωτερικών ή εξωτερικών, τζακιών κ.τ.λ. Εξωτερικά η επιφάνεια τους είναι λεία

5) Τοιχοποιία από ΠΥΡΟΤΟΥΒΛΑ

Τοιχοποιία από πυρότουβλα 1

Τοιχοποιία από πυρότουβλα 2

Τα πυρότουβλα ή πυρίμαχα τούβλα χρησιμοποιούνται σε τζάκια, φούρνους, καπνοδόχους, κλπ. Δεν παράγονται από την κοινή άργιλο, αλλά από ειδική άργιλο μεγάλου σημείου τήξης. Είναι αρκετά ανθεκτικά στις υψηλές θερμοκρασίες και δεν προκαλούνται ρωγμές ή παραμορφώσεις από την επίδραση υψηλών θερμοκρασιών.

Τα πυρότουβλα είναι συμπαγή, μεγαλύτερα και πιο βαριά από  τα κοινά τούβλα, ενώ το κονίαμα που χρησιμοποιούμε για την δόμηση τους γίνεται από πυρόχωμα, την άργιλο δηλαδή με την οποία παράγεται και το ίδιο το πυρότουβλο.

6) Τοιχοποιία από ΤΣΙΜΕΝΤΟΛΙΘΟΥΣ  

Τσιμεντόλιθοι

Τσιμεντολιθοδομές  ονομάζονται οι λιθοδομές που γίνονται από τσιμεντόλιθους και οι οποίες πριν μερικά χρόνια είχαν εκτεταμένη χρήση στην χώρα μας. Σε σχέση με τις οπτοπλινθοδομές παρουσίαζαν κάποια πλεονεκτήματα, που άλλωστε ήταν και ο λόγος της ευρείας χρήσης τους.

Δεν χρειάζονται ψήσιμο και μπορούν να κατασκευασθούν φθηνότερα και γρηγορότερα στο εργοτάξιο που υπάρχουν οι πρώτες ύλες, και οι διαστάσεις τους είναι μεγαλύτερες από των τούβλων, (16x17x33), κτίζονται γρηγορότερα και πιο οικονομικά από αυτά.

Οι τσιμεντόλιθοι κατασκευάζονται από τσιμεντοκονίαμα που περιέχει ένα μέρος τσιμέντου και 4 έως 5 μέρη χοντρής άμμου με καλή κοκκομετρική σύνθεση. Προστίθενται επίσης αδρανή παρόμοια με αυτά των οπτοπλίνθων (σκύρα ψημένη άργιλος, κ.τ.λ.). Η τελική τους μορφή είναι ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο. Αυτό το σχήμα το παίρνει σε ειδικά μεταλλικά καλούπια μετά από συμπίεση και δόνηση.

Οι τσιμεντόλιθοι είναι διάτρητοι, με οπές ορθογώνιες ή άλλης μορφής έτσι παρά τις μεγάλες τους διαστάσεις δεν έχουν  υπερβολικό βάρος  (ένας τσιμεντόλιθος ζυγίζει περίπου 11 κιλά). Προκειμένου να κτισθεί ένας τοίχος από τσιμεντόλιθους με πάχος 17 εκατ. χρειάζονται 14 τσιμεντόλιθοι διαστάσεων 16x17x33. Τα μειονεκτήματά τους, λόγω των οποίων μειώθηκε η χρησιμοποίησή τους είναι:

Α)Η δυσκολία κατασκευής τοίχων που η μορφή τους να έχει γωνίες και πολύπλοκα σπασίματα (εσοχές, εξοχές κ.τ.λ.).

Β)Η δυσκολία να ανοίξουν τρύπες ή να τεμαχιστούν για τις ανάγκες της οικοδομής όπως π.χ. για τοποθέτηση υδραυλικών και ηλεκτρικών εγκαταστάσεων.

Γ)Η μειωμένη ικανότητά τους σε ηχομόνωση και θερμομόνωση.

Δ)Η υγροαπορροφητικότητα.

Όταν στους τσιμεντόλιθους υπάρχουν κατάλληλες οπές μπορούμε αφού τοποθετήσουμε κατακόρυφο οπλισμό και πληρώσουμε τις τρύπες με κονίαμα να αποκτήσουμε μια κατασκευή με βελτιωμένη αντοχή. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι τοιχοποιίες από τσιμεντόλιθους μπορούν να είναι φέρουσες αλλά μόνο για χαμηλές κατασκευές.

7) Τοιχοποιία από ΥΑΛΟΤΟΥΒΛΑ

Υαλότουβλο  19Χ19Χ8 εκ.

Χρησιμοποιούνται για τον έμμεσο φωτισμό χώρων στους οποίους δεν μπορούμε να ανοίξουμε κανονικό κούφωμα. Επειδή έχουν μειωμένη αντοχή είναι καλό να αποφεύγονται οι μεγάλες φορτίσεις γι’ αυτό συνήθως δομούνται σε μικρές επιφάνειες.

Τα υαλότουβλα σπάνια είναι συμπαγή.  Συνήθως είναι με κενό στο εσωτερικό τους. Οι πλευρές τους είναι διαμορφωμένες με εγκοπές ή έχουν επικολλημένη μια αμμώδη στρώση ώστε να επιτυγχάνεται απόλυτη σύνδεση με το κονίαμα. Έχουν σχήμα ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου και οι διαστάσεις τους είναι 19x19x7.

Τοιχοποιία από διακοσμητικά τούβλα και υαλότουβλα

Κατά τη δόμηση των υαλότουβλων δεν χρειάζεται η εμπλοκή τους, αντίθετα οι αρμοί πρέπει να είναι σαφείς τόσο σε κατακόρυφο όσο και σε οριζόντιο επίπεδο. Αυτό συμβαίνει γιατί προκειμένου να δομηθούν, τοποθετείται οπλισμός ανάμεσα στους αρμούς δύο γειτονικών υαλότουβλων.

Στην συνέχεια οι επιφάνειες τους πακτώνονται σε εγκοπές του τοίχου ή σε οδηγούς αλουμινίου, σχήματος ανεστραμμένου Π. με την βοήθεια τσιμεντοκονιάματος ή ειδικής μαστίχας.

8) Τοιχοποιία από ΓΥΨΟΣΑΝΙΔΕΣ

Τα τελευταία χρόνια, η αντίληψη για την διαρρύθμιση των εσωτερικών επαγγελματικών χώρων και κυρίως για τους χώρους γραφείων, έχει αλλάξει. Πολλά γραφεία αναδιαμορφώνονται μερικώς ή ολοκληρωτικά συχνά. Από αυτή την ανάγκη, προέκυψαν οι κατασκευές ελαφρών χωρισμάτων, τα οποία προσαρμόζονται εύκολα και γρήγορα, σε κάθε χώρο.


Τα ελαφρά χωρίσματα κατασκευάζονται συνήθως από γυψοσανίδες. Σε σχέση με την κοινή τοιχοποιία έχουν πολλά πλεονεκτήματα όπως, η ταχύτητα κατασκευής, το μικρό βάρος, η έλλειψη ανάγκης επιχρισμάτων κ.λ.π. Τα συστήματα αυτά έχουν μεγάλη ποικιλία σε διάφορες τυποποιημένες ή κατά παραγγελία διαστάσεις. Ο τρόπος συναρμολόγησης τους, δίνει τη δυνατότητα να μεταβάλλονται συνεχώς και να ικανοποιούν τις απαιτήσεις κάθε μελέτης.

Οι γυψοσανίδες κατασκευάζονται βιομηχανικά με ορυκτό γύψο,  ο οποίος ανακατεύεται (μέσα σε ειδικό αναμείκτη) με φυτικές ίνες ή πριονίδια ξύλου και ανάλογη ποσότητα νερού. Στην συνέχεια το μείγμα συμπιέζεται σε ειδικές πρέσσες από όπου βγαίνει σε πλάκες διαφόρων τυποποιημένων διαστάσεων.

Τα ελαφρά χωρίσματα περιλαμβάνουν ξύλινο ή μεταλλικό σκελετό και επικάλυψη από γυψοσανίδες. Η συναρμολόγηση τους είτε γίνεται επί τόπου, είτε στο εργοστάσιο, όπου προκατασκευάζονται οπλισμένα πανό με επικάλυψη ενσωματωμένη στον σκελετό. Τα προκατασκευασμένα αυτά πανό συνδέονται μεταξύ τους επί τόπου στον χώρο που θα τοποθετηθούν.


Όσον αφορά τον τρόπο τοποθέτησης του χωρίσματος, αρχικά χαράσσεται το ίχνος του στο δάπεδο, την οροφή και τους τοίχους. Στην συνέχεια προσαρμόζονται πάνω στο ίχνος, οι μεταλλικές υποδοχές που χρησιμεύουν ως οριζόντιοι και κατακόρυφοι οδηγοί του χωρίσματος.

Η απόσταση των ορθοστατών είναι ανάλογη με το πάχος των γυψοσανίδων. Δηλαδή για πάχος γυψοσανίδων περίπου 10 χιλιοστά, οι ορθοστάτες απέχουν το πολύ 15 εκατοστά μεταξύ τους, ενώ για πάχος γυψοσανίδας 12-50 χιλιοστά η απόσταση των ορθοστατών είναι 60 εκατοστά.

Σε οριζόντια διεύθυνση ο σκελετός φέρει τουλάχιστον μια οριζόντια δοκίδα στο ελεύθερο ύψος του. Εάν υπάρχουν ανοίγματα στο χώρισμα, αυτά πλαισιώνονται με ορθοστάτες και οριζόντιες δοκίδες.


Επειδή οι γυψοσανίδες δεν πρέπει να πιεστούν κατά την τοποθέτηση τους, κόβονται κατά 1-2 εκατοστά μικρότερες από το ύψος που πρόκειται να καλύψουν. Κατά την τοποθέτησή τους έρχονται σε επαφή με την οροφή με την βοήθεια μικρών σφηνών, που τοποθετούνται στην κάτω ακμή τους.

Γενικά κατά την τοποθέτηση χωρισμάτων με γυψοσανίδες, όταν έχουμε πλήρη τοιχοποιία ξεκινούμε από τον τοίχο του κτιρίου. Σε περίπτωση όμως που υπάρχει άνοιγμα στο χώρισμα, τότε ξεκινούμε την τοποθέτηση των γυψοσανίδων από την θέση του ανοίγματος.

Οι αρμοί που δημιουργούνται μεταξύ των γυψοσανίδων γεμίζουν με ειδικό γυψόστοκο, ο οποίος καλύπτεται με χάρτινη ταινία ή αυτοκόλλητη ταινία από πλέγμα υαλοϊνών. Η στερέωση των γυψοσανίδων στον σκελετό ανάλογα με το υλικό κατασκευής του, γίνεται με καρφιά ή ειδικές βίδες.  
    

Βιβλιογραφία: «ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ», έκδοση ΥΠΕΠΘ-Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, των Λυκογιάννη Παν., Στεφανάκη Μαρ., Νίτη Αν.


ΔΕΙΤΕ το Α΄ μέρος εδώ: http://e-oikodomos.blogspot.gr/2011/05/blog-post_18.html

Επισκεφτείτε την ΑΡΧΙΚΗ σελίδα και δείτε τη λίστα με όλες τις αναρτήσεις τεχνικού-κατασκευαστικού περιεχομένου.

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011

Οι Ηπειρώτες κτίστες και η συντεχνιακή συνθηματική γλώσσα τους: τα "κουδαρίτικα"

Το επάγγελμα αποτελεί συνάρτηση ορισμένων φυσικών και κοινωνι­κών παραγόντων. Η εξάρτηση του ανθρώπου από τη φύση ήταν μεγαλύτερη παλιότε­ρα και η ανάγκη προσδιόριζε και τη διαμόρφωση ενός επαγγέλματος κατά τρόπο σχεδόν απόλυτο.

Στα ορεινά και άγονα χωριά, που φώλιαζαν στην αγκαλιά της Πίνδου και των Τζουμέρκων, ριζωμένα στα βραχοτόπια, ήταν μεγάλη η έλλειψη μέσων και αγαθών συντήρησης και διατροφής, γιατί τα ελάχιστα καλλιεργήσιμα χωράφια, με τη μικρή στρεμματική απόδοση, δεν επαρκούσαν ακόμη και για τη στοιχειώδη διατροφή όλης της φαμίλιας.

Και καθώς στα γράμματα και στο εμπόριο λιγοστοί είχαν τις δυνατότη­τες να σταδιοδρομήσουν, το ορεινό και το πετρώδες του εδάφους στο μόνο που βοηθούσε ήταν να μάθουν γρήγορα να ασχοληθούν πλατύτερα, με την κάπως καλύτε­ρα προσοδοφόρο μαστορική τέχνη, μιας και ο τόπος των οικισμών του χωριού ήταν πλούσια στρωμένος με περίσσια οικοδομικά υλικά, πέτρες, πλάκες, ασβέστη κ.λπ.

Έτσι τον Ηπειρώτη κτίστη πρέπει να τον δούμε σα δημιούργημα του φυσικού του περιβάλλοντος, αλλά και σαν άνθρωπο γεννημένο για τη δουλειά, δεμένο με την πέτρα, με τρανό μεράκι και καλλιτεχνική διάθεση, που ύστερα από μακροχρόνια πρακτική εργασία και σπουδή στα μυστικά της λαϊκής κατασκευαστικής τέχνης, έβγαλε από τα χέρια του αριστουργήματα σωστά με χάρη και ομορφιά, καθαρά αποστάγ­ματα της πείρας και του ταλέντου.

Χωριά της Ηπείρου από τα οποία ξεπήδησαν γενιές ολόκληρες τεχνιτών της πέτρας ήταν όλα τα χωριάτης Κόνιτσας (Πυρσόγιαννη, Βούρμπιανη, Στράτσιανη κ.ά.) κι ένα μεγάλο μέρος από τα χωριά των Τζουμέρκων (Χουλιαράδες, Ραφταναίοι, Κτιστάδες, Χώσεψη, Πράμαντα, Άγναντα κ.ά.)

Πυρσογιαννίτικο μπουλούκι στα Πωγώνια το 1932

Αν και αγράμματοι δεν υπήρξαν απλώς μαστόροι, αλλά πρακτικοί μηχανικοί και αρχιτέκτονες, δηλαδή δημιουργοί ανόθευτης και πηγαίας λαϊκής αρχιτεκτονικής πα­ράδοσης. Η απέριττη μαστορική τους τέχνη ήταν ποίηση σωστή και έχτιζαν το μεγαλείο της καρδιάς τους.

Δημιουργούσαν άλλοτε ξακουστά γεφύρια, με παράτολμα τόξα που εμπνέουν αποκαλυπτικό δέος, άλλοτε εξίσου όμορφες, με καλοπελεκημένες πέτρες, αγκωνάρια και καλοφτιαγμένο αρμολόι και ασβέστη, ονομαστές εκκλησίες, σπίτια και αρχοντικά, αξιοπρόσεκτα δημιουργήματα, που σφραγίζουν ακόμα και σήμερα με την παρουσία τους, τη γνήσια αρχοντική μαστοριά, την καθαρή και ανί­σκιωτη τέχνη τους, που αποτελούσε συνέχεια της μεγάλης Βυζαντινής τέχνης στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.

Συγκροτούσαν ομάδες, που λέγονταν «παρέα» ή «μπουλούκι» ή «κομπανία» ή «τσούρμο» ή «σινάφι», με την πρωτοβουλία των ίδιων ή του πρωτομάστορα, που φρόντιζε για την εύρεση εργασίας, την πληρωμή, την επιστασία κ.λπ. Το «μπουλούκι» το χαρακτήριζε το ομαδικό και κοινωνικό πνεύμα και τις σχέσεις των μαστόρων τις διέκρινε ειλικρίνεια, αγάπη και αλληλεγγύη.

Στο «μπουλούκι» εκτός απ' τους τεχνίτες υπήρχαν και τα μαστορόπουλα που ακολουθούσαν σαν μαθητούδια και με τις ικανότητες που αποκτούσαν με τα χρόνια, ανέβαιναν στην ιεραρχία της μαστορικής τέχνης. Η εργασία τους ήταν μαρτυρική, γιατί πολλές φορές δεν ήταν ούτε δεκάχρονα. "Τον πήραν τον Κολιό τον πήραν οι μαστόροι, παιδί απ' το σχολειό να μάθει πηλοφόρι" μας λέει ο Τζουμερκιώτης ποιητής Κοτζιούλας, που έζησε τη ζωή των καταφρονε­μένων.

 Όλη τη μέρα κουβαλούσαν πέτρες και λάσπη ή ασβέστη στους μαστόρους και τη νύχτα δεν είχαν ανάπαυση, γιατί έπρεπε να έχουν το νου τους στα ζώα μην απομακρυνθούν βόσκοντας και κάνοντας ζημιά στα ξένα σπαρτά και έχουν τρεξίματα και καθυστερήσεις στη δουλειά.

Έτσι μετά τις Μεγάλες Απόκριες, άδειαζαν τα μαστοροχώρια από τον ανδρικό πληθυσμό, που ξεκινούσε με τα μουλάρια φορτωμένα ή με τα πόδια για τον τόπο της εργασίας. Οι Τζουμερκιώτες μαστόροι πρόσφεραν τα φώτα της ωραίας τέχνης τους αρχικά στην Άρτα και στον κάμπο της και αργότερα στην Αιτωλοακαρνανία, στη Φθιώτιδα και στη Βοιωτία.

Τη δεκαετία 1930-40 ανοικοδόμησαν ολόκληρη σχεδόν την Ευρυτανία. Μεταπολεμικά εργάστηκαν στα Επτάνησα, στην Πελοπόννησο, στη Θεσ­σαλία και τελευταία στην Αθήνα. Επέστρεφαν στην πατρογονική γη στα μέσα Νοεμ­βρίου για να ασχοληθούν με γεωργοκτηνοτροφικές εργασίες και να γιορτάσουν με τις φαμίλιες τους τις γιορτές των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων, αναμένοντας πάλι την άνοιξη να πρασινίσει η γη, να τρανώσουν και να καρπίσουν τα κτήματα για να ξαναπάρουν πάλι το δρόμο της ξενιτιάς.

Ξεκίνημα και επιστροφή, κυρίως στην παλιότερη εποχή, ήταν ταυτισμένα με απα­ράβατα έθιμα, που άγγιζαν με την πιο γλυκιά και νοσταλγική μορφή, τις ψυχές των μαστόρων και των οικογενειών τους.

Οι αυτοδίδακτοι λαϊκοί τεχνίτες της πέτρας αναγκάζονται εκ των πραγμάτων να εργάζονται μακριά απ' την πατρίδα τους κάτω από αντίξοες συνθήκες. Η αδυναμία  που αισθάνονται απομονωμένοι, καθώς γυρίζουν σ' έναν κόσμο ξένο, άγνωστο, με άλλες συνήθειες, τους αναγκάζει να συνενωθούν περισσότερο μεταξύ τους και να αμυνθούν απέναντι στον εργοδότη τους, που τις περισσότερες φορές ανήκει σε μια άλλη τάξη, κοινωνικά και οικονομικά ανώτερη.

 Σαν άνθρωποι ανοιχτόκαρδοι, καθα­ροί και ντόμπροι, με αγνά αισθήματα, ήταν αδιαφώτιστοι και άμαθοι στις ενέργειες και τις πονηριές δύστροπων κακοπληρωτών και πονηρών αφεντικών και σύντροφο είχαν τον κίνδυνο της μη πλήρους πληρωμής των, της κλοπής, ακόμα και της απώλειας ης ίδιας τους της ζωής, αφού κατά κανόνα στο χωριό που γινόταν η εργασία δεν υπήρχε δικαστήριο ή αστυνομία, αλλά και όπου υπήρχε προτιμούσαν να αλλάξουν χώρο δουλειάς παρά να χάσουν μεροκάματα, ζητώντας από τις αρχές το δίκιο τους.

Στον ανταγωνισμό τους με την κοινωνία, την εξουσία και το αφεντικό επινόησαν τη συνθηματική γλώσσα, σα μέσο αμυντικό συγχρόνως και επιθετικό. Η ανάγκη ενός γλωσσικού οργάνου για τις ιδιαίτερες συνεννοήσεις τους και για τη λήψη αποφάσεων από κοινού για θέματα που τους αφορούσαν, αλλά και σε κάποιες περιπτώσεις οι δέουσες συμβουλές και υποδείξεις του πρωτομάστορα προς αυτούς που παρέβαιναν τους κανόνες της κτιστικής,

για διόρθωση κάποιου τεχνικού σφάλματος, παράλειψης ή κακοτεχνίας, που για ευνόητους λόγους δεν έπρεπε να λάβει γνώση ο ιδιοκτήτης ή η απόκρυψη επαγγελματικών μυστικών, αλλά και τα κοινά συμφέροντα, οι κοινοί μόχθοι και τα κοινά βάσανα διαμόρφωσαν τις προϋποθέσεις και το κλίμα μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε ο μυστικός κώδικας επικοινωνίας, τα «κουδαρίτικα» ή «μαστορι­κά».

«Κούδα» στην επαγγελματική γλώσσα των πλανόδιων χτιστών είναι η πέτρα και «κούδαρης» ο άνθρωπος της πέτρας, ο μάστορας, ο χτίστης.

Οι συνθηματικές γλώσσες ήταν γνωστές και στην αρχαιότητα ανάμεσα στους μύστες των Ελευσίνιων μυστηρίων, στους Ορφικούς και στους Πυθαγόρειους φιλοσό­φους. Στην επανάσταση του 1821 και η Φιλική Εταιρεία χρησιμοποίησε συνθηματική γλώσσα.

Επίσης οι γλώσσες αυτές γίνονται εργαλεία επικοινωνίας από μέλη διαφό­ρων συντεχνιών και επαγγελματικών τάξεων (αρτοποιών, ραπτών, καλαντζήδων κ.λπ.) φαίνεται δε ότι αναπτύχθηκαν κατά την Τουρκοκρατία και κοιτίδα είχαν κατά το πλείστον την Ήπειρο. Γνωστοί εξάλλου είναι οι εμπειρικοί γιατροί του Ζαγορίου, οι Κομπογιανίτες, που χρησιμοποιούσαν συνθηματική γλώσσα.

«Ξεσύρθ'κε μακρύς, φορεί κρεμμύδου για μάνεμα» λέγαν οι μαστόροι και εν­νοούσαν: ήρθε μεσημέρι, είναι καιρός για φαγητό, ή «Πραβίστι όρματ' ράπου, ξισέριτ' ου μπαρός» που σήμαινε: κάντε καλή δουλειά, έρχεται το αφεντικό. Για κακοπλη­ρωτές ιδοκτήτες και σε σχετική ερώτηση συναδέλφων κουδαραίων για τη δουλειά της «παρέας», αυτοί απαντούν: «Ο σφέλ'ς δε μας ξέσυρε τον τσέπο, τι ράπο να ραπίσουμε;» εννοώντας: ο νοικοκύρης δε μας έδωσε χρήματα, τι δουλειά να του κάνουμε;

Πρέπει να αναφέρουμε εδώ ότι το αφεντικό τις περισσότερες φορές παρευρισκό­ταν στο χώρο της δουλειάς και αυτό έκανε επιτακτική την ανάγκη χρησιμοποίησης συνθηματικής γλώσσας. «Ο σφέλ'ς σταμεύει όλ' τη ντένα στη ράπου, δεν ξισέριτ', γυαλίζει τους κουδαραίους, αν φοραδίζουν όρματ' πραχάλα», δηλαδή: το αφεντικό κάθεται όλη την ημέρα στη δουλειά, δε φεύγει, βλέπει τους μαστόρους αν κάνουν καλή δουλειά.

Συνέβαινε όμως κάποιες φορές το αφεντικό να γνωρίζει τα «μαστορι­κά» κι αν λέγανε κακό λόγο γι' αυτόν ή για την οικογένειά του κινδύνευαν να χάσουν τη δουλειά και τα χρήματα.

Χαρακτηριστικά ήταν των μαστόρων τα πειράγματα, η ευφυολογία, η χονδρή σάτιρα και η σκωπτική διάθεση στα οποία υπήρξαν αμίμητοι. Ακόμη μιλούσαν για τα κορίτσια («αγκίδες») του χωριού ή και για τους συγγενείς («ανταμησάδια») του αφεντικού. «Φουράει όρματ' η αγκίδα» λέγαν και εννοούσαν: είναι όμορφη η κοπέλα και για κάποια άσχημη, αλλά πλούσια: «Τα κράνια ορματέβουν την αόρματ' αγκίδα», δηλαδή: τα χρήματα ομορφαίνουν την άσχημη κοπέλα ή «Η μπαρέσιου δεν ξέσυρε μάνεμα για κουντό» όταν η κυρά δεν έφερνε φαγητό για κολατσιό.

Δεν μπορούσαν βέβαια να κρύψουν και τις πονηρές σκέψεις για τα ωραία κορί­τσια: «Φορούσε όρματ' γκουζβίτσες η αγκίδα» που σήμαινε ότι η κοπέλα είχε προκλη­τικά στήθη, έλεγε ο ένας και συμπλήρωνε ο άλλος: «Μπέτζιο που φορούσε», δηλαδή ότι είχε καλίγραμμα οπίσθια, και ο πιο χωρατατζής πρόσθετε: «Να μανέψουν σαρά­ντα κουρούτοι», να φάνε σαράντα βλάχοι.

Στο σύνολό τους οι συνθηματικές γλώσσες είναι ένα περιορισμένο σύνολο λέξεων, που συναποτελούν μια συμβατική φρασεολογία με τοπικές παραλλαγές και με το συνοπτικό τηλεγραφικό τους ύφος δυναμώνει ο συνθηματικός τους χαρακτήρας.

Έτσι  και τα «κουδαρίτικα» είναι μια γλώσσα με φτωχό λεξιλόγιο, με λέξεις που στο σύνολό τους δεν ξεπερνούν τις 500 και που αναφέρονται κυρίως στις έννοιες του χρήματος, της τροφής, στις σχέσεις μαστόρων-ιδιοκτήτη, στα οικοδομικά υλικά που χρησιμο­ποιούν καθημερινά καθώς και στη γυναίκα και στις σεξουαλικές σχέσεις. Ήταν όμως υπεραρκετές για να συνθέσουν φράσεις χρήσιμες για τη δουλειά τους, χωρίς να γίνονται αντιληπτοί από τα αφεντικά τους έστω και αν παρίστανται στην ομιλία.

Οι κτίστες έγιναν γλωσσοπλάστες. Βρήκαν λέξεις, κυρίως ουσιαστικά και λιγότερα ρήματα που μένουν στάσιμα σε πλήθος, πλουταίνουν όμως σε νοήματα και έτσι ένα ρήμα το μεταχειρίζονται για να εκφράσουν πολλές έννοιες. Επίθετα χρησιμοποιούν ακόμη λιγότερα, με βασικό το «όρματος», εκφράζοντας έτσι όλα τα επίθετα εκείνα που έχουν την έννοια του καλού.

Σε καθεμιά απ' αυτές τις λέξεις έδωσαν την προσήκουσα έννοια, χρωματίζοντάς την με διαφορετική σημασία απ' αυτή του λεξι­λογίου, δηλαδή συνθηματική, που εννοούσε άλλα απ' αυτά που προφέρονταν. Οι λέξεις περνούν από στόμα σε στόμα και ξεκαθαρίζουν. Θα γίνουν κοινό κτήμα μόνο εκείνες που θα αστράψουν από δύναμη για να βαστάξουν γερά κρυμμένη την έννοια που θέλουν.

Έτσι έχουμε δημιουργία λέξεων με μεταφορά. Παίρνουν μια λέξη από την καθο­μιλουμένη που της δίνουν όμως άλλη σημασία, που έχει κάποια ομοιότητα και αναλο­γία μακρινή με την κύρια σημασία ή εκφράζει κάποια ιδιότητα της αρχικής λέξης π.χ. η λέξη «αγουγιάτες» είναι τα πόδια, γιατί μεταφέρουν το σώμα, το βούτυρο το λένε «απαλούδ'», γιατί είναι απαλό στην αφή, η νύχτα εκφέρεται ως «καλόηρους», γιατί είναι μαύρη σαν τα ράσα του καλόγηρου, το κεφάλι το αποκαλούν «κουρφιάρ'ς», γιατί βρίσκεται στην κορυφή του σώματος κ.λπ.

 Ακόμη εντάσσονται λέξεις στο λεξιλόγιο των μαστόρων σα δάνεια από άλλες συνθηματικές γλώσσες. Κάποια στιγμή ίσως, που άκουσαν τα μέλη μιας άλλης συντε­χνίας να χρησιμοποιούν κάποια λέξη που δεν περιεχόταν στα «κουδαρίτικα», τη δανείστηκαν και την ενσωμάτωσαν στο δικό τους εκφραστικό μέσο, π.χ. ο «μπαρός» δηλ. ο αφέντης, ο νοικοκύρης πιθανόν να προήλθε από το τσιγγάνικο baro = μεγάλος.

Επίσης παρατηρούμε αυθαίρετη γλωσσοπλασία με άγνωστη ετυμολογική ρίζα, π.χ. «σφέλ'ς» = νοικοκύρης κ.ά. ή νεολογισμούς, π.χ. «αγκίδα» = κοπέλα ή ακόμη και δανεισμό λέξεων από άλλα κράτη της Βαλκανικής, π.χ. «βόντα» = νερό, «ζένα» = γυναίκα, «κόσβας» = παπάς κ.λπ. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις έχουμε αντικατά­σταση αρκετών λέξεων που από την πολλή χρήση τρίβονται, ξεθυμαίνουν και χάνουν τη συνθηματικότητά τους, με κάποιες άλλες καινούργιες και φωτεινές.

Στα «κουδαρίτικα» βέβαια βρίσκονται σε χρήση και λέξεις της κοινής λαλιάς, με την πραγματική τους σημασία, κυρίως άρθρα, επιρρήματα και αριθμητικά.
Όσον αφορά στη γραμματική και στο συντακτικό, η γλώσσα των μαστόρων υπα­κούει γενικά στους νόμους της γλώσσας που χρησιμοποιείται στην περιοχή. Σχετικά με το φθογγολογικό παρατηρούμε την αποβολή ατόνων καταλήξεων π.χ. «κούδαρ(η)ς», «αβδάλ(ι)», «μανέψ(ει)», την αποβολή των ενδιάμεσων ατόνων φωνηέντων, π.χ. «κουδαρίτ(ι)κα», «καρόφ(υ)λλου» και συχνή τροπή του ατόνου ε και αι σε ι, π.χ. «αγουγιάτις», «ξισέρνιτι» κ.λπ.

Σήμερα τα οργανωμένα «μπουλούκια» των μαστόρων έχουν εξαφανιστεί και τα «κουδαρίτικα» βρίσκονται σε αχρηστία, αφού οι λόγοι και οι συνθήκες που τα επέβα­λαν σαν ανάγκη δεν υπάρχουν πια.
Στη συνέχεια παραθέτουμε ενδεικτικά ελάχιστο δειγματολόγιο από τον κρυπτογραφικό κώδικα των μαστόρων:


Λέξεις
αβδάλ', το = το τυρί
αράζου = δίνω
ασπρούδ, το = το γάλα
βαλαζόν', το = το πρόβατο
βλαστάρ', το = ο αδελφός
γκαβιάζου = κτυπώ
γκουλιάτ'ς, ο = ο χωροφύλακας
θόδου, η = η ρακή
κάλου, η = η ασβέστη
καντζιουμέν', η = η έγκυος
καρόφ'λλου, το = το τσιγάρο
καψάλα, η = η φυγή
κλωνάρια, τα = τα χέρια
κούφιου, το = το σπίτι
κράνια, τα = τα χρήματα
λαγός, ο = το παιδί
μάνο, το = το ψωμί
μακρινίτσα, η = δρόμος
μαλέτσ'κους, ο = ο μικρός
μπαζμάδ', το = το γαϊδούρι
ντάρους, ο = ο γάμος
ξισέρουμι = έρχομαι, πηγαίνω, φεύγω
ράικους, ο = ο ήλιος
σαλούτου, η  = η δραχμή
στήσους, ο = ο τοίχος
στουρνάρια, τα = τα αυγά
τσλίζου = ομιλώ, γνωρίζω
φουράου = έχω, είμαι
Φράσεις


- Τσλίζεις τα κουδαρίτ’κα;
-Τα τσλίζου
-Φουράν ράπου οι κουδαραίοι στου σέλου σ’;
-Φουράν λίγ’ στ’ μακρινίτσα, οι άλλ’ σταμεύ’ν.
-Τι ντινιάτ’κου φουράτι;
-Ουγδοήντα σαλούτις τ’ ντένα.
-Τι μανεύιτι;
-Μανεύουμι μανό, μίχου, κούκκ’ς, νιρουπούλια κι τς πιρσότιρις ντένις πρασνάδια κι φουσκοκοίλια.
-Φουράτι όρματου μπαρό;
-Φουράμι πουλύ όρματον κι γι’ αυτό τ’ πραβίζουμι όρματον στήσου.
-Πότε θα καψαλίσουμι για του σέλου;
- Άμα σταμέψουμι, θα καψαλίσουμι δίχους άλλου, γιατί τώρα η ντένα μίκρινι κι όλου ταμπακίζ’.
-Θα ξισυρθώ στου σέλου να πραβίσου τα μαυρούδια μ’.

- Ξέρεις τα μαστορικά;
-Τα ξέρω
-Έχουν εργασία οι μαστόροι στο χωριό σου;
-Έχουν λίγη στο δρόμο, οι άλλοι κάθο­νται.

-Τι ημερομίσθιο παίρνετε;
-Ογδόντα δραχμές την ημέρα.
-Τι τρώτε;
-Τρώμε ψωμί, κρέας, κουκιά, ψάρια και τις περισσότερες μέρες λάχανα και φα­σόλια.

-Έχετε καλό αφεντικό;
-Έχουμε πολύ καλό και γι’ αυτό του φτιάχνουμε καλόν τοίχο.

-Πότε θα φύγουμε για το χωριό;

-Άμα τελειώσουμε, θα φύγουμε δίχως άλλο, γιατί τώρα μικραίνει η ημέρα και όλο βρέχει.
-Θα πάω στο χωριό να φτιάξω τα χωρά­φια μου.


Βιβλιογραφία

Οικονομίδης Δημ., «Τα κουδαρίτικατου Πετροβουνίου», περ. ΑΘΗΝΑ, τ. 64, (1960), σσ. 169-180.

Ρέμπελης Χαρ., «Κονιτσιώτικα», Αθήνα 1953, σσ. 350-356.

Σάρρος Δημ., «Περί των συνθηματικοί γλωσσών», Λαογραφία, (1923), σσ. 530-534.

Σούλης Χρ.. «Τα κουδαρίτικα των Χουλιαροχωρίων της Ηπείρου», Ηπειρώτικα Χρονικά, τ. 5 (1930), σσ. 161-168.

 
Πηγή: 
Συγγραφέας: Γιάννης Καραμπούλας. Δημοσιεύτηκε στην «τρίμηνη πολιτιστική έκδοση Χάος και Όψη», Ιούλιος, Αύγουστος, Σεπτέμβριος 1995, τεύχος 9, του Συλλόγου Κυψελιωτών Άρτας (στην Αθήνα), «Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός».