Το επάγγελμα αποτελεί συνάρτηση ορισμένων φυσικών και κοινωνικών παραγόντων. Η εξάρτηση του ανθρώπου από τη φύση ήταν μεγαλύτερη παλιότερα και η ανάγκη προσδιόριζε και τη διαμόρφωση ενός επαγγέλματος κατά τρόπο σχεδόν απόλυτο.
Στα ορεινά και άγονα χωριά, που φώλιαζαν στην αγκαλιά της Πίνδου και των Τζουμέρκων, ριζωμένα στα βραχοτόπια, ήταν μεγάλη η έλλειψη μέσων και αγαθών συντήρησης και διατροφής, γιατί τα ελάχιστα καλλιεργήσιμα χωράφια, με τη μικρή στρεμματική απόδοση, δεν επαρκούσαν ακόμη και για τη στοιχειώδη διατροφή όλης της φαμίλιας.
Και καθώς στα γράμματα και στο εμπόριο λιγοστοί είχαν τις δυνατότητες να σταδιοδρομήσουν, το ορεινό και το πετρώδες του εδάφους στο μόνο που βοηθούσε ήταν να μάθουν γρήγορα να ασχοληθούν πλατύτερα, με την κάπως καλύτερα προσοδοφόρο μαστορική τέχνη, μιας και ο τόπος των οικισμών του χωριού ήταν πλούσια στρωμένος με περίσσια οικοδομικά υλικά, πέτρες, πλάκες, ασβέστη κ.λπ.
Έτσι τον Ηπειρώτη κτίστη πρέπει να τον δούμε σα δημιούργημα του φυσικού του περιβάλλοντος, αλλά και σαν άνθρωπο γεννημένο για τη δουλειά, δεμένο με την πέτρα, με τρανό μεράκι και καλλιτεχνική διάθεση, που ύστερα από μακροχρόνια πρακτική εργασία και σπουδή στα μυστικά της λαϊκής κατασκευαστικής τέχνης, έβγαλε από τα χέρια του αριστουργήματα σωστά με χάρη και ομορφιά, καθαρά αποστάγματα της πείρας και του ταλέντου.
Χωριά της Ηπείρου από τα οποία ξεπήδησαν γενιές ολόκληρες τεχνιτών της πέτρας ήταν όλα τα χωριάτης Κόνιτσας (Πυρσόγιαννη, Βούρμπιανη, Στράτσιανη κ.ά.) κι ένα μεγάλο μέρος από τα χωριά των Τζουμέρκων (Χουλιαράδες, Ραφταναίοι, Κτιστάδες, Χώσεψη, Πράμαντα, Άγναντα κ.ά.)
Πυρσογιαννίτικο μπουλούκι στα Πωγώνια το 1932 |
Αν και αγράμματοι δεν υπήρξαν απλώς μαστόροι, αλλά πρακτικοί μηχανικοί και αρχιτέκτονες, δηλαδή δημιουργοί ανόθευτης και πηγαίας λαϊκής αρχιτεκτονικής παράδοσης. Η απέριττη μαστορική τους τέχνη ήταν ποίηση σωστή και έχτιζαν το μεγαλείο της καρδιάς τους.
Δημιουργούσαν άλλοτε ξακουστά γεφύρια, με παράτολμα τόξα που εμπνέουν αποκαλυπτικό δέος, άλλοτε εξίσου όμορφες, με καλοπελεκημένες πέτρες, αγκωνάρια και καλοφτιαγμένο αρμολόι και ασβέστη, ονομαστές εκκλησίες, σπίτια και αρχοντικά, αξιοπρόσεκτα δημιουργήματα, που σφραγίζουν ακόμα και σήμερα με την παρουσία τους, τη γνήσια αρχοντική μαστοριά, την καθαρή και ανίσκιωτη τέχνη τους, που αποτελούσε συνέχεια της μεγάλης Βυζαντινής τέχνης στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Συγκροτούσαν ομάδες, που λέγονταν «παρέα» ή «μπουλούκι» ή «κομπανία» ή «τσούρμο» ή «σινάφι», με την πρωτοβουλία των ίδιων ή του πρωτομάστορα, που φρόντιζε για την εύρεση εργασίας, την πληρωμή, την επιστασία κ.λπ. Το «μπουλούκι» το χαρακτήριζε το ομαδικό και κοινωνικό πνεύμα και τις σχέσεις των μαστόρων τις διέκρινε ειλικρίνεια, αγάπη και αλληλεγγύη.
Στο «μπουλούκι» εκτός απ' τους τεχνίτες υπήρχαν και τα μαστορόπουλα που ακολουθούσαν σαν μαθητούδια και με τις ικανότητες που αποκτούσαν με τα χρόνια, ανέβαιναν στην ιεραρχία της μαστορικής τέχνης. Η εργασία τους ήταν μαρτυρική, γιατί πολλές φορές δεν ήταν ούτε δεκάχρονα. "Τον πήραν τον Κολιό τον πήραν οι μαστόροι, παιδί απ' το σχολειό να μάθει πηλοφόρι" μας λέει ο Τζουμερκιώτης ποιητής Κοτζιούλας, που έζησε τη ζωή των καταφρονεμένων.
Όλη τη μέρα κουβαλούσαν πέτρες και λάσπη ή ασβέστη στους μαστόρους και τη νύχτα δεν είχαν ανάπαυση, γιατί έπρεπε να έχουν το νου τους στα ζώα μην απομακρυνθούν βόσκοντας και κάνοντας ζημιά στα ξένα σπαρτά και έχουν τρεξίματα και καθυστερήσεις στη δουλειά.
Έτσι μετά τις Μεγάλες Απόκριες, άδειαζαν τα μαστοροχώρια από τον ανδρικό πληθυσμό, που ξεκινούσε με τα μουλάρια φορτωμένα ή με τα πόδια για τον τόπο της εργασίας. Οι Τζουμερκιώτες μαστόροι πρόσφεραν τα φώτα της ωραίας τέχνης τους αρχικά στην Άρτα και στον κάμπο της και αργότερα στην Αιτωλοακαρνανία, στη Φθιώτιδα και στη Βοιωτία.
Τη δεκαετία 1930-40 ανοικοδόμησαν ολόκληρη σχεδόν την Ευρυτανία. Μεταπολεμικά εργάστηκαν στα Επτάνησα, στην Πελοπόννησο, στη Θεσσαλία και τελευταία στην Αθήνα. Επέστρεφαν στην πατρογονική γη στα μέσα Νοεμβρίου για να ασχοληθούν με γεωργοκτηνοτροφικές εργασίες και να γιορτάσουν με τις φαμίλιες τους τις γιορτές των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων, αναμένοντας πάλι την άνοιξη να πρασινίσει η γη, να τρανώσουν και να καρπίσουν τα κτήματα για να ξαναπάρουν πάλι το δρόμο της ξενιτιάς.
Ξεκίνημα και επιστροφή, κυρίως στην παλιότερη εποχή, ήταν ταυτισμένα με απαράβατα έθιμα, που άγγιζαν με την πιο γλυκιά και νοσταλγική μορφή, τις ψυχές των μαστόρων και των οικογενειών τους.
Οι αυτοδίδακτοι λαϊκοί τεχνίτες της πέτρας αναγκάζονται εκ των πραγμάτων να εργάζονται μακριά απ' την πατρίδα τους κάτω από αντίξοες συνθήκες. Η αδυναμία που αισθάνονται απομονωμένοι, καθώς γυρίζουν σ' έναν κόσμο ξένο, άγνωστο, με άλλες συνήθειες, τους αναγκάζει να συνενωθούν περισσότερο μεταξύ τους και να αμυνθούν απέναντι στον εργοδότη τους, που τις περισσότερες φορές ανήκει σε μια άλλη τάξη, κοινωνικά και οικονομικά ανώτερη.
Σαν άνθρωποι ανοιχτόκαρδοι, καθαροί και ντόμπροι, με αγνά αισθήματα, ήταν αδιαφώτιστοι και άμαθοι στις ενέργειες και τις πονηριές δύστροπων κακοπληρωτών και πονηρών αφεντικών και σύντροφο είχαν τον κίνδυνο της μη πλήρους πληρωμής των, της κλοπής, ακόμα και της απώλειας ης ίδιας τους της ζωής, αφού κατά κανόνα στο χωριό που γινόταν η εργασία δεν υπήρχε δικαστήριο ή αστυνομία, αλλά και όπου υπήρχε προτιμούσαν να αλλάξουν χώρο δουλειάς παρά να χάσουν μεροκάματα, ζητώντας από τις αρχές το δίκιο τους.
Στον ανταγωνισμό τους με την κοινωνία, την εξουσία και το αφεντικό επινόησαν τη συνθηματική γλώσσα, σα μέσο αμυντικό συγχρόνως και επιθετικό. Η ανάγκη ενός γλωσσικού οργάνου για τις ιδιαίτερες συνεννοήσεις τους και για τη λήψη αποφάσεων από κοινού για θέματα που τους αφορούσαν, αλλά και σε κάποιες περιπτώσεις οι δέουσες συμβουλές και υποδείξεις του πρωτομάστορα προς αυτούς που παρέβαιναν τους κανόνες της κτιστικής,
για διόρθωση κάποιου τεχνικού σφάλματος, παράλειψης ή κακοτεχνίας, που για ευνόητους λόγους δεν έπρεπε να λάβει γνώση ο ιδιοκτήτης ή η απόκρυψη επαγγελματικών μυστικών, αλλά και τα κοινά συμφέροντα, οι κοινοί μόχθοι και τα κοινά βάσανα διαμόρφωσαν τις προϋποθέσεις και το κλίμα μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε ο μυστικός κώδικας επικοινωνίας, τα «κουδαρίτικα» ή «μαστορικά».
«Κούδα» στην επαγγελματική γλώσσα των πλανόδιων χτιστών είναι η πέτρα και «κούδαρης» ο άνθρωπος της πέτρας, ο μάστορας, ο χτίστης.
Οι συνθηματικές γλώσσες ήταν γνωστές και στην αρχαιότητα ανάμεσα στους μύστες των Ελευσίνιων μυστηρίων, στους Ορφικούς και στους Πυθαγόρειους φιλοσόφους. Στην επανάσταση του 1821 και η Φιλική Εταιρεία χρησιμοποίησε συνθηματική γλώσσα.
Επίσης οι γλώσσες αυτές γίνονται εργαλεία επικοινωνίας από μέλη διαφόρων συντεχνιών και επαγγελματικών τάξεων (αρτοποιών, ραπτών, καλαντζήδων κ.λπ.) φαίνεται δε ότι αναπτύχθηκαν κατά την Τουρκοκρατία και κοιτίδα είχαν κατά το πλείστον την Ήπειρο. Γνωστοί εξάλλου είναι οι εμπειρικοί γιατροί του Ζαγορίου, οι Κομπογιανίτες, που χρησιμοποιούσαν συνθηματική γλώσσα.
«Ξεσύρθ'κε μακρύς, φορεί κρεμμύδου για μάνεμα» λέγαν οι μαστόροι και εννοούσαν: ήρθε μεσημέρι, είναι καιρός για φαγητό, ή «Πραβίστι όρματ' ράπου, ξισέριτ' ου μπαρός» που σήμαινε: κάντε καλή δουλειά, έρχεται το αφεντικό. Για κακοπληρωτές ιδοκτήτες και σε σχετική ερώτηση συναδέλφων κουδαραίων για τη δουλειά της «παρέας», αυτοί απαντούν: «Ο σφέλ'ς δε μας ξέσυρε τον τσέπο, τι ράπο να ραπίσουμε;» εννοώντας: ο νοικοκύρης δε μας έδωσε χρήματα, τι δουλειά να του κάνουμε;
Πρέπει να αναφέρουμε εδώ ότι το αφεντικό τις περισσότερες φορές παρευρισκόταν στο χώρο της δουλειάς και αυτό έκανε επιτακτική την ανάγκη χρησιμοποίησης συνθηματικής γλώσσας. «Ο σφέλ'ς σταμεύει όλ' τη ντένα στη ράπου, δεν ξισέριτ', γυαλίζει τους κουδαραίους, αν φοραδίζουν όρματ' πραχάλα», δηλαδή: το αφεντικό κάθεται όλη την ημέρα στη δουλειά, δε φεύγει, βλέπει τους μαστόρους αν κάνουν καλή δουλειά.
Συνέβαινε όμως κάποιες φορές το αφεντικό να γνωρίζει τα «μαστορικά» κι αν λέγανε κακό λόγο γι' αυτόν ή για την οικογένειά του κινδύνευαν να χάσουν τη δουλειά και τα χρήματα.
Χαρακτηριστικά ήταν των μαστόρων τα πειράγματα, η ευφυολογία, η χονδρή σάτιρα και η σκωπτική διάθεση στα οποία υπήρξαν αμίμητοι. Ακόμη μιλούσαν για τα κορίτσια («αγκίδες») του χωριού ή και για τους συγγενείς («ανταμησάδια») του αφεντικού. «Φουράει όρματ' η αγκίδα» λέγαν και εννοούσαν: είναι όμορφη η κοπέλα και για κάποια άσχημη, αλλά πλούσια: «Τα κράνια ορματέβουν την αόρματ' αγκίδα», δηλαδή: τα χρήματα ομορφαίνουν την άσχημη κοπέλα ή «Η μπαρέσιου δεν ξέσυρε μάνεμα για κουντό» όταν η κυρά δεν έφερνε φαγητό για κολατσιό.
Δεν μπορούσαν βέβαια να κρύψουν και τις πονηρές σκέψεις για τα ωραία κορίτσια: «Φορούσε όρματ' γκουζβίτσες η αγκίδα» που σήμαινε ότι η κοπέλα είχε προκλητικά στήθη, έλεγε ο ένας και συμπλήρωνε ο άλλος: «Μπέτζιο που φορούσε», δηλαδή ότι είχε καλίγραμμα οπίσθια, και ο πιο χωρατατζής πρόσθετε: «Να μανέψουν σαράντα κουρούτοι», να φάνε σαράντα βλάχοι.
Στο σύνολό τους οι συνθηματικές γλώσσες είναι ένα περιορισμένο σύνολο λέξεων, που συναποτελούν μια συμβατική φρασεολογία με τοπικές παραλλαγές και με το συνοπτικό τηλεγραφικό τους ύφος δυναμώνει ο συνθηματικός τους χαρακτήρας.
Έτσι και τα «κουδαρίτικα» είναι μια γλώσσα με φτωχό λεξιλόγιο, με λέξεις που στο σύνολό τους δεν ξεπερνούν τις 500 και που αναφέρονται κυρίως στις έννοιες του χρήματος, της τροφής, στις σχέσεις μαστόρων-ιδιοκτήτη, στα οικοδομικά υλικά που χρησιμοποιούν καθημερινά καθώς και στη γυναίκα και στις σεξουαλικές σχέσεις. Ήταν όμως υπεραρκετές για να συνθέσουν φράσεις χρήσιμες για τη δουλειά τους, χωρίς να γίνονται αντιληπτοί από τα αφεντικά τους έστω και αν παρίστανται στην ομιλία.
Οι κτίστες έγιναν γλωσσοπλάστες. Βρήκαν λέξεις, κυρίως ουσιαστικά και λιγότερα ρήματα που μένουν στάσιμα σε πλήθος, πλουταίνουν όμως σε νοήματα και έτσι ένα ρήμα το μεταχειρίζονται για να εκφράσουν πολλές έννοιες. Επίθετα χρησιμοποιούν ακόμη λιγότερα, με βασικό το «όρματος», εκφράζοντας έτσι όλα τα επίθετα εκείνα που έχουν την έννοια του καλού.
Σε καθεμιά απ' αυτές τις λέξεις έδωσαν την προσήκουσα έννοια, χρωματίζοντάς την με διαφορετική σημασία απ' αυτή του λεξιλογίου, δηλαδή συνθηματική, που εννοούσε άλλα απ' αυτά που προφέρονταν. Οι λέξεις περνούν από στόμα σε στόμα και ξεκαθαρίζουν. Θα γίνουν κοινό κτήμα μόνο εκείνες που θα αστράψουν από δύναμη για να βαστάξουν γερά κρυμμένη την έννοια που θέλουν.
Έτσι έχουμε δημιουργία λέξεων με μεταφορά. Παίρνουν μια λέξη από την καθομιλουμένη που της δίνουν όμως άλλη σημασία, που έχει κάποια ομοιότητα και αναλογία μακρινή με την κύρια σημασία ή εκφράζει κάποια ιδιότητα της αρχικής λέξης π.χ. η λέξη «αγουγιάτες» είναι τα πόδια, γιατί μεταφέρουν το σώμα, το βούτυρο το λένε «απαλούδ'», γιατί είναι απαλό στην αφή, η νύχτα εκφέρεται ως «καλόηρους», γιατί είναι μαύρη σαν τα ράσα του καλόγηρου, το κεφάλι το αποκαλούν «κουρφιάρ'ς», γιατί βρίσκεται στην κορυφή του σώματος κ.λπ.
Ακόμη εντάσσονται λέξεις στο λεξιλόγιο των μαστόρων σα δάνεια από άλλες συνθηματικές γλώσσες. Κάποια στιγμή ίσως, που άκουσαν τα μέλη μιας άλλης συντεχνίας να χρησιμοποιούν κάποια λέξη που δεν περιεχόταν στα «κουδαρίτικα», τη δανείστηκαν και την ενσωμάτωσαν στο δικό τους εκφραστικό μέσο, π.χ. ο «μπαρός» δηλ. ο αφέντης, ο νοικοκύρης πιθανόν να προήλθε από το τσιγγάνικο baro = μεγάλος.
Επίσης παρατηρούμε αυθαίρετη γλωσσοπλασία με άγνωστη ετυμολογική ρίζα, π.χ. «σφέλ'ς» = νοικοκύρης κ.ά. ή νεολογισμούς, π.χ. «αγκίδα» = κοπέλα ή ακόμη και δανεισμό λέξεων από άλλα κράτη της Βαλκανικής, π.χ. «βόντα» = νερό, «ζένα» = γυναίκα, «κόσβας» = παπάς κ.λπ. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις έχουμε αντικατάσταση αρκετών λέξεων που από την πολλή χρήση τρίβονται, ξεθυμαίνουν και χάνουν τη συνθηματικότητά τους, με κάποιες άλλες καινούργιες και φωτεινές.
Στα «κουδαρίτικα» βέβαια βρίσκονται σε χρήση και λέξεις της κοινής λαλιάς, με την πραγματική τους σημασία, κυρίως άρθρα, επιρρήματα και αριθμητικά.
Όσον αφορά στη γραμματική και στο συντακτικό, η γλώσσα των μαστόρων υπακούει γενικά στους νόμους της γλώσσας που χρησιμοποιείται στην περιοχή. Σχετικά με το φθογγολογικό παρατηρούμε την αποβολή ατόνων καταλήξεων π.χ. «κούδαρ(η)ς», «αβδάλ(ι)», «μανέψ(ει)», την αποβολή των ενδιάμεσων ατόνων φωνηέντων, π.χ. «κουδαρίτ(ι)κα», «καρόφ(υ)λλου» και συχνή τροπή του ατόνου ε και αι σε ι, π.χ. «αγουγιάτις», «ξισέρνιτι» κ.λπ.
Σήμερα τα οργανωμένα «μπουλούκια» των μαστόρων έχουν εξαφανιστεί και τα «κουδαρίτικα» βρίσκονται σε αχρηστία, αφού οι λόγοι και οι συνθήκες που τα επέβαλαν σαν ανάγκη δεν υπάρχουν πια.
Στη συνέχεια παραθέτουμε ενδεικτικά ελάχιστο δειγματολόγιο από τον κρυπτογραφικό κώδικα των μαστόρων:
Λέξεις
αβδάλ', το = το τυρί αράζου = δίνω ασπρούδ, το = το γάλα βαλαζόν', το = το πρόβατο βλαστάρ', το = ο αδελφός γκαβιάζου = κτυπώ γκουλιάτ'ς, ο = ο χωροφύλακας θόδου, η = η ρακή κάλου, η = η ασβέστη καντζιουμέν', η = η έγκυος καρόφ'λλου, το = το τσιγάρο καψάλα, η = η φυγή κλωνάρια, τα = τα χέρια κούφιου, το = το σπίτι | κράνια, τα = τα χρήματα λαγός, ο = το παιδί μάνο, το = το ψωμί μακρινίτσα, η = δρόμος μαλέτσ'κους, ο = ο μικρός μπαζμάδ', το = το γαϊδούρι ντάρους, ο = ο γάμος ξισέρουμι = έρχομαι, πηγαίνω, φεύγω ράικους, ο = ο ήλιος σαλούτου, η = η δραχμή στήσους, ο = ο τοίχος στουρνάρια, τα = τα αυγά τσλίζου = ομιλώ, γνωρίζω φουράου = έχω, είμαι |
Φράσεις | |
- Τσλίζεις τα κουδαρίτ’κα; -Τα τσλίζου -Φουράν ράπου οι κουδαραίοι στου σέλου σ’; -Φουράν λίγ’ στ’ μακρινίτσα, οι άλλ’ σταμεύ’ν. -Τι ντινιάτ’κου φουράτι; -Ουγδοήντα σαλούτις τ’ ντένα. -Τι μανεύιτι; -Μανεύουμι μανό, μίχου, κούκκ’ς, νιρουπούλια κι τς πιρσότιρις ντένις πρασνάδια κι φουσκοκοίλια. -Φουράτι όρματου μπαρό; -Φουράμι πουλύ όρματον κι γι’ αυτό τ’ πραβίζουμι όρματον στήσου. -Πότε θα καψαλίσουμι για του σέλου; - Άμα σταμέψουμι, θα καψαλίσουμι δίχους άλλου, γιατί τώρα η ντένα μίκρινι κι όλου ταμπακίζ’. -Θα ξισυρθώ στου σέλου να πραβίσου τα μαυρούδια μ’. | - Ξέρεις τα μαστορικά; -Τα ξέρω -Έχουν εργασία οι μαστόροι στο χωριό σου; -Έχουν λίγη στο δρόμο, οι άλλοι κάθονται. -Τι ημερομίσθιο παίρνετε; -Ογδόντα δραχμές την ημέρα. -Τι τρώτε; -Τρώμε ψωμί, κρέας, κουκιά, ψάρια και τις περισσότερες μέρες λάχανα και φασόλια. -Έχετε καλό αφεντικό; -Έχουμε πολύ καλό και γι’ αυτό του φτιάχνουμε καλόν τοίχο. -Πότε θα φύγουμε για το χωριό; -Άμα τελειώσουμε, θα φύγουμε δίχως άλλο, γιατί τώρα μικραίνει η ημέρα και όλο βρέχει. -Θα πάω στο χωριό να φτιάξω τα χωράφια μου. |
Βιβλιογραφία
Οικονομίδης Δημ., «Τα κουδαρίτικατου Πετροβουνίου», περ. ΑΘΗΝΑ, τ. 64, (1960), σσ. 169-180.
Ρέμπελης Χαρ., «Κονιτσιώτικα», Αθήνα 1953, σσ. 350-356.
Σάρρος Δημ., «Περί των συνθηματικοί γλωσσών», Λαογραφία, (1923), σσ. 530-534.
Σούλης Χρ.. «Τα κουδαρίτικα των Χουλιαροχωρίων της Ηπείρου», Ηπειρώτικα Χρονικά, τ. 5 (1930), σσ. 161-168.
Πηγή:
Συγγραφέας: Γιάννης Καραμπούλας. Δημοσιεύτηκε στην «τρίμηνη πολιτιστική έκδοση Χάος και Όψη», Ιούλιος, Αύγουστος, Σεπτέμβριος 1995, τεύχος 9, του Συλλόγου Κυψελιωτών Άρτας (στην Αθήνα), «Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου