Παρασκευή 8 Ιουλίου 2011

Ο μπαρμπα-Γιωργάκης

Ο Γιουργάκ’ Πουρναράς, όπως τον αποκαλούσαν όλοι στο χωριό, ήταν ένας ωραίος άντρας, ψηλός, γελαστός, ομιλητικός και ήξερε να διαβάζει! Βλάχος το επάγγελμα από παιδί. Ποτέ δεν πήγε σχολείο ο μπαρμπα-Γιωργάκης. Αλλά ήξερε να διαβάζει! Ο μόνος βλάχος που ήξερε και ήθελε να διαβάζει.

Φορούσε μόνιμα ένα μαύρο σκούφο, για να σκεπάζει το στρογγυλό με τα λίγα μαλλιά κεφάλι. Σπάνια έβλεπες αξύριστο το μπαρμπα-Γιωργάκη. Έτσι ξεχώριζε καλύτερα το κομψό του μουστάκι που ποτέ δεν αποχωρίστηκε, το σύμβολο της αντρικότητας, της παλικαριάς, της γοητείας, της Ηπειρώτικης και Ελληνικής λεβεντιάς.

Δυο διαπεραστικά, τσακίρικα, γελαστά και καταπράσινα μάτια φώλιαζαν σε δυο βαθουλές κόγχες κάτω από ένα πλατύ μέτωπο σιγουριάς και αποφασιστικότητας. Μία μύτη λίγο γαμψή, με αρχαιοελληνική κατατομή ολοκλήρωνε ένα πρόσωπο το οποίο πολλά από τα σημερινά μανεκέν θα ζήλευαν!

Το μόνο τρωτό σε όλη την υπόθεση του προσώπου ήταν τα κάπως μεγάλα αυτιά, σαν να ήταν κολλημένα κάθετα στα πλάγια του κρανίου, αποτελούσαν μια παραφωνία στο κομψότατο σύνολο της κεφαλής του μπαρμπα-Γιωργάκη.


Γεώργιος Χρ. Πουρναράς (1902-1976)
(φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα, από
το αρχείο του "Οικοδόμου".)

Η αμφίεση του ήταν κλασική. Άσπρο πουκάμισο χωρίς γιακά, μαύρο γιλέκο, μάλλινο μαύρο παντελόνι σε στυλ Χίτλερ και μαύρα χοντρά παπούτσια ή δερμάτινες μπότες, Η αγκλίτσα ήταν επίσης το απαραίτητο και αχώριστο συμπλήρωμα της αμφίεσης. Μία αγκλίτσα πελεκημένη και σκαλισμένη από τα επιτήδεια χέρια του μεγάλου του γιου, του Κώστα.

Στο επάνω της άκρο κατέληγε σε κεφαλή άγριου φιδιού, ενώ το κάτω καμπυλωτό άκρο κατέληγε σε ουρά φιδιού. Η αγκλίτσα δεν ήταν μόνο το σύμβολο του τσέλιγκα, αλλά εξυπηρετούσε πρακτικές ανάγκες, όπως: ήταν πρώτης τάξεως στήριγμα στις κακοτοπιές των βουνών, το καμπυλωτό της σχήμα (ένα είδος τελικού σίγμα) βοηθούσε στο πιάσιμο των προβάτων

και κατσικιών από το πίσω πόδι, ήταν ένα είδος αμυντικού και επιθετικού όπλου κατά των σκυλιών και των φιδιών, πάνω της ακουμπούσαν για να ξαποστάσουν, συχνά  την περνούσαν οριζόντια στις πλάτες και το σβέρκο κι έτσι ξεκούραζαν τα χέρια, ιδίως όταν περπατούσαν σε ανοιχτά και επίπεδα μέρη.

Με αυτή κατέβαζαν τα σύκα, τα σταφύλια, τα αχλάδια, τα κεράσια και άλλα φρούτα από τα ψηλά κλαδιά των δέντρων. Αλλά και μ’ αυτή πολλές φορές τσακώνονταν στην πλατεία του χωριού, τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές, ιδίως τη Μεγάλη Παρασκευή, και άνοιγαν πολύ εύκολα κεφάλια.

Αυτό, βέβαια, γινόταν από τους ψευτοτσελιγκάδες ή μάλλον από τους νεοτσελιγκάδες, οι οποίοι, όπως και οι νεόπλουτοι, δεν έχουν την ανάλογη παιδεία για να χειριστούν το βιος τους, όπως αρμόζει: Χωρίς επίδειξη, χωρίς ξιπασιά, χωρίς να διαπράττουν «ύβριν», όπως έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες.

Αυτοί, λοιπόν, οι νεοτσελιγκάδες μόλις αποκτούσαν κάμποσα ζωντανά, νόμιζαν πως αποκτούσαν αυτόματα την αρχοντιά των παλιών τσελιγκάδων, και δεν έδιναν σημασία σε τίποτα και σε κανέναν. Αυτοί είχαν πάντα δίκιο, αυτοί έπρεπε να χορέψουν στο πανηγύρι πρώτοι, αυτών η κόρη άξιζε τον καλύτερο γαμπρό, αυτών η οικογένεια ήταν άψογη, αυτοί ήταν κι όχι άλλοι!

Και επειδή ήθελαν να φαίνονται αυτό που πραγματικά δεν ήταν και επειδή οι υπόλοιποι δεν έτρωγαν κουτόχορτο, όχι μόνο δεν «τους περνούσε», αλλά συχνά γινόταν αντικείμενο κοροϊδίας από τους άλλους. Ε! τότε έλυναν τις διαφορές τους και επέβαλαν το δίκιο της…αγκλίτσας!

Ο μπαρμπα-Γιωργάκης, ασφαλώς, δεν ανήκε σ’ αυτήν την τάξη. Αυτός ήταν βλάχος κύριος! Επιδείκνυε την αγκλίτσα του, αλλά για την ομορφιά της και για το βλάχικο κύρος που αυτή προσέδιδε στον παλιό τσέλιγκα. Ποτέ δεν αποχωριζόταν την αγκλίτσα του ο μπαρμπα-Γιωργάκης. Στο δρόμο, στο καφενείο, στην εκκλησία, στο πανηγύρι, στο χορό!

Τρία πράγματα αγαπούσε ιδιαίτερα ο μπαρμπα-Γιωργάκης: τα πρόβατα, το διάβασμα και το χορό. Το τελευταίο τούτο, το χορό, σπάνια τον απολάμβανε, γιατί σπάνιες ήταν οι ευκαιρίες που του δίνονταν, λόγω της απασχόλησης με το κοπάδι, που σε θέλει δέσμιο κάθε μέρα, μέρα-νύχτα, χειμώνα-καλοκαίρι, βρέχει-χιονίζει. Ο μπαρμπα-Γιωργάκης χόρευε με όλο το σώμα και με όλη την ψυχή.

Αφού έπινε τα ρακιά, έπειτα από τα αλληλοκεράσματα, ιδίως στο πανηγύρι του πατρο-Κοσμά, στους πρόποδες των Τζουμέρκων, εκεί που ο μπαρμπα-Γιωργάκης περνούσε μεγάλο μέρος της χρονιάς με τα ζωντανά του, πλησίαζε το χώρο του γλεντιού, που ήταν η πλατεία έξω από τη μικρή εκκλησία του αγίου.

Όλοι έκαναν χώρο να περάσει ο λεβεντοτσέλιγκας με το αργό βάδισμα, το χαμογελαστό πρόσωπο, το σταθερό βήμα, το αετίσιο μάτι, το περήφανο μέτωπο και τα κατακόκκινα αυτιά.

Οι οργανοπάιχτες στο αντίκρισμα του μπαρμπα-Γιωργάκη σηκώνονταν όρθιοι. Ήταν πολύ τιμητικό να κρατήσεις το μπαρμπα-Γιωργάκη να χορέψει. Πρώτα-πρώτα αυτός που θα τον κρατούσε έπρεπε να είναι καλός άνθρωπος, όπως συνήθιζε να αποκαλεί τους έντιμους, τους γλεντζέδες, τους ανοιχτόκαρδους, τους φιλότιμους, τους καταδεχτικούς, τους ειλικρινείς, τους ανθρώπους με άλφα κεφαλαίο!

Ο μπαρμπα-Γιωργάκης, (δεύτερος) στο χορό!
(φωτογραφία από http://www.hosepsi.net)/

Δεύτερο, έπρεπε να ξέρει τα χούγια του μπαρμπα-Γιωργάκη στο χορό. Τρίτο, έπρεπε να πίνει και να μη μεθά. Τέταρτο, έπρεπε να είναι ο ίδιος μερακλής στο χορό. Και τέλος έπρεπε να είναι γεροδεμένος. Πολύ κολακεύονταν ο μπαρμπα-Γιωργάκης να τον συνοδεύει κάποιος γραμματισμένος ή κάποιος ξένος που βρέθηκε εκείνη τη στιγμή στο πανηγύρι. Ο μπαρμπα-Γιωργάκης δε χόρευε στο ρυθμό της μουσικής. Η μουσική έπαιζε στο ρυθμό του μπαρμπα-Γιωργάκη! Του άρεσαν τα βαριά κλέφτικα.

Έβγαζε το κάτασπρο μαντήλι που μοσκοβολούσε πράσινο σαπούνι, που το είχε ετοιμάσει η αφοσιωμένη και καλόκαρδη σύντροφος της ζωής του, Βασίλω, το άπλωνε προς τον άνθρωπο που θα τον κρατούσε και άρχιζε το «χορό». Το κλαρίνο «έσκουζε», το βιολί «έκλαιγε», η κιθάρα «μοιρολογούσε». Ο κόσμος συνωστίζονταν, για να παρακολουθήσουν το γεγονός της ημέρας, το χορό του μπαρμπα-Γιωργάκη, ένα χορό που ποτέ δεν του δίδαξε κανείς.

Γι’ αυτό χόρευε με τρόπο που κανείς δεν μπορούσε να τον μιμηθεί, με τρόπο που μόνο αυτός επινοούσε την κάθε στιγμή. Ξεκινούσε ολόρθος με ένα πλατύ χαμόγελο προς τους απέραντους ορίζοντες, σαν να ευχαριστούσε τη φύση που τον αξίωσε να γεννηθεί άνθρωπος, έκανε καναδυό αργά βήματα, τέντωνε το δεξί χέρι χαλαρά στα πλάγια, έκανε αργά-αργά μια στροφή κρατημένος γερά από το κάτασπρο μαντίλι, και το πρώτο δάκρυ κυλούσε στο φρεσκοξυρισμένο του μάγουλο! Τα πρώτα ρακιά άρχισαν να έρχονται.

Όλοι οι μερακλήδες ήθελαν να κεράσουν το μεγάλο χορευτή της ζωής. Ο μπαρμπα-Γιωργάκης κατέβαζε μονορούφι το τσίπουρο και ανταπέδιδε το κέρασμα. Στη δεύτερη στροφή άρχιζε να χαμηλώνει, καθώς το δεξί πόδι άρχιζε να στρίβεται πάνω στη γάμπα του αριστερού ποδαριού. Η αγκλίτσα δεν χρειαζόταν πια. Με έναν ευγενικό, λεπτό και αγέρωχο τρόπο την πετούσε στο κέντρο του χορού όρθια, σαν να ήθελε να δείξει ότι τα παλικάρια και ό,τι σχετίζεται μ’ αυτά, έμψυχα και άψυχα, πρέπει να στέκουν όρθια και να πεθαίνουν όρθια.

Και ο μπαρμπα-Γιωργάκης συνέχιζε να στρίβει ολόσωμος γύρω από το αριστερό του πόδι για ώρα πολλή, σαν γεωτρύπανο που βιδώνεται στα σπλάχνα της γης, λες κι ήθελε να κατέβη στον Άδη και να λογαριαστεί μαζί του, μέχρι που στρογγυλοκάθιζε καταγής σταυροπόδι. Εκεί ο μπαρμπα-Γιωργάκης έκλαιγε τώρα! Έκλαιγε και χαμογελούσε! Δε μιλούσε με λέξεις του ελληνικού λεξιλογίου, αλλά μιλούσε με το βλέμμα, τους μορφασμούς, τα δάκρυα, τα χέρια, το κορμί.

 Έβγαζε το σκούφο και τον χτυπούσε ανάποδα στο πατημένο χορτάρι. Και έκλαιγε και χαμογελούσε και χτυπούσε τα χέρια στο χώμα. Οι οργανοπαίχτες τον είχαν περικυκλώσει και έπαιζαν πάνω από το κεφάλι του στο ρυθμό που ο μπαρμπα-Γιωργάκης χτυπούσε τα χέρια και κουνούσε το γεροδεμένο του κορμί. Τα ρακιά πήγαιναν κι έρχονταν, κι ο μπαρμπα-Γιωργάκης έπινε μονορούφι κι εύχονταν σηκώνοντας το χέρι με το ποτήρι, αλλά κοιτάζοντας καταγής.

 Ήταν κατακόκκινος στο πρόσωπο, στο κεφάλι, στα αυτιά, …στην ψυχή. Κι αφού χόρταινε κλάμα και ρακί, άρπαζε την πεταμένη στο κέντρο του χορού αγκλίτσα και στηριζόμενος σ’ αυτή σηκώνονταν σιγά-σιγά, ξεδιπλώνοντας πρώτα το αριστερό πόδι και πατώντας γερά στο δεξί ξεβιδώνονταν στο ρυθμό της παραπονιάρικης μουσικής.

Έβγαζε τότε τα διπλωμένα κατοστάρικα από το τσεπάκι του παντελονιού του και τα έριχνε ευγενικά προς το μέρος των οργανοπαιχτών. Αυτό σήμαινε το τέλος της χορευτικής παράστασης του μπαρμπα-Γιωργάκη. Εκείνη τη μέρα ξόδευε, αν και δεν ήταν ιδιαίτερα ανοιχτοχέρης. Αυτή, άλλωστε, ήταν η μοναδική διασκέδασή του.

Τα πρόβατα, που επίσης αγαπούσε, τα είχε μέρα-νύχτα στη φροντίδα του. Το διάβασμα, πάλι, μπορούσε να το κάνει κάθε φορά που έβρισκε κανένα βιβλίο, αν και αυτό ήταν τόσο σπάνιο, όσο και ο χορός.

Όταν άρχισα να πηγαίνω στο Γυμνάσιο-και ήμουν ο μόνος από τη γειτονιά-ο μπαρμπα-Γιωργάκης που περνούσε έξω από το σπίτι μας κάθε Κυριακή που πήγαινε στο χωριό, αλλά δεν έμπαινε μέσα από λεπτότητα μη βάλει σε φασαρία τη νοικοκυρά με κεράσματα και τέτοια, εκείνη τη φορά κοντοστάθηκε, ψιλοσκέφτηκε και έστριψε προς την πόρτα του σπιτιού μας.

Τον παρακολουθούσα από το παράθυρο. Έτρεξα να του ανοίξω, γιατί το θεωρούσα πολύ σημαντικό να μας επισκεφτεί ένας τσέλιγκας γενικά ακατάδεχτος, όπως νομίζαμε.

Τρέχω στη μάνα και της λέω:                                                                                                                        

-         Μουσαφίρ’ς!

-         Ποιος είνι; με κάποια αναστάτωση, και έτρεξε να βάλει κάτι καλό επάνω της.

-         Ου Γιουργάκ’ς, της απαντώ στα σβέλτα, και έτρεξα προς την πόρτα.

-         Γεια σ’, Λία! Είνι κανένας ιδώ; ρωτάει ο μπαρμπα-Γιωργάκης, εννοώντας αν βρισκόταν στο σπίτι κάποιος μεγάλος.

-         Είνι η μάνα, του απαντώ. Πέρασι στουν ουντά, του λέω, καθώς άνοιγα διάπλατα την πόρτα να περάσει ο εκλεκτός επισκέπτης.

Η μάνα που είχε κιόλας βάλει το καλό της σακάκι και ένα καθαρό κεφαλομάντηλο μπήκε γελαστή στον οντά και καλωσόρισε το μουσαφίρη:

-         Καλουσόρσις! Για καλό ή για κακό μας ήρθις, τον ρωτά όλο περιέργεια.

-         Ούτι για του ένα ούτι για τα’ άλλου, Βαγγιλή, απαντά χαμογελαστός. Απού μέρις σκέπτουμαν να έρθου να κουβιντιάσου μι του Λία, λέει, καθώς το χαμόγελό του πλάτυνε ακόμη περισσότερο, τα μάτια του άστραψαν και – τσελιγκάτος τουπές είχε ήδη πέσει σε περισσή σεμνότητα.

-         Ου Λίας δεν ξέρ’ κι πουλλά απού πρόβατα, λέει η μάνα, νομίζοντας ότι ήθελε να κουβεντιάσουμε κάτι σχετικό. Απού τότις π’ πήγι στα γράμματα, του μυαλό τ’ ικεί είνι. Μούκουψι τα χέρια, εννοώντας ότι δεν τη βοηθώ πια στο βόσκημα των ζωντανών.

-         Καλά κάν’, απαντά με κοφτή και δυνατή φωνή ο μπαρμπα-Γιωργάκης, καλά κάν’ κι κτάει τα γράμματα. Αυτά θα μας σώσουν, όχι τα πράτα (έτσι ονομάζουν τα πρόβατα οι τσελιγκάδες). Μη μπιρδέβ’ς του πιδί μι τα πράτα, σ’λέου. Αφήτι του να μάθ’ γράμματα ν’ ανοίξ’ κι του θκό μας το κιφάλ’ που μιστι χειρότιρ’ κι απ’ τα πράτα!

Εγώ ξαφνιάστηκα με τα λόγια του μπαρμπα-Γιωργάκη. Τον κοίταζα και σκεπτόμουν αν τα λέει ειλικρινά ή με ειρωνεύεται. Και γιατί νόμιζα ότι ένας βλάχος δεν είναι δυνατόν να έχει τέτοιες αντιλήψεις για τα γράμματα και γιατί ήταν ο πρώτος άνθρωπος που με έκανε να καταλάβω ότι τα γράμματα ήταν πιο σημαντικά από τα πρόβατα, τα γίδια, τις αγελάδες, τα χωράφια.

Μέσα μου γεννιόταν ένας άλλος μπαρμπα-Γιωργάκης. Όχι ο ακατάδεκτος τσέλιγκας, ο απόμακρος γείτονας, ο ιδιόρρυθμος χορευτής, αλλά ο προβληματισμένος μπαρμπα-Γιωργάκης, ο ταπεινός μπροστά στα γράμματα, ο συνομήλικος στην ψυχή, ο σύμμαχος στον αγώνα μου για μόρφωση.

Η μάνα που μάλλον δεν κατάλαβε τι έλεγε ο μπαρμπα-Γιωργάκης, μιας και ήταν κωφή, βγήκε από το δωμάτιο να φέρει κέρασμα στον επισκέπτη, λέγοντας:

-         Άτι, πείτι τα ισείς, να φέρου ένα ρακί ιγώ.

-         Θα του πιου, Βαγγιλή, θα του πιου, γαμού του κιρατό τ’. (Η τελευταία αυτή έκφραση δεν εννοεί τίποτε το χυδαίο. Αντίθετα είναι μια έκφραση μεγάλης επιθυμίας και γινατιού για κάτι που πολύ θέλουμε να το κάνουμε είτε καλό είτε κακό). Και γυρίζοντας το βλέμμα προς εμένα, γλυκαίνει τη φωνή του, χαμηλώνει τον τόνο, παίρνει σοβαρό ύφος και με ρωτά:

-         Λία! Ιγώ είμι αμόρφουτους άθρουπους, όπως ούλ’ ιδώ. Πρόβατα μουναχά ξέρουμι να σαλαγάμι. Μη μι παραξηγήεις, άμα δεν τα λέου καλά. Ντρέπουμι πού ‘ρθα  ιδώ απόψ’, αλλά δεν ξέρου πού να ρουτήσου να μάθου για κανένα καλό βιβλίου. Τ’ς μιγάλ’ς δεν τ΄ς ρουτάου, γιατί θα μι κουρουϊδεύουν. Οι μ’κροι του ίδιου. Γι’ αυτό ήρθα ιδώ σι σένα, π’ σι ξέρου κι μι ξέρ’ς να μι φουτίεις, κι δεν πστέβου να μι παραξηγήεις.

Εγώ πραγματικά τα είχα χαμένα. Δεν περίμενα κάτι τέτοιο από έναν αγράμματο άνθρωπο, από ένα βλάχο, τη στιγμή μάλιστα που εμείς οι μαθητές, όταν ακούγαμε για βιβλίο, το βάζαμε στα πόδια, που λέει ο λόγος.

-         Σαν τι βιβλίου, μπάρμπα, τον ρωτάω, με αμηχανία.

-         Ο,τ’ να είνι, Λία μ’. Φτάν’ να λέει τ’ν αλήθεια. Γιατί ου κόσμους λέει πουλλά, κι ’γω δεν π’στεύου να είνι ούλα αλήθεια.

Εγώ πάλι δεν καταλάβαινα τι ήθελε να πει ο μπαρμπα-Γιωργάκης, πράγμα που εκείνος το κατάλαβε. Και συνέχισε:

-         Θα ‘χ’ς ακούσ’, Λία μ’, ότ’ ιδώ στουν τόπου μας γίγκαν πουλλά κακά. Σκουτώθκαν αθρώπ’, μάλουσαν αδέρφια κι δεν κρένουντι πια, κάηκαν σπίτια, κλέφκαν ζουντανά, πέθανι κόσμους απ’ τα’ν πέινα, γιατί δεν έκατσαν κάτ’ να κουβιντάσουν κι να τα βρούν. Αλλά ποιοι έφτιγαν δεν του ξέρουμι ακόμα. Γι’ αυτό σ’ λέου θέλου βιβλία να τα διαβάσου, για να βρου τ’ …αλήθεια. Απού κιρό του σκέπτουμαν να σ’του που, αλλ’ απόψι είπα: «Μισή ντρουπή θκή μ’ κι μσή θκή τ’. Θα πάου να κουβιντιάσου μι του Λία». Γι  αυτό είμι ιδώ.

Από το αδιέξοδο της αμηχανίας με έβγαλε η παρουσία της μάνας που μπήκε στο δωμάτιο με το ρακί και ένα κομμάτι πασμά για μεζέ. Ο μπαρμπα-Γιωργάκης σαν να ένιωθε ενοχές σταμάτησε αμέσως την κουβέντα, έστω κι αν η μάνα δεν άκουγε, πήρε το ρακί και ευχήθηκε «εις υγείαν και καλή καρδιά».

Το κατέβασε μονορούφι και ζήτησε και δεύτερο, πράγμα που συνήθως δεν το έκανε από λεπτότητα και υπερβολική ευγένεια. Απόψε όμως ο μπάρμπας ήταν μερακλωμένος, και θα μπορούσε να κατεβάσει ολόκληρη χιλιάρα! (Μπουκάλα που χωρά δυόμισι οκάδες).

-         Μιτά χαράς, λέει η μάνα που τον συμπαθούσε ιδιαίτερα, αλλά απέφευγε να του πολυμιλά, όταν περνούσε έξω από το σπίτι, και έτρεξε όλο χαρά να του φέρει κι άλλο ρακί κι άλλο μεζέ που διατηρούσε άφθονο στην πάντα κλειδωμένη της κασέλα, για να μην τα φάμε εμείς τα μικρά.

-         Αυτά, Λία μ’, συνέχισε ο μπάρμπας, δεν τα κουβέντιασα μι κανέναν μέχρι σήμιρα. Αλλά κάτ’μι τρώει μέσα μ’ κι θέλου μι κάποιουν να τα κουβιντιάσου. Ήρθα σι σένα π’ ξέρου ότ’ είσι μουρφουμένους κι θα μι καταλάβ’ς κι θα μι βοηθήεις να μάθου τ’ν αλήθεια. Γιατί κι για μένα λεν πουλλά, αλλά είνι ψέματα τα πιρσότιρα.

Πρώτη φορά έβλεπα τσέλιγκα να μιλά με λυγμούς. Ποτέ δε φαντάστηκα ως τότε πως και οι τσελιγκάδες δακρύζουν και κλαίνε. Ο μπαρμπα-Γιωργάκης λοιπόν δεν έκλαιγε μόνο στο χορό. Έκλαιγε και έξω από το χορό. Το δεύτερο τσίπουρο έφτασε πιο γρήγορα από το πρώτο.

Ο μπαρμπα-Γιωργάκης γύρισε το πρόσωπό του προς το μέρος μου, για να μη φαίνονται τα δακρυσμένα του μάτια από τη μάνα, κι αφού το κατέβασε και αυτό μονορούφι, σηκώθηκε, ευχαρίστησε και κατευθύνθηκε προς την έξοδο παρά τα παρακάλια της μάνας να καθίσει περισσότερο. Προσποιήθηκε ότι άρχισε να νυχτώνει και ότι έπρεπε να αρμέξει τα πρόβατα. Δικαιολογία απόλυτα  πειστική.

-         Τι σού ’πι; με ρώτησε η μάνα γεμάτη περιέργεια.

-         Δεν κατάλαβα καλά, αλλά θέλει να τ’δώκου κανένα βιβλίου.

-         Τουν κακό τ’ τουν κιρό, είπε η μάνα μονολογώντας, μην ξέροντας προφανώς τα μυστήρια που ο μπαρμπα-Γιωργάκης έκρυβε στα βάθη της ψυχής του.

Είχε ήδη σουρουπώσει, όταν ακούστηκε το χαρακτηριστικό βήξιμο του πατέρα που γύριζε από το χωριό, όπως κάθε Κυριακή βράδυ. Μπήκε στο σπίτι, καλησπέρισε και ρώτησε, όπως πάντα:

-         Ήρθι κανένας μσαφίρ’ς;

-         Πέρασι ου Γιουργάκ΄ς, του απαντώ.

-         Τι ήθιλι; Αυτός δεν πουλυέρχιτι στου σπίτ’ μας. Κάν’ του μιγάλου!

-         Ήθιλι να τ’ δώκου κάνα βιβλίου να διαβάσ’.

-         Τι να του καμ’, να μάθ’ ν’ αρμέγει καλύτιρα τα πρόβατα; Στην ειρωνική παρατήρηση του πατέρα δεν απάντησα, για να μη ρίξω λάδι στη φωτιά, γιατί είχα αρχίσει να συμπαθώ πολύ το μπαρμπα-Γιωργάκη.

-         Μου ‘πι ότ’ θέλ’ να μάθ’ τ’ν αλήθεια, πατέρα, γιατί τουν κατηγουρούν λέει.

-         Α! Γι’ αυτό;

-         Δηλαδή, πατέρα;

-         Τι να σ’ που, πιδί μ’, άμα μιγαλώεις, να διαβάσεις κι να μάθ’ς κι συ τ’…αλήθεια για τ’ν ιστουρία μας. Γίγκαν πουλλά κακά σι τούτου τουν τόπου π’ δεν πστεύου να τα γράψ΄ αλήθεια καμίνια ιστουρία. Κι τα βιβλία ψέματα γράφτουν. Ιγώ δεν ξέρου γράμματα απ’λες, αλλά έτσ’ λεν οι γραμματισμέν’. Κι ιγώ βα σ’ που τ’ν αλήθεια σαν τον Γιουργάκ’ ήμαν, αλλά άλλαξα απού τότι π’ χάλιψα λίγου ψουμί να σας ταΐσου κι’ αυτοί μου παν: «Πρώτα του κόμμα κι μιτά τα πιδιά σ’».

-         Δηλαδή, πατέρα, τι ήταν ου Γιουργάκ’ς;

-         Κομμουνιστής, πιδί μ΄!

-         Τι είνι αυτό;

-         Άμα έφυγαν οι Γιρμανοί, ιμείς οι Έλληνις χουρίσκαμαν στα δυο: στ’ς κομμουνιστές κι στ’ς διξιοί. Κι αρχίσαμαν να τρώγουμιστι αναμιταξί μας. Ούλα γίγκαν ριμούλα, πιδί μ΄. Σφαζόμασταν, κόβαμαν τ’ν καλμέρα τ’ αδέρφια κι οι συγγινείς, όποιους μπόργι έκλιβι κι βίαζε τουν άλλουν. Κι ούλα αυτά μας τάκαμαν οι ξέν’ , απ’ λες. Κι τώρα π’ τιλείουσαν αυτά, ου ένας τα ρίχν΄ στουν άλλουν ότ’ έκαμι κακό. Κι επειδή νίκσαν οι διξιοί, λεν ότ’ για ούλα φταιν οι κομμουνιστές.

-         Φταιν, πατέρα;

-         Ούλ’ φταιν, πιδί μ’.

-         Και πού θα βρούμι τ’ν αλήθεια, πατέρα;

-         Αυτό ψάχν’ κι ου Γιουργάκ’ς, αλλά δεν πστεύου να τ’ν βρει κανένας πουτέ. Άμα βρεις κανένα βιβλίου να τα’ λέει, να μ’ του διαβάεις κι σι μένα. Γι’ αυτό σι μαθαίνουμι γράμματα.

Δεν μπορώ να πω πως κοιμήθηκα ήσυχα. Το αντίθετο μάλιστα. Προσπαθούσα να βάλω σε κάποια σειρά αυτά που μου είπε ο πατέρας και αυτά που άκουσα από τον μπαρμπα-Γιωργάκη. Έβρισκα πολλά κενά. Σκεπτόμουν τι βιβλίο να δώσω στον μπαρμπα-Γιωργάκη, για να ικανοποιήσω τη μεγάλη του επιθυμία, αλλά και να αποδείξω ότι ως γυμνασιόπαιδο ήξερα πέντε πράγματα.

Οι ιστορίες που μου ζητούσε για μένα ήταν είτε μυθιστορήματα, είτε το εγχειρίδιο της σχολικής ιστορίας. Του έδινα πότε τα Νέα Ελληνικά με λογοτεχνικά κείμενα και πότε το εγχειρίδιο της σχολικής ιστορίας, όντας βέβαιος ότι δεν ήταν αυτά που ζητούσε ο μπαρμπα-Γιωργάκης. Αλλά δεν είχα και τίποτε καλύτερο να του δώσω. Πάντα όμως του έδινα ελπίδες ότι θα ψάξω για κάτι καλύτερο.

Πού να ήξερα ο δόλιος ότι τα βιβλία που ζητούσε ο μπαρμπα-Γιωργάκης ή ήταν απαγορευμένα ή δεν είχαν γραφεί ακόμα. Κάθε φορά, πάντως, που γύριζα στο πατρικό μου σπίτι, συνήθως Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι ένα βράδυ το διέθετα για τον μπαρμπα-Γιωργάκη.

Με φιλοξενούσε στο φτωχικό του και περνούσαμε πολλές ώρες κουβεντιάζοντας πολύ γενικά πράγματα, όπως για την ανθρώπινη καλοσύνη, για το κοινωνικό καλό, για τις ανθρώπινες σχέσεις, για την αξία των γραμμάτων κ.λπ.

 Ήταν ο πρώτος άνθρωπος με τον οποίο κουβέντιασα για τέτοια θέματα, δύσκολα και ασυνήθιστα για νέους της ηλικίας μου και ιδιαίτερα για νέους της περιοχής μου. Η γυναίκα του, η Βασίλω. Δεν έπαιρνε μέρος στη συζήτηση. Αρκούνταν να με φιλοξενεί με ό,τι τύχαινε να διαθέτει. Συνήθως, τυρί, χόρτα και όσπρια.


Ποτέ ο μπαρμπα-Γιωργάκης δε μου ανέφερε το παραμικρό για τον εμφύλιο πόλεμο. Ποτέ δεν χρησιμοποίησε τη λέξη κομμουνιστής, ποτέ δεν χαρακτήρισε τους ανθρώπους με την πολιτική τους ταμπέλα, ποτέ δεν προσπάθησε να μου κάνει πολιτική διαφώτιση για τη μια ή την άλλη πολιτική ιδεολογία.

Ο βλάχος Γιωργάκης ήταν πάνω από πολιτικές μικρότητες και πολιτικές ιδεολογίες. Η δική του ιδεολογία ήταν η πράξη της ζωής: η αγάπη για το συνάνθρωπο, τη φύση, τα ζωντανά, τη διασκέδαση, το χορό, τη μάθηση, το σεβασμό για τη γυναίκα, το συμπολίτη, το γείτονα, τον ανώνυμο άνθρωπο.

Δίδασκε με το παράδειγμά του ότι η υπέρτατη αξία της ζωής είναι να είσαι καλός άνθρωπος. Με αυτή τη φιλοσοφία ζωής αντιμετώπιζε ο μπαρμπα-Γιωργάκης τη ζωή. Κι όπου αυτό δεν το μπορούσε, τότε έκλαιγε, τότε φιλοσοφούσε, τότε χόρευε! Χόρευε και έκλαιγε ο μπάρμπας, όταν έβλεπε το άδικο και δεν μπορούσε να το διορθώσει.

 Έκλαιγε και χόρευε, όταν θυμόταν τον εικοσάχρονο Λάκη του που ο χάρος του τον πήρε τόσο άδικα! Έκλαιγε και χόρευε και χτυπούσε τη γης και ήθελε να μπει στα σπλάχνα της να ζητήσει το λόγο από το Χάρο για τα κακό που κάνει σε τόσους νιους και νιες. Και χόρευε και έκλαιγε και πλήρωνε ο μπαρμπα-Γιωργάκης, ο μακαρίτης πια.  

Ηλίας Β. Παπαγεωργίου
Δημοσιεύτηκε στα «Τζουμερκιώτικα χρονικά», δελτίο της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Τζουμέρκων, τεύχος αρ. 6, Ιούνιος 2005.


1 σχόλιο:

Scorpion49 είπε...

Πολύ συγκινητική η ιστορία του Μπάρμα-Γιωργάκη, και άριστα γραμμένη. Είμαι βέβαιος ότι η γενιά του εμφυλίου είναι κομμάτι αυτής της ιστορίας. Λάθη έγιναν και από της δύο πλευρές, το πάθος και το όραμα για δικαιότερη και πιο ανθρώπινη ελληνική κοινωνία, κατά την άποψή μου, διέκρινε την πλευρά των κομμουνιστών. Έσφαλαν βέβαια σε πολλά, όχι όμως οι απλοί αγωνιστές, αλλά οι εκάστοτε ηγεσίες που έριζαν για την αρχηγία, με τελικό εξιλαστήριο θύμα τον Άρη Βελουχιώτη (Αθανάσιο Κλάρα). Ο αείμνηστος Νίκος Καζαντζάκης είχε γράψει στο βιβλίο του «Ο Καπετάν Μιχάλης» - «ένας Τούρκος Αγάς έβαλε σ’ ένα ταψί έναν τούρκο και έναν έλληνα και τους διέταξε να παλέψουν. Μετά από κάμποση ώρα ο έλληνας υπερίσχυε του τούρκου, τότε ο Αγάς σκέφτηκε να βάλει στο ταψί ένα δεύτερο έλληνα. Μέσα σε λίγη ώρα αντί οι δύο έλληνες να παλεύουν με τον τούρκο πάλευαν μεταξύ τους». Είναι ένα παράδειγμα γιατί σαν λαός δεν πάμε μπροστά, κάτι πρέπει να κάνουμε με το διαχρονικό πρόβλημα της διχόνοιας.
Ζητώ συγνώμη για την κατάχρηση του χώρου.
Σας εύχομαι καλό ΣαββατοΚύριακο.