ΕΚΕΙΝΟ το «τότε», καθώς πας να το προσδιορίσεις χρονικά σε φέρνει εξήντα πέντε χρόνια πίσω. Σου φέρνει στα μάτια εκείνο το γνώριμο ολλαντέζικο καράβι, που για πολλά χρόνια έκανε αυτό το δρομολόγιο. Το φορτηγό, με την ασπροκόκκινη τσιμινιέρα. Που μας κουβαλούσε κι εμείς του δίναμε τη δική μας πραμάτεια, τη σταφίδα.
ΦΟΥΝΤΑΡΕ αρόδου μια και το πόρτο μας βόλευε μόνο τα ψαροκάικα και τις μπρατσέρες, που μας τροφοδοτούσαν με αλεύρια, για να 'χουμε το ψωμί μας. Το φορτηγό μας έφερνε μπακαλάο, μας έφερνε επίσης σολομό, αλλά και σκουρέντζους (καπνιστούς) κι όλα αυτά χωρίς να περάσουνε από άλλα χέρια, από της Ολλανδίας τα πόρτα και τις φίρμες.
ΕΙΝΑΙ τα χρόνια του ατέλειωτο αγκομαχητού και της αβάσταγης φτώχειας για να μπάσει ο ξωμάχος το ψωμί του και το προσφάι του στη φαμελιά και να κλείσει κι άλλες «μαύρες» τρύπες, που η ανάγκη κι η ζωή φέρνει αναπάντεχα στο σπιτικό του και τότε σαν έφτανε αυτή η κακιά κι άραχνη ώρα θόλωνε ο ουρανός κι έπεφτε η απελπισία.
ΕΙΧΕ το δρομολόγιό του εκείνο το καράβι και χρόνια το κρατούμε το ρολόι. Μας είχε μάθει να το καρτερούμε και να το ανιχνεύουμε στον ορίζοντα. Ξέραμε πούθε θα πρόβαινε. Και τα μάτια εντόπιζαν το στίγμα του. Το ξαγναντέβαμε από τα ψηλώματα καθώς καβετζάριζε τον κάβο του Αϊ-Γιώργη κι έμπαινε ίσα στον κόρφο.
Η ΕΙΔΗΣΗ πως είχε μπει το ολλαντέζικο, το σταφιδιάρικο, ήταν το πρώτο και το μεγάλο νέο, που ζούσε τότε η μικρή μας πολιτεία. Αναβε τις ατέλειωτες κουβέντες στα καφενεία κι έφτανε στα γύρω χωριά, που λαχταρούσαν να μάθουν νέα, τα μαντάτα για την τιμή, για το αν θα 'χει τράβηξη το πράμα. Ηταν αυτό που μας έφερνε το δικό μας Αϊ - Βασίλη.
ΕΚΕΙΝΗ τη χρονιά, που ξέσπασε ο στερνός μεγάλος πόλεμος, το καράβι, που περιμέναμε τέλειωνε ο χρόνος και δεν είχε φανεί. Η μισή σπορά είχε κιόλας πέσει στη γη κι η σταφίδα στις σαράγιες, (τις αποθήκες), έμενε ατράβηχτη καρτερώντας πάντα το ολλαντέζικο, που πρώτη φορά είχε τόσο ξεστρατίσει από το δρομολόγιό του.
ΛΥΣΣΟΜΑΝΟΥΣΕ το πουνεντογάρμπι. Βογκούσε άγρια γριά η θάλασσα που μέσα στην κοσμοχαλασιά ξεμύτισε το καράβι, που καρτερούσε όλη η πολιτεία, οι ξωμάχοι κι όλος ο κόσμος της, που η ζωή και το ψωμί ήταν δεμένο στην ανέμη της σταφίδας από τα παλιά χρόνια. Τέτοια ξάργητα πυροδοτούσε την αγωνία.
ΕΙΧΕ το τελετουργικό του καραβιού το φτάσιμο. Ηταν η τελωνειακή εξουσία, που έκανε την πρώτη βίζιτα. Ενα κοντόσωμο ανθρωπάκι ο τελώνης από την Κέρκυρα είχε κι αυτός από καιρό ρίξει άγκυρα κοντά μας. Ολα τα δικά μας τα 'χε συνηθίσει: το κόκκινο κρασί, την αλιάδα, την κρεατόπιτα... Ολα του άρεσαν. Μόνο σ' ένα τρόμαζε, τον έπιανε πανικός. Κι αυτό ήταν ο σεισμός. Κι η πολιτεία χόρευε ασταμάτητα μέρα και νύχτα. Αλλά και πότε σταμάτησε αυτό το χορό;
ΣΤΕΡΝΗ λοιπόν μέρα του χρόνου μέσα στην πλατεία βράζανε τα καζάνια με τα παστέλια. Κι εμείς ξετρελαμένοι από τη μυρουδιά στριφογυρίζαμε, καρτερώντας να κοπούνε οι πρώτες οι λωρίδες κι εμείς για το καλό να πάρουμε το μερτικό μας, που καλοσυνάτα μας πρόσφεραν οι μαγαζάτορες ο Μαυροειδής, ο Αναστάσης κι άλλοι.
ΕΚΕΙΝΟ τ' απόγιομα, παραμονή της Πρωτοχρονιάς είχαμε τρυπώσει στο μεγάλο καφενείο κοντά στην ντουγάνα, το τελωνείο και μέσα στη γενική σύναξη από καϊκτζήδες, αγωγιάτες, στοιβαδόρους κι εμείς περιμέναμε τον τελώνη που όπως πάντα αυτός θα μας έφερνε τα πρώτα νέα.
ΚΙ ΕΜΠΑΙΝΕ εκείνος στον καφενέ ξαναμμένος από τα κονιάκ, που είχε καταναλώσει για την υποδοχή πάνω στο καράβι και καθώς όλοι τον είχαν κυκλώσει, για να ακούσουν τα μαντάτα για τη σταφίδα, αυτός έκανε την «ενημέρωση», που από καιρό όλοι καρτερούσαν από «πρώτο» χέρι, αυτή που είχε ο ίδιος μάθει πάνω στο πλοίο.
ΘΥΜΑΜΑΙ πως εκείνο τ' απόγιομα όλοι πέτρωσαν κι έμειναν σχεδόν άφωνοι όσοι άκουγαν να φέρνει στη σάλα του καφενείου το νέο πως οι θάλασσες είχαν κλείσει με τον πόλεμο και μπορεί το καράβι να σταματούσε για πάντα τα ταξίδια. «Τα γερμανικά υποβρύχια τα βαράνε. Κι οι δρόμοι της θάλασσας έκλεισαν. Κανείς πια δεν ξέρει πότε θα ανοίξουν ξανά...»
ΔΕ χρειάστηκαν πολλά για να εξηγηθούνε τα νέα. Τα μαντάτα μαύρα κι άραχνα πήραν και περπάτησαν στης πολιτείας τους δρόμους. Κι ανηφόρισαν για τα χωριά που κι εκεί τα καρτερούσαν. Ο πόλεμος έφραζε πια τους δρόμους της θάλασσας. Η σταφίδα αζήτητη πια θα 'μενε στις σαράγιες. Κι η φτωχολογιά, που δούλευε τη «μαύρη ρώγα» κι όλοι που ζούσαν στην ανάσα της, θα 'μεναν «κρεμασμένοι» με τα χρέη.
Η ΝΥΧΤΑ προχωρούσε. Στις ταβέρνες έπιναν κιόλας οι συντροφιές το κρασί κι η κομπανία με τους κανταδόρους ξεκινούσε, όπως γινόταν κάθε χρόνο, για να πει τον Αϊ-Βασίλη. Σ' αυτή τη γύρα κανένας δεν αποξεχνιόταν. Μόνο όσοι είχαν πένθος βγαίνανε από τον κατάλογο.
ΓΥΡΩ από το τραπέζι όλα έτοιμα για το φαγητό. Δέκα πιάτα μ' αχνιστό κάβολε (κουνουπίδι) κάτασπρο σαν το χιόνι, μπόλικο λάδι, με τους σκουρέντζους. Ολα έτοιμα για το γιορτινό τραπέζι, για το διάβα του νέου χρόνου. Από το καντούνι μας, στο στερνό δρομάκι μας οι κανταδόροι μάς έλεγαν τον Αϊ-Βασίλη.
Η ΜΑΝΑ μας άκουγε και δεν άκουγε τους τραγουδιστάδες, που καρτερούσαν να κεραστούνε με το κόκκινο θηνιάτικο κρασί. Εκανε τους δικούς της λογαριασμούς, καθώς φυλλομετρούσε το τεφτέρι με του ψωμιού τα χρέη στο φούρναρη. Ολοστρόγγυλος λογαριασμός εφτά καρβέλια την ημέρα!
ΚΑΙ ΤΟΤΕ ακούγαμε τα δικά της αλλιώτικα εκείνα κάλαντα, καθώς κοιτούσε το τεφτέρι και τα νούμερα έλεγε και ξανάλεγε: Αϊ-Βασίλη βάλε το ν' αντέξουμε του ψωμιού τη φουρτούνα. Δύο χιλιάδες καρβέλια απλέρωτα! Και μετρούσε αμίλητα τις φέτες που απανωτά κόβαμε τη μια μετά την άλλη στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι.
Ριζοσπάστης, Πρωτοχρονιά 2000.
Εικόνα: Κωνσταντίνος
Παρθένης - Νεκρή φύση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου