Η γυναίκα του βογγολογάει, κουβαριασμένη δίπλα στο παραγώνι. Ένα χοντρό κούτσουρο κουφοκαίει ακόμα καπνίζοντας πάνω στη στάχτη κι ο καπνός πνιγερός, άλλος σκορπιέται μέσα στην κάμαρα, άλλος κάνει να βγει από το μικρό φεγγίτη θολώνοντας τον αγέρα. Ριχτές χάμω στη γης κάμποσες τάβλες χοροπηδούνε στο κάθε πάτημα.
Ένα ψωμί κριθαρένιο, μαύρο, κρέμεται στο σκοινί, πάνω στην τάβλα.
– Βασίλη, μουρμουρίζει η άρρωστη με τα μάτια σφαλιχτά, ενώ η κάψα τής πιπιλίζει το μυαλό. Η γλώσσα της καίει.
Σκυφτός εκείνος όξω στον κήπο, βοτανίζει με μιαν άσπρη πουκαμίσα δεμένη στη μέση του, ξεστήθιαστος, με τις άντζες γυμνές, μπρούτζινες. Ο ήλιος φουντωμένος, ξεφρενιασμένος χύνει αλύπητα το κάμα του στη διψασμένη γης, ρουφώντας κάθε στάλα δροσιάς από τα σωθικά της τα πυρωμένα. Τ’ αραποσίτια ψιλόλιγνα γέρνουνε λυπημένα, λιγοθυμώντας τα φτωχά για λίγο νεράκι. Δυο τρία παιδάκια, μισόγυμνα, ξυπόλυτα, αχτένιστα, κυλιούνται στο χώμα το καυτερό.
– Πατέρα, κάτι άνθρωποι, φωνάζει η μικρά του κόρη, η Κατερίνα, ως οχτώ χρονών με κάτι γαμπίτσες σαν καλάμια, μάτια γαλανά και μαλλιά κίτρινα, χρυσόξανθα σαν ώριμα στάχια.
Βγαίνει από τον κήπο μ’ ένα κακό προαίστημα. Τι θέλουνε ξένοι άνθρωποι στο σπίτι του; Αυτός πουθενά δεν πάει και κανείς δεν του πατάει.
Σοβαροί, αμίλητοι ζυγώνουνε οι ξένοι. Φορτωμένος χαρτιά ο ένας τυλίγει στο μανίκι του μιαν ασπρογάλαζη κορδελίτσα, ψιθυρίζει κάτι παράξενα ακατάληφτα λόγια, κι αρχίζει να γράφει ακουμπώντας το χαρτί πάνω στην πεζούλα του πηγαδιού. Οι άλλοι δύο σιγαλοκουβεντιάζουνε. Ο Βασίλης χάσκει. Τα παιδιά μαζώνουνται δίπλα του φοβισμένα, σαν κλωσσοπούλια, που βλέπουνε να περνάει αψηλά το μαύρο γεράκι, κοιτάζοντας με απορία τους ξένους.
Ο άνθρωπος με την κορδελίτσα όλο και γράφει. Οι άλλοι δυο ζυγώνουνε το Βασίλη και ζητάνε να του πιάσουνε κουβέντα. Κείνος τους κοιτάζει κατάματα σα να μη νοιώθη τι του λένε.
– Υγεία να’ ναι, μουρμουρίζει ο ένας.
– Έτσι είναι ο κόσμος, αντισκόβει ο άλλος.
Τριμμένα τα λόγια τους, κοντά. Ποιος είπε πως έτσι είναι ο κόσμος; Και γιατί να είναι έτσι; Και γιατί να μην είναι για όλους; …
Ο άνθρωπος με την κορδελίτσα τέλειωσε το γράψιμο κάποτε. Δύο αγελάδες στέκονται παραπέρα συλλογισμένες, ενώ καμπόσες κόττες τσιμπούνε τις κοπριές πίσω τους. Το γουρούνι χώνεται ακόμα βαθύτερα στο λάκκο του μουγκρίζοντας.
Ο Βασίλης τα βλέπει όλα, όλα τα νοιώθει, μα δεν έχει κουράγιο ν’ ανοίξει το στόμα του, λες και του δέθηκε η γλώσσα.
Ένας άνθρωπος ζυγώνει στις αγελάδες, τους περνάει και των δυονών ένα σκοινί στο λαιμό κι’ αρχίζει να τις τραβάει στο δρόμο.
– Έχε γειά , Βασίλη.
– Πομονή και γεια να’ ναι, ξαναλέει πάλε ο άλλος ηλίθια.
Μου ου ου !.. Μουγκρίζουνε λυπητερά οι αγελάδες γυρίζοντας πίσω τα κεφάλια τους με μάτια βουρκωμένα, λες και δε θέλουνε να φύγουνε. Στυλώνουνε χάμω τα πόδια τους, τινάζουνε τις ουρές τους, μουγκρίζουνε σα να λένε : « Βασίλη πού μας αφήνεις ; »
Κείνος κοιτάζει με μάτια γουρλωμένα.
– Καλέ πατέρα, δε βλέπεις ; Μας παίρνουνε την Κανέλλα μας και την Ξανθή μας, φωνάζει ο Θύμιος, ένα αγοράκι ως πέντε χρονών και παίρνοντας από χάμω πετρίτσες, αρχίζει να τους πετροβολάει τους ξένους τους κλέφτες με μάτια γιομάτα έκπληξη, που ο πατέρας του δεν κουνιέται σε μια τόσο φανερή κλεψιά.
– Πατέρα, μας τις πήρανε, πάει ! φωνάζει δυνατά σα να θέλει με τις φωνές του να τόνε συνεφέρει από τον ύπνο που φαίνεται βυθισμένος.
Ο σκύλος γαυγίζει και φτάνοντας γοργός δαγκώνει την ουρά της Κανέλλας και στυλώνεται στα πισινά του πόδια, σα να λέει : « Όχι, δε θα σ’ αφήσω να σε πάρουνε ». Τα παιδιά αρχινάνε τα κλάματα, οι κότες ξαφνιασμένες κακαρίζουνε. Σα να βγάζουνε κανένα λείψανο μέσα από το σπίτι !
Τώρα πια οι αγελάδες δεν φαίνονται. Από μακριά μόνο κάποτε φτάνουνε σβηστά τα μουκανητά τους.
– Θα μας τις φέρουνε πάλε πίσω, καλέ ; Ρωτάει ο Θύμιος που σπάζει το μυαλουδάκι του για να ξηγήσει το φέρσιμο του πατέρα του.
Ο Βασίλης ζαρώνει τα χείλια του. Δεν του πάει να πει ψέμματα.
- Γιατί μας τις πήρανε, πατέρα ; ρωτάει η Κατερίνα σοβαρεμένη, κάτι σπουδαίο βάζοντας μέσα στο ξανθό της κεφαλάκι.
- Γιατί χρουστάμε, παιδί μου, μουρμουρίζει ο Βασίλης κοιμισμένα.
Γουρλώνει τα ματάκια του ο Θύμιος για να ξηγήσει την πρωτάκουστη λέξη με την ιδέα πως γίνεται έτσι σοφότερος.
Ο Βασίλης μπαίνει στο σπίτι.
– Τι κάνουνε οι αγελάδες ; ρωτολογιέται η άρρωστη κάτω από τη χοντρή βελέντζα που τις αγκυλώνει τα μάγουλα, δίχως να βγάλει όξω τη μύτη της.
– Όξω, βόσκουνε, αποκρίνεται κείνος σιγαλά.
Νυχτώνει.
– Σύρε, Βασίλη, ν’ αρμέξεις τις αγελάδες και φέρε μου μια κούπα γάλα να δροσιστώ, μουρμουράει η άρρωστη.
Βγαίνει ο Βασίλης στην αυλή, φωνάζει την Κατερίνα, της δίνει την κούπα, της βάζει και μερικές πεντάρες στη χούφτα.
– Γλήγορα να ρθεις, της φωνάζει, ενώ κείνη φεύγει τρέχοντας. Ο σκύλος τηνέ παίρνει από πίσω για συντροφιά.
..............
Νύχτα βαθειά. Σιγαλιά. Όλοι μέσα κοιμούνται.
Ο Βασίλης κάθεται στον κήπο καταμόναχος, συλλογισμένος.
Η γης αχνίζει ακόμα, το χώμα καίει.
Το φεγγάρι περνάει από πάνω του αργά, θλιμένο. Κάποιο τριζόνι τραγουδάει μέσα στο βάλτο.
– Σα σηκωθεί και δε βρει τα ζωντανά της, τι θα πει; Τι ζωή πια είναι αυτή; Σα σκλάβος δουλεύω χρόνια τούτη τη γης. Πού’ ναι τα χαΐρια μου, πού’ ναι τα κόπια μου; Ανάθεμά τηνε τέτοια ζωή! Να είμαστε δίκαιοι, μας είπε τις προάλλες ο Δεσπότης στην εκκλησία. Δε βαριέσαι, Δέσποτά μου!
Αναστέναξε και σκούπισε από το κούτελό του το ψημένο τον ιδρώτα με την χούφτα του τη ροζάρικη. Γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε πέρα. Το νερό έτρεχε μέσα στ’ αυλάκια ποτίζοντας τ’ αραποσίτια του γείτονά του τού άρχοντα. Με τις ώρες και το νερό, του Θεού το νεράκι. Ώρες ποτίζει ο γείτονας ξένοιαστα σα να μην έχη σκοπό να το κόψει. Τονέ βλέπει από μακριά μια να σηκώνεται, μια να σκύβει πάνω στ’ αψηλά αραποσίτια του. Κάμπος ατέλειωτος !
Τ’ αστέρια κατεβήκανε. Ο πετεινός λάλησε.
– Ε, γείτονα, θέλουμε και μεις να ποτίσουμε, βάζει μια φωνή μέσα στη σιγαλιά της νύχτας.
Καμιά απόκριση. Το νερό γοργοκυλάει χαρούμενο κι η μονότονη μουσική του αυλακιού αντισκόβει τη σιγαλιά. Κοιτάζει τ’ αραποσίτια του. Διψάνε τα έρημα, καήκανε … Η ώρα πέρασε, την έφαγε όλη ο γείτονας. Πότε να ποτίσει πια αυτός που περιμένει ο παρακατιανός του να πάρει το νερό ;
Φορτώνεται το τσαπί, καθώς το κρατούσε στα χέρια, πηδάει το φράχτη. Το σκυλί του γείτονα αρχίζει ν’ αλυχτάει.
– Τι ζητάς εδώ τέτοια ώρα; ρωτάει ο γείτονας φοβισμένος.
– Τις αγελάδες μου μού τις πήρες γιατί σου χρώσταγα, αμ το νερό του Θεού γιατί μου το κόβεις; Δε θέλουμε να φάμε και μείς ψωμί; ρωτάει πνιγμένος από το θυμό του.
Σωπαίνουνε κάμποσο.
– Πήγαινε από δω. Ό,τι μ’ αρέσει θα κάνω, λόγο δε θα σου δώσω.
– Το νερό σε ρωτάω, γιατί μου το κόβεις ; ξαναρωτάει.
Το αίμα τού ανέβηκε τώρα στο κεφάλι.
– Σου είπα πήγαινε από δω, ψωριάρη …
Σήκωσε το τσαπί και τού το κατέβασε στο κεφάλι. Τα αίματα κατεβήκανε στα μούτρα του, μούγκρισε κι έπεσε χάμω, μέσα στ’ αραποσίτια του.
– Φονιά, μούγκρισε.
– Κλέφτη, ψιθύρισε κείνος σα να ’βγαλε κάποιο βάρος από πάνω του.
Το φεγγάρι κοίταζε περίεργο.
Νόμισε πως τον ξέκανε.
Έφυγε τρέχοντας, πήδησε το φράχτη. Το πρωί οι στρατιώτες που ψάχνανε, τόνε βρήκανε μέσα στον αχερώνα κάτω από κάτι δεμάτια σανό.
– Σκότωσες κοτζάμ νοικοκύρη, του ’πε ένας στρατιώτης.
...............
– Πάει ο πατέρας! ψιθυρίζει ο Θύμιος βλέποντας τον πατέρα του να τον παγαίνουνε δεμένο πιστάγκωνα.
Τα μικρά του ματάκια αστράφτανε από την οργή πού του πλημμυρίζει το μικρό του στήθος τη στιγμή εκείνη· σφίγγει τη γροθιά του· κοιτάζει, κοιτάζει και κάτι παράξενες σκέψεις του ανεβαίνουνε για πρώτη φορά στο κεφάλι ….. Κάτι ξυπνάει μέσα του …..
– Βασίλη, Βασίλη; Μα δεν ακούς πια; φωνάζει μέσα από τα ρούχα η άρρωστη …..
Πηγή κειμένου: ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΡΟΡΙΤΗΣ: Ο ΠΑΤΕΡΑΣ και άλλα διηγήματα, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Δεκέμβρης 1986 (προσωπικό αρχείο).
Το διήγημα «Το ξύπνημα» υπάρχει και στο διαδίκτυο: