[Το αφιερώνω στους εγχώριους και ξένους δανειστές-τοκογλύφους και στους ντόπιους υπηρέτες τους που διατείνονται πως εφαρμόζουν – οι προδότες της λαϊκής βούλησης – πατριωτική πολιτική. Σ’ αυτούς που σπρώχνουν στην εξαθλίωση και την απελπισία (όπως και ο ήρωας της ιστορίας μας) όλο και μεγαλύτερα τμήματα εργαζομένων, ανέργων και γενικότερα του λαού. Αγνοούν οι σύγχρονοι δωσίλογοι τα σοφά, μέσα στην απλότητά τους, λόγια που έγραψε κάποτε ο παππούς Κάρολος που είναι και θα παραμένουν επίκαιρα όσο θα υπάρχει καταπίεση από άνθρωπο σε άνθρωπο: «οι καταπιεσμένοι προλετάριοι δεν έχουν να χάσουν τίποτε με το να εξεγερθούν απέναντι στους καταπιεστές τους, παρά μόνο τις αλυσίδες τους». Οικοδόμος]
Θα ήτανε πάνω κάτω έξι η ώρα σαν σύρθηκα στα κλεφτά έξω από το στεγνωτήριο των τούβλων. Σάλιωσα με τη γλώσσα τα στεγνά μου χείλια, έμπλεξα σαν χτένια τα δάχτυλά μου το ένα μέσα στ’ άλλο, τίναξα την τουβλόσκονη από τα μαλλιά μου κι έτσι που έκανα την «τουαλέτα» μου ένιωθα ν’ «ανεβαίνω» στην εκτίμησή μου. Τράβηξα κατά το πορτάκι του τουβλάδικου που έβγαζε στη λεωφόρο Μπέτσι.
Απ’ αυτό το δρόμο θα πήγαινα αργότερα στο «κουρνιαχτήρι» που είχα ανακαλύψει για το βραδυνό μου ύπνο, ξενοδοχείο δίχως πληρωμή… Έξω από το σπιτάκι του φύλακα, δίπλα στο πορτάκι, ήτανε μια βρύση. Γδύθηκα μέχρι τη μέση κι έσκυψα κάτω από το ρουμπινέτο. Με τα δάχτυλα έκανα το βρυσάκι «συντριβάνι» και χάρηκα το παγωμένο νερό που φιλτραρισμένο ανάμεσα στα δάχτυλά μου έφτανε πιτσιλιστά στο κορμί μου…
Φρεσκαρισμένος και ξεμουδιασμένος δρασκέλισα την πίσω πόρτα του τουβλάδικου και βρέθηκα στο δρόμο. Πήγα και κάθησα στην άκρη του ρυακιού. Το βρώμικο νερό που έτρεχε στο βάθος του χαντακιού έμοιαζε σαν λαδωμένο.
Κάθε φορά που κοίταζα τον ήλιο, μου φαινόταν όλο και πιο στρογγυλοπρόσωπος. Τράβαγε την πορεία του ατάραχος, ψηλά πάνω από το αργιλόχωμα, στολίζοντας με θαυμαστές ανταύγειες τα βαγονέτα του εναέριου κουρνιασμένα στο συρμάτινο σκοινί…
«Πιο ύστερα μπορεί να κατεβώ ως το Δούναβη», είπα μέσα μου, «για την ώρα, καλή όχθη είναι και τούτη η άκρη του αυλακιού. Ας μείνω εδώ. Αν είμαι τυχερός, μπορεί σήμερα να πάρουνε καινούριους εργάτες στο κεραμουργείο». Όμως πώς να περάσω την ώρα μου; Α, καλά που το θυμήθηκα! Κάπου έχω ένα παλιό χάρτινο πενηνταράκι…
Ψαχουλεύω τις τσέπες μου, το ανακαλύπτω, το βγάζω στο φως… Το γυρίζω μπρος πίσω, εξετάζω προσεκτικά το πάχος του χαρτιού του… Το στρίβω ανάμεσα στα δάχτυλά μου, το κάνω «μασουράκι», κυλώντας το από την κορφή του δείχτη μου ως την «κοιλάδα» της παλάμης μου…
Λίγο πιο πέρα κείτεται στο χώμα ένα φύλλο της «Ανατολής». Το παπούτσι κάποιου περαστικού έχει τσαλακώσει την εφημερίδα για καλά… Για να περάσει η ώρα μου, αρχίζω να την ψιλοδιαβάζω ανόρεχτα με την άκρη του ματιού μου. Περνάνε έτσι κάμποσα λεπτά… Αχ, δεν περνάει η ώρα!... Βγάζω από την τσέπη μου κάτι σπιρτόξυλα με καμένο «κεφαλάκι»…
Λίγο πιο πέρα από τα’ αυλάκι φυτρώνουνε κάτι κιτρινολούλουδα, αυτά που τα λένε «δόντι λιονταριού»… Δουλεύοντας επιτήδεια με τα δάχτυλά μου, βάλθηκα να φτιάξω μια βαρκούλα μ’ ένα κομμάτι από τη στραπατσαρισμένη εφημερίδα… Δουλεύω με μεγάλη προσοχή… Συχνά σταματάω και εξετάζω το έργο μου… Τσακίζοντας το χαρτί εδώ, διορθώνοντας εκεί, ξανά και ξανά, τη σκάρωνα την όμορφη φρεγάτα μου! Ευχαριστημένος από τον εαυτό μου, την απιθώνω δίπλα μου πάνω στο χορτάρι.
«Πενηνταράκι μου, μικρέ μου θησαυρέ», λέω στο μοναδικό χρηματικό σύντροφο της τσέπης μου, «τώρα θα δεις πως θα σε φροντίσω και πως θα σε στολίσω! Θα σου βάλω αυτά τα δυο σπιρτόξυλα για ποδαράκια και τούτο το καμένο σπιρτοξυλάκι για κεφαλάκι σου μαυρούλικο. Και θα σε κάνω καπετάνιο στη φρεγάτα μου. Ετούτο το κοτσάνι από το «δόντι λιονταριού» θε να το βάλω για κατάρτι στο πλεούμενο και τούτο δω το κίτρινο ανθοπέταλο θε να’ ναι το πανί.
Με τούτη την κλωστίτσα που τράβηξα από τα ξέφτια του παλτού μου, θε να σε δέσω στο κατάρτι, να ταξιδέψεις σαν τον Οδυσσέα που δεμένος πέρασε απ’ των Σειρήνων το νησί…πενηνταράκι μου καλό (το αποχαιρετώ με πίκρα) γεια και χαρά σου και καλό ταξίδι!»
Και να ’τος ο καπετάνιος μου ο Πενηνταράκης ν’ αρμενίζει άφοβος στο νερό του χαντακιού… Το αεράκι φουσκώνει με την ανάσα του το κίτρινο λουλουδένιο πανί και η φρεγάτα μου κυλάει απαλά – απαλά. Ω, τι καλά να ριχνόμουν ξωπίσω της, έτσι αναμαλλιάρης κι αγριωπός και βουλιάξω ως τον πάτο του νερού!... Όμως το νερό είναι εδώ στ’ αυλάκι πολύ ρηχό για μένα…
Από τις σκέψεις μου με συνεφέρνει το ουρλιαχτό της σειρήνας του εργοστασίου… Επάνω από το κεφάλι μου τα βαγονέτα μπαίνουνε σε κίνηση. Άδεια από υλικό, φορτωμένα με ηλιόφως, τραβάνε για την πρέσα του κεραμουργείου… Ένας υπόκωφος αχός ανεβαίνει στο αέρα: ανατινάξανε μπλόκια από άργιλο που σωριάστηκαν σε μικρότερα κομμάτια. Οι εργάτες τα φτυαρίζουνε και κάνουνε γι’ αυτά αφράτα βουναλάκια…
φωτογραφία του Σπ. Μελετζή |
Σαλτάρω πάνω απ’ το χαντάκι και φτάνω τρέχοντας ως τα γραφεία του κεραμουργείου… Ξέρω καλά, πάρα πολύ καλά τι είναι γραμμένο εκεί. Κι όμως, στήνομαι κοντά στο τζάμι του γραφείου και χάσκοντας διαβάζω και ξαναδιαβάζω: «ΣΗΜΕΡΑ ΔΕΝ ΘΑ ΓΙΝΟΥΝ ΠΡΟΣΛΗΨΕΙΣ ΕΡΓΑΤΩΝ»…
Ώστε έτσι ε;… Μηχανικά χώνω τα χέρια μου στις τσέπες… Τι κάθομαι και κουράζομαι να τις ψαχουλεύω; Γιατί να τις βασανίζω τις κακομοίρες τις τσέπες μου τινάζοντάς τες ή γυρνώντας τες απ’ την ανάποδη; Και σε τί μου χρειάζονται οι τσέπες; Αυτό που μου χρειάζεται είναι ένα μεγάλο σακί: να χώσω εκεί μέσα τα πόδια μου που μόλις με βαστάνε, κι ολόκληρο το κορμί μου κι ολόκληρη τη ρημαγμένη μου ζωή…
Ας ήτανε να βρω δουλειά! Ό,τι δουλειά και να ’ναι. Ακόμα κι αν με βάζανε να γλείψω με τη γλώσσα το πάτωμα της πιο βρώμικης κουζίνας δεν θα ’λεγα όχι. Αρκεί να ήταν δουλειά… Σκέφτομαι: «θα μπω με το έτσι θέλω στο εργαστήρι, θα θρονιαστώ στον πάγκο της δουλειάς, αρπάζω μια λίμα κι αρχίζω να λιμάρω.
Αν με ρωτήσει κανένας: «Ποιος είσαι συ; Καινούριος;» μιλιά εγώ! Ατάραχος, σαν τίποτα να μη συμβαίνει, συνεχίζω τη δουλειά μου: λιμάρω, λιμάρω, λιμάρω με μανία… ίσαμε το βράδυ… ως τα μεσάνυχτα… Συνέχεια λιμάρω… Ε πια, τι στο καλό, δεν θα μου δώσουνε στο τέλος κάτι για τόσο κόπο που έχω κάνει;…».
Ξεμακραίνω από τα γραφεία έχοντας για παρέα τη λιγνή σκιά μου. Φορές φορές μου φαίνεται πως δίπλα μου κινιούνται αμέτρητες άλλες σκιές. Μου φαίνεται πως κάθε λίγο ο άνεμος παίρνει μαζί του πότε τη μία, πότε την άλλη από τούτες τις σκιές. Τις πάει ψηλά ίσαμε τα μαύρα σύννεφα, κι εκεί αραιώνουνε, μέχρι που χάνονται στο τέλος όλες…
«Δε βαριέσαι! Ήταν οι σκιές όλων εκείνων που έχουν πεθάνει από πείνα», σκέφτομαι αδιάφορα… Τραβάω το δρόμο μου, μέχρι που φτάνω μπροστά στα γραφεία της εφημερίδας «Φρις Ούχτσαγκ». Έχω αφήσει πίσω μου τη γέφυρα και το βασιλικό παλάτι που λαμποκοπάει.
«Τι καλά να ήμουνα φανάρι ή πολυέλαιος μέσα στο παλάτι!» λέω μέσα μου. «Ή να ’μουνα ο θρόνος! Όμως αυτό δε γίνεται… Ας ήμουνα, λοιπόν, ο μάγειρας του παλατιού!». Ο μάγειρας!
Ξαφνικά νιώθω την πείνα να με θερίζει. Πρέπει κάτι να φάω… Μηχανικά αρχίζω να τραβάω φυλλαράκια από τα δέντρα που στέκονται στο πεζοδρόμιο έξω από τα ζαχαροπλαστεία. Μασουλίζω.. Μερικά γίνονται μέσα στο στόμα μου μια μάζα που κολλάει, άλλα σαν ψίχα που πικροφέρνει… Όμως πέτυχα κι ένα φυλλαράκι τρυφερό, γλυκούτσικο… Α, δεν θα καθίσω τώρα να τα βάζω σε κατηγορίες! Θα τα τραβάω από τα δέντρα, θα τα μασουλίζω κι ύστερα θα τα φτύνω…
Τώρα περνάω μπροστά από τους καθρέφτες που είναι στην πρόσοψη του μεγάλου ζαχαροπλαστείου. Κοιτάζω εκεί μέσα κατάπληκτος τον εαυτό μου. Τι τρομερά αδύνατο που με δείχνουν οι καθρέφτες! Το κεφάλι μου μοιάζει σα μικρή γροθιά… Η ματιά μου πέφτει σ’ ένα γκαρσόνι μέσα στο ζαχαροπλαστείο. Είναι πνιγμένο στη δουλειά…
Η καρδιά μου γίνεται ένας κόμπος: εγώ αντί να δουλεύω βολοδέρνω μέσα σε τούτο το λαβύρινθο με τις μπερδεμένες σκέψεις. Κι αυτό γίνεται πέντε μήνες συνέχεια τώρα. Με πόση χαρά θ’ αναστέναζα κάτω απ’ οποιοδήποτε φορτίο – αρκεί να μου έδιναν δουλειά! Κάποια από τούτες τις μέρες θα τρελαθώ – δε γίνεται αλλιώς.
Λέω ν’ ακουμπήσω στον κορμό του πρώτου δέντρου και να μην το κουνήσω πια από κει. Κι αν με ρωτήσουν γιατί στέκομαι εκεί μέρες και μήνες, θα τους αποκριθώ εμπιστευτικά: «Περιμένω να ρίξω ρίζες στο χώμα».
Τι βασανιστικό ν’ ανακατεύονται έτσι ιδέες και ιδέες μέσα στο μυαλό μου! Όμως και σαν τι άλλο θα μπορούσα δα να κάνω; Αν κλείσω οριστικά αυτό τον κύκλο από σκέψεις, αν διώξω από το μυαλό μου όλα τούτα τα παράδοξα κιτρινωπά φωτάκια μπροστά μου, δε θα δω να με περιμένουν παρά μόνο ο Δούναβης με τα θολά νερά του ή το γερό κλαδί ενός δέντρου…
Σαν μέσα σε λιποθυμία ή σαν υπνοβάτης στέκομαι με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο και κοιτάζω απέναντι τις ρεκλάμες έξω από τα γραφεία της εφημερίδας «Φρις Ούχτσαγκ». Κάπου κάπου με σπρώχνουν οι διαβάτες. Τους σπρώχνω κι εγώ κι έτσι κρατάω το πόστο μου στον τοίχο που τόσο με βολεύει… Τέλος, με μια κίνηση γεμάτη περιφρόνηση, στρέφω την πλάτη μου στις ρεκλάμες. Γεμάτος πίκρα στην ψυχή μου και στο στόμα αρχίζω να ξερνοβολάω… μία… δύο.. τρεις… φορές… Τέλειωσα… Τέρμα!...
Στέκομαι ακίνητος και αναρωτιέμαι: «Τώρα τί κάνουμε;» Τινάζομαι ξαφνιασμένος και κοιτάζω προς τα κάτω: ένα ανθρωπάκι τόσο δα με μούτρο χαλκοπράσινο με τραβάει από το μανίκι:
- Μην ξερνάς άλλο πια! Μου λέει με ύφος πολύ σοβαρό. Κι ύστερα από λιγάκι: Δε βαριέσαι! Κάνε το κέφι σου! Μισοκλείνει τα μάτια και με ρωτάει: Δε μου λες γιατί έκανες εμετό πράσινο;
- Πράσινο; Λέω εγώ. Αλήθεια γιατί πράσινο; Χτυπάω το κούτελό μου με την παλάμη: Μα, βέβαια, μάσαγα φύλλα από τα δέντρα.
- Ε, λοιπόν κοίτα να δεις συνάδελφε, μου λέει το ανθρωπάκι: έχω κι εγώ μια ανακατωσούρα εδώ μέσα, άσ’ τα! Και μου δείχνει το στομάχι του, παίζοντας πάνω του τα δάχτυλά του σαν ταχυδακτυλουργός: Μεγάλη ανακατωσούρα! Προφταίνει να μου πει και ξερνοβολάει.
- Εσύ γιατί κάνεις εμετό κίτρινο; Τον ρωτάω μ’ ένα κοφτό γέλιο...
-
Ανασηκώνει αδιάφορα τους ώμους:
- Γιατί εγώ κολάτσισα σκουπόχορτο! Μου λέει.
- Αχ, αχ – στενάζω – ώστε είσαι κι εσύ χωρίς δουλειά;
- Ου, ου! Από πολύ καιρό… Εσύ από πότε κάθεσαι και αερίζεσαι;
- Κι εγώ από πολύ καιρό, του λέω: Μακάρι να’ πεφτε ετούτη η κυβέρνηση. Μπορεί με μια καινούρια ν’ ανοίγαν οι δουλειές.
- Μωρέ τι την θέλεις την πολιτική; Εγώ δεκάρα δε δίνω. Για ένα μονάχα νοιάζομαι πια: που θα βρω μεγαλούτσικες γόπες για να καπνίσω.
- Να κάναμε καμιά διάρρηξη σε τράπεζα; Προτείνω. Όμως δε θα την είχαμε ύστερα άσχημα με τους χωροφύλακες;
- Ούτε συζήτηση. Σε βουτάνε στο πι και φι. Και πώς να ξεφύγεις; Στον καιρό μας οι χωροφύλακες έχουν γίνει πιο πολλοί κι από τις μύγες. Και πιο ενοχλητικοί απ’ αυτές, όλο σου μπαίνουνε στην μύτη…
Συνεχίζουμε συντροφικά το δρόμο μας. Αυτός κάπου κάπου σκύβει για να μαζέψει κανένα αποτσίγαρο. Εγώ βαδίζω με το βλέμμα χαμηλωμένο, λαχταρώντας να έβρισκα στο δρόμο κανένα εισιτήριο του τραμ που να ισχύει ακόμα. Ή τουλάχιστον να βρισκόταν στο δρόμο μας κανένα κάρο που να με ταξίδευε τζάμπα μέχρι τα Ζυθοποιία της Κεμπάνια. Ξαφνικά ο ανθρωπάκος με ρωτάει:
- Δεν έχεις κανένα ψιλό;
- Είχα ένα πενηνταράκι, του λέω.
- Πού ’ναι το, πού ’ναι το; Ρωτάει ξαναμμένος, σχεδόν ουρλιάζοντας.
- Του έφτιαξα ένα καραβάκι και το έκανα καπετάνιο του, λέω. Του έβαλα ποδαράκια από σπιρτόξυλα κι ένα άλλο σπιρτάκι για κεφάλι. Και το καραβάκι έχει πανί από ανθοπέταλο.
- Καλά, καλά όλα αυτά, αλλά κατά που πήγε;… Έχω κι εγώ ένα πενηνταράκι και ξέρεις, με δύο πενηνταράκια μπορούμε ν’ αγοράσουμε ένα ολόκληρο τσιγάρο.
- Το δικό μου αρμενίζει κατά τη λεωφόρο Μπέτσι, του απαντάω σαν να του διηγιέμαι παραμύθι: Είναι μακριά από ’δω. Αρμενίζει μέσα σ’ ένα αυλάκι, αν δεν έχει ήδη βουλιάξει.
- Στη λεωφόρο Μπέτσι; Μήπως στο χαντάκι του κεραμουργείου;
- Ναι, ναι. Όμως γιατί αναψοκοκκίνισες;
- Βρε αρχιβλάκα! μου φωνάζει μανιασμένος: θα πάω να το βρω. Κι αν είμαι τυχερός κι ανταμωθώ με το πενηνταράκι σου, απόψε θα καπνίσω ένα ολόκληρο τσιγάρο…
Περιπλανιέμαι πάλι μοναχός μου. Ο ανθρωπάκος – Μίσι είπε ότι τον λένε – τράβηξε κατά την Όμπουντα να ερευνήσει για το πενηνταράκι μου. «Που ξέρεις; Μπορεί να σταθώ τυχερός και να το βρω», είπε ξεκινώντας βιαστικά. Πολύ που με νοιάζει! Ας κάνει ό,τι θέλει!...
Μεσημέριασε… Ξαναρχίζω να λεηλατώ τα φύλλα από τα δέντρα. Μασουλίζω… ξερνάω… ξαναμασουλάω… ξανακάνω εμετό… Όμως ετούτη τη φορά παρακολουθώ σαν προσεκτικός επιστήμονας την κάθε «ρουκέτα» του εμετού μου… Πράσινη… πράσινη… πράσινη… πράσινη. Με το βλέμμα προς τα κει που υποτίθεται ότι μπορεί να υπάρχει θεός, τον ρωτάω αναστενάζοντας:
- Κύριε, πότε θα ευδοκιμήσεις επιτέλους να κάνω εμετό από ζαμπόν ή ψάρι ή κανένα ζυμαρικό;…
Αφήνω το κορμί μου να σωριαστεί σ’ ένα σκονισμένο παγκάκι… Περνάω κάμποση ώρα εδώ… Το κοντινό ρολόι χτυπάει τις ώρες τη μία μετά την άλλη… Ξεκουράζομαι… Ύστερα, με το μοναδικό σπιρτόξυλο που μου έχει απομείνει, γράφω στη σκόνη του πάγκου τ’ αρχικά μου: Α.Ε.Γ. Και δίπλα: «Πέρασε από δω στις 4 Ιούλη 1930».
Τι θα γινόταν, αν έγραφα το αποχαιρετιστήριο γράμμα μου και το άφηνα σε τούτο το παγκάκι; Θα το’ παιρνε ο άνεμος ή κάποιος κουρασμένος περαστικός θα καθόταν πάνω του χωρίς να το προσέξει…
[Πηγές: Το διήγημα αυτό είναι του Ούγγρου συγγραφέα ΑΝΤΟΡ ΕΝΤΡΕ ΓΚΕΛΕΡΙ, και η μετάφραση της Μαρίας Χατζηγιάννη. Δημοσιεύτηκε στην μηνιαία επιθεώρηση τέχνης «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ», αρ. τεύχους 3, το Μάρτιο του 1984. Η φωτογραφία «Εργάτης στο Παλαιό Φάληρο, 1956» είναι δημοσιευμένη στο λεύκωμα «Spiros Meletzis, PHOTOGRARHIE 1923-1991», έκδοση Museum moderner Kunst, Vienna 1992. (Όλα από το προσωπικό μου αρχείο.)]
4 σχόλια:
Καλημερα.
Εξαιρετικο. Μονο που για να τα γνωριζει καποιος αυτα πρεπει να κατεχει ''γραφη και αναγνωση' τουλαχιστον!!!!!!!!!!Ειδος σε ανεπαρκεια αναμεσα στους 'ηγεμονισκους' αλλα και στο μεγα πληθος.......που δεν καταλαβε πως οι συγχρονες αλυσιδες ειναι οι καδενες περασμενες στον αστραγαλο.
Θα σου αφησω κατι σχετικο με τον ασβεστη στην σχετικη αναρτηση
Αγαπητέ Οικοδόμε, άκουσα σήμερα στις ειδήσεις ότι οι αυτοκτονίες στην Ελλάδα αυξήθηκαν τον τελευταίο καιρό κατά 40%, και διαβάζοντας μέχρι τέλος το θαυμάσιο διήγημα με έπιασε φόβος για το μέλλον των νέων, κυρίως των πρώην εργαζομένων που σήμερα βρίσκονται στη θέση του Α.Ε.Γ. Καθώς δείχνουν τα πράγματα θα μας γυρίσουν στα δρώμενα του 1930, σε λίγο θα επιστρέψει ο πάγος και το ρετσινόλαδο. Καιρός να τους κοπεί ο βήχας, πριν είναι αργά και χαθούν τα πάντα.
Scorpion49, υπαρχει απαγορευση [συνενοχη] ν' αναφερονται στα ΜΜΕ οι αυτοκτονιες.Διαφορετικα θα γνωριζαμε ολοι πως μετα το 2010 σε καθημερινη βαση εχουμε 2,...αυτοκτονιες.Χωρις να υπολογιζονται οι υποκρυπτομενες ως αιφνιδιοι θανατοι, για λογους ηλιθιας αξιοπρεπειας η απο τον φοβο της αρνησης απο μερους της εκκλησιας της διαδικασιας της τελετης.
Αγαπητή Tasoula:
να προσθέσω για τις σύγχρονες «αλυσίδες», όλα τα προϊόντα υποκουλτούρας που ευδοκίμησαν από τη δεκαετία του ΄80 και μετά, και αφού μας τάισε μ’ αυτά η κάθε εξουσία, διαμορφώθηκαν τα περίφημα λάιφ-στάιλ. Επίσης (το σπουδαιότερο): η αιχμαλωσία του λαού από τις τράπεζες με την χορήγηση αβέρτα δανείων με αποτέλεσμα σήμερα να κυριαρχεί ο φόβος «δεν απεργώ για να μη χάσω τη δουλειά μου και μου πάρει το σπίτι η τράπεζα». (Επίσης δες την… πρόσκλησή μου στην ανάρτηση για τον ασβέστη).
Αγαπητέ Scorpion49:
Αναφέρεσαι σ’ ένα τεράστιο κοινωνικό φαινόμενο που παίρνει στις μέρες μας διαστάσεις «επιδημίας». Είναι στο χέρι μας, στο χέρι του λαού, να τους χαλάσουμε τα σχέδια για επιστροφή στο απώτερο παρελθόν. Ήδη γυρίσαμε πολύ πίσω. Αν θέλεις τη γνώμη μου, δεν είμαι πολύ αισιόδοξος (για τη στάση του λαού). Οι αντιδράσεις μέχρι σήμερα είναι από χλιαρές μέχρι …χλιαρές. Η Tasoula έχει απόλυτο δίκιο για τα κατευθυνόμενα τηλεοπτικά μέσα «ενημέρωσης». Η εξουσία και το δεξί χέρι της (η πλειοψηφία των δημοσιογράφων και φυσικά άπαντες οι μεγαλοδημοσιογράφοι) κάνουν πολύ καλά τη δουλειά τους. Το θέμα είναι εμείς, δηλαδή ο λαός, τί κάνουμε;
Δημοσίευση σχολίου