Ήτανε και μια γυναίκα στη Φούρκα που περίμενε τους στρατιώτες να 'ρθούνε. Ο
άντρας της κάπου θα κλείστηκε σε καμιά πολιτεία που πήγαιναν την άνοιξη
και δουλεύανε χτίστες. Οι άλλοι γυρίσανε το χινόπωρο, εκείνος δε
φάνηκε. Κάποιος είπε κάποτε στη γυναίκα πως τον πήρανε στρατιώτη.
Αυτή
δεν ήξερε τι μπορούσε να κάνει έτσι μονάχη που απόμεινε. Δεν είχε
γελάδα, κατσίκια, τίποτα δεν είχε, αυτόν τον άντρα μονάχα και πήγαινε με
τους άλλους την άνοιξη και δουλεύανε χτίστες και κονομούσανε το
καλαμπόκι για το χειμώνα. Πήρε τώρα και γύριζε τα χωριά, πούλησε στην
αρχή τα μπακίρια, άλλαξε κατόπι τα στρωσίδια με τίποτε καλαμπόκι, όσο
που το σπίτι της απόμεινε με τέσσερις τοίχους. Κάποτε αν εύρισκε καμιά
μέρα δούλευε στα ξένα χωράφια και της δίνανε λίγο ψωμάκι.