Η
συζήτηση για αλλαγές στο συνδικαλιστικό νόμο ξανάνοιξε εντατικά από την
κυβέρνηση, με διαρροές στον αστικό Τύπο. Απ' όσα γράφτηκαν, προκύπτει
ότι βρίσκονται στα σκαριά αντιδραστικές ρυθμίσεις, στο όνομα του
«εκσυγχρονισμού» της νομοθεσίας που ισχύει σήμερα.
Στην
πραγματικότητα, η κυβέρνηση προσπαθεί να περιορίσει τα συνδικαλιστικά
δικαιώματα και ελευθερίες στο πλαίσιο των συνολικών ανατροπών στα
εργασιακά δικαιώματα που ήδη έχουν συμβεί, ιδιαίτερα την τελευταία
25ετία. Ταυτόχρονα, θέλει να ετοιμάσει το έδαφος για τα επόμενα μέτρα
υπέρ του κεφαλαίου. Προϋπόθεση γι' αυτό, είναι να δυσκολέψει και άλλο τη
συνδικαλιστική δράση, να μπουν ακόμα περισσότερα εμπόδια στην οργάνωση
αγώνων, να χτυπηθεί ιδιαίτερα το ταξικό κίνημα.
Από το 1974, δυο
είναι οι βασικοί νόμοι για τα συνδικαλιστικά δικαιώματα, που ο ένας
αντικατέστησε τον άλλο. Πρόκειται για το νόμο 330/1976 της κυβέρνησης
της Νέας Δημοκρατίας ή αλλιώς «νόμος Λάσκαρη» (ο υπουργός Εργασίας), ο
οποίος έμεινε στην ιστορία για την περίφημη δήλωσή του στη Βουλή, κατά
τη συζήτηση του νομοσχεδίου: «Δε θα επιτρέψω την πάλη των τάξεων», εκφράζοντας με απόλυτη σαφήνεια τους αντεργατικούς στόχους του νόμου.
Ο
άλλος είναι ο νόμος 1264/82, που ψηφίστηκε επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ και
ισχύει μέχρι σήμερα. Ακολούθησε το άρθρο 4 του νόμου 1365/83, που
χαρακτηρίστηκε και «απεργοκτόνο». Με αυτό, για την κήρυξη απεργίας στο
δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, απαιτούνταν μεταξύ άλλων το 50% συν 1
των εγγεγραμμένων μελών της οργάνωσης και όχι η πλειοψηφία των παρόντων
στη συνέλευση.
Ο «Ριζοσπάστης» θυμίζει τις βασικότερες διατάξεις
των νόμων 330/1976 και 1264/1982, τη στάση που κράτησε το κίνημα και το
ΚΚΕ, όπως αυτά καταγράφηκαν μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας τα
χρόνια εκείνα. Μια υπενθύμιση που μπορεί να αποτελέσει σημείο αναφοράς,
χρήσιμο για την εξαγωγή συμπερασμάτων για τους σημερινούς κυβερνητικούς
σχεδιασμούς.
Κατ' εντολή των βιομηχάνων
Πριν
τη παρουσίαση του νόμου 330/1976, ο τότε Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων
έδωσε συνέντευξη Τύπου στις 5 Μάρτη 1976. Με αυτή, ζητήθηκε από την
κυβέρνηση να πάρει θέση, «να πουν τη γνώμη τους για τις απεργίες που εκδηλώνονται και για τις μισθολογικές απαιτήσεις που διατυπώνονται».
Η απαίτηση αυτή στηρίζονταν στον ισχυρισμό ότι οι βιομήχανοι δεν έχουν
κέρδη, ενώ κάνουν επενδύσεις! Οπως σημείωνε τότε στο πρωτοσέλιδο ο
«Ριζοσπάστης», «στην ουσία ζήτησαν να χτυπηθούν οι απεργίες και οι εργατικές κινητοποιήσεις», με στόχο τη διατήρηση και την αύξηση της κερδοφορίας τους.
Η
ανταπόκριση της κυβέρνησης της ΝΔ στις απαιτήσεις του κεφαλαίου είναι
άμεση. Μόλις έξι μέρες μετά, στις 11 Μάρτη 1976, ο υπουργός Συντονισμού
μιλά σε συνεστίαση επιστημόνων, δηλώνοντας πως «δε θα επιτρέψει την κατάχρηση των ελευθεριών(σ.σ. των συνδικαλιστικών)εις
βάρος του κοινωνικού συνόλου. Κατάχρηση που εκδηλώνεται τελευταία με
ένα κύμα αδικαιολόγητων απεργιακών και άλλων διαλυτικών, της κοινωνικής
συνοχής, εκδηλώσεων».
Οσο για τα κέρδη που ...δεν έχουν οι
βιομήχανοι, την απάντηση δίνει τότε σε ανακοίνωσή της η ΕΣΑΚ, στην
οποία αναφέρει πως την περίοδο της χούντας, το κεφάλαιο αυγάτισε τα
κέρδη του κατά 588%, από το 1968 έως το 1973, ενώ μόνο την περίοδο 1971 -
1974 παρουσίασε κέρδη 20 δισεκατομμυρίων δραχμών. «Την ίδια αυτή χρονική περίοδο -ανέφερε η ΕΣΑΚ- το πραγματικό μεροκάματο και οι μισθοί των εργατών ουσιαστικά εξανεμίζονται από τον πληθωρισμό»!
Στην
αντίπερα όχθη, η όξυνση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι
εργαζόμενοι γεννά σωρεία αντιδράσεων, παρά τις δυσκολίες που υπήρχαν και
τότε στο κίνημα. Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Δημόσιας Τάξης, το
1975 έγιναν 2.381 κινητοποιήσεις (απεργίες, στάσεις εργασίας, πορείες
κ.ά.). Το πρώτο δίμηνο του 1976 είχαν γίνει ήδη 358 κινητοποιήσεις, ενώ
σε άλλη καταγραφή ο αριθμός των απεργών το πρώτο τρίμηνο ανέρχεται στους
320 χιλιάδες.
Βασικά αιτήματα αύξηση μισθών και συντάξεων,
βελτίωση των συνθηκών εργασίας, να σταματήσει η αυθαιρεσία των
απολύσεων. Αυτήν την ορμή του κινήματος, που έβγαινε με διεκδικήσεις από
την επταετία της χούντας, ήθελε να φρενάρει με κατασταλτικά μέτρα η
τότε κυβέρνηση της ΝΔ, για να διασφαλίσει τα συμφέροντα και την
κερδοφορία του κεφαλαίου στις νέες συνθήκες.
Ο «νόμος Λάσκαρη»
Δεν
περνά ούτε μήνας από τη συνέντευξη του ΣΕΒ και ο υπουργός Εργασίας,
Λάσκαρης, καταθέτει στις 29 Μάρτη 1976 το σχετικό νομοσχέδιο, που σε
αδρές γραμμές έχει τα εξής χαρακτηριστικά: Η δράση του εργατικού
κινήματος μπλοκάρεται στο μηχανισμό της διαιτησίας, τον οποίο
αναγκαστικά πρέπει να ακολουθήσει για να μπορεί να κηρύσσει απεργία, οι
απεργοί απειλούνται με απολύσεις και ποινές, κατοχυρώνεται η
απεργοσπαστική δράση και το λοκ-άουτ.
Ακόμη, απαγορεύει τις
απεργίες αλληλεγγύης και κάθε άλλη απεργιακή κινητοποίηση που δε
στρέφεται κατά του συγκεκριμένου εργοδότη και δεν περιορίζεται σε καθαρά
μισθολογικά αιτήματα. Υποχρεώνει τους εργαζόμενους στα Νομικά Πρόσωπα
Δημοσίου Δικαίου και στους Οργανισμούς Κοινής Ωφέλειας να γνωστοποιούν
τα αιτήματά τους 15 μέρες πριν από την κήρυξη της απεργίας.
Χαρακτηρίζονται παράνομες όσες απεργίες δεν κηρύσσονται από τα επίσημα
«επαγγελματικά σωματεία».
Σε ανακοίνωσή της, η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ στις 3 Απρίλη επισημαίνει πως το νομοσχέδιο «καταργεί
ουσιαστικά το δικαίωμα της απεργίας, κατοχυρώνει την ανταπεργία της
εργοδοσίας και δεν προστατεύει τις συνδικαλιστικές ελευθερίες».
Σε ανάλυση που γίνεται στις σελίδες του «Ριζοσπάστη» αναφέρεται: «Πολλές
διατάξεις είναι ίδιες, σε μεγάλο βαθμό, με το χουντικό σχέδιο Κώδικας
Εργασίας. Το άρθρο 33 αφαιρεί από τους εργάτες που δεν έχουν σωματείο το
δικαίωμα να απεργήσουν και είναι γνωστό (...) η απεργία επιτρέπεται
μόνο για οικονομικά και εργασιακά εν γένει συμφέροντα» (28 Απρίλη 1976).
Υστερα
από τις αντιδράσεις των συνδικάτων, το νομοσχέδιο αποσύρεται προσωρινά,
όμως, έρχεται για συζήτηση στη Βουλή στις 24 Μάη. Ολα τα κόμματα της
αντιπολίτευσης δήλωσαν την αντίθεσή τους, όπως και τα εργατικά
συνδικάτα, πλην της κυβερνητικής διοίκησης της ΓΣΕΕ, η οποία
περιορίστηκε να προτείνει ορισμένες δευτερεύουσας σημασίας
τροποποιήσεις.
Τα συνδικάτα αποφασίζουν 48ωρη πανελλαδική απεργία.
Την Τρίτη 25 Μάη 1976, δεύτερη μέρα της απεργίας, οι δυνάμεις
καταστολής οργιάζουν. Μία από τις «αύρες» (θωρακισμένο όχημα) που
κυνηγούσε τους απεργούς συνθλίβει μια 66χρονη. Τραυματίζονται 75 απεργοί
και γίνονται 100 συλλήψεις. Αμέσως μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου, που
έγινε ο νόμος 330/1976 και στις επόμενες δέκα σχεδόν μέρες, ο
«Ριζοσπάστης» καταγράφει 150 απολύσεις συνδικαλιστών, που έγιναν με τη
χρήση του νόμου...
Το «καρότο» του 1264/82
Αν
ο νόμος 330/1976 ήταν το «μαστίγιο», τότε ο νόμος 1264/1982 της
κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ μπορεί να ιδωθεί σαν το «καρότο» για τους
εργαζόμενους και το κίνημα. Είναι η περίοδος που η σοσιαλδημοκρατία
παίρνει τη σκυτάλη στη διακυβέρνηση και ταυτόχρονα την ευθύνη να πάρει
μέτρα προσαρμογής του κινήματος στις νέες συνθήκες της αστικής
διαχείρισης.
Ετσι, ο συγκεκριμένος νόμος, από τη μια, κατοχύρωνε
μια σειρά συνδικαλιστικές ελευθερίες -και αυτό κάτω από την πίεση και
τους αγώνες των εργαζομένων- και, από την άλλη, αναπαρήγαγε τους
μηχανισμούς ενσωμάτωσης του συνδικαλιστικού κινήματος στις νέες
συνθήκες, έθετε τους όρους δημιουργίας ενός στρώματος εργατικής
αριστοκρατίας, που έπαιξε όλα τα επόμενα χρόνια το ρόλο του «Δούρειο
Ιππου» σε βάρος των συμφερόντων της εργατικής τάξης.
Στη 31 Μάρτη
1982 ο υπουργός Εργασίας, Απ. Κακλαμάνης, κατέθεσε το νομοσχέδιο στη
Βουλή. Στην αρχική του εκδοχή έδινε τη δυνατότητα δημιουργίας
πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων και με κάτω από 50 εργαζόμενους,
καθιέρωνε την απλή αναλογική, όχι όμως και στη δεύτερη κατανομή,
διεύρυνε το δικαίωμα της απεργίας.
Επίσης, καταργούσε το λοκ-άουτ
και το δικαίωμα των εργοδοτών να καταφύγουν σε ασφαλιστικά μέτρα κατά
της απεργίας, απαγόρευε την πρόσληψη απεργοσπαστών, επέβαλλε
επαναπρόσληψη όσων είχαν απολυθεί για συνδικαλιστική δράση με το νόμο
330/1976 κ.ά. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ΣΕΒ απέστειλε έγγραφο στις
επιχειρήσεις με το ερώτημα ποιες θα είναι οι συνέπειες αν επιβληθεί η
επαναπρόσληψη των απολυμένων. Σε δημοσίευμα του «Ριζοσπάστη» στη 1 Ιούνη
1976 επισημαίνεται ότι «οι 50 βιομηχανίες που έχουν απαντήσει, αναφέρουν ότι οι απολυμένοι εργαζόμενοι σ' αυτές φτάνουν τις 3.000»!
Η
κριτική που ασκήθηκε εξαρχής στο νομοσχέδιο ήταν πως δε διεύρυνε στον
επιθυμητό βαθμό τη συνδικαλιστική προστασία, όχι μόνο των συνδικαλιστών
αλλά και των εργαζομένων. Δεν παρέχονταν, για παράδειγμα, συνδικαλιστική
προστασία στις εργοστασιακές, σωματειακές και απεργιακές επιτροπές.
Εξαιρούσε από την ισχύ του τους ναυτεργάτες και άλλους κλάδους των
εργαζομένων.
Παζάρια στις πλάτες των εργαζόμενων
Παράλληλα
με το νομοσχέδιο αυτό, ξεκίνησε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η συζήτηση
για ένα άλλο νομοσχέδιο, αυτό της παροχής κινήτρων στο κεφάλαιο για να
κάνει επενδύσεις. Μεταξύ αυτών, ήταν η δωρεάν επιδότηση της επένδυσης
από 10% έως 50%, η επιδότηση επιτοκίου των δανείων που παίρνουν οι
επιχειρηματίες από τις τράπεζες. Εναλλακτικά προβλεπόταν οι
επιχειρηματίες να επιλέξουν τις αφορολόγητες εκπτώσεις μέχρι και 90% των
χρονιάτικων καθαρών κερδών τους και μέχρι και 70% της αξίας των
επενδύσεών τους κ.ά.
Οι μεγαλοεπιχειρηματίες πίεζαν να ψηφιστεί
πρώτα το νομοσχέδιο για τα κίνητρα και μετά να συζητηθεί αυτό για το
συνδικαλισμό, σε ένα προφανές παζάρι στις πλάτες των εργαζόμενων και με
παράλληλο στόχο να αλλάξει προς το χειρότερο το νομοσχέδιο για το
συνδικαλισμό.
Το νομοσχέδιο για το συνδικαλισμό μπήκε για συζήτηση
στη Βουλή στις 2 Ιούνη. Προηγουμένως είχε παρουσιαστεί από τον υπουργό
Προεδρίας, Μ. Κουτσόγιωργα, τροπολογία για την κατάργηση του νόμου που
στραγγάλιζε τις συνδικαλιστικές ελευθερίες στο Δημόσιο. Με την ίδια
τροπολογία κατοχυρωνόταν το δικαίωμα στην απεργία, καταργούνταν η
ποινικοποίηση της απεργίας και τα ασφαλιστικά μέτρα κ.ά. Ωστόσο, δε
δινόταν το δικαίωμα για ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις,
εξαιρούνταν το Δημόσιο από την απαγόρευση του λοκ-άουτ κ.ά.
Το
ΚΚΕ, στη συζήτηση του νομοσχεδίου, κατέθεσε μια σειρά τροπολογίες
προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι ελλείψεις. Η κυβέρνηση όχι μόνο τις
απέρριψε στο σύνολό τους αλλά κατηγόρησε το ΚΚΕ για σύμπλευση με τη ΝΔ!
Τελικά, το νομοσχέδιο ψηφίστηκε χειρότερο από την αρχική του μορφή.
Χαρακτηριστικό ήταν ότι πάρθηκε πίσω η διάταξη που επέτρεπε την λεγόμενη
«πολιτική απεργία», το λοκ-άουτ μπήκε από το παράθυρο του αστικού
κώδικα, τα ασφαλιστικά μέτρα δεν καταργήθηκαν κ.ά.
Η ψηφοφορία
έγινε στις 17 Ιούνη 1982. Το ΚΚΕ ψήφισε «παρών» δίνοντας στη δημοσιότητα
δήλωση στην οποία, μεταξύ άλλων, σημείωνε τα εξής: «Στη συζήτηση
κατ' άρθρον, ενώ δεν έγιναν δεχτές οι τροπολογίες που πρόβλεπαν τη
βελτίωσή του, προστέθηκαν ή έγιναν δεκτές άλλες τροπολογίες που και το
θετικό χαρακτήρα άλλων αρχικών διατάξεων υπονομεύουν και τα δικαιώματα
εργαζομένων φαλκιδεύουν.
Η προσθήκη της 24ωρης
υποχρεωτικής προειδοποίησης του εργοδότη στον ιδιωτικό τομέα, η
ουσιαστική κατάργηση στην πράξη της δυνατότητας να κηρύσσουν απεργία οι
δημοσιοϋπαλληλικές οργανώσεις, η διατήρηση στην πράξη της δυνατότητας
του "λοκ-άουτ" υπέρ της εργοδοσίας είναι σοβαρότατες υπαναχωρήσεις σε
βάρος του εργατικού κινήματος...».
Χρήστος ΜΑΝΤΑΛΟΒΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου