Με αφορμή τη σημερινή επέτειο των πενήντα πέντε χρόνων από το θάνατό του, μια μικρή αναφορά, μια απότιση φόρου τιμής στο μεγάλο Γερμανό διανοητή που φώτισε και άνοιξε με την πένα του τους στενούς δρόμους των καταπιεσμένων ανθρώπων όπου γης, κάνοντάς τους λεωφόρους με κατεύθυνση προς το μέλλον.
ΤΙ ΩΦΕΛΕΙ Η ΚΑΛΟΣΥΝΗ
1
Τί ωφελεί η καλοσύνη
Όταν οι καλοί παρευτύς δολοφονούνται
Ή δολοφονούνται αυτοί
Που δέχονται την καλοσύνη;
Τί ωφελεί η λευτεριά
Όταν οι λεύτεροι αναγκάζονται να ζουν αντάμα
με τους σκλάβους;
Τι ωφελεί η λογική
Όταν το παράλογο μονάχα εξασφαλίζει την τροφή
που ο καθένας χρειάζεται;
2
Αντί να είστε καλοί μονάχα, προσπαθείστε
Να δημιουργήσετε μια κατάσταση που να κάνει
Δυνατή την καλοσύνη, ή καλύτερα
Περιττή!
Αντί να είστε λεύτεροι μονάχα, προσπαθείστε
Να δημιουργήσετε μια κατάσταση που να λευτερώνει όλους
Που να κάνει ακόμα και την αγάπη για λευτεριά
Περιττή!
Αντί να είστε λογικοί μονάχα, προσπαθείστε
Να δημιουργήσετε μια κατάσταση
Που να μεταβάλλει το παράλογο στον άνθρωπο
Σε μια επιχείρηση κακή!
Κ’ ΕΓΩ ΠΑΝΤΑ ΣΚΕΦΤΟΜΟΥΝ
Κ’ εγώ πάντα σκεφτόμουν πως τα πιο απλά λόγια
Πρέπει να φτάνουν. Όταν λέω τι γίνεται
Η καρδιά του καθενός πρέπει να σπαράζει.
Ότι είσαι χαμένος αν δεν αμυνθείς
Αυτό πια πρέπει να το καταλάβεις.
«-Γράψατε ποτέ κάτι για τα αγαθά της Αμερικής; Ενα ποίημα έστω, σαν αυτά που αφιερώνετε στους εργάτες προλετάριους, όπως τους λέτε;
-Ο έντεχνος λόγος δεν είναι φαγητό που παρασκευάζεται με κάποια συνταγή. Είναι ψυχική έκρηξη, ανάγκη να πεις κάτι που σε συγκίνησε.
-Δηλαδή μόνο οι προλετάριοι σας συγκινούν;
-Με συγκινεί ο καθένας που υποφέρει, που βασανίζεται, που γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης [...] Πολλά από τα "στραβά" που γίνονται στη Σοβιετική Ενωση τα χτύπησα και τα χτυπάω. Εγώ, κύριε ανακριτά, εμπνέομαι από τα πάθη των ανθρώπων, όπου γης. Είμαι ελεύθερος και ανεξάρτητος να επαινώ ή να κατηγορώ φίλους κι εχθρούς.»
Αυτά – μεταξύ άλλων - κατέθετε ο Μπέρτολτ Μπρεχτ στην «επιτροπή κατά των αντιαμερικανικών ενεργειών», πιο γνωστή ως επιτροπή Μακάρθι, το 1947.
Σαράντα εννιά χρόνια πριν (1898) γεννήθηκε στο Άουγκσμπουργκ της Γερμανίας και από πολύ μικρός – μόλις στα δεκατέσσερά του – άρχισε να γράφει τα πρώτα ποιήματα.
«Μεγάλωσα σαν γιος καλοστεκούμενων
ανθρώπων. Οι γονείς μου μού φορούσαν
γιακά, μ’ έμαθαν τις συνήθειες εκείνων
που έχουν υπηρέτες και με δίδαξαν
πώς να διατάζω. Αλλά, όταν μεγάλωσα
και είδα γύρω μου, οι άνθρωποι της
τάξης μου δεν μ’ άρεσαν, το να διατάζω
δεν ήταν του γούστου μου, ούτε και το
να με υπηρετούν. Γι’ αυτό εγκατέλειψα
την τάξη μου και συντρόφεψα με τους
μικρούς, φτωχούς ανθρώπους».
Από μικρός όπως φαίνεται από τους παραπάνω στίχους ( ποίημα που έγραψε στην εφηβική ηλικία ), άρχισε να πηγαίνει κόντρα στην τάξη του. Η δική του αισθητική δε χωρούσε την αριστοκρατία της μικρής κοινωνίας της πόλης του και τον καθωσπρεπισμό που αυτή εξέπεμπε.
Σαν μαθητής ατίθασος και αυθάδης έρχεται συχνά σε ρήξη με τους καθηγητές του. Κι αν δεν φαίνεται καθαρά ακόμα ο δρόμος που θα διαλέξει στη ζωή του, σίγουρα δεν θα είναι ο συνηθισμένος δρόμος για όλα τα παιδιά της άρχουσας τάξης: η συνέχιση της οικογενειακής «παράδοσης».
Δεν προλαβαίνει να ζήσει τη φοιτητική ζωή στην ιατρική σχολή του Μονάχου, αφού η πατρίδα του που συμμετέχει στον πόλεμο, τον επιστρατεύει. Γνωρίζοντας τη φρίκη του πολέμου από πρώτο χέρι, αποκτά φιλειρηνική συνείδηση.
Το 1920 μετά το θάνατο της μητέρας του μετακομίζει στο Μόναχο. Εκεί ανεβαίνουν οι μετοχές του στους θεατρικούς κύκλους μετά το ανέβασμα του έργου του «ταμπούρλα μέσα στη νύχτα».
Η «αντιδραστική» χωρίς σαφή προσανατολισμό συνείδησή του άρχισε να καλλιεργείται αφού αρχίζει να μελετά συστηματικά το μαρξισμό. Στο μεταξύ έχει κάνει ένα τρίτο γάμο με την ηθοποιό Έλενα Βάιγκελ και γράφει κι ανεβάζει πολλές θεατρικές παραστάσεις.
Το 1933, την επόμενη του εμπρησμού του Ράιχσταγκ, ο Μπρεχτ και η Βάιγκελ θα εγκαταλείψουν τη Γερμανία του Χίτλερ. Οι ναζιστές τον κυνηγούν με κάθε τρόπο. Καίνε τα βιβλία του και αναζητούν τον ίδιο που κατόρθωσε όμως να διαφύγει οικογενειακώς στη Ελβετία.
Μετά από 8 χρόνια περιπλανήσεων ανά την Ευρώπη θα βρεθούν στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας, στις ΗΠΑ. Τα χρόνια της αυτοεξορίας τους 1933 -1948 ήταν τα πιο δημιουργικά. Αφού τελειώσει ο πόλεμος και η Γερμανία έχει χωριστεί στα δύο, επιστρέφει στο ανατολικό Βερολίνο, πρωτεύουσα της Λαοκρατικής Γερμανίας.
Το 1949, ένα χρόνο μετά την επιστροφή του, ιδρύει μαζί με τη Βάιγκελ το Berliner Enseble. Μερικά χρόνια πριν πεθάνει στέλνει το παρακάτω γράμμα στη Γερμανική Ακαδημία Τεχνών:
«Σε περίπτωση θανάτου μου δεν επιθυμώ να εκτεθεί πουθενά η σορός μου. Κατά την ταφή δεν πρέπει να γίνουν ομιλίες. Θα ήθελα να ταφώ στο νεκροταφείο δίπλα στο σπίτι μου, στη Σοσεστράσσε».
Στις 14 Αυγούστου 1956 εγκαταλείπει τα εγκόσμια από έμφραγμα.
ΓΙΑ ΤΟ ΦΤΩΧΟ ΜΠ. ΜΠ.
Εγώ ο Μπέρτολτ Μπρεχτ
είμαι από τα μαύρα δάση,
η μάνα μου στις πολιτείες
με κουβάλησε,
σαν ήμουνα ακόμα στην κοιλιά της,
και των δασών η παγωνιά
μέσα μου θα 'ναι ως το θάνατό μου
Έχω, έχω το σπίτι μου
στην πολιτεία της ασφάλτου,
φορτωμένος από την αρχή
με όλα τα μυστήρια του θανάτου
με εφημερίδες, με καπνό και με ρακή,
καχύποπτος και τεμπέλης
κι ευχαριστημένος στα στερνά
Φέρομαι φιλικά στους ανθρώπους
φορώ καθώς το συνηθίζουν
ένα σκληρό καπέλο,
λέω, είναι ζώα που μυρίζουν τελείως ιδιότροπα
και λέω πάλι,
δε βαριέσαι έχω κι εγώ την ίδια μυρουδιά
Το πρωί στο γκρίζο χάραμα
τα έλατα κατουράνε,
και τα ζωύφιά τους τα πουλιά
αρχίζουν να φωνάζουν
Κείνη την ώρα αδειάζω το ποτήρι μου στην πόλη
πετάω τ' αποτσίγαρό μου και ανήσυχος κοιμάμαι
Απ' αυτές τις πολιτείες
θα απομείνει εκείνος που διάβηκε από μέσα τους
ο άνεμος, δίνει χαρά το σπίτι σ'αυτόν που τρώει,
τ' αδειάζει
Ξέρουμε ότι είμαστε περαστικοί
κι ότι ύστερα από μας
τίποτα τ' αξιόλογο δε θα ρθει.
Ελπίζω στους σεισμούς
που μέλλονται για να 'ρθουν,
να μην αφήσω τη Βιρτζίνιά μου
απ' την πίκρα να μου σβήσει
Εγώ ο Μπέρτολτ Μπρεχτ
από τα μαύρα δάση,
ξερασμένος στις πολιτείες της ασφάλτου
μέσα στη μάνα μου σε πρώιμη εποχή.
Αυτό το ποίημα το "έντυσε" με μουσική και το έκανε τραγούδι ο ΘΑΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ. Ακούστε τον ίδιο να παίζει στο πιάνο και να το ερμηνεύει:
ΕΡΩΤΗΜΑ
Πως θα οικοδομηθεί η μεγάλη τάξη
Δίχως τη σοφία των μαζών;
Αυτοί που δεν ακούνε συμβουλές
Δεν μπορούν να βρουν το δρόμο
Για τους πολλούς.
Εσείς οι μεγάλοι δάσκαλοι,
Ν’ ακούτε όταν μιλάτε!
ΚΑΚΗ ΕΠΟΧΗ ΓΙΑ ΠΟΙΗΣΗ
Το ξέρω καλά: τον καλότυχο μονάχα
Αγαπάνε. Τη δική σου φωνή
Ακούν ευχάριστα. Το δικό σου πρόσωπο είναι ωραίο.
Το σακατεμένο δέντρο στην αυλή
Δείχνει τη χέρσα γη, κι όμως
Οι περαστικοί σακάτη το φωνάζουν.
Και με το δίκιο τους.
Τα πράσινα πλεούμενα και τα χαρούμενα πανιά του καναλιού
Δεν τα βλέπω. Απ’ όλα
Ξεχωρίζω μονάχα των ψαράδων το σκισμένο δίχτυ.
Γιατί μιλάω μόνο
Για τη σαραντάρα νοικοκυρά που έχει καμπουριάσει;
Τα στήθια των κοριτσιών
Είναι ζεστά όπως πάντα.
Μια ρίμα στο τραγούδι μου
Σχεδόν αυθάδεια θα τη θεωρούσα.
Μέσα μου μάχονται
Ο ενθουσιασμός για τη μιλιά που ανθίζει
Και ο τρόμος από τα λόγια του μπογιατζή,
Μα είναι το δεύτερο μονάχα
Που στο γραφείο με καθίζει.
ΣΤΟΥΣ ΑΠΟΓΟΝΟΥΣ
(απόσπασμα)
Σαν θα μιλάτε για τις δικές μας αδυναμίες
Και τα σκοτεινά χρόνια
Που εσείς γλυτώσατε.
Αλλάζοντας πιο συχνά χώρες από παπούτσια
Βαδίζαμε μέσα στην πάλη των τάξεων απελπισμένοι
Σαν βλέπαμε αδικία μονάχα και αντίσταση καμιά.
Κι όμως ξέρουμε ότι
Και το μίσος για την ταπεινοσύνη
Αλλοιώνει το πρόσωπο
Και η οργή για την αδικία
Φέρνει βραχνάδα στη φωνή. Αχ εμείς,
Που θέλαμε να ετοιμάσουμε το έδαφος για τη φιλία
Εμείς, τη φιλία μας δεν μπορούσαμε να δείξουμε.
Εσείς όμως σαν έρθει η μέρα
Που ο άνθρωπος συμπαραστάτης θα’ ναι τ’ ανθρώπου
Να μας θυμάστε
Μ’ επιείκεια.
Τα ποιήματα, από το βιβλίο: "ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ 76 ΠΟΙΗΜΑΤΑ", σε μετάφραση του Πέτρου Μάρκαρη. Από τις εκδόσεις "Θεμέλιο", γ' έκδοση, Αθήνα 1981.
1 σχόλιο:
Δυο στίχοι μόνο...
"Ελπίζω στους σεισμούς
που μέλλονται για να 'ρθουν"
Αιώνια τιμή στον Μ. Μπρέχτ.
Δημοσίευση σχολίου