Η επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στο Άγιο Όρος προκάλεσε ένα κύμα κριτικής για το αν αυτό συνάδει με την αριστεροσύνη του. Και τα δύο από μόνα τους, χρίζουν συζήτησης αλλά δεν είναι της παρούσης.
Οι υπερασπιστές του Αλέξη Τσίπρα για να «απενοχοποιήσουν» την ενέργεια του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, στράφηκαν στην αναζήτηση παράλληλων παραδειγμάτων. Και νόμισαν ότι το βρήκαν στα πρόσωπα κομμουνιστών ποιητών: «Φοβάμαι όμως ότι δεν έχουν καν ακουστά για κάποιους κομμουνιστές ποιητές όπως ο Κώστας Βάρναλης, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Τάσος Λειβαδίτης που έγραψαν αριστουργήματα για την Παναγία και το Χριστό και που μελοποιημένα τραγουδήθηκαν από χιλιάδες αριστερούς. Ή για τους ανταρτοπαπάδες της Εθνικής μας Αντίστασης.
Δυστυχώς λεπτομέρειες! Σε ένα τεράστιο ψηφιδωτό κατάντιας του δημόσιου λόγου και της συλλογικής μνήμης…».
`
Όσον αφορά τους ποιητές τώρα. Καθένας τους είναι ξεχωριστή περίπτωση. Θα αρκεστούμε στο Βάρναλη για τον οποίο αρκούσε μόνο το απόσπασμα από τα «Φιλολογικά απομνημονεύματά» του για να απαντήσει στην υπαινισσόμενη θρησκευτικότητα του Βάρναλη (στα 1935):
`
Ένας άθρησκος άνθρωπος δε βρίζει τα θεία (πώς να τα βρί σει, αφού δεν τα πιστεύει!). Εκείνοι τα βρίζουνε, που και τα καπηλεύονται. Οι γνωστές βλαστήμιες: «το Χριστό σου! την Παναγία σου! τα πεθαμένα σου!» είναι αποκλειστικό δικαίωμα και προνόμιο εκείνων, που «πιστεύουνε» στα θεία και φοβούνται το θάνατο, όσο και την Αλήθεια!
Αν ζούσαμε στους πρώτους βυζαντινούς αιώνες, δηλαδή στον καιρό της πιο τυφλής θεοκρατίας, θα ήτανε ζήτημα ζωής ή θανάτου η «καλή» ή «κακή» ερμηνεία των Γραφών. Τι άβυσσο από προσωπικά μίση και πάθη ανάμεσα στους καλογέρους, τι λυσσασμένη σύγκρουση των συμφερόντων τους, τι αιρέσεις, τι σύνοδοι, τι παρασύνοδοι, τι βλαστήμιες, τι αναθεματίσματα των αντιθέτων, τι οχλαγωγίες στους δρόμους, τι ξυλοδαρμοί, τι δολοφονίες! Τότε! Μα στον 20ό τον αιώνα, στον αιώνα που ο Χίτλερ απόδειξε πως ο Χριστός δεν είναι Εβραίος, αλλά Άριος (πολύ σωστά! Αν ήτανε Εβραίος, δε θα μπορούσε, κατά τη γνώμη του, να είναι άνθρωπος, όχι Θεός!), χωρίς κανένας να συγκινηθεί, να το συζητούμε εμείς, αν ο Χριστός λεγότανε «πρωτότοκος» χωρίς να έχει άλλους αδερ φούς ή σε περίπτωση, που είχε, αν αυτοί ήτανε φυσικοί αδερφοί του ή απλώς «λεγόμενοι αδελφοί αυτού» δεν είναι καθόλου της μόδας!
Κι όμως εδώ και δέκα χρόνια κατηγορήθηκα, πως βλαστήμησα την Παναγία, επειδής την παράστησα να λέγει στο σταυρωμένο Χριστό:
Ωσάν τ’ άλλα σου αδέρφια να σ’ είχα γεννήσει
κι από δόξες αλάργα, κι αλάργα από μίση!
`
Δεν είναι υπονόμευση της χριστιανικής πίστης. Ομολογώ, πως εγώ δε μπορώ να την υπονομεύσω τόσο με τα λόγια μου, όσο μερικοί αρχηγοί της εκκλησίας και οι καλόγεροι τού Αγίου Όρους με τα έργα τους.
Εγώ έγραψα ό,τι έγραψα σαν ποιητής. Ήθελα να ολοκληρώσω τη Μάνα - Σύμβολο. Να της δώσω (το κατά δύναμη) όλο εκείνο το απέραντο βάθος, που έχει η πραγματική μητρότητα, που είναι ο πρώτος και έσχατος νόμος της ζωής και όχι θάμα. Αυτό άλλωστε κάνουνε κι οι περισσότεροι εκκλησιαστικοί ύμνοι. Απ’ αυτούς πήρα τον τόνο και μάλιστα του Ρωμανού του Μελωδού. Μοναχά έτσι μας φέρνουνε όλοι αυτοί πιο κοντά στην ανθρώπινη αισθαντικότητά μας τη Μάνα - Σύμβολο, τον τελειωμένο τύπο όλων των πονεμένων μανάδων!
Κανένας ποιητής, που καταπιάνεται με βιβλικά θέματα δεν είναι δεμένος από τους… «απόλυτους» νόμους της Τέχνης του, ούτε με τα κείμενα με τις διάφορες δογματικές τους ερμηνείες. Ας αφήσουμε τους ξένους. Από τους δικούς μας ούτε ό Σικελιανός («Πά σχα των Ελλήνων»), ούτε ο Μελάς («Ιούδας») ζητήσανε να συμφωνήσουνε με τη γνώμη της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Αλί μονο τότε στην Ποίηση, «το βασίλειο της ελευθερίας», όπως την ονομάζει ο Σίλερ» (1.)
`
σκεμπέδες σταβροθόλωτοι και βρώμιες ποδαρούκλες
ξετσίπωτοι ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι
ντυμένοι στα μαλάματα κι επίσημοι κι ωραίοι.
(Η πρώτη στροφή του ποιήματος)
Σύμφωνα μ’ αυτή τη στροφή των ερωτήσεων, αποδείχτηκα αληθινός συνωμότης. Π.χ. ένας θυμήθηκε πως με είδε πολλές φορές να βγαίνω περίπατο έξω από το χωριό βαστώντας από κάτου από την αμασκάλη μου το ‘’Νουμά’’, το Δαρβίνο, το Ρενάν ή τον Πλάτωνα! Αρα έκανα δημόσια επίδειξη μαλλιαρισμού ή αθεϊσμού, με σκοπό να τους διαδώσω. Αλλοι θυμηθήκανε πως την Καθαρή Δευτέρα το μεσημέρι ρώτησα μία παρέα γνωστούς μου στο παζάρι: ‘’πού πουλάνε σαρδέλες του βαρελιού!’’. Αυτό το ρώτησα φωναχτά για ν’ ακουστώ από όλους τους ανθρώπους του παζαριού, (‘’η γαρ αγορά ην πλήθουσα’’), πως εγώ ο σχολάρχης, ο επίσημος ‘’θεματοφύλαξ των ιερών θεσμίων’’, δεν εσεβόμουνα την πίστη των πατέρων, αφού ζητούσα να φάγω ψάρι την Καθαρή Δευτέρα, που δεν τρώνε ούτε λάδι! Ενας άλλος κατάθεσε πως συχνά με είδε στην εκκλησία, την ώρα που περνούνε τα άγια των αγίων, να στρίβω το… μουστάκι μου. Κι ένας τελευταίος πρόστεσε σ’ όλα αυτά μου τα εγκλήματα και τούτο: πως τη νύχτα της Ανάστασης άναψα τη λαμπάδα μου με ένα σπίρτο αντίς να την ανάψω από το ανέσπερον φως, που έδωσε ο παπάς από την Ωραία Πύλη!» (2.)
`
θα πέσετε μοναχοί σας, χωρίς να μεταχειριστούν ενάντιά σας ούτε σαγίτες ούτε σφεντόνες ούτε αστροπελέκια.
Αυτά θα τα μεταχειριστούν ενάντια στους αφέντες της Γης!
Άμα ρίξουν αφτουνούς, θα πέσετε και σεις ο επουράνιος ίσκιος τους…
Δούλος τρίδουλος
(δυο φαγιά την ημέρα είναι πολύ!)
Ξυπνούσε τα χαράματα πουλί
με τα φτερά των είκοσι χρονώ.
τα πάντ’ αγάπη, λευτεριά, ησυχία.
Κελαηδάνε πουλιά, νερά κι αγέρας
και στα ψηλά Πανάγαθος Πατέρας.
για να γίνει κι αυτός με τη σειρά του
συνάρχοντας, μεγάλη κεφαλή,
και γι’ αυτόν να δουλεύουνε πολλοί.
κι έμεινε δούλος, όπως στην αρχή.
Δεν κελαηδάει πουλί, νερό κι αγέρας
κι απάνου σ’ όλα Θάνατος Πατέρας.
δεν το ’μαθε. Κι αν του το λέγαν άλλοι,
θα μπορούσε να κάνει φονικό
για μιαν Ελλάδα θρήσκα και Μεγάλη!
κι ένα μονάχα το παράπονό του:
δεν πρόλαβε να δει την οικουμένη
μια κι όξω Χιροσίμα κανωμένη
τα μωράκια που έρχονται αθέλητά τους
να ζήσουν σκλάβοι, να πεθάνουν σκλάβοι,
σ’ έναν κόσμο ελεύθερων αφεντάδων.
Θα τους μαθαίνουν: η σκλαβιά τους χρέος
εθνικόν και σοφία του Πανάγαθου!…
Πότε θ’ αναστηθούν οι σκοτωμένοι;
(Απόσπασμα από το ποίημα «Γρήγορα πας», γραμμένο στις 20.10.1973)
` ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. «Κώστας Βάρναλης Φιλολογικά Από,μημονεύματα», σελ. 279-281 (εκδόσεις «Κέδρος», 1980)
2. Στο ίδιο, σελ. αελ 134
Σε λιγο θα μας πούνε κι ότι δεν ήταν κομμουνιστές.
ΑπάντησηΔιαγραφή