|
Το
Δίλοφο στο Ζαγόρι
|
Το
φαινόμενο των πλανόδιων τεχνιτών της Ηπείρου, γνωστό από πολύ παλιά, έχει
αναλυθεί – οι αιτίες, οι συνέπειες του κατ’ επανάληψη. Περίπτωση πιο χαρακτηριστική
ανάμεσά τους, που έγραψε ιστορία, προκρίνεται αυτή των περιφερόμενων πετράδων
των Κουδαραίων!
Λάκκα
του Σαραντάπορου στην Κόνιτσα, Ζιουπάνια κι άλλα της Ανασελίτσας, Περίχωρα της
Κορυτσάς (Κολώνια – Βυθούκι – Όπαρη), Χουλιαροχώρια και Τζουμέρκα, είναι τα
μέρη που δώσανε τις φάρες των μαστόρων, μήτρες των πελεκάνων, των χτιστών, των
νταμαρτζήδων, των ασβεστάδων της Πίνδου. Αθέατα στα ανυποψίαστα βλέμματα, όλα
τους στην ορεινή ζώνη, οικονομικά κλειστά, εσωστρεφή κοινωνικά, αποτελούσαν για
αιώνες τις αφετηρίες των πετράδων για τα κοντινά ή πολύχρονα ταξίδια τους.
Ξεκινούσαν
την Άνοιξη. Οργανωμένοι σε παρέες δουλειάς, όργωναν, πεζοπορώντας ή πάνω σε
μουλάρια, όχι μόνο τη σημερινή Ελλάδα, αλλά κάθε γωνιά της Βαλκανικής. Πήγανε
κι ακόμα παραέξω, Περσία, Σουδάν, παλιά Ζιμπάμπουε, Αιθιοπία! Χτίζανε εκκλησιές
και τζαμιά, εξαγωνικά καμπαναριά, μιναρέδες, σαράγια των αξιωματούχων Τούρκων ή
αρχοντικά των πραματευτάδων Ρωμιών, κάστρα, κούλες, μύλους, χάνια, γεφύρια.
Πρώτα
ήμουν μαστοροπαίδι
Λέγομαι
Γιώργος Χριστοδούλου. Γεννήθηκα το 1911 στα Άγναντα. Το χωριό, παλιά, είχε
πολλούς μαστόρους. Ήταν φτώχεια τότες και γένονταν όλοι μαστόροι. Εγώ είχα δική
μου ομάδα και ταξίδευα. Άρχισα απ’ το Καρπενήσι, το 1928. Είχε δουλειά εκεί.
Και μέσα στο Καρπενήσι και έξω στα χωριά. Φτιάχναμαν οικοδομές, σπίτι. Και
εκκλησίες φτιάχναμαν. Όλα πέτρινα.
Πρώτα
ήμουν μαστοροπαίδι. Δούλεψα μια χρονιά στα ζώα. Βοηθός, μάθαινα. Μετά πήγαμαν
και φτιάξαμαν ένα γυμνάσιο. Εκεί πελέκαγα λιθάρια. Ήταν κάποιος θείος μου
επικεφαλής, Κώστας Πριτσιβέλης με τ’ όνομα. Έγινα ύστερα πρωτομάστορας. Είχα
δικιά μου ομάδα. Έπαιρνα μαζί μου, αναλόγως τις δουλειές, πέντε, οκτώ άτομα.
Πρωτομάστορας! Κανόνιζα δηλαδή τη δουλειά. Συμφωνούσαμαν απ’ το Φθινόπωρο. Τα
λεφτά όμως τα παίρναμαν όμοια. Παίρναν και τα ζώα μεροκάματο.
Πηγαίναμαν
με τα μουλάρια τότες, ποδαρόδρομο. Περπατούσαμαν πέντε μέρες: Να κατεβούνε στην Άρτα, μετά Αμφιλοχία, να
πάρουμε το δρόμο πάνω, να πάμε στο Καρπενήσι. Άλλοι πήγαιναν πιο μακριά.
Ξεκινούσαμαν το Μάρτιο μήνα και τον Οκτώβριο τέλειωνε. Γυρίζαμαν. Το χειμώνα
στο χωριό. Στα ξένα δουλεύαμαν όλη μέρα. Σφυριά, μυστριά, κοπίδια, ματρακάδες,
ζύγια, χτενιές! Καθόμασταν κάτω απ’ έναν ίσκιο και πελεκούσαμαν. Άλλοι χτίζανε.
Έμπαινε ένας μέσα απ’ τον τοίχο, ο άλλος έξω, δυο – δυο, ζευγάρια. Ο μέσα δεν
ήταν καλός, μάθαινε. Ο έξω πάντα ήταν καλύτερος. Οι πελεκάνοι κάναν και τις
γωνιές τ’ αγκωνάρια. Τσιμέντα δεν βάζαμαν τότες. Μόνο πέτρες μ’ ασβέστη. Τις
βγάζαμαν τις πέτρες απ’ τα νταμάρια με δυναμίτη, με λοστάρια. Τις κουβάλαγαν με
μουλάρια τα παιδιά. Για τον ασβέστη ήταν άνθρωποι που ήξεραν κι έφτιαχναν
καμίνια.
Δύσκολη
δουλειά, κούραση. Μέναμαν κι έξω. Από φαγητό; Φτιάχναμαν μοναχοί μας. Άλλοι
τρώγανε, κι άλλοι … Σκέτη ταλαιπωρία! Όσο για τα λεφτά, ένας καλός μάστορας,
την εποχή εκείνη, ερχόταν, γύριζε στο χωριό, με 14.000 καθαρές στην τσέπη. Αυτά
ήταν, για να περάσει όλη τη χρονιά. Την αγαπούσα όμως τη δουλειά. Αυτήν είχα
μάθει, αυτήν αγαπούσα
Φάε
απ’ άσπρη … πέτρα!
Είμαι
το 1913 γεννηθείς. Με λένε Αντρέα Λάμπρο. Γεννήθηκα εδώ, στη Γκούρα, Βαπτιστής
σήμερα. Όλοι μάστορες εδώ, μάστορας κι εγώ. Δεν γνώρισα πατέρα. Ο πατέρας μου
δούλευε στου Κωνσταντινίδη, παν’ στο Δεμάτι. Φτιάχναν μια εκκλησιά. Τι έγινε
εκεί; Τον έφεραν πάνω στο σανίδι κι έτρεχε το αίμα ποτάμι! Λένε πως έπεσε απ’
τη σκαλωσιά. Ποιος ξέρει; Ήταν 48 χρονών. Δεν είχα κλείσει χρόνο.
Τι
τράβαγαν οι άνθρωποι τότε! Σληραγωγία! Πιο πολύ τα παιδιά! Μικρός δούλευα εκεί
που φτιάχναν τη σχολή της Βελλάς. Επικεφαλής ο Αντων Κωνσταντινίδης. Δούλευαν
πολλοί οι περισσότεροι απ’ υους Χουλιαράδες. Έστεκε εκειπέρα ο Σπυρίδων, ο
μητροπολίτης. Είχε μια καρέκλα, κάθοταν και κοίταζε. Εμεις τα παιδιά
κουβαλούσαμαν τις πέτρες. Εγώ είχα τέσσερα μουλάρια. Έκανα δεκατρεις στράτες τη
μέρα. Απ’ εκεί που ρέει το κεφάλι απ’ το ποτάμι. Εκεί ήταν τα μαντέμια.
Δεκατρείς στράτες έπρεπε τη μέρα. Είχε μετρήσει αυτός ο Κωνσταντινίδης.
Βάζαμαν
με τις τριχιές τις σανίδες. Στέκονταν στο σαμάρι. Μια πέτρα απ’ εδώ, κι άλλη,
έβαζες ένα μισοσάμαρο που λένε, έπαιρνε την άλλη. Το φορτωτήρα να μη γυρίσει το
σαμάρι, έβαζες κι απ’ την άλλη. Φόρτωνες εκατό οκάδες! Ήταν κι αυτά τα
μουλάρια! Τα ‘πιανε η μύγα, πέφταν οι σανίδες και … δώστου. Όταν πάενες, ήταν
εκεί ο Κωνσταντινίδης, σου ‘κανε παρατήρηση άμα είχες αλαφρύ το
μουλαροφόρτι…Μόνο μάλωναν; Κόντευες να φας και κατακεφαλιά και μπάτσους. Αλλά
έτσι ήτουνε η δουλειά.
Εκμεταλλεύονταν
τότε τα παιδιά. Πολύ! Και που να βρεις δικαιοσύνη; Πόσο έπαιρνα εγώ τότε; Όμοια
εγώ, όμοια και το μουλάρι! Κι από φαϊ; Με σήκωνε αυτός ο Κωνσταντινίδης, με
σήκωνε πρωϊ και καθάριζα πατάτες. Κάτι πατατούλες…να, να φάνε οι μαστόροι. Ή
έτρωγαν ελιές και φασολάδα. Εμάς στα παιδιά άστα! Μας δίνανε και … κοπίδες! Φάε
απ’ άσπρη … πέτρα! Για να φαίνεται ότι τρώμε τυρί, να βλέπουν οι περαστικοί!
Μεγάλωσα.
Δεν έμαθα πελέκι, αλλά πήγαινα δουλειά – στους Μελιγκούς, στα Λέλοβα, στην
Πρέβεζα, στη Λάκκα Σούλι, αλλά και πάνω στη Μακεδονία. Τώρα, όμως έτρωγα
πρέντζα! Βάζαν σ΄ ένα βαρέλι ξινόγαλο, ρίχνανε νερό, αλάτι, και με ψωμί τάϊζαν
τους μαστόρους. Γκαβώσαμε απ’ το πολύ τ’ αλάτι. Που να στήσουν το ράμμα οι
μαστόροι…
Τριάντα
τρία χρόνια αρχιμάστορας
Μένα
με λένε Σπύρο Γιαννάκη. Έχω γεννηθεί εδώ, στη Κουσοβίτσα, το 1908! Κτιστάδες το
λένε τώρα. Είχε πολύ καλούς μαστόρους, γι’ αυτό πήρε τ’ όνομα. Μόνο γυναίκες
μένανε ‘δω τότε. Προ του 1920, δεν υπήρχε μεροκάματο πουθενά. Ήταν απέναντι,
παλιά η Τουρκία. Φεύγαμαν όλοι μαστόροι. Πιο πολύ πηγαίναμαν στο Καρπενήσι.
Είχανε πολλούς Αμερικάνους εκεί! Παέναμαν και Βάλτο. Και Πελοπόννησο, αργιά
όμως. Φτιάχναμαν σπίτια, σχολεία, εκκλησιές.
Εγώ,
πιο πολύ σε εκκλησία δούλεψα. Έφτιαξα καμιά δεκαριά! Έμαθα, ήτουνε ο πατέρας
μου μα΄στορας. Δημήτρης Γιαννάκη τον λέγανε. Κι ο πατέρας από τον παππού, το
Σπύρο. Θυμάμαι, Βουτύρ λέγανε το χωριό, έξω από το Καρπενήσι, που πρωτοπήγα.
Έφτιαχνε εκεί εκκλησιά ο Γιώργη Καλύβας. Αυτός έκανε κουμάντο. Είχε τριάντα,
τριάντα δύο άτομα προσωπικό. Μεγάλη εκκλησιά. Όλοι οι μαστόροι ήταν από ‘δω,
ντόπιοι, χωριανοί. Ήταν το ’27, το ’28! Δεν πελέκαγα βέβαια τότε. Μετά άρχισα
το πελέκι.
Και
γιοφύρια φτιάχναμαν. Εγώ έφτιαξα στο Καλεσμένο. Πέτρινο με καμάρα. Να περάσουν
απάνω, πλάτος ενάμισι με δύο μέτρα, κόσμος. Εκεί ήτουνε κάποιος Οδυσσέας Μπιτχαβάς
που ‘κανε πρωτομάστορας. Αυτή η χρονιά ήτουνε το ΄26.
Να,
κοίτα τη φωτογραφία! Εδώ δουλεύω στο μοναστήρι Προυσσού. Έφτιαχνα ένα
καμπαναριό και κάτι άλλες δουλειές, καμάρες όπως λέμε μεις, με θόλους. Μαζί με
άλλους. Είχα τρεις τέσσερις παρέα. Κουμάντο έκανα πια εγώ. Ναι! Τριάντα τρία
χρόνια αρχιμάστορας.
Να
και στην άλλη φωτογραφία. Κοίτα! Είναι στο Στένωμα, στο χωριό απέναντι απ’ τη
Βήνιανη, στον πάτο το Βελούχι. Βγάλαμε τη φωτογραφία 26 Ιούλη, της Αγίας
Παρασκευής. Κάναν πανηγύρι στο χωριό. Το 1928 αυτό. Εγώ, είμαι αυτός. Τούτος
Δήμο Θεοχάρης. Και οι άλλοι χωριανοί είναι. Χρήστο Λένης, Βασίλη Μπιτχαβάς. Δύσκολα
χρόνια… Πώς να σου πω. Με μεγάλες οικονομίες. Δεν φτάνανε. Δηλαδής ο κόσμος
πέρναγε δυστυχισμένα.
Όλα
τέλειωσαν
Κόπηκε
η κλωστή με την έναρξη του μεγάλου πολέμου. Όταν, δέκα χρόνια αργότερα, τα
πράγματα ησύχασαν, τα παιδιά των Κουδαραίων, όσοι δεν είχαν γίνει δάσκαλοι,
συνέχισαν το πατροπαράδοτο επάγγελμα, παλεύοντας στις πόλεις με άλλα υλικά.
Κανονικά
όλοι τους πια θα ‘πρεπε να νιώθουν ευχαριστημένοι. Και πραγματικά, έτσι
δήλωναν. Μόνο που τους ηλικιωμένους Κουδαραίους – στριμωγμένοι τούτοι στα
καφενεία των έρημων χωριών – τους άκουγες συχνά να μουρμουρίζουν για κάτι
τρύπιες πέτρες και … αλεύρι απ΄τον Βόλο! Έτσι αποκαλούσαν, πότε κοροϊδεύοντας
και πότε θυμωμένα, τα τούβλα και το κουρασάνι της νέας εποχής, το
τσιμέντο.
Του
Σπύρου Μαντά (Εκπαιδευτικού) στο ένθετο Επτά Ημέρες της Καθημερινής (Κυριακή 22
Μαϊου 2005)
Ένα μικρό απόσπασμα από την Αναζήτηση του Νίκου Θέμελη στο οποίο αφηγείται ο αρχιμάστορας:
ΑπάντησηΔιαγραφή"Λίγο μετά τα Θεοφάνια του 1886, με το που πιάσανε οι πρώτες Αλκυονίδες, κινήσαμε ξανά όλοι μαζί από Ήπειρο για Μυτιλήνη. Μαζί με τον αδερφό μου ήμασταν επτά, εγώ έκανα κουμάντο. Ήταν μια καλή παραγγελιά από το καλοκαίρι, που ’χα υποσχεθεί πως μόλις ξαδειάζαμε θα την εβάζαμε μπροστά. Oύτε η απόσταση μας τρόμαζε ούτε το καταχείμωνο, ήμασταν συνηθισμένοι. Μ' ένοιαζε μόνο να προκάνουμε να εκμεταλλευτούμε τις Αλκυονίδες όλες, πράγμα σημαντικό για το ξεκίνημα, να θεμελιώσουμε και να σηκώσουμε στα δύο μέτρα. Αν και ποτέ δεν ξέραμε με ακρίβεια πότε θα ξεκινήσουνε και πόσο θα κρατήσουνε, πιανόμασταν κάθε χρονιά από τη γνώμη των παλιότερων και πορευόμασταν.
Χτίζαμε σπίτια όπου κι αν μας καλούσανε. Σπίτια αρχοντικά, σπίτια απλών ανθρώπων, μέχρι και εκκλησίες, αρκεί να εξασφαλίζαμε όσο καλά γινόταν μια δίκαιη αμοιβή και την αποπληρωμή της. Στη συμφωνία πάντα έμπαινε η εξασφάλιση τροφής και στέγης. Αγαπούσαμε τη δουλειά μας κι ας ήτανε σκληρή. Δουλεύαμε καλά την πέτρα, γιατί την ξέραμε. Γνωρίζαμε τα χούγια της, τη φύση της, πώς την πιάνεις, πώς τη χτυπάς και πού ν' ανοίγει, πώς τη λαξεύεις, πώς την τοποθετείς και πώς χαντρώνεις. Τα καντούνια τα 'ριχνα πάντα εγώ, το ίδιο και τις βόλτες, βόλτες μικρές, μεγάλες. Εγώ διάλεγα και έριχνα τις πλάκες πάνω από πόρτες, παράθυρα ή παραθούρες και φυσικά εγώ τα θυρώματα και τα σαχνισινιά, είτε από πέτρα είτε από δρένιο ξύλο. Άμα μας άρεσαν τα σχέδια, μας έβγαινε και το μεράκι και παιδευόμασταν χάρη της ομορφιάς, για πράγματα που δεν ήτανε στη συμφωνία. Σχέδια απλά μπορούσα και μόνος μου να φτιάξω, σχέδια ξένων όσο περίπλοκα και να ’ταν μπορούσα να διαβάσω. Τα σχέδια με συνεπαίρνανε, δικά μου ή ξένα. Τα θεωρούσα απαραίτητα και για τα απλά τα σπίτια των απλών ανθρώπων. Να είναι με ακρίβεια για να μπορείς από τα πριν να πλησιάσεις την ομορφιά του μόχθου σου πάνω στην πέτρα. Και σαν τελειώναμε κι εγκρίναμε πρώτα εμείς οι ίδιοι μόνοι μας και μέσα μας τους κόπους μας και τ’ αποτέλεσμά τους, τότε ήταν που νιώθαμε περήφανοι σαν να ’τανε δικό μας σπίτι..."