Σελίδες

Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

Πίσω στους δρόμους!



Τέλος στην ανακωχή των δειλών,
επιστροφή στα πεδία των μαχών,
πίσω στους δρόμους με χρόνια στους ώμους,
να ξαναγράψουμε όσους η ιστορία μας έκλεψε κι έκρυψε τόμους.

Πίσω στους δρόμους μ άγραφους νόμους και συνέπεια
για οποίον παλεύει μ αξιοπρέπεια.

Κόλλα στην παρακμή τους πάνω σα βρώμικη βδέλλα
από τις όχθες του Ευφράτη ως τα μέρη του Μαντέλα,
από την βόρεια Κορέα ως την Τσιάπας,
απ την Μελβούρνη στο Αλγέρι, στο Καράκας,
απ το Πεκίνο στην Αβάνα και στη Ρώμη
κι αν προσκυνήσαν κάποιοι βαστάν οι δρόμοι.

Αν σου χει μείνει καμιά ρίμα ζωντανή, άντε ξεστόμισ τη·
ας είναι αδούλευτη, ας είναι αλόγιστη,
ας είναι βλάσφημη - το ανάστημα της θα υψώσει
κι από το λήθαργο μπορεί να σε γλιτώσει.

Μικρέ κι ακίνδυνε, ξαναβρές τον προορισμό σου·
φέρε κοντά στο στόμα το μικρόφωνο, τον οπλισμό σου
και μίλα για τα πιο όμορφα, τα δρόμικα
που ούτε στιγμή δε ζευγαρώσαν με τα βρώμικα.

Ονειρεύομαι μια μέρα μια επανάσταση
που το δίκιο θ αναλάβει την κατάσταση.
Γροθιές σ ανάταση χωρίς παράταση,
η βλακεία σ ανάπαυση και τέλος η παράσταση.

Μάτια αδερφωμένα στα πάντα στραμμένα
και της ζωής τα όμορφα όλα φανερωμένα
χωρίς τρικ πολιτικά κι επινοήσεις,
ραμμένα στόματα κι ανάλαφρες ειδήσεις.

χωρίς φήμες, χωρίς τρίτους ή τέταρτους κόσμους,
χωρίς προστάτες και μπάτσους στους δρόμους,
χωρίς στρατόκαυλους κι οργισμένους δήθεν πολίτες,
χωρίς φλώρους που την είδαν σ ένα βράδυ αλήτες.

Ονειρεύομαι τους δρόμους χωρίς άσκοπη βία
κι έχω πλήρη συνείδηση και πλήρη αφοβία
κι αν με φάνε κάνα βράδυ οι φοβισμένοι,
η συνέχεια είναι ήδη γραμμένη και περιμένει.

Πάρε φόρα, λοιπόν, ψάξε και γύρισε.
Κι αν δε πιστεύεις, άγγιξε, μύρισε.
Κάνε υπομονή γι αυτή τη μέρα·
απλά αναβλήθηκε - δε ματαιώθηκε η πρεμιέρα.

Τέλος σ ολάκερης της γης τα πέρατα,
τέλος οι φήμες, ο φόβος, τα σημεία και τα τέρατα.

Τέλος κι η ομοψυχία των φοβισμένων,
έφτασε η ώρα των ξεχασμένων.
Γείρε πάνω στα μικρά παιδία και μιλά τους,
για την αλήθεια μοιράσου τη δίψα τους·
κι ας πληθαίνουν συνέχεια οι εχθροί σου,
εσύ το βιολί σου μείνε για πάντα μαζί σου.

Πίσω στους δρόμους!

Active Member

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

"ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ": «ηρωικά» ή συντεταγμένα; (μια πρόταση)

Συλλογική, μαζική, οργανωμένη, συντεταγμένη δράση
του λαού για την άρνηση πληρωμής.
 Εκεί βρίσκεται η δύναμή μας!

Έχω απέναντί μου το ειδοποιητήριο της εφορίας. Εισφορά και τέλος επιτηδεύματος και πρώτη δόση κλπ, κλπ. Η προθεσμία πληρωμής, λήγει μεθαύριο. Αυτά τα χαράτσια, όπως και άλλα που πληρώναμε μέχρι τώρα, και τα άλλα που έρχονται, κι αυτά που ετοιμάζουν, είναι απάνθρωπα. Δεν υπάρχει αντίλογος. Εξοντώνουν εμάς και τις οικογένειές μας. Εξοντώνουν ξεκάθαρα πια όλο και μεγαλύτερα τμήματα του λαού.

Δεν θα αναλύσω περαιτέρω, όσοι παρακολουθούν την κίνηση του μπλογκ, έχουν καταλάβει τις θέσεις μου και για τα χαράτσια και για άλλα ζητήματα. Ενημερώνω όμως εξ αρχής τους νέους αναγνώστες πως δεν προτίθεμαι να πληρώσω. Αδυνατώ αλλά και δεν θέλω.

Αλλά…

Μη βιαστείτε μερικοί να βγάλετε εύκολα συμπεράσματα από αυτό το «αλλά». Δεν κιοτεύω, όχι. Αναρωτιέμαι όμως, ψάχνω τρόπο, αγωνιώ. Και η αγωνία δεν είναι μόνο δική μου.

Με φίλους στο τηλέφωνο, γείτονες, συναδέλφους στο γιαπί, μοιραζόμαστε την ίδια αγωνία, την ίδια αηδία αλλά και την ίδια αδυναμία και ταυτόχρονα άρνηση (που δεν έχει να κάνει με την οικονομική κατάσταση του καθένα) για πληρωμή των χαρατσιών. Δεν θέλουμε να πληρώσουμε.

Και πως αυτό θα επιτυχθεί οργανωμένα, συλλογικά; Αυτό είναι το ζητούμενο. Να μαζέψουμε τις φωτοτυπίες λέει των ειδοποιητηρίων και να τους τις τρίψουμε στη μούρη. Σιγά τ' αυγά! Αυτή είναι μια απλά συμβολική κίνηση, όχι οργανωμένη. Είναι αναγκαία μια πιο συγκεκριμένη πρόταση...

Θέλω η άρνησή μου  στην πληρωμή των χαρατσιών να καταγραφεί. Συγκεκριμένα και επώνυμα. Όχι ως μια …«ηρωική» αλλά ως μια συνειδητή πράξη αντίστασης στον πόλεμο που δέχομαι από τους ταξικούς αντιπάλους  μου. Ως μια πράξη υπεύθυνη, όχι στείρας άρνησης αλλά παράλληλα πρότασης που ξέρω φυσικά εκ των προτέρων πως δεν θα ληφθεί υπ όψη.

 Όμως θα καταγραφεί.

Θα ήταν εύκολο για μένα να γράψω μια επιστολή προς την αρμόδια ΔΟΥ της περιοχής μου, να τους τα πω ένα χεράκι, να νιώσω ήσυχος με τη συνείδησή μου, πως έκανα το χρέος μου σαν υπεύθυνος πολίτης που δεν ανέχεται να τον ληστεύουν και να τον κοροϊδεύουν από πάνω. Να τους δηλώσω πως δεν πληρώνω και να περιμένω… Θα ήταν μια προσωπική μου πράξη, ναι μεν συνειδητή αλλά μη υπολογίσιμη από αυτούς που θα την πέταγαν στο καλάθι των σκουπιδιών γελώντας ίσως ειρωνικά: «που πα ρε Καραμήτρο…»

Όμως η συλλογικότητα; Η οργανωμένη άρνηση; Η συντεταγμένη αντίσταση;

Αυτά κατά τη γνώμη μου είναι το ζητούμενο. Ο χρόνος κυλά, οι μέρες περνούν. Συλλαλητήρια σχεδόν κάθε μέρα. Εντάξει είμαι κι εγώ εκεί, θα είμαι και σήμερα, ε και; Να μαζέψουμε λέει σε φωτοτυπίες τα ειδοποιητήρια της εφορίας και να τους τα επιστρέψουμε. Αυτή είναι η μόνη «χειροπιαστή» πράξη έκφρασης της συλλογικής άρνησης.

Αυτό διαβάζω στον Τύπο, στα μπλογκς, «επαναστατικά» τσιτάτα και συνθήματα (βάζω και τον εαυτούλη μου μέσα), «τσαμπουκάδες» απέναντι στο σύστημα, που μπορεί να πνέει τα λοίσθια (δεν είμαι σίγουρος γι αυτό), αλλά οι μηχανισμοί καταστολής και απόδοσης της δικαιοσύνης τους δουλεύουν ρολόι  και με πολλές …υπερωρίες.

Ενθουσιασμός και μόνο! Αυτό έχω να πω. Από ουσία όμως;

Πόσοι από αυτούς που θα παραδώσουν τη φωτοτυπία του λογαριασμού τους στη διοίκηση του σωματείου τους θα πάνε να πληρώσουν από την …πίσω πόρτα, φοβούμενοι τις συνέπειες;  

Μόνος δε μπορείς, δεν έχεις δύναμη!

Πόσοι, μόλις τους καλέσει ο έφορος ή οι ιδιώτες (απ’ ότι διαβάζω) χαρατσοεισπράκτορες και του τρίξουν λίγο τα δόντια, θα πουν «συγγνώμη λάθος»;

Μήπως σκέφτονται και αυτά οι συνδικαλιστές μας, των ταξικών δυνάμεων εννοώ, όχι οι άλλοι οι …γιαλαντζί, και δεν «πιέζουν» τον κόσμο;

Τη Δευτέρα, προχτές, έγινε στο Συνδικάτο Οικοδόμων μια πλατιά σύσκεψη για τον τρόπο αντίδρασής μας. Παρόλο που ήθελα πολύ να πάω, για λόγους υγείας μου στάθηκε αδύνατο. Μίλησα όμως με συναδέλφους που ήταν εκεί. Τίποτα το συγκεκριμένο σαν αποτέλεσμα. Σκεφτόμαστε λέει να μαζέψουμε τις φωτοτυπίες, να τις επιστρέψουμε, μπλα-μπλα κλπ.

Η ταπεινή μου γνώμη λέει πως αυτό δεν είναι οργανωμένη, δεν είναι συλλογική, δεν είναι συντεταγμένη αντίδραση.

Είναι κάτι σαν …το χορό του Ζαλόγγου. Όσοι τελικά δεν πληρώσουν για τους λόγους που έγραψα παραπάνω, να …πέσουν «ηρωικώς» μαχόμενοι! Σαν τα πρόβατα που περιμένουν νευρικά τη σειρά τους στην ουρά για το λεπίδι.

Επαναλαμβάνω για να μην παρεξηγηθώ: οι λόγοι για την άρνηση πληρωμής, όπως αυτοί διατυπώνονται από τα σωματεία μας και άλλες οργανώσεις, με βρίσκουν απολύτως σύμφωνο. Στα πρακτικά ζητήματα όμως κολλήσαμε, για άλλη μια φορά. Κάποιος πρέπει να αναλάβει τη «βρώμικη» δουλειά. Να αναλάβει συγκεκριμένες ευθύνες απέναντι στο νόμο, που μας αρέσει ή όχι, λογοδοτούμε σ’ αυτόν για τις πράξεις μας. Εκτός κι αν μας προτείνουν, αφού αρνηθούμε να πληρώσουμε, να βγούμε στο βουνό.

Τα κόμματα της Αριστεράς, οι ταξικές ομοσπονδίες, τα συνδικάτα, δεν έχουν δικηγόρους; Έχουν. Τι τους θέλουν; Για να συμπληρώνουν μόνο τα χαρτιά των υποψήφιων συνταξιούχων; Ή για τις καταγγελίες στο ΙΚΑ; Να στρώσουν τον κώλο τους κάτω και να επεξεργαστούν πρόταση συγκεκριμένη και το κυριότερο, χειροπιαστή. Ή μήπως δεν παίρνουν τέτοιες κατευθύνσεις από τους συνδικαλιστές εργοδότες τους; Ή μήπως δεν υπάρχει τέτοια πρόταση; Κι αν δεν υπάρχει γιατί μας «ταλαιπωρούν»;

Έχω χορτάσει από θεωρητικολογίες.

Με το φτωχό μυαλό μου όμως σκέφτηκα το εξής:

Να μαζευτούν όλοι οι εκπρόσωποι του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος και να συντάξουν ένα κείμενο που να έχει τη μορφή μιας προσωπικής επιστολής, εκτενή και εμπεριστατωμένη, να αναλύουν τους λόγους για τους οποίους δεν πληρώνουμε, την αδικία των χαρατσιών, την πρότασή μας (όσων δεν πληρώνουν) για το ποιοι πρέπει να πληρώσουν κλπ.

Στο τέλος να βάλουμε ο καθένας την υπογραφή και τα στοιχεία του και να την ταχυδρομήσουμε «συστημένα» στη ΔΟΥ για να είμαστε βέβαιοι πως θα την παραλάβουν. Και να αναλάβουμε την ευθύνη της πράξης μας.

Να δουν οι εκπρόσωποί μας σε συνεργασία με τους νομικούς συμβούλους των οργανώσεών μας το πολύ σοβαρό ζήτημα της  νομικής κάλυψης και στήριξης όσων από τους αρνητές κληθούν να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες του νόμου. Οι ειδήμονες επί των οικονομικών μας λένε πως τα χαράτσια εκτός από δυσβάσταχτα αντιβαίνουν το νόμο, είναι αντισυνταγματικά.

Μπορούν να το κάνουν;

Πως θα στηρίξουμε νομικά-δικαστικά τα επιχειρήματά μας όταν κληθούμε να το κάνουμε;

Με τι λεφτά θα πληρώσουμε δικηγόρο αν διωχθούμε  ποινικά για την άρνησή μας;

Μη μου πείτε πως κανείς σας δεν αναρωτήθηκε γι αυτά!

Με την πρόταση που κάνω, νομίζω πως θα καταγραφεί η συλλογική αντίδρασή μας. Όταν οι εφοριακοί υπάλληλοι θα μετρούν τις χιλιάδες,  πιστεύω, όμοιες επιστολές άρνησης, θα τρίβουν τα μάτια τους. Ενώ οι φωτοτυπίες, κουρελόχαρτα… για τα σκουπίδια.

Δεν αναφέρομαι φυσικά στις διάφορες επιστολές που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, με νομικίστικες ορολογίες, ή μια επιστολή που δηλώνεις πως πληρώνεις μεν, με …επιφύλαξη δε. Αν πληρώσεις δεν υπάρχει καμιά επιφύλαξη. Με την …απομάκρυνση εκ του ταμείου, ουδέν λάθος αναγνωρίζεται!

Περίμενα είναι η αλήθεια μια πιο «σοβαρή» πρόταση ειδικά από τα κόμματα της Αριστεράς, και πιο ειδικά από το μεγάλο. Χορτάσαμε από περπάτημα, έκλεισαν οι φωνές μας, τρέξαν τα μάτια μας. Ναι, πρέπει να γίνονται αυτά, στους δρόμους γίνονται οι αγώνες. Εκεί θα είμαστε και σήμερα και αύριο και όποτε χρειαστεί. Η συμμετοχή μας καταγράφεται στις πορείες και όσο μεγαλύτερη είναι τόσο θα μας υπολογίσουν περισσότερο.

Δεν φτάνει όμως αυτό. 

Δε διεκδικώ το αλάθητο με την πρότασή μου. Πείτε μου την άποψή σας, συμπληρώστε, διορθώστε, απορρίψτε με. Μπορεί κάποια άλλη πρόταση να είναι πιο καλή. Να την ακούσουμε. Να γίνει κάτι όμως. Που να’ χει αντίκρισμα στον απλό άνθρωπο. Να του ανεβάσει το ηθικό, να ξέρει πως δεν είναι μόνος. Και στην περίπτωση που αποφασίσει συνειδητά ν' αντιμετωπίσει τις συνέπειες από το αποτέλεσμα της πράξης του, να έχει δίπλα του ένα στήριγμα, με τη μορφή ενός κόμματος, των συνδικαλιστικών του οργάνων, κάτι επίσημο και οργανωμένο.

Όποιος σήμερα διστάζει να κάνει το βήμα, αν νιώσει μια τέτοια στήριξη, οι πιθανότητες να το κάνει πολλαπλασιάζονται!

Η άρνηση πληρωμής φόρων είναι μια πολύ σοβαρή, συνειδητή πράξη, που όμως έχει και συνέπειες, και αν δε γίνει υπόθεση όλων μας, με τη σοβαρότητα και την οργάνωση που της αρμόζει εκ μέρους των ηγεσιών μας, θα  βυθίσει το λαό ακόμα βαθύτερα στην απογοήτευση και την απελπισία. Και ο απελπισμένος ξέρετε έχει δυο επιλογές:

ή να εξεγερθεί, ή να αυτοκτονήσει…

Ξύπνα!..


Σκέψου!

Σήκω, οργανώσου!

Δείξε τους τη δύναμή σου!

Συλλογικά, μαζικά, συντεταγμένα!!!

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

Στα 70χρονα της ίδρυσης του ΕΑΜ. Οι αδελφοί Μπαρτζώκα από την Κυψέλη Άρτας

Δημήτρης και Αλέκος Μπαρτζώκας

Προς τιμή των 70χρονων από την ίδρυση του ΕΑΜ, κάνουμε σήμερα μια ιστορική αναφορά σε δυο συντοπίτες, σε δυο νεαρά παλικάρια που θυσίασαν τη ζωή τους πριν 67 χρόνια για τη λευτεριά της πατρίδας. Την ιστορία των δύο ηρώων δημοσιεύει για πρώτη φορά η εφημερίδα «Ηχώ της Άρτας» στο φύλλο της 25/6/2011, σε κείμενο του Κώστα Τάτση, το οποίο παρουσιάζουμε.

Πριν 67 χρόνια στο χώρο της Νέας Ιωνίας και Νέου Ηρακλείου σκοτώθηκαν σε μάχη με Γερμανούς και Γερμανοτσολιάδες, μετά από προδοσία, τα αδέλφια Δημήτρης και Αλέκος Μπαρτζώκας. Ήταν στελέχη του ΚΚΕ και αξιωματικοί του εφεδρικού Τάγματος του ΕΛΑΣ που είχε δράση στον προαναφερόμενο χώρο και κύριο πυρήνα συμμετοχής τους ανθρακωρύχους της Καλογρέζας.

Η καταγωγή των παλικαριών ήταν από το χωριό Κυψέλη (παλαιά ονομασία Χώσεψη), του δήμου – σήμερα – Κεντρικών Τζουμέρκων νομού  Άρτας. Ο συγχωριανός τους Χρήστος Νταβατζής θυμάται και αφηγείται:

« Ο πατέρας τους ήταν χασάπης, και είχε κρεοπωλείο στο χωριό, η μητέρα τους νοικοκυρά. Είχαν συνολικά εφτά παιδιά, πέντε αγόρια, Δημήτρης, Αλέκος, Στέφανος, Γεράσιμος, Χρήστος, και δύο κορίτσια, την Ελένη και την Παρασκευή.

Ο Δημήτρης που στο χωριό τον φώναζαν «Μίμη» τελείωσε το δημοτικό σχολείο στο χωριό του και σπούδασε σε κάποια σχολή. Προπολεμικά εργάστηκε ως γραμματέας του Ειρηνοδικείου Άρτας. Ερχότανε τις Κυριακές στο χωριό από την Άρτα, καλά ντυμένος και είχε ατελείωτες συζητήσεις με χωριανούς όλους των ηλικιών, με μεγαλύτερη προσέγγιση στους νέους. Ήταν χαρισματικός ομιλητής και προσέλκυε τους συνομιλητές του.

Δημήτρης Μπαρτζώκας (1912-1944)

Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα μαθεύτηκε στο χωριό πως εκδιώχθηκε από το Ειρηνοδικείο αφού κατηγορήθηκε κατόπιν καταγγελίας, για συμμετοχή του στις οργανώσεις ΟΚΝΕ και ΚΚΕ.

Σημαντική επίδραση στη διαμόρφωση του κομμουνιστή Δημήτρη Μπαρτζώκα είχε η γνωριμία του και οι άριστες σχέσεις που διατηρούσε με το δάσκαλο του χωριού Ανέζα Άρτας  Κώστα Πουρναρά (Μπόση), συγχωριανού του, στέλεχος του ΚΚΕ, αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, και μετέπειτα πολιτικό πρόσφυγα σε ΕΣΣΔ και Ρουμανία, καταξιωμένο συγγραφέα.

Μετά την εκδίωξή του από το Ειρηνοδικείο Άρτας, ο Δημήτρης δεν έδωσε ξανά σημεία ζωής και μόνο την άνοιξη του 1944 μαθεύτηκε στο χωριό το ηρωικό του τέλος, μαζί με τον αδελφό του.

Ο Αλέκος  Μπαρτζώκας ήταν μικρότερος από το Δημήτρη. Αφού τελείωσε το δημοτικό σχολείο στο χωριό, έφυγε για την Αθήνα όπου εργάστηκε στην οδό Μητροπόλεως με την ειδικότητα του γουναρά.»

Ο Αλέκος Μπαρτζώκας με το ψευδώνυμο «καπετάν Γιώργος» είχε το βαθμό του Λοχαγού, και ο Δημήτρης με το ψευδώνυμο «καπετάν Στέλιος» το βαθμό του Ταγματάρχη του εφεδρικού ΕΛΑΣ που συγκροτήθηκε στην περιοχή Νέας Ιωνίας – Νέου Ηρακλείου, στις εργατικές συνοικίες,  το 1943.

Αλέξανδρος Μπαρτζώκας (1920-1944)

Τα αδέλφια ζούσαν στην περιοχή Καναπίτσα (σήμερα ανήκει στο Νέο Ηράκλειο). Μαζί τους έμενε κάποιος Ιπποκράτης και ο Παναγιώτης Γκοβάς. Στο Τάγμα τους υπήρχε μεγάλη συμμετοχή των ανθρακωρύχων της Καλογρέζας. Η δράση του Τάγματος του εφεδρικού ΕΛΑΣ προκαλούσε διαρκώς ανησυχία στις κατοχικές δυνάμεις και τους συνεργάτες τους.

Τα δύο αδέλφια κρατούσαν την οργάνωση σε βαθιά παρανομία. Στο σπίτι που διέμεναν, εργάζονταν εντατικά και εκτός του οπλισμού τους διέθεταν και ασύρματο για επικοινωνία με την ανώτερη στρατιωτική διοίκηση. Μετά από προδοσία, στις 5 Φλεβάρη 1944, Γερμανοί και Γερμανοτσολιάδες στήσανε μπλόκο έξω από το σπίτι τους. Ακολούθησε συμπλοκή. Ο Αλέκος σκοτώθηκε επιτόπου, ενώ ο Δημήτρης βαριά τραυματισμένος μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου όπου εκτελέστηκε στις 20 Φλεβάρη 1944. Ο Δημήτρης ήταν 32 ετών και ο Αλέκος 24.

Στο χώρο της θυσίας βρίσκεται σήμερα το Πνευματικό κέντρο του Δήμου Ηρακλείου, σε τοίχο του οποίου βρίσκεται εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα με τα ονόματα των δύο ηρώων αδελφών και την ημερομηνία του ένδοξου χαμού τους. Με την τοποθέτηση της πλάκα αυτής έγινε μεγάλη εκδήλωση που διοργάνωσαν τα τοπικά παραρτήματα ΠΕΑΕΑ με μεγάλη  συμμετοχή  του κόσμου. Η μαρμάρινη πλάκα στέκει εκεί για να θυμίζει στους νεότερους την ηρωική θυσία των δυο νεαρών παλικαριών που θυσίασαν τα νιάτα τους για να ζήσουν οι επόμενες γενιές των Ελλήνων ελεύθερες.

Η μαρμάρινη πλάκα σήμερα στον τόπο της θυσίας
Πηγές:  
1)      Αναμνήσεις αγωνιστών ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης, περιοχής Νέας Ιωνίας
2)      Συζήτηση με τον Κώστα Σπυρόπουλο, πρώτο πρόεδρο του παραρτήματος Νέας Ιωνίας, που βρήκε και τις φωτογραφίες των δυο ηρώων.
3)      Συνέντευξη του Χρήστου Νταβατζή, συγχωριανού των δυο παλικαριών.

Ο «Οικοδόμος» ευχαριστεί τον Χρήστο Ν. Πουρναρά από την Κυψέλη Άρτας, για την παραχώρηση του φύλλου της εφημερίδας, από το αρχείο του.

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

Hell's bells

Οι σύγχρονοι "σατανάδες" μας εξαθλιώνουν, μας εξοντώνουν, έκαναν τη ζωή μας ...κόλαση.
Μας βυθίζουν εκεί.
Να μην το αποδεχτούμε!
Δεν μας αξίζει αυτή η "μοίρα".
Ας αντισταθούμε, ας υψώσουμε το ανάστημά μας και ας τους πολεμήσουμε.
Μπορούμε να τους νικήσουμε!

 
AC/DC, από το άλμπουμ Back in black, 1980

Hell’s bells

I'm a rolling thunder, poutin rain
I'm comin' down like a hurricane
My lightning's flashing across the sky
You're only young but you're gonna die

I won't take no prisoners, won't spare no lives
Nobody's putting up a fight
I got my bell, I'm gonna take you to hell
I'm gonna get ya, Satan get ya

CHORUS:
Hell's Bells
Yeah, Hell's Bells
You got me ringin' Hell's Bells
My temperature's high, Hell's Bells

I'll give you black sensations up and down your spine
If you're into evil you're a friend of mine
See my white light flashing as I split the night
'Cause if Good's on the left,
Then I'm stickin' to the right

I won't take no prisoners, won't spare no lives
Nobody's puttin' up a fight
I got my bell, I'm gonna take you to hell
I'm gonna get ya, Satan get you

Hell's Bells
Yeah, Hell's Bells
You got me ringin' Hells Bells
My temperature's high, Hell's Bells

INSTUMENTAL (SOLO)

CHORUS
Hell's Bells, Satan's comin' to you
Hell's Bells, he's ringing them now
Hell's Bells, the temperature's high
Hell's Bells, across the sky
Hell's Bells, they're takin' you down
Hell's Bells, they're draggin' you around
Hell's Bells, gonna split the night
Hell's Bells, there's no way to fight, yeah
Ow, ow, ow, ow
Hell's Bells

...και μια απόπειρα απόδοσης στα ελληνικά: 

Είμαι μια κυλιόμενη βροντή, μια βροχή
Έρχομαι σαν τυφώνας
Η αστραπή μου αναβοσβήνει κατά μήκος του ουρανού
Είσαι πολύ νέος, αλλά θα πεθάνεις

Δεν θα πάρουμε αιχμαλώτους, δε θα χαθούν ζωές
Κανείς δεν είναι επάξιος ενός αγώνα
Πήρα το κουδούνι μου, θα σας στείλω στην κόλαση
Θα σας πάρω… ο Σατανάς θα σας πάρει

Καμπάνες της κόλασης
Ναι καμπάνες της κόλασης
Χτυπάω τις καμπάνες της κόλασης
Η θερμοκρασία μου είναι υψηλή

Θα σας δώσω μαύρες αισθήσεις πάνω κάτω στη σπονδυλική σας στήλη
Αν είστε κακοί είστε φίλοι μου
Δείτε το λευκό μου φως που αναβοσβήνει καθώς χωρίζω τη νύχτα
Γιατί αν το καλό είναι απ’ τα αριστερά τότε έχω κολλήσει στα δεξιά

Δεν θα πάρουμε αιχμαλώτους, δε θα χαθούν ζωές
Κανείς δεν είναι επάξιος ενός αγώνα
Πήρα το κουδούνι μου θα σας στείλω στην κόλαση
Θα σας πάρω… ο Σατανάς θα σας πάρει

Καμπάνες της κόλασης
Ναι καμπάνες της κόλασης
Χτυπάω τις καμπάνες της κόλασης
Η θερμοκρασία μου είναι υψηλή.

(στο φίλο spiral architect που άγγιξε τη χορδή...) 

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

Η ζήση μας άλλαξε... "φύρδην"!!! (πάμε σινεμά;)

Σαββατόβραδο.

Πάμε σινεμά;

Παλιός ελληνικός κινηματογράφος.

Απολαυστικός, διδακτικός, διαχρονικός…

Ένα πικρό χαμόγελο βγαίνει από τα χείλη παρακολουθώντας αυτή τη σκηνή.

Είμαστε – κάποτε - νοικοκύρηδες στα σπίτια μας και η «ζήση μας άλλαξε … φύρδην»!

Η «ζωή» φέρνει τα πάνω κάτω κι εκεί που…

«…είχα και τα ντουλάπια μου γεμάτα, από πάνω το βούτυρο της χρονιάς, από κάτω το λάδι της χρονιάς, και να τα μακαρόνια και να τα ρύζια και να οι μανέστρες και να τα κεφαλοτύρια και να ο πελτές…»

…βρίσκεσαι ένα πρωί χωρίς το σπίτι σου.

Προς τα κει βαδίζουμε;

Εκεί φτάνουμε;

«Έτσι είναι η κοινωνία τη σήμερον, άλλους τους ανεβάζει κι άλλους τους κατεβάζει…», λέει η ατάκα της Μίτση Κωνσταντάρα, το 1967 που γυρίστηκε η ταινία.

Να προσθέσω πως αυτή η «άτιμη κοινωνία», αυτό το απάνθρωπο κοινωνικό σύστημα, δεν αρκείται σήμερα στο να «κατεβάζει» απλά τους «άλλους» που είναι ο λαός, εμείς.

Βάλθηκε να μας εξαθλιώσει, να μας αφανίσει.

Και θα το καταφέρει όσο εμείς μένουμε με τα χέρια σταυρωμένα,

απλά να αναθεματίζουμε αυτή την «άτιμη κοινωνία»…



«Ο στρίγγλος που έγινε αρνάκι»

διάρκεια 83 λεπτά

Παραγωγή 1967: Καραγιάννης-Καρατζόπουλος Α.Ε.
Σενάριο-σκηνοθεσία: Αλέκος Σακελλάριος

Παίζουν οι ηθοποιοί:

Λάμπρος Κωνσταντάρας
Μάρω Κοντού
Μίτση Κωνσταντάρα
Παύλος Λιάρος
Θανάσης Παπαδόπουλος
Βαγγέλης Ιωαννίδης
Σταύρος Ξενίδης
Κώστας Παπαχρήστος
Νίκος Τσουκαλάς
Γιώργος Κυριακίδης
Βασίλης Γεωργιάδης
Γιώργος Σαλαχάς

 Πληροφορίες για τους συντελεστές της ταινίας πήρα από : http://90lepta.com/

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011

Μονόλογος Εργάτου


Άραγε δια της πειθούς θα ημπορέσωμεν ημείς αι Εργατικαί Τάξεις να κάμψωμεν την πλουτοκρατίαν; Αλλά αυτό το εδοκιμάσαμεν τώρα τόσα έτη θέσαντες εις εφαρμογήν το κοινοβουλευτικόν σύστημα. Όλη η κοινοβουλευτική ιστορία αποδεικνύει ότι το μέσον της πειθούς απέβη μάταιον.  

 Να καταφύγωμεν άραγε εις ικεσίας και ταπεινάς αιτήσεις; Αλλά δεν υπάρχει πλέον εις την ανθρωπίνην γλώσσαν παρακλητική και ικετευτική φράσις την οποίαν μετεχειρίσθημεν. Εξηντλήθη και αυτό το μέσον. Να μην απατώμεθα, παρακαλώ, πλέον. Έχομεν μεταχειρισθή όλα τα μέσα, αιτήσεις, διαδηλώσεις, ικεσίας. Όλαι μας αι αιτήσεις απερρίφθησαν. Όλαι μας αι διαδηλώσεις προεκάλεσαν πίεσιν και ύβριν. Όλαι μας αι ικεσίαι επεριφρονήθησαν.  

Είνε μάταιον λοιπόν κατόπιν όλων τούτων να ελπίζωμεν συμφιλίωσιν με την πλουτοκρατίαν. Δεν υπάρχει ούτε έν ίχνοςελπίδος. Εάν επιθυμούμεν να ζήσωμεν ελεύθεροι - εάν επιθυμούμεν να διατηρήσωμεν απαραβίαστα τα δικαιώματα δια τα οποία έχομεν επί γενεάς ολοκλήρους αγωνισθεί υποβαλλόμενοι εις τρομακτικάς θυσίας αίματος και χρήματος και οικογενειακής γαλήνης εάν δεν συσπεύσωμεν να εγκαταλείψωμεν ανάνδρως τον ευγενή αγώνα τον οποίον από γενεών διεξάγομεν και τον οποίον έχομεν ομόσει να μη εγκαταλείψωμεν μέχρις ού κατορθωθεί ο ένδοξος σκοπός του - πρέπει να αποτινάξωμεν τον ζυγόν της πλουτοκρατίας δι' επιθέσεως.  

Δεν μάς έμεινε άλλη διέξοδος ειμή ο κατά της πλουτοκρατίας πόλεμος.  

Εις τας μάχας δεν νικούν μόνον οι ισχυροί. Νικούν επίσης οι άγρυπνοι, οι αποφασιστικοί, οι γενναίοι. Υποχώρησις δεν υπάρχει, ειμή υποχώρησις προς τη υποδούλωσιν. 

Ειρήνη, λέγουν, έγεινεν ειρήνη. Ειρήνη μολαταύτα δεν υπάρχει. Τι καθήμεθα; Τόσον πολύ αγαπώμεν την ζωήν μας, τόσην πολλήν γλυκύτητα έχει η ειρήνη, ώστε να την εξαγοράσωμεν διά αλύσεων και δουλείας; 

Δεν ηξεύρω τι σκοπεύουν να πράξουν άλλοι εργάται. Όσον αφορά εμέ, εγώ λέγω, ή ελευθερίαν ή θάνατον - ή ζωήν ανθρωπίνη ή εξόντωσιν. 

* Σχόλιο γραμμένο προφανώς από τον Πλάτωνα Δρακούλη και δημοσιευμένο στο τεύχος του περιοδικού του ιδίου "Έρευνα" το 1913, σελ. 15-16. Διατηρείται η ορθογραφία του συγγραφέα.

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

Ο ποιητής Φώτης Αγγουλές, ταπεινός και καταφρονεμένος...


Αν

Είν’ ένα δάσος γύρω μας συρματοπλέγματα ψηλά
κι έχουν απ’ έξω κλείσει
την ανοιξιάτικια χαρά που μας χαμογελά.

Πίσω απ’ το σύρμα βλέπουμε την όμορφη τη δύση
και τη γλυκιάν Αυγή,
εμείς που τόσον είχαμε τη Λευτεριά αγαπήσει.

Άραγε, από το σύρμα αυτό, που το’ χουμε ποτίσει
με τόσα δάκρυα κι αίματα, αν κάποια μέρα ανθίσει,
τί λούλουδο θα βγει;


Γεννήθηκε το 1911 στον Τσεσμέ –αρχαία Κρήνη- στα παράλια της Μικράς Ασίας απέναντι ακριβώς στη Χιο. Ο πατέρας του λέγονταν Σιδερής Χονδρουδάκης κι ήτανε ψαρομανάβης. Το «Αγγουλές» το πήρε από παρατσούκλι. Η μάνα του λέγονταν Γαρουφαλιά. Είχε τρεις αδερφές κι ο Φώτης ήταν το στερνοπαίδι.

Στον πρώτο πόλεμο 1914-18 πού έγινε κι ο πρώτος διωγμός των χριστιανών της Μικράς Ασίας, ο πατέρας του φόρτωσε μια νύχτα την οικογένεια του σε καΐκι και την πέρασε απέναντι στη Χιο, για να τη σώσει απ' τη σφαγή.

Τον πρώτο καιρό τούς στεγάσανε σε σχολεία, σε αποθήκες, σε χαλάσματα. Τε­λικά τους εγκατέστησαν στο παλιό Κάστρο.

Στο σχολείο πήγε μέχρι τη δεύτερη τάξη του Δημοτικού, χωρίς κι αυτή να την τελειώσει. Τα γράμματα τάπαιρνε, ήτανε όμως πολύ ζωηρός και μια μέρα πήδηξε απ' το παράθυρο της τάξης του και πια δεν ξαναγύρισε.

Στα 14 του χρόνια διάβασε για πρώτη φορά ένα ποίημα κι ενθουσιάστηκε. Από τότε σκάλιζε χαρτιά και παιδευόταν να ταιριάζει στίχους. Στα 15 πήγε μαθητευόμενος παραγιός σε τυπογραφείο που τυπωνόταν η το­πική   εφημερίδα   «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ».

Σε λίγα χρόνια έμαθε την τέχνη, γνωρίστηκε και με νέους διανοούμενους κι έβγαλαν το εβδομαδιαίο περιοδικό «ΤΟ ΝΗΣΙ ΜΑΣ» αλλά σε λίγο καιρό τόκλεισαν.

Παλικαράκι πια δημοσίευσε στην εφημερίδα «ΑΛΗΘΕΙΑ» μια τσουχτερή σά­τιρα για τον Μουσολίνι. Τον τραβάνε στα δικαστήρια, τελικά αθωώνεται, αλλά από τότε χαρακτηρίζεται σαν αριστερός.

Μη μπορώντας ν' αντέξει την κατοχή φεύγει για την Μ. Ανατολή. Περνά μια νύχτα τον Αύγουστο του 1941 με μια βάρκα απέναντι στον Τσεσμέ κι από κει στη Σμύρνη και στοιβαγμένοι με πολλούς άλλους πάνω σε βαγόνια φτάνουνε στο Χαλέπι της Συρίας μετά Χάιφα-Παλαιστίνη.


Στην ιστορία

Έλληνες ήρθαν πάλι…
Η θάλασσα τούς ξέβρασε στις ανατολικές αχτές,
προχτές.

Βγήκαν πνιγμένοι στη στεριά και παραμορφωμένοι,
πρησμένοι σαν τουμπιά και μελανοί,
μα όσο κι αν τόκρυψε η νυχτιά το δράμα τους να μη φανεί,

το νόημα βγαίνει.

Τον ξέρομε τον ένοχο, είναι γνωστή η αιτία…
Στα φαγωμένα μάτια τους κοίταξε μέσα και θα δεις
μια χαλασμένη πολιτεία.

Μα μην τους θάψετε, γιατί, θα χάσει σχήμα η Φρίκη.
Κι όταν γραφτεί η ευγενικιά φασιστικιά ιστορία,
έτσι, πρησμένους, βάλτε τους κι αυτούς σε μια προθήκη.


Ό Αγγουλές κατατάχτηκε στον Ελληνικό στρατό της Μ. Ανατολής κι απέκτη­σε — όπως λέγαν — την ειδικότητα του στρατιώτη ποιητή.

Αρχές του 1942 αποσπάστηκε στην Ιερουσαλήμ στο τυπογραφείο του Πα­τριαρχείου πού τύπωναν το στρατιωτικό περιοδικό «ΕΛΛΑΣ».

Στα 1942 μετατέθηκε στο Κάιρο και κει γνωρίστηκε με τον Σεφέρη που ήταν προϊστάμενος στο κυβερνητικό γραφείο τύπου. Εκεί παντρεύτηκε μια Αιγυπτιώτισσα ελληνίδα και δημοκράτισσα δασκάλα των Γαλλικών πού λέγονταν Έλλη Κυριαζή κι ήταν απ' το Πήλιο η καταγωγή της. Διατηρούσε μπαρ πού σύχναζαν πολλοί έλληνες. Ζήσανε μαζί 4-5 μήνες.

Τον Αύγουστο του 1944 οι Άγγλοι τον πήγαν εξορία στην Ασμάρα, μετά φυ­λακή και απομόνωση στην Παλαιστίνη και στην Αίγυπτο κι αργότερα στο Ντεκαμερέ.  Εκεί αρρώστησε και τον μετέφεραν στο Νοσοκομείο του Μαϊχαμπάρ  από κει σαν άρρωστος απολύθηκε. Μετά από διαδρομή άνω Αίγυπτο-Αλεξάνδρεια έφτασε στην Αθήνα και σε λίγες μέρες έφτασε στη Χιο.

Και στη Χίο άμα γύρισε ο Φώτης είχε αρχίσει ο ύπουλος, έπειτα επίσημος διω­γμός των αριστερών. Στη θέση της η χωροφυλακή ορκισμένη απ' τόν καιρό της κα­τοχής, στα πόστα τους μοναρχικοί, μεταξικοί, ως και συνεργάτες των Γερμανών, τώρα συνεργάτες των Άγγλων.

Έπειτα δεν άργησε, την είδαμε πώς φούντωσε σ' όλη την Ελλάδα η δεξιά τρο­μοκρατία, πώς συγκροτήθηκε πάλι αντίσταση στα βουνά, παλιοί και νέοι καπετα­ναίοι και αντάρτες — εμφύλιος πόλεμος. Και στις πολιτείες σκληρός ο παράνομος αγώνας συλλήψεις, δίκες, εκτελέσεις, εξορίες, οι φυλακές δε χωρούνε, ανοίξανε κι άλλες, ανοίξανε στρατόπεδα για ξεφτελισμό και βασανισμό κομμουνιστών και πα­τριωτών Γιούρα, Μακρόνησο. Οι Άγγλοι σύμβουλοι επιστατούνε και διδάσκουνε.


Όαση

Σαρκάζει σαν παράφρονη, με καγχασμό η ψυχή μου,
τ’ άστρινα μάτια σου, ουρανέ, που κλαιν με δάκρυα φωτεινά,
πάνω απ’ το καραβάνι μας που η δίψα το περιπλανά
για μια ποθούμενη Όαση στη μέση της ερήμου.


Η μνήμη πληγώνεται όποτε αναπολεί τη φριχτή εποχή, αναζητά την καθαρή σειρά της προδοσίας του Ελληνικού λαού μετά τον Παγκόσμιο Πόλεμο, πώς πλή­ρωσε το πρώτο μεταπολεμικό αντικομμουνιστικό πείραμα των Άγγλων και Αμε­ρικάνων, συνεχίζεται ακόμη. Τα 2 μεγάλα νησιά Σάμο, Μυτιλήνη μέ τό προζύμι του πρώτου βγάλανε και δεύτερο αντάρτικο, το πληρώσανε ακριβά. Κι η άβγαλτη Χίος πλήρωσε ακριβά τους ογδόντα πρωτόπειρους πρωτοπόρους της.

Το 1948 μέσα στις καθημερινές αγωνίες, συλλήψεις και καταδίκες μάθαμε πως είχε πιαστεί ο Φώτης, ήτανε κλεισμένοι μ' έναν φίλο του, Μιχάλη Βατάκη, σε μια στέρνα, φουντάνα, στο χωριό Βροντάδο και τυπώνανε παράνομη εφημερίδα. Τους είχε σωθεί το παξιμάδι κι οι ελιές τους, ένα καλαθάκι, καθώς και τ' οξυγόνο δεν άναβε πια το φαναράκι τους — έπεσε άραγε ρουφιανιά, άραγε ξετρυπώσανε καμιά νύχτα σα μαμούνια να πάρουν αέρα και τους είδε κανένα μάτι, δεν μάθαμε ποτές. Τους κατεβάσανε στη Χώρα και τους πομπέψανε δεμένους, ο κόσμος περίφοβος αλλά και κανένας δεν τους πρόσβαλε. Τους σηκώσανε ύστερα όλους μαζί απ'  τη Χίο, είπανε πώς τους πήγανε στα Γιούρα και κείνος πως βρίσκεται στη Σύρα στο Νοσο­κομείο. Τότε για μας κάθε μετακίνηση ήταν πολύ δύσκολη, όμως πήγε στη Σύρα μια ηλικιωμένη και ψυχωμένη αλληλεγγίτισσα, η κυρά Αντωνία, του συνοικισμού Ζωγράφου. Της είχε πεθάνει μια μοναχοκόρη αντάρτισσα, ο μοναχογιός της στη Μα­κρόνησο, αλλά η καρδιά της βουνό, πήγε τον είδε και μας έφερε νέα του.

Έπειτα μάθαμε πως η δίκη θα γίνει στην Αθήνα, πως κινδυνεύει να δικαστεί σε θάνατο. Τρέξαμε όπου είχαμε γνωριμίες, ελπίδες, τα γνωστά. Είχαν ενδιαφερθεί και αρκετοί Χιώτες, είχε πολλές συμπάθειες. Δικάστηκε 12 χρόνια ειρκτή.


Αν το λέμε…

Οι φτωχές μας καλύβες σηκώνουνε τις μεγάλες Πατρίδες.
Κι οι καλοί πατριώτες
τεχνουργούν για τα χέρια μας δυνατές αλυσίδες.

Αν πονούμε, μας δείρανε όμοια οχτροί κι όμοια φίλοι,
κι αν το λέμε, αν το ξέρουμε της ζωής το τραγούδι,
το μάθαμε απ’ του χάρου τα χείλη.


Δε θυμάμαι χρονολογικά τις μεταγωγές του από φυλακή σε φυλακή, τις πέρασε όλες. Στο Ναύπλιο συζητήθηκε η αναθεώρηση του αλλά δεν πήγε ο δικηγόρος και φίλος του.

Στα Βούρλα τον είδα επισκεπτήριο πρώτη φορά, έπειτα στην Κόρινθο, πιο ήμε­ρη φυλακή μας φάνηκε. Με τους σεισμούς του '53 βρέθηκε στην Κεφαλονιά. Πολλοί φύλακες πετάξανε τα κλειδιά, τρέχανε, βγάζανε τους κρατούμενους λοιπόν σε μια πλατεία, οι πολιτικοί αναλάβανε, ορίσανε υπεύθυνους για φρούρηση, σχηματίσανε τετράγωνο. Έλεγε ο Φώτης πως ή γης βούιζε κάθε τόσο και τάραζε σα θάλασσα, κάτι περίψηλα πεύκα τα πετούσε όξω, φαίνουνταν οι ρίζες τους, οι κορφές τους ακουμπούσαν χάμω και πάλι ορθοποδίζανε. Οι άνθρωποι πέφτανε, βαστιούντανε χέρι-χέρι, μερικοί ξερνούσανε, η σκόνη τύφλωνε. Διαδόθηκε τότε με τη θεομηνία ότι κάποιο μέτρο θ' ακουστεί ευεργετικό, ελπίζαμε αλλά τίποτα δεν έγινε, τους μεταφέρανε στην Κρήτη, στην Αλικαρνασσό.

Το '54 τον φέρανε στον Άγιο Παυλο για εγχείρηση του στομαχιού, δεν μπορούσε πια να φάει καθόλου. Μιλήσαμε από κοντά-κοντά στο κρεβάτι του, η διάθεση του καλή κι εδώ «...θα φάω πάλι χταπόδι...» και κουνούσε το λεπτό, λεπτό του χέρι με τεντωμένα τα μαυριδερά του δάκτυλα σα να το παράγγελνε.

Αποφυλακίστηκε το '56, απ' την Κέρκυρα, είχε συμπληρώσει τα 2/3 της ποι­νής του. Έμεινε πάλι στην Αθήνα μερικές μέρες και πήγε στη Χίο.

Πάλι εκεί τον παρακολουθούσε η Ασφάλεια, τον καλούσαν κάθε μέρα, τον φο­βέριζαν, φοβέριζαν τους συγγενείς του και όποιον τον πλησίαζε. Για να υπογράψει δήλωση. Αυτός κάθε μέρα μπροστά τους ατάραχος, το στόμα του κλειστό χωρίς κα­θόλου να το σφίξει, άφωνος. Μάλιστα όταν θόλωσε ο νους του, φέρανε στην Κλινική να υπογράψει ένα χαρτί του ΙΚΑ, τόσο είχε συνήθειο τη βουβή άρνηση, ούτε άπλωσε το χέρι να το διαβάσει, μας κοίταζε και χαμογελούσε κάπως πονηρά, δηλαδή «δε θα με ξεγελάσετε ούτε σεις...», χρειάστηκε μεγάλη διαδικασία για να το υπογράψει μια αδελφή του.

Πολύ τον στενοχωρούσε πως ταλαιπωρούσε κι άλλους άθελα, ίσα-ίσα καλη­μέριζε τη γειτονιά και τραβούσε. Είχε στέκι στο λιμάνι, σε κάτι πολύ φτωχικά τα­βερνάκια, τα περιφρονούσαν κι οι χαφιέδες.



Μην καρτεράτε

Μην καρτεράτε να λυγίσουμε
μήτε για μια στιγμή,
μήδ' όσο στην κακοκαιριά
λυγά το κυπαρίσσι.
Έχουμε τη ζωή πολύ
πάρα πολύ αγαπήσει.


'Εκεί περιζήτητος, τον κερνούσανε, του δίνανε καμιά φορά ψάρι «νά το μεταπουλήσει», γιά χαρτζηλίκι και πάλι το χαρτζηλίκι τούτο έπεφτε στο ρεφενέ για ρακί. Του άρεσε πάντα το πιοτό, τελικά δεν είχε άλλη απόλαυση.

Μερικοί παλιοί φίλοι τον υποστηρίξανε, τον πήρε στο τυπογραφείο του ο εκδό­της της εφημερίδας «Χιακός λαός» έτσι και βρέθηκε με περίθαλψη του ΙΚΑ όταν αρρώστησε. Τύπωσε σιγά-σιγά εκεί με τα χέρια του τη συλλογή «Πορεία στη νύχτα», δική του επιλογή από παλιά ποιήματα καί νέα.

Καλοκαίρι του '63 τον φέρανε σε κλινική στα Μελίσσια, είχε πάθει μολυβδίαση, την ασθένεια των τυπογράφων. Αλλά και το μυαλό του είχε πάθει. Δεν έβγαλε μιλιά όταν με είδε, αν γνώριζε αν δε γνώριζε δεν κατάλαβα, το μάτι του όμως μας παρα­κολουθούσε, θαρρείς μας έκρινε. Μια στιγμή σηκώθηκε, πήγε ως το παράθυρο, ίδια ή περπατησιά του πηδηχτή σαν έτοιμος για χορό. το κεφάλι του τώρα κάτασπρο.

Με τη φροντίδα της ΕΔΑ μπήκε σ' άλλη κλινική ψυχιατρική στο Ελληνικό, εκεί τον περιποιηθήκανε πολύ γιατροί και νοσοκόμοι, μετά 4 μήνες έτρωγε, μιλούσε ομαλά.

Όσον καιρό ήτανε άρρωστος καθισμένη δίπλα του μια αδελφή του, αφήνανε τα σπίτια τους, σύμφωνοι κι οί άντρες και τά παιδιά τους, χάρη του Φώτη, άμετρη, ασυζήτητη αφοσίωση, ανατολίτικη. Έλεγε κάποτε ο ίδιος πως αν ο ένας του σπιτιού δεν είχε ύπνο κι οι άλλοι αγρυπνούσανε «για συντροφιά...».


Επίλογος

Το σπαραγμό σου Ελλάδα μου, ποια νύχτα θα μου κρύψει;
Ποιος πόνος θα μου πει;
Ξεπέρασα τον πόνο πια και τη βαθιά μου θλίψη,
κι έφτασα στη σιωπή.
Και στέκω εμπρός σ’ ένα σωρό ρημάδια και συντρίμμια,
κι ούτε μια δέηση να πω μπορώ, και ούτε μια βλαστήμια.


Δεν του 'λειψε στην πατρίδα, στην προσφυγιά ποτές δα η γυναικεία παρουσία, κοπέλες πρόθυμες, απλές και γραμματιζούμενες λαχταρούσανε την παρουσία του, τον φροντίζανε, τον καμαρώνανε, ζηλεύανε, καρδιοχτυπούσανε, χωρίς και πολλές ελπίδες. Από μέρους του η ανταπόκριση εγκάρδια και άστατη. Ούτε και της γυναί­κας του δε δώσανε άδεια να έρθει απ' την Αίγυπτο, σε κανένα χρόνο πήραν διαζύγιο.

Λοιπόν στο θάλαμο, γύρω απ' το κρεβάτι του όπως στη σκηνή του, στο κελί, πάντα μεγάλη σύναξη και συζήτηση, άδικα μαλώνουν οι γιατροί πώς του χρειάζε­ται ησυχία. Πάνω στο συνήθειο αυτό μια φορά του ξέφυγε «... σε τρώνε ζωντανό... φαίνεται είμαστε για φάωμα...».

Ήρθε μετά 5-6 μήνες πάλι στην κλινική για παρακολούθηση, του βγάλανε και τη σύνταξη απ’ το σωματείο των τυπογράφων. Του προσκολλήθηκε τότε μιαν άρρω­στη και τάχα γιατρεμένη, τάχα γιατρεμένος κι αυτός, της έδωσε λόγο πως θα την πάρει στη Χίο και θα την παντρευτεί. Όμως ανάμεσα κωμωδία και μαρτύριο, μπήκε στη μέση ο θάνατος. Για να την παραλάβει λένε πως έκανε το τελευταίο του ταξίδι.

Μας τηλεφωνήσανε ένα πρωί ότι βρέθηκε νεκρός στο «Κολοκοτρώνη» με το δρομολόγιο από Χίο προς Πειραιά, τη νύχτα 26 προς 27 Μαρτίου 1964, στο διά­δρομο  της τουριστικής.

Η νεκροψία έδειξε πνευμονικό οίδημα. Συμφωνήσαμε πώς έπρεπε να ταφεί στη Χίο, αυτό θα ήθελε και κείνος. Ταριχεύτηκε λοιπόν μέ φροντίδα της ΕΔΑ και στις 30 Μαρτίου τον συνοδέψαμε απ' το Νεκροταφείο στο πλοίο. Το φέρετρό του στ' αμπάρι καταστολισμένο — πάλι αμπάρι σού έμελλε — τον χειροκροτήσανε οι φίλοι στην προβλήτα όπως είναι το έθιμο και τον συνοδέψανε τέσσερις αποσταλμένοι.


Καίγονται

Αυτούς εγώ που τραγουδώ, δεν έχουνε φτερά.
Δεν τους μεθά καμιά φυγή, δεν τους τραβούν τ’ αστέρια,
έχουνε μια ζεστή καρδιά, δυο ροζιασμένα χέρια,
κι είναι δεμένοι με τη γη.

Απ’ της αυγής το χάραγμα, ως του βραδιού τα θάμπη,
μοχθούν για δυο πικρές ελιές, και μια μπουκιά ψωμί,
ιδρώνουν κι απ’ τον ίδρω τους ανθοβολούνε οι κάμποι,
καίγονται κι απ’ τις φλόγες τους φωτίζεται η ζωή.


Στη Χίο φτάσαμε χαράματα, οι 3 αδελφές του περιμένανε μαυροντυμένες, κι άλλοι δικοί του, τοποθετήθηκε το φέρετρο στη Μητρόπολη, όλο το δρόμο μια θρη­νωδία σιγανή. Ως το μεσημέρι περνούσε ό κόσμος αδιάκοπα, μερικοί απλοί φίλοι του σκύβουνε και του μιλούνε δακρυσμένα «... ήσουνα καλά πού ήφυες...», «...οχ να μη βρεθεί κανείς μας εκεί...».

Η κηδεία επίσημη, μ' έξοδα του Δήμου και μουσική. Μερικοί παραπονέθηκαν — γιατί να μην κάνουνε αυτοί τα έξοδα, λέγανε «... είμαστε φίλοι...», χτυπούσαν το στήθος τους, δείχναν την καρδιά τους, θλίψη αντρίκια ομηρική. Άλλοι λέγανε πώς αν είχε ο Φώτης τα μισά λεφτά που πήγανε στο ξόδι του θα περνούσε πλούσια ένα χρόνο. Στο τέλος μερικοί κοντινοί αρπάξανε το φέρετρο στα χέρια και τον κατεβάσανε στον τάφο. Η άνοιξη κι ο ήλιος της λάμπρυνε τα σωριασμένα στέφανα και τα σκυμμένα κεφάλια εκεινών που μείνανε πίσω δε φεύγανε. (Από το βιβλίο της Έλλης Παπαδημητρίου «Φώτης Αγγουλές», Κέδρος 1975).



Με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του ποιητή Φώτη Αγγουλέ που συμπληρώνονται φέτος, από τις  εκδόσεις «Σύγχρονη εποχή» κυκλοφόρησε το βιβλίο ΑΓΓΟΥΛΕΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ.

Από το βιβλίο αυτό πήρα τα ποιήματα:

Αν
Όαση
Αν το λέμε…

Τα ποιήματα:

Στην Ιστορία
Μην καρτεράτε
Επίλογος
Καίγονται,

υπάρχουν στο παραπάνω βιβλίο (το «Καίγονται» ως «Καίγουνται»), αλλά και στο http://www.sarantakos.com/liter/aggoules.html   από το οποίο τα πήρα, μαζί με τα βιογραφικά στοιχεία για τον ποιητή.