Η Ελλάδα σέρνει το χορό, ψηλά, με τους αντάρτες
- χιλιάδες δίπλες ο χορός, χιλιάδες τα τραπέζια –
κι είναι οι νεκροί, στα ξάγναντα, πρωτοπανηγυριώτες!
Αγγ. Σικελιανός
Έτσι…
Περασμένα μεσάνυχτα. Το χωριό ξαποσταίνει στην αγκαλιά του βράχου, η θάλασσα κοιμάται, βυθισμένη ηδονικά στη νυχτερινή γαλήνη, τ’ αστέρια τρεμοσβήνουν στον ολοκάθαρο σκοτεινό ουρανό. Σιγαλιά… Μόνο ένα μοτόρ ακούγεται στ’ ανοιχτά κι ένας σκύλος στην αντικρινή πλαγιά γαυγίζει κάποιο διαβάτη.
Απ’ τους τάφους τ’ Αη-Γιάννη και του αγίου Μηνά βγαίνουν οι νεκροί και μαζεύονται στους Ανεμόμυλους. Κάθονται καταγής διπλοπόδι, ξαπλώνουν πάνω στα ζεστά χαλίκια, τα μπρούμυτα ή στο πλευρό, κοιτάζουν, αφουγκράζονται, συλλογιούνται, κουβεντιάζουν…
Μακριά αστραπές αυλακώνουν τον ορίζοντα κι ο αχός της μάχης που όλο και δυναμώνει, φτάνει ως εδώ. Ο λαός προχωράει κι ανεβαίνει, παλεύει και τραγουδάει – τραγούδια παλιά σε καινούριο σκοπό, τραγούδια καινούρια σε παλιό σκοπό, τραγούδια καινούρια σε καινούριο σκοπό…
Βουνά και κάμποι, χωριά και πολιτείες, οι δρόμοι, οι φυλακές, τα στρατόπεδα, η κάθε πιθαμή γης έγιναν πύρινο καμίνι και μέσα απ’ τις φλόγες και τους καπνούς, τα ερείπια και τις κρεμάλες, το αίμα, τα δάκρυα και το τραγούδι προβαίνει η Πατρίδα γεμάτη πληγές και δόξα.
Οι νεκροί τ’ Αη-Στράτη κοιτάζουν, αφουγκράζονται, συλλογιούνται, κουβεντιάζουν:
«Πόσο φτωχή και μακρινή, λέει ο Μπάμπης, φαίνεται η δική μας εποχή… Τότε κάμποσοι δεν άντεξαν σε μια απλή εξορία και γύρισαν πίσω ντροπιασμένοι… Σήμερα έγιναν ήρωες και τα μωρά».
«Χωρίς σπορά, απαντάει ο Τραγιανός, δεν έχει και σοδιά. Κι αν η βαρυχειμωνιά καίει κάμποσα φύτρα… τι να γίνει;!»
«Πήραν κι οι γυναίκες ντουφέκια, αναστενάζει ο Μηνάς… Εμείς;! Διακόσιοι τόσοι νομάτοι δεν τολμήσαμε να πιάσουμε δέκα χωροφυλάκους, να τους δέσουμε και να φύγουμε… Ύστερα… χάθηκε τσάμπα τόσος κόσμος».
Χαμογελάει ο Σιντό Καλή. «Στη θάλασσα έπεσε και το δικό μας λαγκαδάκι…»
«Σκυτούδη! Φωνάζει ο Παπαδάτος. Κοντεύει να φέξει. Φέρε το πουκάμισό σου, κείνο το ματωμένο, να στήσουμε κι εμείς μια κόκκινη σημαία πάνω απ’ το μετερίζι μας…»
Στην κορφή του βράχου μαζεύονται οι Αναφιώτες… Στην Καισαριανή μια μακριά σειρά ανεβαίνει με το Ναπολέοντα μπροστά. Φτάνουν στην κορφή, στέκουν κι αγναντεύουν την αδούλωτη πόλη στα πόδια τους, και καραουλίζουν την ανθρωπότητα πέρα απ’ τα σύνορα, πέρα από το σήμερα.
Και τραγουδούν και χορεύουν. Το όνειρό τους γίνεται πραγματικότητα.
Στο Κούρνοβο και σ’ όλες τις βουνοκορφές της Πατρίδας μας τις βραδιές αυτές, τις γλυκιές και σκοτεινές, «βγαίνουν στα ξάγναντα οι πρωτοπανηγυριώτες», έρχεται κι η Κλεφτουριά του ’21, κι άλλοι από πολύ μακρύτερα ακόμα,
κι οι ψυχές τους – οι ψυχές των αγωνιστών ποτέ δεν πεθαίνουν – πιάνονται «στο χορό, που σέρνει η Ελλάδα, ψηλά, με τους αντάρτες» κι αυγαταίνουν οι «χιλιάδες δίπλες του χορού» κι αυγαταίνουν οι «χιλιάδες τα τραπέζια».
Κι αύριο, και μεθαύριο, ώσπου να πάψει ο άνθρωπος να τρώει τον άνθρωπο, κι άλλες ψυχές θα μπουν στο χορό.
Ένα ακόμη απόσπασμα (τελευταίο) από το μυθιστόρημα του Κώστα Μπόση "Ο ΚΡΑΒΑΡΙΤΗΣ", (εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1983), που (ξανα)διάβασα αυτό τον καιρό.
Οικοδομε καλημερα, το εχω αγορασει σε φεστιβαλ της ΚΝΕ, το θεμα ειναι που το.................εχω.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠεζογραφηματα με νοημα αλλα το βασικοτερο με ηθικη, κατι που λειπει απο τα νεα ''προιοντα'' που πλασαρουν σημερα, οι νεοι πεζογραφοι, στυλ κωστοπουλου - παλαιου κλικ...
Καλησπέρα Δημήτρη
ΑπάντησηΔιαγραφήπολύ καλό βιβλίο, γραμμένο από
ένα σπουδαίο άνθρωπο.
Καλή δύναμη!