Το
άρθρο του Ερνέστο Τσε Γκουεβάρα που ακολουθεί αποτελεί μια ενδιαφέρουσα
συμβολή στον προβληματισμό για ζητήματα οικονομίας της σοσιαλιστικής
οικοδόμησης. Ο Τσε Γκουεβάρα ως ηγετικό στέλεχος του Κομμουνιστικού
Κόμματος Κούβας και Υπουργός Βιομηχανίας (1961) είχε πρωταγωνιστικό ρόλο
στην επεξεργασία πολιτικών κατευθύνσεων που αφορούν τη σοσιαλιστική
οικοδόμηση στην Κούβα τη δεκαετία του 1960. Η μαρξιστική-λενινιστική του
κατάρτιση του επέτρεψε να προσεγγίσει -με εργαλείο την επαναστατική
θεωρία- σημαντικά και κρίσιμα προβλήματα που αφορούν την οικοδόμηση του
σοσιαλισμού και ιδιαίτερα της σοσιαλιστικής οικονομίας.
Ως
επικεφαλής κουβανέζικης οικονομικής αντιπροσωπείας επισκέφθηκε μια
σειρά σοσιαλιστικές χώρες, ανάμεσα τους την ΕΣΣΔ, τη Λαϊκή Δημοκρατία
της Κίνας, τη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας, τη Γερμανική
Λαϊκή Δημοκρατία, τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας και με αυτή την
ιδιότητα μελέτησε ζητήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Σε αυτά τα
πλαίσια αντιμετώπισε με κριτικό πνεύμα μεταρρυθμίσεις και πολιτικές που
ακολουθούνταν τη δεκαετία του 1960 στην ΕΣΣΔ και σε άλλες σοσιαλιστικές
χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης.
Το
παρόν άρθρο -που αποτελεί μόνο ένα μέρος από άρθρα και ομιλίες του γύρω
από το ζήτημα της σοσιαλιστικής οικονομίας- εστιάζει σε θέματα του
κεντρικού σχεδιασμού της σοσιαλιστικής οικονομίας, καθώς και σε αυτά που
αφορούν τη λειτουργία των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων στο σοσιαλισμό.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Η βιομηχανία μας, Οικονομική Επιθεώρηση»,
τεύχος Νο 5 του Φεβρουαρίου του 1964 και μεταφράστηκε από τα ισπανικά
από την επίσημη ιστοσελίδα του «Κέντρου Μελετών Τσε Γκουεβάρα» της
Κούβας (http://cheguevara.cubasi.cu). Αφιερώνεται στα 40 χρόνια από τη
δολοφονία του στις 9 Οκτωβρίου του 1967.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟ*
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΟΣΑ ΠΡΟΗΓΗΘΗΚΑΝ
Με
το θέμα αυτό ήδη έχουμε ασχοληθεί λίγο, αλλά όχι αρκετά και πιστεύω ότι
είναι επιτακτική ανάγκη να ξεκινήσουμε βαθύτερες αναλύσεις πάνω σ’αυτό
για να μπορέσουμε να δώσουμε μια καθαρή εικόνα της εμβέλειας και της
μεθοδολογίας του.
Το σύστημα αυτό κατοχυρώνεται επίσημα με το Νόμο που ρυθμίζει το σύστημα που χρηματοδοτεί τις κρατικές επιχειρήσεις μέσα από τον προϋπολογισμόκαι εγκαινιάζεται στα πλαίσια εργασίας του Υπουργείου Βιομηχανίας.
Η
ιστορία του είναι σύντομη και φτάνει μόλις μέχρι το 1960, οπότε το
σύστημα αρχίζει να αποκτάει κάποια υπόσταση. Πρόθεσή μας όμως δεν είναι
ν’ αναλύσουμε την ανάπτυξή του, αλλά το πώς παρουσιάζεται σήμερα,
γνωρίζοντας καλά ότι δεν έχει ακόμα ολοκληρώσει την εξέλιξή του. Μας
ενδιαφέρει να κάνουμε σύγκριση με το λεγόμενο οικονομικό υπολογισμό. Σε
ό,τι αφορά το σύστημα αυτό, δίνουμε έμφαση στην πλευρά της οικονομικής
αυτοδιαχείρισης, διότι αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα
διαφοροποίησης, καθώς και έμφαση στη στάση απέναντι στο υλικό κίνητρο,
διότι είναι η βάση στην οποία στηρίζεται η αυτοδιαχείριση.
Η
εξήγηση των διαφορών είναι δύσκολη, καθώς συχνά είναι θολές και λεπτές
και επιπλέον η μελέτη του συστήματος της χρηματοδότησης από τον
προϋπολογισμό δεν έχει μπει σε τέτοιο βάθος, ώστε να παρουσιαστεί με την
ίδια σαφήνεια, όπως ο οικονομικός υπολογισμός.
Θα
ξεκινήσουμε με κάποιες παραθέσεις. Η πρώτη είναι από τα οικονομικά
χειρόγραφα του Μαρξ που χρονολογούνται από την εποχή που τη βάφτισαν
περίοδο του «νέου Μαρξ». Τότε που το βάρος των φιλοσοφικών ιδεών που
συνέβαλαν στη διαμόρφωσή του φαινόταν καθαρά ακόμα και στο λεξιλόγιό του
και οι ιδέες του πάνω στην οικονομία ήταν ακόμα ασαφείς. Παρόλα αυτά, ο
Μαρξ τότε βρισκόταν στην πληρότητα της ζωής του: είχε πια αγκαλιάσει
την υπόθεση των ταπεινών και την εξηγούσε φιλοσοφικά, χωρίς ωστόσο την
επιστημονική δεινότητά του «Το Κεφάλαιο». Στοχαζόταν πιο πολύ σαν
φιλόσοφος και αναφερόταν λοιπόν πιο συγκεκριμένα στον άνθρωπο σαν άτομο
και στα προβλήματα της απελευθέρωσής του σαν κοινωνικό ον, χωρίς να
μπαίνει ακόμα στην ανάλυση του αναπόφευκτου της κατάρρευσης των
κοινωνικών δομών της εποχής του για να ανοίξει ο δρόμος της μεταβατικής
περιόδου: της δικτατορίας του προλεταριάτου. Στο «Κεφάλαιο» ο Μαρξ
παρουσιάζεται σαν επιστήμονας οικονομολόγος που αναλύει εξονυχιστικά το
μεταβατικό χαρακτήρα των κοινωνικών σταδίων και την ταύτισή τους με τις
σχέσεις παραγωγής. Δεν προχωράει σε φιλοσοφικές αναζητήσεις.
Το
βάρος του μνημείου αυτού της ανθρώπινης διανόησης είναι τέτοιο που μας
κάνει συχνά να ξεχνάμε τον ανθρωπιστικό χαρακτήρα (με την καλύτερη
έννοια του όρου) των ανησυχιών του. Ο μηχανισμός των σχέσεων παραγωγής
και η συνέπειά του, η πάλη των τάξεων, κρύβει σε ένα βαθμό το
αντικειμενικό γεγονός ότι είναι άνθρωποι που κινούνται μέσα στο ιστορικό
περιβάλλον. Τώρα όμως μας ενδιαφέρει ο άνθρωπος και αυτός είναι και ο
λόγος της παράθεσης αυτού του αποσπάσματος, που δεν έχει λιγότερη αξία
ως έκφραση του στοχασμού του φιλόσοφου, επειδή γράφτηκε στη νεότητά του.
«Ο
κομμουνισμός είναι το θετικό ξεπέρασμα της ατομικής ιδιοκτησίας, η
ανθρώπινη αυτοαλλοτρίωση και συνακόλουθα πραγματική ιδιοποίηση της
ανθρώπινης ουσίας από τον άνθρωπο και για τον άνθρωπο. Συνεπώς είναι η
ολοκληρωτική επιστροφή του ανθρώπου στον εαυτό του σαν κοινωνικό
άνθρωπο, δηλαδή ανθρώπινο άνθρωπο, μια επιστροφή συνειδητή που
συντελείται μέσα σε ολόκληρο τον πλούτο της προηγούμενης εξέλιξης. Ο
κομμουνισμός αυτός σαν ολοκληρωμένος νατουραλισμός=ουμανισμός είναι και
σαν ολοκληρωμένος ουμανισμός=νατουραλισμός. Είναι η γνήσια λύση της
σύγκρουσης ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση ή του ανθρώπου ενάντια στον
άνθρωπο, η γνήσια λύση της πάλης ανάμεσα στην ύπαρξη και την ουσία,
ανάμεσα στην αντικειμενοποίηση και την επιβεβαίωση του εαυτού του,
ανάμεσα στην ελευθερία και την αναγκαιότητα, ανάμεσα στο άτομο και το
είδος. Είναι η λύση του αινίγματος της ιστορίας, που έχει συνείδηση του
εαυτού της, ότι αποτελεί αυτή τη λύση»[1].
Η λέξη συνείδηση
υπογραμμίζεται διότι θεωρείται βασική για την τοποθέτηση του
προβλήματος. Ο Μαρξ σκεπτόταν την απελευθέρωση του ανθρώπου και έβλεπε
τον κομμουνισμό σαν τη λύση των αντιθέσεων που δημιούργησαν την
αλλοτρίωσή του, ωστόσο σαν μια πράξη συνειδητή. Δηλαδή ο κομμουνισμός
δεν μπορεί να θεωρηθεί απλά και μόνο το αποτέλεσμα ταξικών αντιθέσεων σε
μια ψηλά αναπτυγμένη κοινωνία που θα λύνονταν στην πορεία μιας
μεταβατικής περιόδου για να φτάσει στην κορυφή. Ο άνθρωπος δρα συνειδητά
στην ιστορία. Χωρίς τη συνείδηση αυτή που περικλείει τη συνείδηση του
κοινωνικού του είναι, δεν μπορεί να υπάρξει κομμουνισμός.
Ενώ
εργαζόταν πάνω στο Κεφάλαιο, ο Μαρξ δεν εγκατέλειψε τη μαχητική του
στάση. Οταν το 1875 έγινε το συνέδριο της Γκότα για την ενοποίηση των
εργατικών οργανώσεων της Γερμανίας (Εργατικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και
Γενική Ομοσπονδία των Γερμανών Εργαζομένων) και παρουσιάστηκε το
πρόγραμμα με το ίδιο όνομα, η απάντησή του ήταν η Κριτική του Προγράμματος της Γκότα.
Αυτό
το κείμενο -που γράφτηκε με καθαρό πολεμικό προσανατολισμό, ενώ
εργαζόταν πάνω στο βασικό του έργο- είναι σημαντικό γιατί αναφέρεται, αν
και παρεμπιπτόντως, στο πρόβλημα της μεταβατικής περιόδου. Στην ανάλυση
του 3ου σημείου του Προγράμματος της Γκότα επεκτείνεται πάνω σε μερικά
από τα σημαντικότερα θέματα αυτής της περιόδου που τη θεωρεί σαν το
αποτέλεσμα της κατάρρευσης του ανεπτυγμένου καπιταλιστικού συστήματος.
Στο στάδιο αυτό δεν προβλέπει χρήση του χρήματος, προβλέπει όμως τον
ατομικό χαρακτήρα της αμοιβής της εργασίας, γιατί:
«Εδώ
έχουμε να κάνουμε με μια κομμουνιστική κοινωνία, όχι όπως έχει
εξελιχθεί πάνω στη δική της βάση, αλλά αντίθετα όπως ακριβώς προβάλλει
από την καπιταλιστική κοινωνία, με μια κομμουνιστική κοινωνία, επομένως
που από κάθε άποψη, οικονομικά, ηθικά, πνευματικά, είναι γεμάτη με τα
σημάδια της παλιάς κοινωνίας, που από τους κόλπους της βγήκε. Επομένως ο
κάθε μεμονωμένος παραγωγός -ύστερα από τις κρατήσεις- παίρνει πίσω ό,τι
ακριβώς της δίνει. Αυτό που της έδοσε είναι η ατομική του ποσότητα
εργασίας»[2].
Ο
Μαρξ δεν μπόρεσε παρά μόνο με τη διαίσθησή του να προβλέψει την
ανάπτυξη του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού συστήματος, ο Λένιν το
αφουγκράζεται και κάνει τη διάγνωσή του:
«Η
ανισόμετρη οικονομική και πολιτική ανάπτυξη είναι απόλυτος νόμος του
καπιταλισμού. Από δω βγαίνει πως είναι δυνατή η νίκη του σοσιαλισμού
στην αρχή σε λίγες ή ακόμη και σε μια μονάχα, χωριστά παρμένη
καπιταλιστική χώρα. Το νικηφόρο προλεταριάτο αυτής της χώρας,
απαλλοτριώνοντας τους καπιταλιστές και οργανώνοντας στη χώρα του τη
σοσιαλιστική παραγωγή, θα ορθωνόταν ενάντια στον υπόλοιπο κόσμο, τον
καπιταλιστικό κόσμο, παίρνοντας μαζί του τις καταπιεζόμενες τάξεις των
άλλων χωρών, ξεσηκώνοντας στις χώρες αυτές εξεγέρσεις ενάντια στους
καπιταλιστές, δρώντας σε περίπτωση ανάγκης ακόμη και με στρατιωτική
δύναμη ενάντια στις εκμεταλλεύτριες τάξεις και τα κράτη τους. Πολιτική
μορφή της κοινωνίας, όπου νικάει το προλεταριάτο, ανατρέποντας την
αστική τάξη, θα είναι η λαοκρατική δημοκρατία, που θα συγκεντρώσει όλο
και περισσότερο τις δυνάμεις του προλεταριάτου του δοσμένου έθνους ή των
δοσμένων εθνών στην πάλη ενάντια στα κράτη που δεν θα έχουν ακόμη
περάσει στο σοσιαλισμό. Δεν είναι δυνατή η εξάλειψη των τάξεων χωρίς τη
δικτατορία της καταπιεζόμενης τάξης, του προλεταριάτου. Δεν είναι δυνατή
η ελεύθερη ένωση των εθνών στο σοσιαλισμό χωρίς μια λίγο-πολύ
μακρόχρονη, επίμονη πάλη των σοσιαλιστικών δημοκρατιών ενάντια στα
οπισθοδρομικά κράτη…»[3].
Λίγα
χρόνια αργότερα ο Στάλιν συστηματοποίησε την ιδέα αυτή φτάνοντας στο
σημείο να θεωρήσει δυνατή τη σοσιαλιστική επανάσταση και στις αποικίες.
«Η
τρίτη αντίθεση, είναι η αντίθεση ανάμεσα στη χούφτα των κυρίαρχων
“πολιτισμένων” εθνών και στις εκατοντάδες εκατομμύρια των αποικιακών και
εξαρτημένων λαών του κόσμου. Ο ιμπεριαλισμός είναι η πιο ξετσίπωτη
εκμετάλλευση και η πιο απάνθρωπη καταπίεση των εκατοντάδων εκατομμυρίων
ανθρώπων του πληθυσμού των απέραντων αποικιών και των εξαρτημένων χωρών.
Η απόσπαση υπερκερδών - αυτός είναι ο σκοπός αυτής της εκμετάλλευσης
και καταπίεσης. Ο ιμπεριαλισμός όμως, εκμεταλλευόμενος αυτές τις χώρες,
είναι υποχρεωμένος να φτιάχνει εκεί σιδηροδρόμους, φάμπρικες και
εργοστάσια, βιομηχανικά και εμπορικά κέντρα. Και τα αναπόφευκτα
αποτελέσματα από αυτή την “πολιτική” είναι: η εμφάνιση της τάξης των
προλετάριων, η γέννηση μιας ντόπιας διανόησης, το ξύπνημα της εθνικής
συνείδησης, το δυνάμωμα του απελευθερωτικού κινήματος. Αυτό το δείχνει
ολοφάνερα το δυνάμωμα του επαναστατικού κινήματος σ’ όλες, χωρίς
εξαίρεση, τις αποικίες και τις εξαρτημένες χώρες. Το γεγονός αυτό είναι
σπουδαίο για το προλεταριάτο, γιατί υποσκάπτει στη ρίζα τους τις θέσεις
του καπιταλισμού, και μετατρέπει έτσι τις αποικίες και τις εξαρτημένες
χώρες από εφεδρείες του ιμπεριαλισμού σε εφεδρείες της προλεταριακής
επανάστασης [4].
Οι θέσεις του Λένιν αποδείχτηκαν στην πράξη με το θρίαμβο που αποτελεί η πράξη γέννησης της ΕΣΣΔ.
Βρισκόμαστε
μπροστά σ’ ένα καινούριο φαινόμενο: ο ερχομός της σοσιαλιστικής
επανάστασης σε μια μόνη χώρα, οικονομικά καθυστερημένη, επιφάνειας 22
εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων, με αραιό πληθυσμό, επιδείνωση της
φτώχειας εξαιτίας του πολέμου και -σαν να μην έφτανε αυτό- αντιμέτωπη
με την επέμβαση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Μετά
από μια περίοδο πολεμικού κομμουνισμού ο Λένιν βάζει τις βάσεις της
Νέας Οικονομικής Πολιτικής (ΝΕΠ) και με αυτή τις βάσεις της ανάπτυξης
της σοβιετικής κοινωνίας μέχρι τις μέρες μας.
Πρέπει
να περιγράψουμε εδώ την εποχή που ζούσε τότε η Σοβιετική Ενωση και
κανείς δεν μπορεί να το κάνει αυτό καλύτερα από τον ίδιο το Λένιν:
«Ετσι
λοιπόν το 1918 είχα τη γνώμη ότι ο κρατικός καπιταλισμός, σε σχέση με
την τότε οικονομική κατάσταση της Σοβιετικής Δημοκρατίας, αποτελούσε ένα
βήμα προς τα μπρος. Αυτό μας φαίνεται πολύ περίεργο και ίσως μάλιστα
και ανόητο, γιατί και τότε η Δημοκρατία μας ήταν σοσιαλιστική
Δημοκρατία. Τότε υιοθετούσαμε κάθε μέρα, με τη μεγαλύτερη βιασύνη
-ασφαλώς με υπερβολική βιασύνη- διάφορα νέα οικονομικά μέτρα, που δεν
μπορούμε να τα ονομάσουμε αλλιώς, παρά μόνο σοσιαλιστικά μέτρα. Και
ωστόσο σκεφτόμουνα τότε ότι ο κρατικός καπιταλισμός, σε σύγκριση με την
τότε οικονομική κατάσταση της Σοβιετικής Δημοκρατίας, αποτελεί ένα βήμα
προς τα μπρος και στη συνέχεια εξηγούσα αυτή μου τη σκέψη, απαριθμώντας
απλώς τα στοιχεία του οικονομικού συστήματος της Ρωσίας. Τα στοιχεία
αυτά ήταν, κατά τη γνώμη μου, τα παρακάτω: 1) η πατριαρχική, δηλαδή σε
σημαντικό βαθμό φυσική, αγροτική οικονομία, 2) η μικρή εμπορευματική
παραγωγή (εδώ ανήκει η πλειοψηφία των αγροτών από εκείνους που πουλάνε
στάρι), 3) ο ιδιωτικός καπιταλισμός, 4) ο κρατικός καπιταλισμός και 5) ο
σοσιαλισμός. Ολα αυτά τα οικονομικά στοιχεία αντιπροσωπεύονταν στη
Ρωσία εκείνου του καιρού. Εβαζα τότε σαν καθήκον μου να εξηγήσω τη σχέση
αυτών των στοιχείων μεταξύ τους και διερωτόμουν, αν δεν θα έπρεπε να
θεωρούμε ένα από τα μη σοσιαλιστικά στοιχεία, δηλαδή τον κρατικό
καπιταλισμό, ανώτερο από το σοσιαλισμό. Το ξαναλέω: αυτό φαίνεται σε
όλους πολύ περίεργο, ότι δηλαδή σε μια Δημοκρατία που διακηρύσσει ότι
είναι σοσιαλιστική, το μη σοσιαλιστικό στοιχείο θεωρείται ανώτερο,
αναγνωρίζεται ότι στέκεται ψηλότερα από το σοσιαλισμό. Το πράγμα όμως
γίνεται κατανοητό, αν θυμηθείτε ότι δεν εξετάζαμε το οικονομικό καθεστώς
της Ρωσίας σαν κάτι το ομοιογενές και πολύ αναπτυγμένο, αλλά είχαμε
απόλυτα την επίγνωση ότι στη Ρωσία, δίπλα στη σοσιαλιστική μορφή,
υπάρχει και η πατριαρχική γεωργία, δηλ. η πιο πρωτόγονη μορφή της
γεωργίας. Ποιο ρόλο μπορούσε λοιπόν να παίξει ο κρατικός καπιταλισμός
μέσα σ αυτές τις συνθήκες;»[5].
«Αφού
υπογράμμισα ότι ακόμη από το 1918 θεωρούσαμε τον κρατικό καπιταλισμό
σαν ενδεχόμενη γραμμή υποχώρησης, περνώ στα αποτελέσματα της νέας
οικονομικής μας πολιτικής. Το επαναλαμβάνω: τότε αυτό ήταν ακόμη μια
πολύ αόριστη ιδέα. Το 1921 όμως, αφού ξεπεράσαμε το σπουδαιότερο στάδιο
του εμφυλίου πολέμου, και το ξεπεράσαμε νικηφόρα, σκοντάψαμε σε μια
μεγάλη -νομίζω τη μεγαλύτερη- εσωτερική πολιτική κρίση της Σοβιετικής
Ρωσίας, κρίση που γέννησε δυσαρέσκεια όχι μόνο σε μια σημαντική μερίδα
της αγροτιάς, μα και των εργατών. Αυτό συνέβη για πρώτη φορά και ελπίζω
πως θα είναι και η τελευταία στην Ιστορία της Σοβιετικής Ρωσίας, όταν
μεγάλες μάζες της αγροτιάς ήταν εναντίον μας, αν και ασυνείδητα,
ενστικτωδώς, από μια εσωτερική διάθεση. Τι ήταν εκείνο που προκάλεσε την
ιδιόμορφη αυτή κατάσταση που δεν ήταν, όπως καταλαβαίνετε, καθόλου
ευχάριστη για μας; Η αιτία ήταν ότι στην οικονομική μας επίθεση είχαμε
προχωρήσει πολύ μπροστά, ότι δεν εξασφαλίσαμε επαρκείς βάσεις και ότι οι
μάζες ένοιωσαν εκείνο που τότε ακόμη δεν ξέραμε να το διατυπώσουμε
συνειδητά, μα που σε λίγο, μέσα σε μερικές εβδομάδες, το αναγνωρίσαμε κι
εμείς, δηλαδή ότι το άμεσο πέρασμα σε καθαρά σοσιαλιστικές μορφές
οικονομίας, σε μια καθαρά σοσιαλιστική κατανομή των προϊόντων ήταν
ανώτερο από τις δυνάμεις μας και ότι, αν αποδειχτεί ότι δεν είμαστε σε
θέση να πραγματοποιήσουμε την υποχώρηση έτσι, ώστε να περιοριστούμε στα
πιο εύκολα καθήκοντα, μας απειλεί καταστροφή»[6].
Βλέπουμε
ότι η οικονομική και πολιτική κατάσταση της Σοβιετικής Ενωσης απαιτούσε
την αναδίπλωση για την οποία μιλούσε ο Λένιν. Ολη αυτή η πολιτική
πρέπει να θεωρηθεί σαν μια τακτική στενά δεμένη με την ιστορική
κατάσταση της χώρας και συνεπώς δεν πρέπει να προσάψουμε σε αυτές τις
προτάσεις καθολική αξία. Πιστεύουμε όμως ότι πρέπει να υπολογίσουμε δύο
εξαιρετικής σημασίας παράγοντες για τη μεταφορά της προβληματικής αυτής
σε άλλες χώρες:
1.
Τα χαρακτηριστικά της τσαρικής Ρωσίας τη στιγμή της επανάστασης, την
εξέλιξη της τεχνικής σε όλα τα επίπεδα, τον ιδιόμορφο χαρακτήρα του λαού
της, τις γενικές συνθήκες της χώρας, όπου στην καταστροφή ενός
παγκόσμιου πολέμου προστέθηκαν οι ερημώσεις που προκάλεσαν οι λευκές
ορδές και οι ιμπεριαλιστικές επιδρομές.
2. Τα γενικά χαρακτηριστικά της εποχής στον τομέα της τεχνικής της διεύθυνσης και του ελέγχου της οικονομίας.
Ο Οσκαρ Λάνγκε, στο άρθρο του «Τα σύγχρονα προβλήματα της οικονομικής επιστήμης στην Πολωνία», γράφει:
«Η
αστική οικονομική επιστήμη παίζει ακόμη κι έναν άλλο ρόλο. Η αστική
τάξη και τα μονοπώλια δεν παρέχουν τόσα μέσα για να δημιουργήσουν σχολές
ανώτερου επιπέδου και ινστιτούτα επιστημονικής ανάλυσης στον τομέα των
οικονομικών επιστημών μόνο με τον σκοπό να τους βοηθήσουν στην
απολογητική του κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Περιμένουν και κάτι άλλο
απ’ τους οικονομολόγους κι’ αυτό είναι η βοήθεια στην επίλυση των πολλών
προβλημάτων της οικονομικής πολιτικής. Την εποχή του καπιταλισμού του
ελεύθερου ανταγωνισμού τα καθήκοντα σ’ αυτόν τον τομέα ήταν περιορισμένα
και δεν αναφέρονταν παρά στην οικονομική διοίκηση, στη νομισματική
πολιτική, στην πολιτική των πιστώσεων, στην τελωνειακή πολιτική, στις
μεταφορές κλπ. Στις συνθήκες όμως του μονοπωλιακού καπιταλισμού και
ιδιαίτερα στις συνθήκες της ολοένα και μεγαλύτερης διείσδυσης του
κρατικού καπιταλισμού στην οικονομική ζωή, αυτού του είδους τα
προβλήματα αυξάνονται. Μπορούμε να παραθέσουμε μερικά: η ανάλυση της
αγοράς για τη διευκόλυνση της πολιτικής των τιμών των μεγάλων
μονοπωλίων, οι μέθοδοι ενός συνόλου βιομηχανικών επιχειρήσεων
συγκεντροποιημένης διεύθυνσης, οι αμοιβαίοι λογιστικοί κανονισμοί
ανάμεσα στις επιχειρήσεις, η προγραμματισμένη σύνδεση της δραστηριότητας
και της ανάπτυξής τους, της αντίστοιχης τοποθέτησής τους, η πολιτική
εξοφλήσεων ή επενδύσεων. Από δω πηγάζουν και τα ζητήματα τα σχετικά με
τη δραστηριότητα του καπιταλιστικού κράτους στη σύγχρονη περίοδο, καθώς
και τα κριτήρια δραστηριότητας των εθνικοποιημένων βιομηχανιών,
της επενδυτικής τους πολιτικής καθώς και της πολιτικής τοποθέτησής τους
(ιδιαίτερα στον τομέα της ενέργειας), με τέτιο τρόπο, ώστε να επεμβαίνουν πολιτικά - οικονομικά στο σύνολο της εθνικής οικονομίας κλπ.».
«Σε
όλα αυτά τα προβλήματα προστέθηκε μια σειρά από τεχνικο - οικονομικά
επιτεύγματα, που σε τομείς όπως η ανάλυση της αγοράς ή ο προγραμματισμός
της δραστηριότητας των επιχειρήσεων που αποτελούν τμήμα μιας ομάδας ή
στους λογιστικούς κανονισμούς στο εσωτερικό του κάθε εργοστασίου ή της
κάθε ομάδας εργοστασιών, τα κριτήρια εξόφλησης και άλλα, μπορούν να μας
χρησιμεύσουν μερικώς στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού (όπως άλλωστε θα
χρησιμεύσουν στο μέλλον στους εργαζόμενους των χωρών που τώρα είναι
καπιταλιστικές, όταν θα γίνει η μετάβαση στο σοσιαλισμό)».
Ας
σημειώσουμε ότι την εποχή που γράφτηκαν αυτές οι γραμμές η Κούβα δεν
είχε ακόμη πραγματοποιήσει τη μετάβασή της και δεν είχε ακόμη καν
αρχίσει την επανάστασή της. Πολλές από τις τεχνικές προόδους που
περιγράφονταν από το Λάνγκε υπήρχαν στην Κούβα, με άλλα λόγια, οι
συνθήκες της κουβανικής κοινωνίας εκείνης της εποχής επέτρεπαν το
συγκεντροποιημένο έλεγχο μερικών επιχειρήσεων που είχαν την έδρα τους
στην Αβάνα ή στη Νέα Υόρκη. Η «EmpresaConsolidadadelPetroleo», που
σχηματίστηκε με τη συνένωση των τριών ιμπεριαλιστικών διυλιστηρίων που
υπήρχαν (ESSO, TEXACO, SHELL), διατήρησε και σε μερικές περιπτώσεις
τελειοποίησε τα συστήματα ελέγχου της. Το υπουργείο μας την έχει για
πρότυπο. Στις επιχειρήσεις όπου δεν υπήρχε ούτε συγκεντρωτική παράδοση
ούτε πρακτικές συνθήκες, αυτές δημιουργήθηκαν πάνω στη βάση μιας εθνικής
εμπειρίας, όπως στην EmpresaConsolidadadelaHarinπου αξίζει την πρώτη
θέση ανάμεσα σε όλες τις επιχειρήσεις που υπάγονται στο υφυπουργείο
Ελαφράς Βιομηχανίας.
Παρόλο
που η πρακτική των πρώτων ημερών διεύθυνσης των βιομηχανιών μάς πείθει
πλήρως για το ότι είναι αδύνατο να ακολουθήσουμε λογικά άλλο δρόμο, θα
ήταν άχρηστο να συζητήσουμε τώρα αν τα μέτρα οργάνωσης που πάρθηκαν θα
είχαν δώσει παρόμοια ή καλύτερα αποτελέσματα με την εφαρμογή της
αυτοδιαχείρισης στο επίπεδο της μονάδας. Εκείνο που έχει σημασία είναι
ότι μπόρεσε να πραγματοποιηθεί μέσα σε πολύ δύσκολες συνθήκες κι ότι η
συγκεντροποίηση επέτρεψε -στην περίπτωση της καλτσοβιομηχανίας για
παράδειγμα- τη διάλυση μιας μεγάλης ποσότητας από αναποτελεσματικά
μικρομάγαζα και να προωθήσουμε έξι χιλιάδες εργάτες σε άλλους κλάδους
της παραγωγής.
Θελήσαμε να καθορίσουμε, με όλες αυτές τις παραθέσεις, τα θέματα που θεωρούμε βασικά για την ερμηνεία του συστήματος:
1.
Ο κομμουνισμός είναι ένας στόχος της ανθρωπότητας, στον οποίο φτάνει
συνειδητά. Επειτα, η εκπαίδευση και η εξάλειψη των ιχνών της παλιάς
κοινωνίας στη συνείδηση των ανθρώπων έχουν τεράστια σημασία, χωρίς
φυσικά να ξεχνάμε ότι ποτέ δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μια τέτοια
κοινωνία χωρίς παράλληλες προόδους στην παραγωγή.
2.
Οι μορφές διεύθυνσης της οικονομίας, τεχνολογική πλευρά του ζητήματος,
πρέπει να επιλεγούν από τις πιο αναπτυγμένες και τις περισσότερο
προσαρμόσιμες στη νέα κοινωνία. Η πετροχημική τεχνολογία του
ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου μπορεί να χρησιμοποιηθεί από το σοσιαλιστικό
χωρίς να φοβηθούμε τη μόλυνση της αστικής ιδεολογίας. Το ίδιο συμβαίνει
με καθετί που έχει σχέση με τις τεχνικές νόρμες διεύθυνσης και ελέγχου
της παραγωγής στον οικονομικό τομέα.
Θα
μπορούσαμε, αν και κάπως τολμηρά, να παραφράσουμε το Μαρξ όταν
αναφέρεται στη χρήση της διαλεκτικής του Χέγκελ και να πούμε ότι οι
τεχνικές αυτές ξαναστήνονται έτσι στα πόδια τους.
Μια
ανάλυση των μεθόδων λογιστικής τεχνικής που χρησιμοποιούνται σήμερα
στις σοσιαλιστικές χώρες μάς δείχνει ότι ανάμεσα σε αυτές και στις δικές
μας βρίσκεται μια διαφοροποιημένη αντίληψη που θα μπορούσε να
παραλληλιστεί με αυτή που υπάρχει στον καπιταλισμό, ανάμεσα στον
καπιταλισμό του ελεύθερου ανταγωνισμού και το μονοπώλιο. Τελικά οι
προηγούμενες τεχνικές «στημένες στα πόδια τους» χρησίμευσαν σαν βάση για
την ανάπτυξη και των δύο συστημάτων. Από εκεί και πέρα οι δρόμοι
χωρίζουν, μια και ο σοσιαλισμός έχει τις δικές του σχέσεις παραγωγής
και, συνακόλουθα, τις δικές του απαιτήσεις.
Μπορούμε
λοιπόν να πούμε ότι σαν τεχνική ο πρόδρομος του συστήματος
χρηματοδότησης από τον προϋπολογισμό είναι το ιμπεριαλιστικό μονοπώλιο
που υπήρχε στην Κούβα, που είχε κιόλας υποστεί τις παραλλαγές τις
εγγενείς στη μακρόχρονη διαδικασία ανάπτυξης της τεχνικής της διεύθυνσης
και του ελέγχου που αρχίζει από την αυγή του μονοπωλιακού συστήματος
μέχρι τις μέρες μας, όπου φτάνει στα ανώτερα επίπεδά της. Οταν έφυγαν τα
μονοπώλια πήραν μαζί τους τα ανώτερα στελέχη τους και μερικά μεσαία
στελέχη. Ταυτόχρονα, η ανώριμη αντίληψή μας για την επανάσταση μας είχε
ωθήσει στην κατάργηση μιας ολόκληρης σειράς από καθιερωμένες μεθόδους,
μόνο και μόνο γιατί ήταν καπιταλιστικές. Αυτός είναι ο λόγος για τον
οποίο το σύστημά μας δεν έχει ακόμα φτάσει στο βαθμό αποτελεσματικότητας
των ντόπιων μονοπωλιακών υποκαταστημάτων, σχετικά με τη διεύθυνση και
τον έλεγχο της παραγωγής. Τραβάμε λοιπόν αυτό το δρόμο, καθαρίζοντάς τον
από οποιαδήποτε προηγούμενη σαβούρα.
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟ
Υπάρχουν
σε διάφορους βαθμούς διαφορές ανάμεσα στον οικονομικό υπολογισμό και
στο σύστημα της χρηματοδότησης από τον προϋπολογισμό. Θα προσπαθήσουμε
να τις διαχωρίσουμε σε δύο μεγάλες ομάδες και να τις εξηγήσουμε
συνοπτικά. Υπάρχουν διαφορές μεθοδολογικής τάξης -πρακτικής ας πούμε-
και διαφορές βαθύτερου χαρακτήρα, αλλά που η ανάλυση της φύσης τους
μπορεί να θεωρηθεί «βυζαντινολογία», αν αυτή δε γίνει με μεγάλη προσοχή.
Πρέπει
να διασαφηνίσουμε ότι αυτό που αναζητούμε είναι η αποτελεσματικότερη
μορφή για να φτάσουμε στον κομμουνισμό. Δεν υπάρχει διαφορά αρχών. Ο
οικονομικός υπολογισμός απέδειξε την πρακτική του αποτελεσματικότητα και
ξεκινώντας από τις ίδιες βάσεις αποσκοπούμε στους ίδιους σκοπούς.
Πιστεύουμε ότι το σχήμα δράσης του συστήματός μας, κατάλληλα
ανεπτυγμένο, μπορεί να ανυψώσει την αποτελεσματικότητα της οικονομικής
διαχείρισης του σοσιαλιστικού κράτους, να εμβαθύνει τη συνείδηση των
μαζών και να ενισχύσει τη συνοχή του παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος
πάνω στη βάση μιας ολοκληρωμένης δράσης.
Η
πιο άμεση διαφορά φαίνεται όταν μιλάμε για την επιχείρηση. Για μας, μια
επιχείρηση είναι ένα σύνολο εργοστασίων και παραγωγικών μονάδων με
παρόμοια τεχνολογική βάση, κοινό προορισμό για την παραγωγή και, σε
ορισμένες περιπτώσεις, μια περιορισμένη γεωγραφική θέση. Στο σύστημα
οικονομικού υπολογισμού η επιχείρηση είναι μια παραγωγική μονάδα με δική
της νομική προσωπικότητα. Με βάση αυτή τη μέθοδο, ένα κεντρικό
εργοστάσιο ζάχαρης είναι μια επιχείρηση, ενώ για μας όλες οι
ζαχαροβιομηχανίες και άλλες μονάδες σχετικές με τη ζάχαρη αποτελούν την
Ενιαία Επιχείρηση Ζάχαρης.
Στην ΕΣΣΔ πρόσφατα έκαναν τέτοιου τύπου προσπάθειες, προσαρμοσμένες στις ειδικές συνθήκες της αδελφής αυτής χώρας.[7]
Μια
άλλη διαφορά υπάρχει στη μορφή χρησιμοποίησης του χρήματος. Στο σύστημά
μας το χρήμα δε λειτουργεί παρά σαν αριθμητικό στοιχείο, σαν
αντανάκλαση, στις τιμές, της διαχείρισης της επιχείρησης, που οι
κεντρικοί οργανισμοί θα αναλύσουν για να ελέγξουν τη λειτουργία της.
Στον οικονομικό έλεγχο δεν είναι μόνο αυτό. Είναι ακόμα και μέσο
πληρωμής που λειτουργεί σαν έμμεσο εργαλείο ελέγχου, μια και αυτά τα
αποθέματα είναι που επιτρέπουν τη λειτουργία της μονάδας και οι σχέσεις
της με την τράπεζα είναι παρόμοιες με τη σχέση ενός ιδιωτικού παραγωγού
με τις καπιταλιστικές τράπεζες, όπου πρέπει να εξηγήσει τα σχέδιά του
λεπτομερειακά και ν’ αποδείξει τη φερεγγυότητά του. Φυσικά, στην
περίπτωση αυτή, δεν υπάρχει αυθαίρετη απόφαση, αλλά υποταγή σε ένα
σχέδιο και οι σχέσεις πραγματοποιούνται ανάμεσα σε κρατικούς
οργανισμούς.
Επομένως,
εξαιτίας της μορφής χρησιμοποίησης του χρήματος, οι επιχειρήσεις μας
δεν έχουν δικά τους αποθέματα. Στην τράπεζα υπάρχουν χωριστοί
λογαριασμοί για να σηκώσουν ή να καταθέσουν λεφτά. Η επιχείρηση μπορεί,
σύμφωνα με το σχέδιο, να σηκώσει καταθέσεις από το γενικό λογαριασμό
δαπανών ή από τον ειδικό λογαριασμό για να πληρώσει μισθούς. Οταν όμως
κάνει μια κατάθεση, αυτή περνάει αυτόματα στα χέρια του κράτους.
Οι
επιχειρήσεις των περισσότερων αδελφών χωρών έχουν δικά τους χρηματικά
αποθέματα στις τράπεζες, τα οποία ενισχύουν με πιστώσεις από τις ίδιες
τράπεζες, για τις οποίες πληρώνουν τόκους, χωρίς να ξεχνάμε ποτέ ότι
αυτά τα «δικά τους» αποθέματα, όπως και οι πιστώσεις ανήκουν στην
κοινωνία και ότι η κίνησή τους εκφράζει την οικονομική κατάσταση της
επιχείρησης.
Σε
ό,τι αφορά τους κανόνες εργασίας, οι επιχειρήσεις οικονομικού ελέγχου
εφαρμόζουν την εργασία κανονισμένη με το χρόνο και την εργασία με το
κομμάτι ή με την ώρα (εργολαβικά). Προσπαθούμε να εφαρμόσουμε σε όλες
τις επιχειρήσεις την κανονισμένη με το χρόνο εργασία, με τα πριμ
υπερπαραγωγής και με όριο την τιμή της ανώτερης κλίμακας. Θα ξανάρθουμε
στο ζήτημα αυτό παρακάτω.
Στο
πλήρως αναπτυγμένο σύστημα οικονομικού υπολογισμού υπάρχει μια αυστηρή
μέθοδος σύμβασης, με πρόστιμα σε περίπτωση μη τήρησης και βασισμένη σε
ένα νομικό πλαίσιο καθιερωμένο στη διάρκεια πολύχρονης εμπειρίας. Στη
χώρα μας μια τέτοια δομή δεν υπάρχει ακόμη ούτε για τους οργανισμούς
αυτοδιαχείρισης, όπως είναι το Εθνικό Ινστιτούτο Αστικής Μεταρρύθμισης
(INRA). Η εφαρμογή της στάθηκε ιδιαίτερα δύσκολη εξαιτίας της συνύπαρξης
δύο τόσο ανόμοιων μεταξύ τους συστημάτων. Υπάρχει τώρα η Επιτροπή
Διαιτησίας, χωρίς εκτελεστικές δυνατότητες, αλλά η σημασία της ολοένα
και μεγαλώνει, μπορεί να αποτελέσει τη βάση της μελλοντικής νομικής μας
δομής. Στο εσωτερικό σχέδιο, ανάμεσα σε οργανισμούς που υπάγονται στο
σύστημα χρηματοδότησης από τον προϋπολογισμό, η απόφαση είναι εύκολη,
παίρνονται διοικητικά μέτρα για τη σωστή και καθημερινή διαχείριση των
λογαριασμών ελέγχου (αυτό γίνεται κιόλας στην πλειοψηφία των
επιχειρήσεων αυτού του υπουργείου).
Ξεκινώντας
από τη βάση ότι και στα δύο συστήματα το γενικό σχέδιο του κράτους
είναι η υπέρτατη αρχή, υποχρεωτικά σεβαστή, μπορούμε να συνοψίσουμε τις
λειτουργικές αναλογίες και διαφορές, λέγοντας ότι η αυτοδιαχείριση
στηρίζεται σε ένα σφαιρικό συγκεντροποιημένο έλεγχο και σε μια πιο
ισχυρή αποκέντρωση, ο έμμεσος έλεγχος ασκείται μέσω του ρουβλιού από την
τράπεζα και το νομισματικό αποτέλεσμα της διαχείρισης χρησιμεύει σαν
μέτρο για τα πριμ, το υλικό συμφέρον είναι ο μεγάλος μοχλός που κινεί
ατομικά και συλλογικά τους εργαζόμενους.
Το
σύστημα χρηματοδότησης από τον προυπολογισμό βασίζεται στο
συγκεντροποιημένο έλεγχο δραστηριότητας της επιχείρησης. Το σχέδιό του
και η οικονομική του διαχείριση ελέγχονται από κεντρικούς οργανισμούς με
άμεσο τρόπο. Η επιχείρηση δεν έχει δικά της αποθέματα ούτε δέχεται
τραπεζικές πιστώσεις. Χρησιμοποιεί ατομικά το υλικό κίνητρο, δηλαδή τα
πριμ και ατομικά πρόστιμα και όταν έρθει η στιγμή θα τα χρησιμοποιήσει
συλλογικά, αλλά το άμεσο υλικό κίνητρο περιορίζεται από τη μορφή
πληρωμής του μισθού.
ΛΕΠΤΟΤΕΡΕΣ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ
ΥΛΙΚΟ ΚΙΝΗΤΡΟ ΚΑΤΑ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ
Μπαίνουμε
τώρα πλήρως στον τομέα των λεπτότερων αντιθέσεων που πρέπει να
αναλυθούν διεξοδικότερα. Το θέμα του υλικού κινήτρου σε αντίθεση με το
ηθικό προκάλεσε πολλές συζητήσεις ανάμεσα στους ενδιαφερόμενους. Ενα
πράγμα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε: δεν αρνιόμαστε την αντικειμενική
αναγκαιότητα του υλικού κινήτρου, είμαστε όμως επιφυλακτικοί προκειμένου
να το χρησιμοποιήσουμε σαν ουσιαστικό μοχλό. Πιστεύουμε ότι στην
οικονομία ο τύπος αυτός του μοχλού αποκτάει γρήγορα τη σημασία της
κατηγορίας καθεαυτής και μετά επιβάλλει τη δική του δυναμική στις
ανθρώπινες σχέσεις. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πηγάζει από τον
καπιταλισμό και είναι καταδικασμένος να πεθάνει στο σοσιαλισμό.
Πώς θα το κάνουμε να πεθάνει;
Μας
απαντούν: Σιγά-σιγά μέσω της προοδευτικής αύξησης των καταναλωτικών
αγαθών για το λαό, πράγμα που θα κάνει το κίνητρο αυτό περιττό. Μας
φαίνεται πολύ αυστηρή ως μηχανισμός αυτή η αντίληψη. Τα καταναλωτικά
αγαθά είναι το σήμα κατατεθέν και, τελικά, το μεγάλο στοιχείο στη
διαμόρφωση της συνείδησης για τους υπερασπιστές του άλλου συστήματος.
Κατά τη γνώμη μας, άμεσο υλικό κίνητρο και συνείδηση είναι δύο αντίθετες
έννοιες.
Είναι
ένα από τα σημεία όπου οι διαφωνίες μας παίρνουν συγκεκριμένες
διαστάσεις. Δεν πρόκειται πια για δευτερεύουσας σημασίας διαφορές. Για
τους οπαδούς της οικονομικής αυτοδιαχείρισης το άμεσο υλικό κίνητρο,
προβαλλόμενο μέσα στο μέλλον, που συνοδεύει την κοινωνία στα διάφορα
στάδια της οικοδόμησης του κομμουνισμού, δεν είναι αντίθετο στην
«ανάπτυξη» της συνείδησης. Για μας είναι αντίθετο. Γι’ αυτό
αντιμαχόμαστε την κυριαρχία του, γιατί αυτή θα σήμαινε καθυστέρηση στην
ανάπτυξη της σοσιαλιστικής ηθικής.
Αν
το υλικό κίνητρο είναι αντίθετο με την ανάπτυξη της συνείδησης, ενώ
παραμένει ταυτόχρονα ένας μεγάλος μοχλός για να έχουμε επιδόσεις στην
παραγωγή, μήπως θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι με το υπερβολικό
ενδιαφέρον για την ανάπτυξη της συνείδησης θα καθυστερήσει η παραγωγή;
Με συγκριτικούς όρους σε μια δοσμένη εποχή, είναι δυνατό να γίνει αυτό,
αν και κανένας δεν έχει κάνει σχετικούς υπολογισμούς. Εμείς όμως
βεβαιώνουμε ότι σε μια σχετικά βραχυπρόθεσμη περίοδο η ανάπτυξη της
συνείδησης συμβάλλει πολύ περισσότερο στην ανάπτυξη της παραγωγής από το
υλικό κίνητρο. Και αυτό το κάνουμε βασιζόμενοι στη γενική προβολή της
ανάπτυξης της κοινωνίας, στην πορεία προς τον κομμουνισμό, πράγμα που
προϋποθέτει η εργασία να σταματήσει να είναι μια επίπονη αναγκαιότητα
και να μετατραπεί σε μια ευχάριστη επιτακτική ανάγκη.
Επιφορτισμένη
με υποκειμενισμό η διαβεβαίωση αυτή παίρνει το χρίσμα της εμπειρίας και
εδώ ακριβώς βρισκόμαστε. Αν στη διάρκεια αυτής της εμπειρίας αποδειχτεί
ότι είναι μια επικίνδυνη τροχοπέδη στην ανάπτυξη των παραγωγικών
δυνάμεων, θα πρέπει να αποφασίσουμε να κόψουμε το κακό στη ρίζα του και
να ξαναγυρίσουμε στην πεπατημένη. Η ημέρα αυτή δεν ήρθε ακόμα και η
μέθοδος αυτή, χάρη στην τελειοποίηση που της δίνει η πρακτική, παίρνει
όλο και περισσότερη υπόσταση και αποδείχνει την εσωτερική της συνοχή.
Ποιος
είναι λοιπόν ο σωστός τρόπος να αντιμετωπίσουμε το υλικό κίνητρο;
Πιστεύουμε ότι δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε την ύπαρξή του, είτε
εμφανίζεται σαν συλλογική έκφραση των πόθων των μαζών είτε σαν ατομική
παρουσία, σαν αντανάκλαση στη συνείδηση των εργαζομένων των συνηθειών
της παλιάς κοινωνίας. Δεν έχουμε ακόμα συγκεκριμένες απόψεις για τη
συλλογική αντιμετώπιση του υλικού κινήτρου, γιατί οι ανεπάρκειες του
μηχανισμού προγραμματισμού μας, μας εμπόδισαν να βασιστούμε απόλυτα σε
αυτόν και γιατί δεν μπορέσαμε ακόμα να δημιουργήσουμε μια μέθοδο που μας
επιτρέπει να παραμερίσουμε τις δυσκολίες.
Το
μεγαλύτερο κίνδυνο τον βλέπουμε στον ανταγωνισμό που δημιουργείται
ανάμεσα στον κρατικό διοικητικό μηχανισμό και στους οργανισμούς
παραγωγής. Ο Σοβιετικός οικονομολόγος Λίμπερμαν ανέλυσε αυτό τον
ανταγωνισμό και συμπέρανε ότι πρέπει να αλλάξουμε τις μεθόδους
συλλογικού κινήτρου, εγκαταλείποντας την παλιά φόρμουλα των πριμ που
βασιζόταν στην εκπλήρωση πλάνων για να περάσουμε σε άλλες πιο
προχωρημένες μεθόδους.
Ακόμα
κι αν δεν είμαστε σύμφωνοι μαζί του πάνω στην έμφαση που έδωσε στο
υλικό κίνητρο (ως μοχλός), πιστεύουμε ότι έχει δίκιο να ανησυχεί για τις
διαστρεβλώσεις που υπέστη η αντίληψη της εκπλήρωσης του πλάνου στην
πάροδο των χρόνων. Οι σχέσεις ανάμεσα στις επιχειρήσεις και τους
κεντρικούς οργανισμούς παίρνουν αρκετά αντιφατικές μορφές και οι μέθοδοι
που χρησιμοποιούνται από αυτές για την απόκτηση απολαβών παρουσιάζουν
συχνά χαρακτηριστικά αρκετά απομακρυσμένα από την εικόνα της
σοσιαλιστικής ηθικής.
Πιστεύουμε
ότι κατά κάποιο τρόπο σπαταλούνται οι δυνατότητες ανάπτυξης που
προσφέρουν οι καινούργιες σχέσεις παραγωγής για να τονιστεί η εξέλιξη
του ανθρώπου προς το «Βασίλειο της ελευθερίας». Εμείς, ακριβώς στον
προσδιορισμό μας των βασικών επιχειρημάτων του συστήματος υπογραμμίσαμε
την αλληλεπίδραση ανάμεσα στην εκπαίδευση και την ανάπτυξη της
παραγωγής. Μπορούμε να επιχειρήσουμε τη δημιουργία της καινούργιας
συνείδησης γιατί βρισκόμαστε μπροστά σε καινούργιες σχέσεις παραγωγής
και παρόλο που η συνείδηση, με τη γενική ιστορική έννοια, είναι προϊόν
των σχέσεων παραγωγής, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τα χαρακτηριστικά
γνωρίσματα της σύγχρονης εποχής, η βασική αντίθεση της οποίας (σε
παγκόσμια κλίμακα) είναι αυτή ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και το
σοσιαλισμό. Οι σοσιαλιστικές ιδέες αγγίζουν τη συνείδηση των ανθρώπων
όλου του κόσμου και γι’ αυτό μπορεί να προχωρήσει η ανάπτυξη στη
συγκεκριμένη κατάσταση των παραγωγικών δυνάμεων σε μια δοσμένη χώρα.
Στην
ΕΣΣΔ της πρώτης εποχής το σοσιαλιστικό κράτος ήταν το χαρακτηριστικό
του καθεστώτος, παρ’ όλες τις σχέσεις πολύ πιο καθυστερημένου τύπου που
υπήρχαν ακόμα μέσα στη χώρα. Και στον καπιταλισμό υπάρχουν ακόμα
υπολείμματα του φεουδαρχικού σταδίου, αλλά το καπιταλιστικό σύστημα
είναι το χαρακτηριστικό, αφού θριάμβευσε στις βασικές πλευρές της
οικονομίας. Στην Κούβα η ανάπτυξη των αντιθέσεων ανάμεσα στα δύο
παγκόσμια συστήματα επέτρεψε την εγκαθίδρυση του σοσιαλιστικού χαρακτήρα
της επανάστασης που της δόθηκε συνειδητά, χάρη στις γνώσεις που είχαν
οι ηγέτες της, στην εμβάθυνση της συνείδησης των μαζών, καθώς και στο
συσχετισμό των δυνάμεων στον κόσμο.
Αν
αυτό στάθηκε δυνατό, γιατί να μη θεωρήσουμε την εκπαίδευση σαν ένα
επίμονο αρωγό του σοσιαλιστικού κράτους στον αγώνα για την εξάλειψη των
καταβολών μιας πεθαμένης κοινωνίας που πήρε μαζί της στον τάφο και τις
παλιές σχέσεις παραγωγής; Ας δούμε τι λέει ο Λένιν γι’ αυτό:
«Προβάλλουν,
λογουχάρη ένα απίθανα σχηματικό επιχείρημα, που το έχουν αποστηθίσει
στο διάστημα της ανάπτυξης της δυτικοευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και
που έγκειται στο ότι δεν ωριμάσαμε ακόμη για το σοσιαλισμό, ότι δεν
έχουμε, όπως εκφράζονται οι διάφοροι «φωστήρες» απ’ αυτούς τους κυρίους,
τις αντικειμενικές οικονομικές προϋποθέσεις για το σοσιαλισμό. Και δεν
έρχεται σε κανενός το μυαλό να αναρωτηθεί: μα δεν μπορούσε άραγε ένας
λαός που βρέθηκε μπροστά σε μιαν επαναστατική κατάσταση, όπως αυτή που
διαμορφώθηκε στον πρώτο ιμπεριαλιστικό πόλεμο, δεν μπορούσε μήπως ο λαός
αυτός, όταν επέδρασε πάνω του το αδιέξοδο της κατάστασής του, να ριχτεί
σε μια τέτοια πάλη που θα του έδινε έστω και μια πιθανότητα να
κατακτήσει όχι εντελώς συνηθισμένες συνθήκες για την παραπέρα ανάπτυξη
του πολιτισμού του;
Η
Ρωσία δεν έφτασε ακόμη στη βαθμίδα εκείνη ανάπτυξης των παραγωγικών
δυνάμεων, όπου μπορεί να πραγματοποιηθεί ο σοσιαλισμός». Τη θέση αυτή
όλοι οι ήρωες της ΙΙ Διεθνούς, μαζί και ο Σουχάνοφ φυσικά, την
επαναλαμβάνουν πραγματικά σαν τροπάριο. Την αναμφισβήτητη αυτή θέση την
αναμασούν με χίλιους τρόπους και τους φαίνεται ότι η θέση αυτή είναι
αποφασιστική για την εκτίμηση της επανάστασής μας.
Τι
θα κάνουμε αν η ιδιομορφία της κατάστασης τράβηξε τη Ρωσία, πρώτο, στον
παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο, στον οποίο έχουν αναμιχθεί όλες οι
κάπως σημαντικές δυτικοευρωπαϊκές χώρες, αν η ιδιομορφία αυτή τοποθέτησε
την ανάπτυξη της Ρωσίας στο μεταίχμιο των επαναστάσεων της Ανατολής που
αρχίζουν και εν μέρει άρχισαν ήδη σε συνθήκες που θα μπορούσαμε να
πραγματοποιήσουμε την ένωση ακριβώς εκείνη του «πολέμου των χωρικών» με
το εργατικό κίνημα, την οποία το 1856 ένας τέτοιος «μαρξιστής» σαν το
Μαρξ τη θεωρούσε σαν μια από τις πιο πιθανές προοπτικές για την Πρωσία;
Τι
θα κάνουμε αν το πλήρες αδιέξοδο της κατάστασης, δεκαπλασιάζοντας τις
δυνάμεις των εργατών και των αγροτών, μας άνοιγε τη δυνατότητα να
δημιουργήσουμε τις βασικές προϋποθέσεις του πολιτισμού με διαφορετικό
τρόπο απ’ ό,τι σε όλα τα άλλα δυτικοευρωπαϊκά κράτη; Μήπως άλλαξε απ’
αυτό το γεγονός η γενική γραμμή εξέλιξης της παγκόσμιας ιστορίας; Μήπως
άλλαξαν απ’ αυτό το γεγονός οι βασικές σχέσεις των βασικών τάξεων σε
κάθε κράτος που μπαίνει ή μπήκε στη γενική πορεία της παγκόσμιας
ιστορίας;
Αν
για τη δημιουργία του σοσιαλισμού απαιτείται ένα ορισμένο επίπεδο
πολιτισμού (αν και κανένας δεν μπορεί να πει ποιο είναι ακριβώς αυτό το ορισμένο
«επίπεδο πολιτισμού», γιατί κάθε δυτικοευρωπαϊκό κράτος έχει και
διαφορετικό επίπεδο), τότε γιατί δεν μπορούμε να αρχίσουμε πρώτα από την
κατάκτηση με επαναστατικό τρόπο των προϋποθέσεων γι’ αυτό το ορισμένο
επίπεδο και μετά πια, βασισμένοι στην εργατοαγροτική εξουσία και στο
σοβιετικό καθεστώς, να προχωρήσουμε για να φτάσουμε τους άλλους λαούς;»[8].
Σχετικά
με την παρουσία, με εξατομικευμένη μορφή, του υλικού συμφέροντος, την
αναγνωρίζουμε (παλεύοντας ταυτόχρονα ενάντιά της και προσπαθώντας να
επιταχύνουμε την εξαφάνισή της με τη διαπαιδαγώγηση) και χρησιμοποιούμε
το υλικό συμφέρον στις νόρμες της εργασίας με το χρόνο και με πριμ και
με μισθολογική τιμωρία όταν οι νόρμες δεν εκπληρούνται.
Η
λεπτή διαφορά ανάμεσα στους οπαδούς της αυτοδιαχείρισης και σε εμάς
στηρίζεται πάνω στα επιχειρήματα της πληρωμής ενός κανονικού μισθού, του
πριμ και της τιμωρίας. Η νόρμα παραγωγής είναι η μέση ποσότητα εργασίας
που παράγει ένα προϊόν σε καθορισμένο χρόνο, με μέση αξιολόγηση και με
συγκεκριμένες συνθήκες χρησιμοποίησης του εξοπλισμού. Είναι η προσφορά
μιας ποσότητας εργασίας στην κοινωνία από ένα μέλος της, είναι η
εκπλήρωση του κοινωνικού του καθήκοντος. Αν οι νόρμες ξεπεραστούν, τα
έσοδα της κοινωνίας αυξάνονται και μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο εργάτης
που τις ξεπερνά εκπληρώνει καλύτερα τα καθήκοντά του και αξίζει έτσι μια
υλική ανταμοιβή. Δεχόμαστε αυτή την αντίληψη σαν ένα αναγκαίο κακό μιας
μεταβατικής περιόδου, αλλά δε δεχόμαστε ότι η σωστή ερμηνεία της αρχής
«απ’ τον καθένα ανάλογα μετην ικανότητά του και στον καθένα ανάλογα με
την εργασία του»πρέπει να είναι η πλήρης πληρωμή, πέρα απ’ το μισθό, του
ποσοστού ξεπεράσματος μιας δοσμένης νόρμας (υπάρχουν περιπτώσεις όπου η
πληρωμή ξεπερνάει το ποσοστό εκπλήρωσης της νόρμας, σαν έκτακτο κίνητρο
της ατομικής παραγωγικότητας). Ο Μαρξ εξηγεί πολύ καθαρά στην «Κριτική του προγράμματος της Γκότα» ότι ένα σημαντικό τμήμα του εργατικού μισθού πάει σε τομείς που βρίσκονται πολύ μακριά από αυτούς που έχει άμεση σχέση:
«Αν
πάρουμε πρώτα τις λέξεις “έσοδο της εργασίας” με την έννοια του
προϊόντος της εργασίας, τότε το συνεταιριστικό έσοδο της εργασίας είναι
το κοινωνικό συνολικό προϊόν.
Απ’ αυτό πρέπει τώρα ν’ αφαιρέσουμε:
Πρώτα: Οσα χρειάζονται για την αντικατάσταση των μέσων παραγωγής που καταναλώθηκαν.
Δεύτερο: Ενα πρόσθετο μέρος για την επέκταση της παραγωγής.
Τρίτο: Ενα εφεδρικό απόθεμα ή απόθεμα ασφαλείας ενάντια σε ατυχήματα, καταστροφές από φυσικές αιτίες κλπ.
Αυτές
οι κρατήσεις από το “ακέραιο έσοδο της εργασίας” αποτελούν οικονομική
ανάγκη και το μέγεθός τους καθορίζεται σύμφωνα με τα υπάρχοντα μέσα και
δυνάμεις, εν μέρει με υπολογισμούς στη βάση των πιθανοτήτων, αλλά σε
καμιά περίπτωση δεν μπορούν να υπολογιστούν με βάση τη δικαιοσύνη.
Μένει το άλλο μέρος του συνολικού προϊόντος, που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί σαν μέσο κατανάλωσης.
Προτού φτάσει στο ατομικό μοίρασμα, πρέπει πάλι να αφαιρεθούν από αυτό:
Πρώτα: Τα γενικά διαχειριστικά έξοδα, που δεν ανήκουν στην παραγωγή. από την παραγωγή.
Αυτό
το μέρος περιορίζεται εξαρχής σημαντικότατα σε σύγκριση με τη σημερινή
κοινωνία, και μειώνεται στο βαθμό που αναπτύσσεται η νέα κοινωνία.
Δεύτερο: Αυτό που προορίζεται για την ικανοποίηση κοινωνικών αναγκών, όπως είναι τα σχολεία, τα ιδρύματα υγείας κλπ.
Αυτό
το μέρος μεγαλώνει από την αρχή σημαντικά σε σύγκριση με τη σημερινή
κοινωνία και μεγαλώνει στο βαθμό που αναπτύσσεται η νέα κοινωνία.
Τρίτο: Αποθέματα για τους ανίκανους για δουλειά κλπ., κοντολογίς αυτό που σήμερα ανήκει στη λεγόμενη επίσημη πρόνοια των απόρων.
Και
τώρα πια ερχόμαστε στη “διανομή” που το πρόγραμμα, με τη λασαλική
επίδραση, παίρνει μονάχα στενοκέφαλα υπόψη του, δηλαδή σ’ εκείνο το
μέρος των μέσων κατανάλωσης που μοιράζεται ανάμεσα στους ατομικούς
παραγωγούς του συνεταιρισμού.
Το
“ακέραιο έσοδο της εργασίας” μεταβλήθηκε στο μεταξύ στα κρυφά σε
“κουτσουρεμένο”, αν και αυτό που χάνει ο παραγωγός με την ιδιότητά του
σαν ιδιώτης-άτομο, το παίρνει άμεσα ή έμμεσα με την ιδιότητά του σαν
μέλος της κοινωνίας.
Οπως εξαφανίστηκε η φράση “ακέραιο έσοδο της εργασίας”, εξαφανίζεται τώρα γενικά η φράση “έσοδο της εργασίας”»[9].
Ολα
αυτά μας δείχνουν ότι η σημασία των εφεδρικών αποθεμάτων εξαρτάται από
ένα σύνολο πολιτικοοικονομικών ή πολιτικοδιοικητικών αποφάσεων. Οπως όλα
τα αγαθά που περιλαμβάνονται στην εφεδρεία πηγάζουν πάντοτε από την
αδιανέμητη εργασία, οφείλουμε να συμπεράνουμε ποιες αποφάσεις πάνω στον
όγκο των αποθεμάτων που αναλύθηκαν από το Μαρξ επιφέρουν αλλαγές στις
πληρωμές, δηλαδή παραλλαγές του μη διανεμημένου άμεσα όγκου εργασίας.
Πρέπει να προσθέσουμε σε όσα εκτέθηκαν εδώ ότι δεν υπάρχει ή ότι δε
γνωρίζουμε εμείς καμιά μαθηματική νόρμα που να καθορίζει το «δίκαιο» του
πριμ ξεπεράσματος της νόρμας (ή του βασικού μισθού). Οπότε πρέπει να
στηρίξουμε βασικά πάνω στις καινούργιες κοινωνικές σχέσεις τη νομική
δομή που θα επικυρώνει τη μορφή διανομής από την κοινότητα ενός τμήματος
της εργασίας του κάθε εργάτη χωριστά.
Το
σύστημά μας της νόρμας στην παραγωγή έχει το καλό ότι καθιερώνει την
υποχρέωση της δημιουργίας της επαγγελματικής ικανότητας για να περάσει
κάποιος από μια συγκεκριμένη κατηγορία σε μια ανώτερη, πράγμα που θα
φέρει με τον καιρό μια σημαντική ανάπτυξη του τεχνικού επιπέδου.
Οταν
δεν πραγματοποιούμε τις νόρμες δεν εκπληρώνουμε το κοινωνικό μας
καθήκον. Η κοινωνία τιμωρεί τον παραβάτη με τον περιορισμό ενός μέρους
του ενεργητικού του. Η νόρμα δεν είναι μόνο ένα σημείο αναφοράς που
καθορίζει ένα ενδεχόμενο μέτρο ή μια συμφωνία πάνω σε ένα μέτρο εργασίας
που πρέπει να παραχθεί, είναι η έκφραση μιας ηθικής υποχρέωσης του
εργαζόμενου, είναι το κοινωνικό του χρέος. Εδώ πρέπει να διασταυρώνεται η
δράση του διοικητικού ελέγχου με τη δράση του ιδεολογικού ελέγχου. Ο
μεγάλος ρόλος του Κόμματος στην παραγωγική μονάδα βρίσκεται στο να γίνει
ο εσωτερικός της κινητήρας και να χρησιμοποιήσει κάθε παραδειγματική
στάση των αγωνιστών του, έτσι ώστε η παραγωγική εργασία, η επαγγελματική
ικανότητα και η συμμετοχή στις οικονομικές υποθέσεις της μονάδας να
γίνουν συστατικό τμήμα της ζωής των εργατών και να μετατραπούν σιγά -
σιγά σε μια αναντικατάστατη συνήθεια.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ
Υπάρχει
μια βαθιά διαφωνία (τουλάχιστον στην αυστηρότητα των χρησιμοποιούμενων
όρων) ανάμεσα στην αντίληψη του νόμου της αξίας και τη δυνατότητα της
συνειδητής χρήσης του, έτσι όπως τη θέτουν οι υπερασπιστές του
οικονομικού ελέγχου και στην αντίληψη που έχουμε εμείς.
Το Εγχειρίδιο Πολιτικής Οικονομίας λέει:
«Αντίθετα
με ό,τι συμβαίνει στον καπιταλισμό, όπου ο νόμος της αξίας λειτουργεί
σαν δύναμη τυφλή και αυθόρμητη, που επιβάλλεται στους ανθρώπους, η
σοσιαλιστική οικονομία έχει συνείδηση του νόμου της αξίας, το κράτος τον
λαβαίνει υπ’ όψη του και τον χρησιμοποιεί στην πράξη της
σχεδιοποιημένης διεύθυνσης της οικονομίας».
«Η
γνώση της δράσης του νόμου της αξίας και η σωστή χρησιμοποίησή του
βοηθούν αναγκαστικά τους καθοδηγητές της οικονομίας στην ορθολογική
διοχέτευση της παραγωγής, στη συστηματική βελτίωση των μεθόδων εργασίας
και στη χρησιμοποίηση των μη εμφανών εφεδρειών για καλύτερη και
περισσότερη παραγωγή».
Οι υπογραμμισμένες από εμάς λέξεις δείχνουν το πνεύμα των παραγράφων.
Ο νόμος της αξίας θα λειτουργεί σαν τυφλή, αλλά γνωστή δύναμη και ως εκ τούτου χειραγωγήσιμη ή χρησιμοποιήσιμη από τον άνθρωπο.
Ο νόμος όμως αυτός έχει ορισμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα:
1. Καθορίζεται από την ύπαρξη μιας εμπορευματικής κοινωνίας.
2.
Τα αποτελέσματά του δεν μπορούν να μετρηθούν από τα πριν, αλλά
αντανακλούν στην αγορά, όπου παραγωγοί και καταναλωτές ανταλλάσσουν.
3.
Εχει συνοχή σ’ ένα σύνολο που περιλαμβάνει τις παγκόσμιες αγορές και οι
αλλαγές και οι διαστρεβλώσεις σε ορισμένους κλάδους της παραγωγής
αντανακλώνται στο συνολικό αποτέλεσμα.
4.
Με την ιδιότητά του ως οικονομικού νόμου δρα ουσιαστικά σαν τάση και,
στις μεταβατικές περιόδους, θα πρέπει λογικά να τείνει προς την
εξαφάνιση.
Μερικές παραγράφους πιο κάτω το εγχειρίδιο τονίζει:
«Το
σοσιαλιστικό κράτος χρησιμοποιεί το νόμο της αξίας πραγματοποιώντας τον
έλεγχο στην παραγωγή και την κατανομή του κοινωνικού προϊόντος μέσω του
οικονομικού και πιστωτικού συστήματος».
«Ο
έλεγχος πάνω στο νόμο της αξίας και η χρησιμοποίησή του σε συμφωνία με
ένα σχέδιο αποτελούν τεράστιο πλεονέκτημα του σοσιαλισμού πάνω στον
καπιταλισμό. Χάρη στον έλεγχο πάνω στο νόμο της αξίας η δράση του στη
σοσιαλιστική οικονομία δε συμβαδίζει με την κατασπατάληση της κοινωνικής
εργασίας που είναι σύμφυτο φαινόμενο με την αναρχία της παραγωγής,
συστατικό στοιχείο του καπιταλισμού».
«Ο
νόμος της αξίας και οι κατηγορίες που σχετίζονται με αυτόν -το χρήμα, η
τιμή, το εμπόριο, η πίστη, τα οικονομικά- χρησιμοποιούνται με επιτυχία
στην ΕΣΣΔ και τις λαικές δημοκρατίες προς το συμφέρον της οικοδόμησης
του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, στη διαδικασία της σχεδιασμένης
διεύθυνσης της εθνικής οικονομίας».
Αυτό
μπορούμε να το θεωρήσουμε ακριβές, μόνο συσχετίζοντάς το με τη συνολική
ποσότητα αξιών που παράγονται για την άμεση χρήση από τον πληθυσμό και
τα αντίστοιχα διαθέσιμα αποθέματα για την απόκτησή τους, πράγμα που θα
μπορούσε να το κάνει ο οποιοσδήποτε καπιταλιστής υπουργός Οικονομικών με
κάποια σχετικά ισορροπημένα κονδύλια.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο όλες οι επί μέρους διαστρεβλώσεις του νόμου είναι δυνατές.
Παρακάτω:
«Η
εμπορευματική παραγωγή, ο νόμος της αξίας και το χρήμα δεν θα
εξαφανιστούν παρά μόνο όταν φτάσει η ανώτερη φάση του κομμουνισμού. Αλλά
για να δημιουργήσουμε τις συνθήκες που θα κάνουν δυνατή την εξάλειψη
της εμπορευματικής παραγωγής και κυκλοφορίας στην ανώτερη φάση του
κομμουνισμού, είναι αναγκαίο να αναπτύξουμε και να χρησιμοποιήσουμε το
νόμο της αξίας και τις εμπορευματονομισματικές σχέσεις στη διάρκεια της
οικοδόμησης της κομμουνιστικής κοινωνίας».
Γιατί να «αναπτύξουμε»;
Κατανοούμε
ότι για ένα χρονικό διάστημα οι κατηγορίες του καπιταλισμού
διατηρούνται και ότι το διάστημα αυτό δεν μπορεί να καθοριστεί από πριν.
Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα όμως της μεταβατικής περιόδου είναι αυτά
μιας κοινωνίας που σπάει τα παλιά δεσμά της για να μπει γρήγορα στο
καινούργιο στάδιο. Η τάσηπρέπει να είναι, κατά τη γνώμη μας, η εξάλειψη
όσο το δυνατό πιο σθεναρά των παλιών κατηγοριών, όπως η αγορά, το χρήμα
και ως εκ τούτου ο μοχλός του υλικού κινήτρου ή -για να το πούμε
καλύτερα- οι συνθήκες που προκαλούν την ύπαρξή του. Το αντίθετο θα
σήμαινε ότι το καθήκον της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μια
καθυστερημένη κοινωνία είναι ένα είδος ιστορικού ατυχήματος και ότι οι
ηγέτες, για να επανορθώσουν το σφάλμα, πρέπει να αφιερωθούν στην
εμπέδωση όλων των κατηγοριών που ενυπάρχουν στην ενδιάμεση κοινωνία,
αφήνοντας μονάχα σαν βάσεις της καινούργιας κοινωνίας την κατανομή των
εσόδων ανάλογα με την εργασία και την τάση εξάλειψης της εκμετάλλευσης
ανθρώπου από άνθρωπο. Αυτό όμως από μόνο του δεν αρκεί, σαν παράγοντας
της ανάπτυξης της γιγάντιας συνειδησιακής αλλαγής που είναι απαραίτητη
για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε το μεταβατικό στάδιο, αλλαγής που
θα πρέπει να συντελείται με την πολύμορφη δράση όλων των καινούργιων
σχέσεων, τη διαπαιδαγώγηση και τη σοσιαλιστική ηθική, όταν λάβουμε υπόψη
μας την ατομικιστική νοοτροπία που το άμεσο υλικό κίνητρο δημιουργεί
στη συνείδηση, φρενάροντας την ανάπτυξη του ανθρώπου σαν κοινωνικού
όντος.
Για να συνοψίσουμε τις διαφωνίες μας:
Θεωρούμε
το νόμο της αξίας σαν μερικά υπαρκτό, εξαιτίας των υπολειμμάτων της
εμπορευματικής κοινωνίας που παραμένουν και που αντανακλώνται στον τύπο
ανταλλαγής που πραγματοποιείται ανάμεσα στο κράτος-προμηθευτή και τον
καταναλωτή. Πιστεύουμε ότι ειδικά σε μια κοινωνία με πολύ ανεπτυγμένο
εξωτερικό εμπόριο, όπως η δική μας, ο νόμος της αξίας σε παγκόσμια
κλίμακα πρέπει να αναγνωριστεί σαν ένα γεγονός που κυριαρχεί στις
εμπορικές σχέσεις, ακόμα και στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο και
αναγνωρίζουμε την ανάγκη να περάσει αυτό το εμπόριο σε μορφές πιο
αναπτυγμένες στις χώρες της καινούργιας κοινωνίας, εμποδίζοντας να
γίνουν βαθύτερες οι διαφορές ανάμεσα στις αναπτυγμένες χώρες και τις πιο
καθυστερημένες με την εμπορική ανταλλαγή. Με άλλα λόγια πρέπει να
βρούμε εμπορικούς τύπους που να επιτρέπουν τη χρηματοδότηση βιομηχανικών
επενδύσεων στις αναπτυσσόμενες χώρες, ακόμα και αν έρθουμε σε αντίθεση
με τα συστήματα τιμών που υπάρχουν στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά,
πράγμα που θα επιτρέψει την όσο το δυνατό περισσότερο ισόμετρη πρόοδο
ολόκληρου του σοσιαλιστικού στρατοπέδου με φυσικές συνέπειες τον
περιορισμό των ανωμαλιών και την πρόσδοση μιας συνοχής στο πνεύμα του
προλεταριακού διεθνισμού. (Η πρόσφατη συμφωνία ανάμεσα στην Κούβα και
την ΕΣΣΔ είναι ένα δείγμα για το τι μπορεί να γίνει προς αυτή την
κατεύθυνση). Αρνιόμαστε τη δυνατότητα της συνειδητής χρησιμοποίησης του
νόμου της αξίας, στηριζόμενη στη μη ύπαρξη μιας ελεύθερης αγοράς που να
εκφράζει αυτόματα την αντίθεση ανάμεσα στον παραγωγό και τον καταναλωτή,
αρνιόμαστε την ύπαρξη κατηγορίας εμπορευμάτωνστη σχέση ανάμεσα σε
κρατικές επιχειρήσεις και θεωρούμε όλους τους οργανισμούς τμήμα της
ενιαίας μεγάλης επιχείρησης που είναι το κράτος (παρόλο που στην πράξη
δε συμβαίνει ακόμη αυτό στη χώρα μας). Ο νόμος της αξίας και το πλάνο
είναι δύο όροι που συνδέονται από μιαν αντίθεση και τη λύση της.
Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι ο συγκεντρωτικός σχεδιασμός είναι ο τρόπος
ύπαρξης της σοσιαλιστικής κοινωνίας, η κατηγορία που την ορίζει και το
σημείο όπου η συνείδηση του ανθρώπου κατορθώνει επιτέλους να συνθέσει
και να κατευθύνει την οικονομία προς το στόχο της, την πλήρη
απελευθέρωση του ανθρώπινου όντος μέσα στα πλαίσια της κομμουνιστικής
κοινωνίας.
ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΤΙΜΩΝ
Στη
θεωρία της διαμόρφωσης των τιμών έχουμε πάλι σοβαρές διαφωνίες. Στην
αυτοδιαχείριση οι τιμές διαμορφώνονται «λαβαίνοντας υπόψη το νόμο της
αξίας», αλλά δε μας εξηγούν (απ’ όσο ξέρουμε τουλάχιστον) ποια έκφραση
του νόμου της αξίας εφαρμόζεται. Ξεκινούν από την κοινωνικά αναγκαία
εργασία για την παραγωγή ενός συγκεκριμένου προϊόντος, αλλά
παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι η κοινωνικά αναγκαία εργασία είναι μια
οικονομικοϊστορική και άρα μεταβλητή έννοια, όχι μονάχα σε τοπικό
επίπεδο (ή εθνικό), αλλά και σε παγκόσμιους ακόμη όρους. Οι συνεχείς
πρόοδοι της τεχνολογίας, συνέπεια του ανταγωνισμού στον καπιταλιστικό
κόσμο, περιορίζουν το κόστος της αναγκαίας εργασίας και ως εκ τούτου την
αξία του προϊόντος. Μια κλειστή κοινωνία μπορεί να αγνοεί τις αλλαγές
για ένα ορισμένο διάστημα, αλλά είναι υποχρεωμένη πάντα να επιστρέφει σε
αυτές τις διεθνείς σχέσεις για να συγκρίνει την αξία της. Αν μια
δοσμένη κοινωνία τις αγνοήσει για μακρόχρονο διάστημα, χωρίς να
αναπτύξει καινούργιες και σωστές μορφές που θα τις αντικαταστήσουν, θα
δημιουργήσει εσώτερες αλληλεπιδράσεις που θα εκφράσουν το δικό της σχήμα
αξίας που θα έχει συνέπεια με τον εαυτό του, αλλά θα είναι αντίθετο με
τις τάσεις της πιο αναπτυγμένης τεχνικής (όπως το ατσάλι και τα πλαστικά
είδη). Αυτό μπορεί να προκαλέσει αρκετά σημαντικές σχετικές
καθυστερήσεις και -όπως και να ’χει το πράγμα- τέτοιες διαστρεβλώσεις
του νόμου της αξίας σε διεθνή κλίμακα που δε θα μπορούν πια οι
οικονομίες να συγκριθούν μεταξύ τους.
Ο
φόρος κυκλοφορίας είναι μια μετρήσιμη εικονικότητα που επιτρέπει στις
επιχειρήσεις να διατηρήσουν καθορισμένα επίπεδα αποδοτικότητας,
υψώνοντας την τιμή του προϊόντος για τον καταναλωτή με τέτοιο τρόπο,
ώστε η προσφορά προϊόντος και η ποσότητα της φερέγγυας ζήτησης να
εξισωθούν. Πιστεύουμε ότι αυτό επιβάλλεται από το σύστημα, αλλά δεν
αποτελεί απόλυτη αναγκαιότητα και εργαζόμαστε με φόρμουλες που λαμβάνουν
υπόψη τους όλες αυτές τις πλευρές.
Πιστεύουμε
ότι μια συνολική σταθεροποίηση του εμπορικού αποθέματος και της
φερέγγυας ζήτησης είναι απαραίτητη: το Υπουργείο Εσωτερικού Εμπορίου θα
επιφορτιζόταν με την εξίσωση της αγοραστικής ικανότητας του πληθυσμού
και των τιμών των προσφερόμενων εμπορευμάτων, θεωρώντας πάντοτε ότι μια
ολόκληρη κατηγορία βασικών προϊόντων για τη ζωή του ανθρώπου πρέπει να
προσφέρεται σε χαμηλές τιμές, ακόμη κι αν για άλλα προϊόντα λιγότερο
σημαντικά θα υψώσουμε την τιμή με μια έκδηλη περιφρόνηση του νόμου της
αξίας σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.
Εδώ μπαίνει ένα μεγάλο πρόβλημα:
Ποια
θα είναι η βάση διαμόρφωσης των πραγματικών τιμών που η οικονομία θα
πρέπει να δεχτεί για την ανάλυση των σχέσεων παραγωγής; Αυτό θα μπορούσε
να είναι η ανάλυση της αναγκαίας εργασίας με κουβανικούς όρους, πράγμα
που θα έφερνε άμεσες παραμορφώσεις και με τις αυτόματες σχέσεις που θα
δημιουργούνταν, αναγκαστικά θα χάναμε από τα μάτια μας τα παγκόσμια
προβλήματα. Θα μπορούσαμε να πάρουμε, αντίθετα, την παγκόσμια τιμή, αλλά
τότε θα χάναμε από τα μάτια μας τα εθνικά προβλήματα γιατί σε κανένα
σχεδόν κλάδο η παραγωγικότητα της εργασίας μας δεν είναι ικανοποιητική
παίρνοντας υπόψη τους διεθνείς όρους.
Προτείνουμε σαν πρώτη προσέγγιση του προβλήματος τη δημιουργία δεικτών τιμών πάνω στις ακόλουθες βάσεις:
Ολες
οι εισαγόμενες πρώτες ύλες θα έχουν μια πάγια, μια σταθερή τιμή,
βασισμένη πάνω σε μια μέση τιμή της διεθνούς αγοράς, συν κάτι παραπάνω
για τα έξοδα μεταφοράς και του μηχανισμού του εξωτερικού εμπορίου. Ολες
οι κουβανικές πρώτες ύλες θα έχουν την τιμή του πραγματικού κόστους
παραγωγής τους σε όρους νομισματικούς. Και στα δύο θα προσθέτονταν τα
σχεδιασμένα έξοδα εργασίας συν τη φθορά των βασικών μέσων για την
επεξεργασία των πρώτων υλών. Αυτή θα ήταν η τιμή των προϊόντων που
ανταλλάσσονται ανάμεσα σε επιχειρήσεις και το εξωτερικό εμπόριο. Ωστόσο
θα επηρεάζονταν συνεχώς από δείκτες που αντανακλούν την τιμή αυτών των
εμπορευμάτων στην παγκόσμια αγορά συν το κόστος μεταφοράς και του
εξωτερικού εμπορίου. Οι επιχειρήσεις που λειτουργούν σύμφωνα με το
καθεστώς της χρηματοδότησης από τον προϋπολογισμό θα εργάζονταν πάνω στη
βάση των προγραμματισμένων τους τιμών και δε θα είχαν έσοδα, θα
πήγαιναν όλα στο MINCIN (Υπουργείο Εσωτερικού Εμπορίου). (Φυσικά
πρόκειται εδώ για το τμήμα του κοινωνικού προϊόντος που πραγματώνεται
σαν εμπόρευμα και είναι το βασικό καταναλωτικό απόθεμα). Οι δείκτες θα
μας λένε συνεχώς (στον κεντρικό μηχανισμό και στην επιχείρηση) ποιες
είναι οι πραγματικές δυνατότητές μας και θα αποφεύγουμε έτσι τη λήψη
λαθεμένων αποφάσεων. Ο πληθυσμός δε θα υποφέρει καθόλου απ’ όλες αυτές
τις αλλαγές, μια και οι τιμές του εμπορεύματος που αγοράζει καθορίζονται
με ανεξάρτητο τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη τη ζήτηση και τη ζωτική ανάγκη
που υπάρχει για κάθε προϊόν.
Για
παράδειγμα, για να υπολογίσουμε το ύψος μιας επένδυσης, θα κάνουμε τον
υπολογισμό των άμεσα εισαγόμενων πρώτων υλών και εξοπλισμών, το κόστος
κατασκευής και συναρμολόγησης, το κόστος των προγραμματισμένων μισθών,
αφού λάβουμε υπόψη μας τις πραγματικές δυνατότητες και ένα κάποιο
περιθώριο δαπανών για το μηχανικό εξοπλισμό.
Στο τέλος της επένδυσης θα μπορέσουμε να έχουμε έτσι τρεις αριθμούς.
1. Το πραγματικό κόστος σε χρήμα του έργου.
2. Το κόστος του έργου σύμφωνα με τον προγραμματισμό μας.
3. Το κόστος του έργου σε επίπεδο παγκόσμιας παραγωγικότητας.
Η
διαφορά ανάμεσα στον πρώτο και το δεύτερο αριθμό θα δείχνει την
ανεπάρκεια του μηχανικού μας εξοπλισμού, η διαφορά ανάμεσα στο δεύτερο
και στον τρίτο θα είναι ο δείκτης της καθυστέρησής μας στο συγκεκριμένο
τομέα.
Εχουμε
έτσι τη δυνατότητα να παίρνουμε θεμελιακές αποφάσεις πάνω στην
εναλλασσόμενη χρήση τέτοιων υλικών, όπως το τσιμέντο, ο σίδηρος, τα
πλαστικά είδη, το αμιαντοτσιμέντο, το αλουμίνιο ή ο τσίγκος, οι σωλήνες
από σίδηρο, μόλυβδο ή χαλκό, η χρησιμοποίηση ξύλινων, σιδερένιων ή
αλουμινένιων παράθυρων κλπ.
Ολες
οι αποφάσεις μπορούν να αποκλίνουν από τον καλύτερο μαθηματικό,
λαμβάνοντας υπόψη πολιτικούς λόγους, εξωτερικό εμπόριο κλπ., αλλά θα
’χουμε πάντοτε τον καθρέφτη αυτού που συμβαίνει πραγματικά στον κόσμο
αντιμετωπίζοντας τη δουλειά μας. Οι τιμές δε θα αποσυνδέονται ποτέ από
την παγκόσμια εικόνα τους, που θα ποικίλει μερικά χρόνια ανάλογα με τις
προόδους της τεχνολογίας και όπου η σοσιαλιστική αγορά και ο διεθνής
καταμερισμός της εργασίας θα κυριαρχούν ολοένα και περισσότερο, όταν θα
φτάσουμε σε ένα παγκόσμιο σοσιαλιστικό σύστημα τιμών λογικότερο από το
σημερινό.
Θα
μπορούσαμε να επεκταθούμε ακόμα πολύ πάνω σε αυτό το εξαιρετικού
ενδιαφέροντος θέμα, αλλά είναι προτιμότερο ν’ αφήσουμε εδώ μερικές
πρωταρχικές γενικές ιδέες, διευκρινίζοντας ότι όλα αυτά χρειάζεται να τα
επεξεργαστούμε αργότερα.
ΤΑ ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ ΠΡΙΜ
Σχετικά
με τα συλλογικά πριμ στη διαχείριση της επιχείρησης θα αναφερθούμε
πρώτα-πρώτα στις εμπειρίες που εκτέθηκαν από το Φικριάτ Ταμπέγιεφ,
«Οικονομική έρευνα και διεύθυνση της οικονομίας», στη «Διεθνή
Επιθεώρηση», στο τεύχος αριθμ. 11, 1963, όπου λέει:
«Ποιος
πρέπει να είναι λοιπόν ο βασικός και αποφασιστικός δείκτης για να
κρίνουμε τη δουλειά των επιχειρήσεων; Οι οικονομικές έρευνες οδήγησαν σε
διάφορες προτάσεις.
Μερικοί
οικονομολόγοι προτείνουν σαν κύριο δείκτη το κριτήριο της συσσώρευσης,
άλλοι το κόστος εργασίας κλπ. Στο σοβιετικό Τύπο κατέλαβε σημαντικό χώρο
η μεγάλη συζήτηση που προκλήθηκε από ένα άρθρο του καθηγητή Λίμπερμαν
που πρότεινε σαν βασικό δείκτη εργασίας της επιχείρησης το βαθμό
αποδοτικότητας, τη συσσώρευση και τα έσοδα.
Πιστεύουμε
ότι για να κρίνουμε τη λειτουργία μιας επιχείρησης πρέπει να λάβουμε
υπόψη μας πριν απ’ όλα τη συμβολή του προσωπικού της στο συγκεκριμένο
τύπο παραγωγής. Αυτό, που σε τελευταία ανάλυση δεν έρχεται σε σύγκρουση
με την πάλη για μια αρκετά αναπτυγμένη αποδοτικότητα της παραγωγής,
επιτρέπει την καλύτερη συγκέντρωση των προσπαθειών του προσωπικού της
επιχείρησης για την τελειοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας. Οι
κοινωνικές οργανώσεις της Ταρταρίας πρότειναν να χρησιμοποιηθεί σαν
κύριος δείκτης το κριτήριο αξίας της επεξεργασίας κάθε κομματιού. Ενα
οικονομικό πείραμα πραγματοποιήθηκε για να δοκιμαστεί η δυνατότητα
εφαρμογής στην πράξη αυτής της πρότασης.
Στα
1962 καθορίστηκαν και εγκρίθηκαν τα κριτήρια αξίας της επεξεργασίας για
την παραγωγή όλων των βιομηχανικών κλάδων της Ταρταρίας. Ο χρόνος αυτός
ήταν μια μεταβατική περίοδος στη διάρκεια της οποίας ο καινούργιος
δείκτης χρησιμοποιήθηκε στο σχεδιασμό παράλληλα με το συνολικό δείκτη
της παραγωγής. Ο βασισμένος πάνω στο κριτήριο αξίας της επεξεργασίας
δείκτης εκφράζει τις από τεχνική άποψη δικαιολογημένες δαπάνες που
περικλείουν το μισθό και τα έξτρα που δίνονται στους εργάτες συν τις
δαπάνες εργαστηρίων και ολόκληρου του εργοστάσιου για την παραγωγή κάθε
προϊόντος».
«Σημειώνουμε
ότι η εφαρμογή αυτού του δείκτη δεν έχει καμιά σχέση με τα συστήματα
“κόλασης”, με τα οποία υπολογίζουμε την εργασία στις καπιταλιστικές
χώρες. Προσανατολιζόμαστε με ένα συνεπή τρόπο προς την ορθολογιστική
οργάνωση της εργασίας και όχι προς την αχαλίνωτη εντατικοποίησή
της. Ολες οι προσπάθειες που έγιναν για τον καθορισμό των ορίων
εργασίας πραγματοποιούνται με την άμεση συμμετοχή του προσωπικού των
επιχειρήσεων και των κοινωνικών οργανώσεων ιδιαίτερα των συνδικάτων.
Αντίθετα
με το συνολικό δείκτη παραγωγής, το κριτήριο αξίας της επεξεργασίας δεν
περιλαμβάνει τη μεγάλη πλειοψηφία των υλικών δαπανών - προηγούμενη
εργασία που έχει γίνει από άλλες επιχειρήσεις - ούτε το εισόδημα, δηλαδή
τις συνιστώσες της αξίας της συνολικής και εμπορευματικής παραγωγής που
διαστρεβλώνουν τον πραγματικό όγκο της παραγωγικής δραστηριότητας της
επιχείρησης. Αντανακλώντας με περισσότερη ακρίβεια την επενδυμένη στην
κατασκευή κάθε προϊόντος εργασία, ο δείκτης που εκφράζει το κριτήριο
αξίας της επεξεργασίας επιτρέπει να καθοριστούν με γνησιότερο τρόπο τα
σχετικά με την ανύψωση της απόδοσης καθήκοντα, καθώς και τα καθήκοντα
σχετικά με τη μείωση του κόστους και την αποδοτικότητα του συγκεκριμένου
τύπου παραγωγής. Είναι ακόμη ο καταλληλότερος από την άποψη του
εσωτερικού σχεδιασμού του εργοστασίου, αλλά και για την οργάνωση του
οικονομικού υπολογισμού στο εσωτερικό της επιχείρησης. Επιτρέπει ακόμα
να συγκρίνουμε την παραγωγικότητα της εργασίας σε παρόμοιες
επιχειρήσεις».
Η σοβιετική αυτή έρευνα νομίζουμε ότι αξίζει να μελετηθεί και ότι συμπίπτει, σε κάποιες πλευρές, με τη θέση μας.
ΣΥΝΟΨΗ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟ
Για
να συνοψίσουμε τις ιδέες μας πάνω στο σύστημα χρηματοδότησης από τον
προϋπολογισμό, πρέπει ν’ αρχίσουμε με τη διευκρίνιση ότι είναι ένας
γενικός όρος, δηλαδή ότι η αντικειμενική του δράση ασκείται εφόσον
συμμετέχει σε όλους τους τομείς της οικονομίας, μέσα σε ένα ενιαίο
σύνολο που, ξεκινώντας από τις πολιτικές αποφάσεις και περνώντας από την
JUCEPLAN (Κεντρικός Οργανισμός Σχεδιασμού), θα φτάσει στις επιχειρήσεις
και στις μονάδες μέσα από τα κανάλια του υπουργείου και εκεί θα
συγχωνευθεί με τον πληθυσμό, για να επιστρέψει πάλι στο όργανο των
πολιτικών αποφάσεων, σχηματίζοντας ένα γιγαντιαίο τροχό καλά λαδωμένο,
όπου ορισμένοι ρυθμοί θα μπορούν ν’ αλλάξουν περισσότερο ή λιγότερο
αυτόματα, μια και ο έλεγχος της παραγωγής θα το επιτρέπει. Τα υπουργεία
θα έχουν την ειδική υπευθυνότητα της πραγματοποίησης και του ελέγχου των
σχεδίων, πράγμα που θα κάνουν οι επιχειρήσεις και οι μονάδες, σε
συμφωνία με τις κλίμακες αποφάσεων που θα μπορούν να είναι λιγότερο ή
περισσότερο ελαστικοί, ανάλογα με το βαθμό οργάνωσης που έχει
επιτευχθεί, τον τύπο παραγωγής ή τη συγκεκριμένη στιγμή. Η JUCEPLAN θα
επιφορτιστεί τους συνολικούς και κεντρικούς ελέγχους της οικονομίας και
θα έχει στη δράση της τη συμπαράσταση του υπουργείου Οικονομικών στον
οικονομικό έλεγχο και του υπουργείου Εργασίας στο σχεδιασμό της
εργατικής δύναμης.
Καθώς
όμως όλα αυτά δε συμβαίνουν έτσι, θα περιγράψουμε την τωρινή
πραγματικότητά μας, με όλους τους περιορισμούς της, τους μικροθριάμβους
της, τις ελλείψεις και τις αποτυχίες της, άλλες από αυτές
δικαιολογημένες ή δικαιολογήσιμες σαν αποτέλεσμα της απειρίας μας και
άλλες που ήταν χρονδοειδέστατα λάθη.
Η
JUCEPLAN δε δίνει παρά τις γενικές γραμμές του σχεδίου και τους
αριθμούς ελέγχου των λεγόμενων βασικών προϊόντων, καθώς και εκείνων που
λίγο-πολύ ελέγχει. Οι κεντρικοί οργανισμοί, στους οποίους βάζουμε και το
Υπουργείο Βιομηχανίας, έχουν τον έλεγχο των προϊόντων που καθορίζονται
με συμφωνία ανάμεσα στις επιχειρήσεις. Μόλις έχει εγκατασταθεί και
εναρμονιστεί το σχέδιο, υπογράφονται οι συμφωνίες -καμιά φορά αυτό
γίνεται και από πριν- και η δουλειά αρχίζει.
Ο
κεντρικός μηχανισμός του υπουργείου αναλαμβάνει να εξασφαλίσει η
παραγωγή να συντελείται στο επίπεδο της επιχείρησης και η επιχείρηση
πρέπει να φροντίσει η παραγωγή να γίνεται στο επίπεδο της μονάδας.
Βασικό είναι η λογιστική δουλειά να εμπεδώνεται στα δύο αυτά σημεία,
στην επιχείρηση και στο υπουργείο. Τα βασικά μέσα και οι απογραφές
πρέπει να ελέγχονται στο κεντρικό επίπεδο, έτσι ώστε οι πόροι που για
τον α΄ ή β΄ λόγο παραμένουν ακινητοποιημένοι σε μερικές μονάδες να
μπορούν να μετατοπίζονται εύκολα σε ολόκληρο το σύνολο των μονάδων, από
τη μια μονάδα στην άλλη. Το υπουργείο έχει επίσης το δικαίωμα να
μετατοπίσει τα βασικά μέσα ανάμεσα στις διάφορες επιχειρήσεις. Τα
αποθέματα δεν έχουν χαρακτήρα αγοράς. Χρησιμοποιείται απλά το σύστημα
των αντίστοιχων εγγραφών στα βιβλία, αυξάνοντας το ένα μέρος και
μειώνοντας το άλλο. Ενα τμήμα της παραγωγής παραδίνεται άμεσα στον
πληθυσμό από το MINCIN, ενώ το υπόλοιπο δίνεται στις παραγωγικές μονάδες
άλλου τύπου για τις οποίες τα προϊόντα μας είναι ενδιάμεσα προϊόντα.
Η
βασική μας ιδέα είναι ότι σε ολόκληρη αυτή τη διαδικασία το προϊόν
παίρνει αξία από την εργασία που ασκείται πάνω του, αλλά ότι δε
χρειαζόμαστε την ύπαρξη σχέσεων αγοράς ανάμεσα στις επιχειρήσεις. Οι
συμβάσεις προμηθειών και οι αντίστοιχες παραγγελίες ή η απόδειξη που
δίνεται σε όποια στιγμή χρειαστεί, σημαίνουν ότι το καθήκον της
παραγωγής και της προμήθειας αυτού ή του άλλου προϊόντος εκπληρώθηκε. Η
αποδοχή ενός προϊόντος από μέρους μιας επιχείρησης θα σημαίνει (αυτή τη
στιγμή είναι κάπως ιδεατό αυτό, πρέπει να το παραδεχθούμε) και αποδοχή
της ποιότητας του προϊόντος. Αυτό γίνεται εμπόρευμα, αλλάζοντας νομικά
κάτοχο και μπαίνοντας στην ατομική κατανάλωση. Τα μέσα παραγωγής για
άλλες επιχειρήσεις δεν αποτελούν εμπορεύματα, αλλά πρέπει να
αξιολογούνται σύμφωνα με τους δείκτες που προτείναμε παραπάνω, σε σχέση
με την αναγκαία εργασία και το κριτήριο που προορίζεται για την
κατανάλωση για να μπορέσουμε να δώσουμε μια τιμή στο βασικό μέσο
παραγωγής ή τη συγκεκριμένη πρώτη ύλη.
Ποιότητα,
ποσότητα και επιλογή πρέπει να ακολουθούν τριμηνιαία πλάνα. Στη μονάδα
είναι η μονάδα που θα πληρώνει άμεσα στους εργάτες το μισθό τους σύμφωνα
με τα κριτήρια παραγωγής. Μένει ένα πρόβλημα με το οποίο δεν
ασχοληθήκαμε ακόμα: η μορφή της αμοιβής του συνόλου μιας παραγωγικής
μονάδας με δράση ιδιαίτερα λαμπρή ή πιο λαμπρή από το μέσο όρο, στο
σύνολο της οικονομίας και το πρόβλημα αν πρέπει ή όχι να τιμωρήσουμε
εκείνα τα εργοστάσια που δε στάθηκαν ικανά να παίξουν σωστά το ρόλο
τους.
Η ΤΡΕΧΟΥΣΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟ
Τι
συμβαίνει σήμερα; Πρώτ’ απ’ όλα το εργοστάσιο ποτέ δεν είναι σίγουρο
για το ότι οι προμήθειες που θα του γίνουν θα είναι σύμφωνες με τις
προβλέψεις όσον αφορά τη μορφή και το χρόνο. Ετσι δεν μπορεί να πιάσει
τα πλάνα παραγωγής του. Χειρότερο όμως είναι ότι δέχεται σε πολλές
περιπτώσεις πρώτες ύλες που αντιστοιχούν σε μια διαφορετική τεχνολογία
και έτσι υποχρεώνεται να κάνει τεχνολογικές αλλαγές. Αυτό επηρεάζει το
άμεσο κόστος παραγωγής, την ποσότητα εργασίας, σε ορισμένες περιπτώσεις
και τις επενδύσεις και συχνά αυτό διαλύει όλο το σχέδιο, έτσι ώστε να
είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε συχνές αλλαγές.
Μέχρι
τώρα σε υπουργικό επίπεδο δεν μπορούσαμε παρά να είμαστε απλώς
παρατηρητές όλων αυτών των ανωμαλιών, τις καταγράφαμε, αλλά τώρα
μπαίνουμε στη φάση όπου θα μπορούμε να επιδράσουμε πάνω σε συγκεκριμένες
κατηγορίες του πλάνου ή τουλάχιστον θα μπορούμε να απαιτούμε την
πρόβλεψη της κάθε διαστρέβλωσης με λογιστική ή μαθηματική μορφή, ώστε να
μπορέσουμε σε συνέχεια να την ελέγξουμε. Οι αυτόματοι μηχανισμοί που
είναι απαραίτητοι για τη γρήγορη διεκπεραίωση όλων των ελεγχών και για
την ανάλυση των δεικτών δεν υπάρχουν ακόμη, ούτε μια επαρκής ικανότητα
ανάλυσης ούτε η επαρκής ικανότητα συγκέντρωσης δεικτών ή σωστών
στοιχείων για να τα ερμηνεύουμε.
Οι
επιχειρήσεις συνδέονται άμεσα με τις βιομηχανικές μονάδες τους, άλλοτε
με τηλέφωνα ή με τηλέγραφο και άλλοτε με επαρχιακό εκπρόσωπο. Σε άλλες
περιπτώσεις τον έλεγχο ασκούν αντιπροσωπείες του υπουργείου. Στις
κοινότητες ή στα οικονομικοπολιτικά κέντρα του τύπου αυτού λειτουργούν
τα λεγόμενα CILOS που δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια σύσκεψη διοικητών
μονάδων, που βρίσκονται κοντά η μία στην άλλη και που έχουν την ευθύνη
να αναλύουν τα προβλήματά τους και να παίρνουν αποφάσεις σχετικά με
μικρές αμοιβαίες βοήθειες, που η γραφειοκρατική διαδικασία μέσα από όλα
τα κανάλια θα έπαιρνε πολύ χρόνο. Σε μερικές περιπτώσεις έχουν τη
δυνατότητα να δανείζουν βασικά μέσα, αλλά πάντα αφού συμβουλευτούν την
αντίστοιχη επιχείρηση πριν από κάθε οριστική μετατόπιση.
Τις
πρώτες μέρες κάθε μήνα το υπουργείο παραλαμβάνει τις στατιστικές
παραγωγής. Αναλύονται στο υψηλότερο επίπεδο και παίρνονται βασικά μέτρα
για τη διόρθωση των σφαλμάτων. Τις μέρες που ακολουθούν φτάνουν ακόμη
περισσότερο επεξεργασμένες στατιστικές που επιτρέπουν πάλι να παρθούν,
σε διάφορα επίπεδα, συγκεκριμένα μέτρα για την επίλυση των προβλημάτων.
Ποιες
είναι οι βασικές αδυναμίες του συστήματος; Πιστεύουμε ότι πάνω απ’ όλες
είναι η έλλειψη ωριμότητας. Υστερα έρχεται η έλλειψη πραγματικά
κατάλληλων στελεχών σε όλα τα επίπεδα. Επειτα η απουσία μιας
ολοκληρωμένης πληροφόρησης πάνω σε ολόκληρο το σύστημα και τους
μηχανισμούς του που θα επέτρεπε στους ανθρώπους να το κατανοήσουν
καλύτερα. Πρέπει να αναφέρουμε ακόμη και την απουσία ενός κεντρικού
μηχανισμού σχεδιασμού που να λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο και με μια
απόλυτη ιεραρχία, πράγμα που θα διευκόλυνε την εργασία. Θα σημειώσουμε
ακόμα την ανεπάρκεια υλικού, την ανεπάρκεια μεταφορικών μέσων που μας
υποχρεώνουν σε μερικές περιπτώσεις να συσσωρεύουμε προϊόντα και σε άλλες
μας εμποδίζουν να παράγουμε. Την ανεπάρκεια ακόμη σε ολόκληρο το
μηχανισμό ελέγχου ποιότητας και στις σχέσεις με τους οργανισμούς
διανομής (που θα έπρεπε να είναι στενότατες, αρμονικότατες και πολύ
ξεκάθαρες), ιδιαίτερα με την MINCΙΝ, καθώς και στις σχέσεις με κάποιους
διοικητικούς οργανισμούς, ιδιαίτερα τη ΜΙΝCEX (Υπουργείο Εξωτερικού
Εμπορίου) και την INRA (Ινστιτούτο Αγροτικής Μεταρρύθμισης). Είναι
δύσκολο ακόμα να εξακριβώσουμε ποιες ελλείψεις οφείλονται σε εγγενείς
αδυναμίες του συστήματος και ποιες οφείλονται ουσιαστικά στο τωρινό
οργανωτικό μας επίπεδο.
Σήμερα
ούτε στο εργοστάσιο ούτε στην επιχείρηση υπάρχει υλικό κίνητρο
συλλογικού τύπου. Η έλλειψη αυτή δεν οφείλεται σε μια κεντρική αντίληψη
ολόκληρου του σχήματος, αλλά στο γεγονός ότι δεν έχουμε ακόμα φτάσει στο
απαιτούμενο οργανωτικό επίπεδο για να μπορέσουμε να το εφαρμόσουμε πάνω
σε βάσεις που δε θα είναι πια η απλή εκπλήρωση ή υπερεκπλήρωση των
κυριότερων πλάνων της επιχείρησης, για τους λόγους που ήδη υποδείξαμε
παραπάνω.
Υποστηρίζεται
ότι υπάρχει στο σύστημα μια τάση προς το γραφειοκρατισμό. Ενα από τα
σημεία στα οποία θα πρέπει σταθερά να επιμένουμε είναι η
ορθολογικοποίηση ολόκληρου του διοικητικού μηχανισμού, ώστε να είναι όσο
το δυνατό μικρότερος. Από τη σκοπιά της αντικειμενικής ανάλυσης είναι
φανερό ότι όσο περισσότερο θα συγκεντροποιούνται οι λειτουργίες
καταγραφής και ελέγχου των επιχειρήσεων ή των παραγωγικών μονάδων, τόσο
λιγότερη γραφειοκρατία θα υπάρχει, έτσι ώστε αν όλες οι επιχειρήσεις
μπορούσαν να έχουν τους διοικητικούς τομείς τους συγκεντροποιημένους, ο
μηχανισμός τους θα περιοριζόταν στο μικρό διευθυντικό πυρήνα της μονάδας
και σε αυτόν που θα είχε την αποστολή της συλλογής των πληροφοριών και
της μετάδοσής τους στο κέντρο.
Αυτή
τη στιγμή αυτό είναι αδύνατο, αλλά πρέπει να πάμε στη δημιουργία
μονάδων του καλύτερου δυνατού μεγέθους, πράγμα που διευκολύνεται πολύ
από το σύστημα με την καθιέρωση της νόρμας εργασίας και με ένα μονάχα
τύπο καθορισμού του μισθού, ώστε να σταματήσουν οι στενές ιδέες σχετικά
με την επιχείρηση σαν κέντρο δράσης του ατόμου και πάμε περισσότερο προς
την κοινωνία στο σύνολό της.
ΓΕΝΙΚΑ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Κατά τη γνώμη μας αυτό το σύστημα παρουσιάζει τα ακόλουθα πλεονεκτήματα:
1.
Προσαρμοζόμενο προς τη συγκεντροποίηση, τείνει ταυτόχρονα προς μια
ορθολογικότερη χρησιμοποίηση των εθνικού χαρακτήρα αποθεμάτων.
2. Τείνει προς μια μεγαλύτερη ορθολογικοποίηση ολόκληρου του κρατικού διοικητικού μηχανισμού.
3.
Η ίδια αυτή τάση προς τη συγκεντροποίηση υποχρεώνει στη δημιουργία
μεγαλύτερων μονάδων, μέσα στα κατάλληλα όρια, με αποτέλεσμα την
εξοικονόμηση εργατικής δύναμης και την αύξηση της παραγωγικότητας των
εργαζομένων.
4.
Ενσωματωμένο σε έναν ενιαίο μηχανισμό με νόρμες, μετατρέπει ολόκληρο το
υπουργείο στη μία περίπτωση και όλα τα υπουργεία -αν είναι δυνατό- σε
μία και μόνη μεγάλη κρατική επιχείρηση, όπου μπορούμε να περνάμε από το
ένα μέρος στο άλλο και ν’ ανεβαίνουμε σε χώρους και σε τομείς
διαφορετικούς χωρίς να υπάρχουν προβλήματα μισθών, αλλά απλώς
εκπληρώνοντας μια κλίμακα εθνικού τύπου.
5.
Με οργανισμούς που παίρνουν κονδύλια από τον προϋπολογισμό μπορούμε να
απλοποιήσουμε πολύ τον έλεγχο των επενδύσεων, που τη συγκεκριμένη
εποπτεία τους θα την αναλάβει ο συμβαλλόμενος επενδυτής μαζί με το
Υπουργείο Οικονομικών, δηλαδή η οικονομική εποπτεία του.
Εδώ
θα πρέπει να τονίσουμε ότι έτσι δημιουργείται στον εργάτη σιγά-σιγά η
γενική ιδέα της συνεργασίας ανάμεσα σε όλους, η ιδέα ότι ανήκει σε ένα
μεγάλο σύνολο, το σύνολο του πληθυσμού της χώρας και η ανάπτυξη της
συνείδησής του ότι έχει ένα κοινωνικό χρέος, παίρνει μια ώθηση.
Το
ακόλουθο απόσπασμα του Μαρξ εκθέτει τη διαδικασία διαμόρφωσης των
παραδόσεων εργασίας. Αν αφαιρέσουμε τους όρους που αφορούν το
καπιταλιστικό καθεστώς μπορεί να μας χρησιμεύσει σαν σημείο αναφοράς για
την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.
«Δεν
φτάνει που οι όροι της εργασίας εμφανίζονται στον ένα πόλο σαν
κεφάλαιο, ενώ στον αντίθετο πόλο υπάρχουν μόνο άνθρωποι που δεν έχουν
τίποτα να πουλήσουν εκτός από την εργατική τους δύναμη. Δεν φτάνει
επίσης που εξαναγκάζονται οι άνθρωποι να πουλούν θεληματικά τον εαυτό
τους. Στην παραπέρα πορεία της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής αναπτύσσεται
μια εργατική τάξη, που από αγωγή, παράδοση και συνήθεια αναγνωρίζει σαν
αυτονόητους φυσικούς νόμους τις απαιτήσεις του κεφαλαιοκρατικού τρόπου
παραγωγής. Η οργάνωση του διαμορφωμένου κεφαλαιοκρατικού προτσές
παραγωγής σπάει κάθε αντίσταση, η διαρκής δημιουργία ενός σχετικού
υπερπληθυσμού κρατάει σε μια τροχιά, που ανταποκρίνεται στις ανάγκες
αξιοποίησης του κεφαλαίου, το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης
εργασίας, επομένως και το μισθό εργασίας, ο βουβός εξαναγκασμός των
οικονομικών σχέσεων επισφραγίζει την κυριαρχία του κεφαλαιοκράτη πάνω
στον εργάτη. Είναι αλήθεια πως εξακολουθεί να χρησιμοποιείται
εξωοικονομική άμεση βία, μόνο όμως σαν εξαίρεση. Για τη συνηθισμένη
πορεία των πραγμάτων ο εργάτης μπορεί ν’ αφεθεί στην επενέργεια των
“φυσικών νόμων της παραγωγής”, δηλαδή στην εξάρτησή του από το κεφάλαιο,
εξάρτηση που ξεπηδάει από τους ίδιους τους όρους της παραγωγής που την
εγγυούνται και τη διαιωνίζουν»[10].
Οι
παραγωγικές δυνάμεις αναπτύσσονται και οι σχέσεις παραγωγής αλλάζουν.
Τα πάντα περιμένουν την άμεση δράση του εργατικού κράτους πάνω στη
συνείδηση.
Σχετικά
με το υλικό συμφέρον, αυτό που θέλουμε να πετύχουμε με το σύστημα αυτό
είναι ο μοχλός να μη μετατραπεί σε κάτι που να υποχρεώνει το άτομο, σαν
τέτοιο ή ένα σύνολο ατόμων, να ανταγωνίζεται απελπισμένα άλλους για την
εξασφάλιση καθορισμένων συνθηκών παραγωγής ή διανομής που να το
τοποθετούν σε μια προνομιούχα θέση. Θέλουμε να διαμορφώσουμε έτσι τα
πράγματα ώστε το κοινωνικό χρέος να είναι το βασικό σημείο, στο οποίο
στηρίζεται όλη η εργασιακή προσπάθεια του εργάτη. Πρέπει όμως να
εποπτεύουμε την εργασία, έχοντας συνείδηση των αδυναμιών της, να
ανταμείβουμε ή να τιμωρούμε εφαρμόζοντας υλικά κίνητρα ή φρένα ατομικού ή
συλλογικού τύπου, ανάλογα με το αν ο εργάτης ή η παραγωγική μονάδα
είναι ικανοί ή όχι να εκπληρώσουν το κοινωνικό τους καθήκον. Εξάλλου η
επαγγελματική ικανότητα που είναι απαραίτητη για την άνοδο, αν μπορεί να
εφαρμοστεί σε εθνική κλίμακα, προκαλεί μια γενική ροπή προς τη μελέτη
σε ολόκληρη τη μάζα των εργαζομένων της χώρας. Μια τέτοια ικανότητα δε
θα φρενάρεται από κανένα ιδιαίτερο τοπικό περιορισμό, μια και ο χώρος
εργασίας είναι ολόκληρη η χώρα και θα προκαλέσει με τη σειρά της μια
πολύ ισχυρή τάση προς την τεχνική εμβάθυνση.
Πρέπει
να θεωρήσουμε ακόμη ότι μπορούμε εύκολα να τραβήξουμε, μέσα από μια
πολιτική επιχορηγήσεων, εργάτες - φοιτητές που ειδικεύονται για να
περάσουν σε άλλες θέσεις εργασίας και να εξαλείψουμε σιγά-σιγά τις ζώνες
εκείνες όπου η χειρωνακτική εργασία είναι μεγαλύτερη, για να
δημιουργήσουμε εργοστάσια παραγωγικότερου τύπου, δηλαδή πιο πολύ σύμφωνα
με την κεντρική ιδέα του περάσματος στον κομμουνισμό, στην κοινωνία της
μεγάλης παραγωγής και της ικανοποίησης των βασικών αναγκών του
ανθρώπου.
Μένει
ακόμα να υπογραμμίσουμε το διαπαιδαγωγητικό ρόλο που θα πρέπει να
παίξει το Κόμμα, ώστε το κέντρο εργασίας να μετατραπεί σε συλλογική
έκφραση των επιθυμιών και των ανησυχιών των εργαζομένων και να γίνει ο
χώρος όπου θα παίρνει σάρκα και οστά ο πόθος τους να υπηρετήσουν την
κοινωνία.
Μπορούμε
να φανταστούμε το κέντρο εργασίας να αποτελεί τη βάση του πολιτικού
πυρήνα της μελλοντικής κοινωνίας, που με τις υποδείξεις της, περνώντας
τις σε πολυπλοκότερους πολιτικούς οργανισμούς, θα δίνει στο Κόμμα και
στην κυβέρνηση την ευκαιρία να παίρνουν βασικές αποφάσεις για την
οικονομία και για την πνευματική ζωή του ατόμου.
* Αρθρο του Ερνέστο Τσε Γκουεβάρα, που δημοσιεύτηκε στη
«NuestraIndustria, RevistaEconomica». («Η βιομηχανία μας, Οικονομική
Επιθεώρηση»), αρ. 5, Φεβρουάριος 1964.
[1] Καρλ Μαρξ: «Χειρόγραφα του 1844», Κοινωνικές εκδόσεις, Παρίσι 1962, σελ. 87 (σ.μ. Απόσπασμα από τη γαλλική έκδοση).
[2] Καρλ Μαρξ: «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», 1994, σελ. 21.
[3] Ι. Β. Λένιν: «Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης». Απαντα, τόμος 26, σελ. 362-363.
[4] Ι. Β. Στάλιν: Ζητήματα Λενινισμού, «Για τις βάσεις του λενινισμού», σελ. 4.
[5]
Β. Ι. Λένιν: «Πέντε χρόνια της Ρωσικής Επανάστασης και οι προοπτικές
της παγκόσμιας επανάστασης». Απαντα, τόμος 45, σελ. 279-280.
[6] Β. Ι. Λένιν: «Πέντε χρόνια της Ρωσικής Επανάστασης και οι προοπτικές της παγκόσμιας Επανάστασης». Απαντα, τόμος 45, σελ. 282.
[7]
Bλέπε: I. Ivonin, «Los Combinados de Empresas Sovieticas - La nueva
forma de administration de las industrias». («Οι σύνδεσμοι των
Σοβιετικών επιχειρήσεων - Ο νέος τρόπος της διεύθυνσης της
βιομηχανίας»), «NuestraIndustria, RevistaEconomica», Νο 4.
[8] Β. Ι. Λένιν: «Για την επανάστασή μας». Απαντα, τόμος 45, σελ. 380-381.
[9] Καρλ Μαρξ: «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», 1994, σελ. 20.
[10] Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», 1978, τόμος 1, σελ. 762.
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ, θεωρητικό και πολιτικό όργανο της ΚΕ του ΚΚΕ, 2007/τ. 6
Στο βιβλίο του Κάρλος Ταμπλάδα “ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ: Η πολιτική οικονομία οικοδόμησης του σοσιαλισμού”, Εκδόσεις ΔΙΕΘΝΕΣ ΒΗΜΑ, 2014 (στου οποίου την μετάφραση είχα την τιμή να συμβάλω) μπορεί να βρει κανείς σχετικά ολοκληρωμένα την οικονομική σκέψη του Tσε και την αντίληψή του γύρω από αυτά τα ζητήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕδώ 15 σχετικές αναρτήσεις: http://cubaniagriega.blogspot.gr/search/label/Carlos%20Tablada
μεταξύ αυτών, ο χαιρετισμός του κουβανού συγγραφέα στους Έλληνες αναγνώστες: https://youtu.be/r6jbMRF7dGo