…Λίγες
μέρες μετά, ένας δημοσιογράφος του Αλ Τζαζίρα, παίρνει συνέντευξη από ένα
άλλο τσούρμο παιδιών. Τα παιδιά παίζουν
κάτω από τους ήχους των αεροπλάνων και των βομβών που σκάνε. Και δεν παίζουν
απλά και ανέμελα. Λένε ότι "Θα συνεχίσουμε να παίζουμε, Νετανιάχου!".
Παίζουν επίτηδες. Γιατί;
"Θα συνεχίσουμε να παίζουμε, Νετανιάχου!"
Λίγες
ημέρες πριν, ενα ισραηλινό αεροπλάνο δολοφόνησε 4 μικρά παιδιά που παίζανε στην
παραλία της Γάζας, μπροστά στα μάτια των δυτικών δημοσιογράφων. Οι γονείς τους
τα μετέφεραν εκεί γιατί νόμιζαν ότι θα ήτανε πιο σφαλή. Το πολύ ωραίο κείμενο
του "Αθέατου Κόσμου" , περιγράφει το έγκλημα.
Λίγες
μέρες μετά, ένας δημοσιογράφος του Αλ Τζαζίρα, παίρνει συνέντευξη από ένα
άλλο τσούρμο παιδιών. Τα παιδιά παίζουν
κάτω από τους ήχους των αεροπλάνων και των βομβών που σκάνε. Και δεν παίζουν
απλά και ανέμελα. Λένε ότι "Θα συνεχίσουμε να παίζουμε, Νετανιάχου!".
Παίζουν επίτηδες.
Γιατί;
Γιατί αυτά τα παιδιά, που έχουν δει τα σπίτια τους να καταρρέουν και τους
συγγενείς τους να βγαίνουν νεκροί από τα χαλάσματα, που έχουν δει συνομίλικους
φίλους τους με ακρωτηριασμένα άκρα, αυτά τα παιδιά έχουν καταλάβει από τη ζωή,
αυτό που δεν μπορούν να καταλάβουν οι οπαδοί των "δύο άκρων"
(τελευταίο κρούσμα η κατάπτυστη ΣΟ του ιντιμύντια)
Οι
δολοφόνοι θέλουν τους λαούς να γονατίζουν μπροστά στην βία και να παραδίνονται.
Οι
δολοφόνοι θέλουν να ξεχάσουν οι Παλαιστίνιοι την πατρίδα τους και να πάψουν να
πολεμούν.
Οι
δολοφόνοι θέλουν να όχι απλά να σκοτώνουν. Θέλουν να πιστέψουμε ότι αυτή είναι
η φυσιολογική πορεία των πραγμάτων και να την αποδεχθούμε. Όλοι.
Οι
δολοφόνοι θέλουν τα παιδιά να μην παίζουν και να περιμένουν φοβισμένα μέσα στο
σπίτι να πεθάνουν. Θέλουν να πάψουν να ονειρεύνται.
Οι
δολοφόνοι φοβούνται τα μικρά παιδιά που παίζουν, γιατί οι δολοφόνοι είναι
αδύναμα ανθρωπάκια, κρυμμένα πίσω από τις κάννες των τανκς και τους ήχους των
βομβαρδιστικών τους.
Ενα ποίημα του Γ. Ρίτσου για τον ξυπόλυτο Παυλή, για το παιδί του κόσμου, που αγάπαγε πολύ το ποδοσφαιρο. Θα μπορούσε κάλλιστα να έχει γραφτεί για τα παιδιά της Παλαστινης.
ΑπάντησηΔιαγραφή«Τον είδες, Τζον, τον Παυλή; Δεν μπορεί θα τον είδες.
Μα κι αν δεν άκουσες κείνο το "ζήτω"
κι αν δεν πρόσεξες τη φλόγα των ματιών του,
θα το 'νιωσες, δεν μπορεί να μην το 'νιωσες
-καθώς περνούσαν οι ερπύστριες απάνω απ' τον Παυλή-
θα το 'νιωσες.
Κι έτσι σα να 'δα που αναπήδησε το τανκ σου Τζον.
Ξέρεις για ποιον Παυλή σου λέω,
για κείνο το παιδί - θυμάσαι?
Για τον Παυλή σου λέω -Τι θόρυβος-
για κείνο το παιδί που πούλησε τα παπούτσια του
όταν οι Γερμανοί σκότωσαν τον Γιωργάκη.
Για κείνο το παιδί σου λέω που αγόρασε τη μπάλα,
τι θόρυβο που κάνουν Τζο τα κανόνια σας - πού να τ' ακούσεις!
Για κείνο το παιδί
που ανήκε στην ποδοσφαιρική ομάδα του Γιωργάκη.
Κι εσείς, Τζον, δεν αγαπάτε το φουτ μπώλ?
Όμορφα παίζετε - το 'δαμε κάποιο βράδυ στον κινηματόγραφο
μασουλώντας στραγάλια και πασατέμπο
και φωνάζοντας "ζήτω", Τζον, για την ομάδα σας.
Γιατί η ομάδα σας -η Άρσεναλ- έπαιζε Τζον πολύ όμορφα
κι εμείς αγαπάμε τα όμορφα Τζον, κι εκτιμάμε το δίκιο
κι εμείς χειροκροτάμε το καλό - όποιο να 'ναι
και δεν μπορούμε να μην πούμε την αλήθεια -το σωστό σωστό-
η Άρσεναλ έπαιζε πολύ όμορφα.
Θ' αγαπάς, Τζον, κι εσύ το ποδόσφαιρο
κι ο Παυλής έπαιζε όμορφα -μ' όλο που ήταν ξυπόλυτος-
Είχε γερά ποδάρια - λίγο στραβά είναι αλήθεια, απ’ το ποδόσφαιρο,
πολύ γερά ποδάρια και πλεμόνια κι εξυπνάδα
και γερά κόκαλα, Τζο, δεν μπορεί, θα το 'νιωσες!
Όμορφα που 'παιζε ο Παυλής - ονειρευόμασταν δικοί και ξένοι
όταν τον βλέπαμε τ' απόγιομα να παίζει
στο γήπεδο της γειτονιάς
με τις αγριομολόχες
ονειρεύομασταν πως μεθαύριο θα γίνει
ο αρχηγός του κόκκινου ποδοσφαίρου
της Λαϊκής μας Δημοκρατίας!
Γιατί ο Παυλής -αν και ξυπόλυτος- έπαιζε Τζο σ' όλες τις θέσεις
τόσο που παραξενευτήκαμε, Τζον, που δεν τα κατάφερε
στο τελευταίο παιχνίδι του να δώσει μια κλωτσιά
από κείνες τις γνωστές του
και να τινάξει, Τζον, το τανκ σου ως το Λονδίνο
ώσμε την κούτρα, Τζον, του κ. Τσώρτσιλ σας.
Μα ήταν, βλέπεις, ξυπόλυτος. Τι να σου κάνει;
Σου μιλάω για τον Παυλή πού ‘χε πουλήσει τα παπούτσια του -
δεν αξιώθηκε από τότε, Τζον,
να ξαναβάλει παπούτσι στα ποδάρια του
κι έτσι ξυπόλυτος σκοτώθηκε ο Παυλής το Δεκέμβρη (...)».