Ο
εργοδότης συγκρίνει τις δαπάνες της λήψης κάποιων μέτρων προστασίας σε
σχέση με τις πιθανές οικονομικές συνέπειες από την αποφυγή τους (π.χ.,
κάποια πρόστιμα, αποζημιώσεις ατυχημάτων) και με το κριτήριο αυτό
αποφασίζει
|
Ο καθιερωμένος όρος «εργατικό ατύχημα» είναι στην πραγματικότητα παραπλανητικός. Τα
εργατικά ατυχήματα δεν οφείλονται σε «ατυχία», αλλά στο ότι δεν
λαμβάνονται απαραίτητα μέτρα πρόληψης, που θα μπορούσαν να ληφθούν, με
βάση το σημερινό επίπεδο ανάπτυξης της επιστήμης και της τεχνικής. Ας δούμε ορισμένες χαρακτηριστικές πλευρές:
Γίνονται
εργασίες χωρίς να διασφαλιστεί προηγουμένως ότι θα υπάρχουν σκαλωσιές ή
άλλα μέτρα. Αποτέλεσμα: Σοβαρά ή θανατηφόρα «ατυχήματα» από πτώσεις,
ιδιαίτερα σε κλάδους όπως οι κατασκευές.
Ο εξοπλισμός εργασίας, τα
μηχανήματα, το σύνολο των εγκαταστάσεων, δεν ελέγχονται και δε
συντηρούνται προληπτικά, δε διαθέτουν αναγκαία συστήματα ασφαλείας
(π.χ., τα παλαιότερα και το πρόσφατο θανατηφόρο «ατύχημα» στη ΛΑΡΚΟ).
Ακόμη και όταν αυτά υπάρχουν, οι εργαζόμενοι εξαναγκάζονται να τα
ακυρώνουν «για να βγαίνει γρήγορα η δουλειά».
Οι εργαζόμενοι δεν
είναι εκπαιδευμένοι για τους κανόνες ασφάλειας και επιπλέον συχνά
χρησιμοποιούνται ανειδίκευτοι εργάτες. Οι δυσκολίες είναι μεγαλύτερες
στην περίπτωση των μεταναστών που αντιμετωπίζουν, πέραν της εργασιακής
ανασφάλειας, και το πρόβλημα της διαφορετικής γλώσσας.
Οι
εργαζόμενοι πιέζονται να εκτελέσουν τις εργασίες χωρίς προηγουμένως να
έχει διασφαλιστεί ότι έχουν ληφθεί τα μέτρα, όπως, για παράδειγμα, να
έχει προηγηθεί απαλλαγή από εύφλεκτα αέρια πριν γίνουν θερμές εργασίες,
να μετράται η επάρκεια οξυγόνου ή η πιθανή ύπαρξη επικίνδυνων ουσιών
πριν και κατά τη διάρκεια εργασιών σε κλειστούς χώρους, να έχουν ληφθεί
μέτρα υποστήριξης για τον κίνδυνο καταπλάκωσης, να μη γίνεται εργασία με
ενεργό δίκτυο ηλεκτρικού ρεύματος κ.λπ.
Δεν λαμβάνονται μέτρα
πυροπροστασίας και στατικής επάρκειας των εγκαταστάσεων, δεν τηρούνται
ασφαλείς διαδικασίες αντιμετώπισης και εκκένωσης κτιρίων σε περιπτώσεις
εκτάκτων καταστάσεων (π.χ. «Μαρφίν», «Ρικομέξ», «Φαράν» κ.λπ.).
Παράγοντες
όπως η κόπωση των εργαζομένων λόγω εντατικοποίησης και αυξημένου φόρτου
εργασίας, το άγχος, η εργασιακή ανασφάλεια, η εργασία σε αντίξοες
καιρικές συνθήκες, η εργασία τη νύχτα και οι αναδιαρθρώσεις στην εργασία
(π.χ., τάση προώθησης εργασιών σε εργολάβους, «κινητικότητα»
εργαζομένων από κλάδο σε κλάδο, ελαστικές μορφές απασχόλησης, ελαστικά
ωράρια), αυξάνουν τον κίνδυνο πρόκλησης εργατικού ατυχήματος.
Την ίδια στιγμή, η έλλειψη μέτρων ασφάλειας σε μια σειρά εργασιακούς χώρους προκαλεί κίνδυνο και για το γενικό πληθυσμό, ειδικότερα για ευαίσθητες ομάδες.
Για παράδειγμα, όταν δεν λαμβάνονται τα απαραίτητα μέτρα σε
επιχειρήσεις που βρίσκονται σε περιοχές όπου υπάρχουν εγκαταστάσεις
υψηλού κινδύνου (π.χ. Θριάσιο, βιομηχανική περιοχή Θεσσαλονίκης) ή στα
αστικά κέντρα όπου υπάρχουν εγκαταστάσεις φυσικού αερίου, μπορεί να
γίνει ατύχημα μεγάλης έκτασης με κίνδυνο για το περιβάλλον και τον πληθυσμό.
Οταν δεν λαμβάνονται μέτρα σε σχολεία, παιδικούς σταθμούς, χώρους συνάθροισης κοινού, νοσοκομεία, μέσα μαζικής μεταφοράς κ.λπ., κινδυνεύουν εκτός από τους εργαζόμενους και τα παιδιά, οι ασθενείς, οι επιβάτες, διάφορες άλλες ομάδες πληθυσμού.
Θυσία στο βωμό της καπιταλιστικής κερδοφορίας
Ακούμε
τα τελευταία χρόνια από κυβερνητικά χείλη ότι μειώθηκαν τα «ατυχήματα»
και η κατάσταση βελτιώνεται χάρη στο σύγχρονο νομοθετικό πλαίσιο. Η
πραγματικότητα είναι διαφορετική. Αφενός, υπάρχει το ζήτημα των
μακροπρόθεσμων επιπτώσεων από την έκθεση σε βλαπτικούς παράγοντες του
εργασιακού περιβάλλοντος, που μπορεί να οδηγήσει σε επαγγελματικές
ασθένειες, οι οποίες όμως στην πράξη δεν καταγράφονται στη χώρα μας.
Αφετέρου, η καταγραφή των εργατικών ατυχημάτων είναι ελλιπής, ενώ
χιλιάδες εργαζόμενοι είναι ανασφάλιστοι.
Ταυτόχρονα, η μείωση του
αριθμού των ατυχημάτων σε ορισμένους κλάδους οφείλεται στη συρρίκνωση
της οικονομικής δραστηριότητας λόγω της οικονομικής κρίσης, ιδιαίτερα σε
κλάδους με υψηλό δείκτη ατυχημάτων, όπως οι κατασκευές.
Ενδεικτικό είναι ότι παρ' όλη την ελλιπή καταγραφή, μόνο για τους ασφαλισμένους του ΙΚΑ, τα στοιχεία (έως και το 2008 οπότε σταμάτησαν να δημοσιεύονται) δείχνουν ότι κάθε 2 ώρες συνέβαιναν 3 εργατικά «ατυχήματα». Σύμφωνα με στοιχεία του ΣΕΠΕ, από το 1999 έως το 2012, σχεδόν 1.700 εργαζόμενοι δε γύρισαν σπίτι τους. Δηλαδή, κάθε 3 μέρες ένας εργαζόμενος πεθαίνει από εργατικό «ατύχημα» (στην καταγραφή αυτή εξαιρούνται τα «ατυχήματα» σε εργάτες γης, ναυτεργάτες, εργάτες ορυχείων).
Ηδη
από τα προηγούμενα χρόνια, πριν την κρίση, για να διασφαλιστεί
φθηνότερη εργατική δύναμη, για να θωρακιστεί η ανταγωνιστικότητα των
μονοπωλιακών ομίλων, δεν τηρούνται ούτε τα στοιχειώδη μέτρα για την
υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων (ΥΑΕ). Δεν εφαρμόζεται ούτε καν
το νομοθετικό πλαίσιο που ισχύει. Η όποια εφαρμογή του περιορίζεται,
στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, στην παροχή εξοπλισμού ατομικής
προστασίας (π.χ., κράνος, μπότες) ή στην τυπική ύπαρξη εκτίμησης
επαγγελματικού κινδύνου, απασχόλησης Τεχνικού Ασφάλειας και Γιατρού
Εργασίας, που ούτε και αυτές οι προβλέψεις εφαρμόζονται σε μεγάλο βαθμό.
Ο
βασικός παράγοντας που καθορίζει κάθε επιλογή του εργοδότη σε σχέση με
τις συνθήκες εργασίας είναι η επίδραση που θα έχει η επιλογή αυτή στο
ποσοστό κέρδους της επιχείρησης. Ο εργοδότης συγκρίνει τις δαπάνες
της λήψης κάποιων μέτρων προστασίας σε σχέση με τις πιθανές οικονομικές
συνέπειες απ' την αποφυγή τους (π.χ., κάποια πρόστιμα, αποζημιώσεις
ατυχημάτων) και με το κριτήριο αυτό αποφασίζει.
Η πραγματικότητα
αυτή σχετίζεται με τις κυρίαρχες σήμερα εκμεταλλευτικές σχέσεις
παραγωγής, με τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης. Το κεφάλαιο
ενδιαφέρεται για το ανώτατο όριο που μπορεί να εκμεταλλευτεί την
εργατική δύναμη σε μια εργάσιμη μέρα και όχι για τη ζωή του
συγκεκριμένου εργαζόμενου. Στην καλύτερη περίπτωση, ο κεφαλαιοκράτης
σταματά να παίρνει μέτρα ασφάλειας μόλις το κόστος πρόληψης ξεπεράσει
το κόστος του εργατικού ατυχήματος για τον ίδιο.
Η συγκεκριμένη προσέγγιση του ζητήματος αποτυπώνεται και στην κυρίαρχη
αντίληψη σήμερα για την υγεία, που εστιάζει το πρόβλημα στη διασφάλιση
της ικανότητας της εργατικής δύναμης, στην παραγωγή υπεραξίας, δηλαδή
της κερδοφορίας των καπιταλιστών. Με βάση αυτή την άποψη, η υγεία του ανθρώπου περιορίζεται στην απουσία ασθένειας ή αναπηρίας. Αντίθετα,
για το ταξικό εργατικό κίνημα, η υγεία είναι η κατάσταση πλήρους
σωματικής, πνευματικής και ψυχικής ευεξίας και όχι μόνο η απουσία
ασθένειας ή αναπηρίας.
Ο ρόλος του αστικού κράτους
Στην
προσπάθεια της άρχουσας τάξης να δώσει τη μάχη της ανταγωνιστικότητας,
διασφαλίζοντας φθηνότερη εργατική δύναμη, κεντρικό ρόλο αναλαμβάνει το
αστικό κράτος. Οι αντεργατικές επιλογές της σημερινής και των
προηγούμενων κυβερνήσεων απορρέουν από τις κατευθύνσεις της ΕΕ, τις
οποίες έχουν συναποφασίσει (π.χ., «ευελιξία», διευθέτηση του χρόνου
εργασίας, αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, αναδιαρθρώσεις) και
αυξάνουν τους κινδύνους εργατικών ατυχημάτων.
Ο ρόλος του αστικού κράτους εκφράζεται και με τη συγκάλυψη της ανεξέλεγκτης δράσης της εργοδοσίας, με τη διαμόρφωση
ενός πλαισίου ψευδεπίγραφων και ελλιπών ελέγχων στους χώρους δουλειάς
από τους αρμόδιους ελεγκτικούς μηχανισμούς, που θα επιδεινωθεί ακόμη
περισσότερο στο έδαφος των αναδιαρθρώσεων, της παραπέρα μείωσης των
κρατικών δαπανών, της μείωσης του προσωπικού και του καθεστώτος
«κινητικότητας» και διαθεσιμότητας, στο οποίο έχει μπει και το ΣΕΠΕ.
Στην ίδια κατεύθυνση είναι και η διατήρηση μιας σειράς σκόπιμων ελλείψεων στο νομοθετικό πλαίσιο για την ΥΑΕ
(π.χ., κενά νομοθεσίας σε μεθοδολογίες και προδιαγραφές, επίπεδα
οριακών τιμών έκθεσης και ορίων ασφάλειας, θεσμικό πλαίσιο άσκησης
καθηκόντων Τεχνικού Ασφάλειας και Γιατρού Εργασίας κ.ά.).
Αντίστοιχος είναι και ο προσανατολισμός των ελεγκτικών μηχανισμών, που δεν εστιάζει στην εργοδοτική ευθύνη, αντίθετα προωθεί την ταξική συνεργασία. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και στις περιπτώσεις που γίνονται έλεγχοι μετά από ένα ατύχημα, υπάρχει προσπάθεια να μετατοπιστεί η εργοδοτική ευθύνη στις πλάτες των Τεχνικών Ασφάλειας ή και των ίδιων των εργαζομένων.
Οι
Τεχνικοί Ασφάλειας, όμως, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι και
αυτοί εργαζόμενοι στον ίδιο εργοδότη (ή σε δύο εργοδότες αν εργάζονται
σε ΕΞΥΠΠ), δηλαδή και οι ίδιοι υφίστανται την εργοδοτική πίεση, ανεξάρτητα από το βαθμό στον οποίο συνειδητοποιούν την ταξική τους θέση.
Βιώνουν και αυτοί τις αρνητικές συνέπειες της πολιτικής, με ελαστική
εργασία, με «μπλοκάκι», χωρίς εφαρμογή ΣΣΕ, χαμηλούς μισθούς και
ελαστικά ωράρια, με το φόβο της απόλυσης. Η δραστηριότητά τους είναι συμβουλευτική προς τον εργοδότη και οι ώρες απασχόλησης που προβλέπονται από τη νομοθεσία είναι ελάχιστες.
Μια άλλη επίσης πλευρά, που αναδεικνύει τις ευθύνες όλων των αστικών κυβερνήσεων, είναι η εμπορευματοποίηση της ΥΑΕ, η απουσία δημόσιων υποδομών υποστήριξης των διαδικασιών για την αντιμετώπιση του επαγγελματικού κινδύνου και η παράδοσή τους στις ιδιωτικές ΕΞΥΠΠ, καθώς και η υποβάθμιση ή το κλείσιμο σχετικών ερευνητικών και υποστηρικτικών φορέων, όπως το ΕΛΙΝΥΑΕ και το ΙΕΝΘΥΑΕ.
Ολα αυτά ξεκίνησαν πριν τη σημερινή φάση της βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης.
Στις σημερινές συνθήκες η επικινδυνότητα έχει αυξηθεί σημαντικά κάτω
από την επίδραση των αναδιαρθρώσεων, της προσπάθειας μείωσης της τιμής
της εργατικής δύναμης στο έδαφος της ανταγωνιστικότητας και της
διασφάλισης της κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Η εργασιακή ανασφάλεια
αυξάνει την πίεση για μείωση της απαιτητικότητας των εργαζομένων,
οδηγώντας στην καταστροφική λογική: «Προκειμένου να είμαι άνεργος, ας
αποδεχθώ μια δουλειά με αποδοχές - ψίχουλα, χωρίς δικαιώματα, με
τεράστιους κινδύνους για την υγεία και τη ζωή μου».
Επίσης,
σύμφωνα με διεθνείς, ευρωπαϊκές και ελληνικές επιστημονικές μελέτες, η
οικονομική κρίση, οι αναδιαρθρώσεις στις εργασιακές σχέσεις, η εργασιακή
ανασφάλεια, το άγχος, η υπερωριακή απασχόληση, η πίεση χρόνου κ.λπ.,
αποτελούν παράγοντες που οδηγούν σε αύξηση των εργατικών ατυχημάτων και
σε προβλήματα υγείας, που ξεκινούν από μυοσκελετικά και διαταραχές του
πεπτικού, έως διάφορες μορφές καρκίνου, θανάτους από καρδιακά
προβλήματα, αποβολές, σε αύξηση των ψυχικών διαταραχών και των
αυτοκτονιών.
Η απάντηση του ταξικού κινήματος
Απέναντι
σε αυτή την κατάσταση πρέπει να συνεχιστούν, να πάρουν μόνιμο και
μαζικό χαρακτήρα οι αγωνιστικές πρωτοβουλίες από τα ταξικά σωματεία και
τις επιτροπές υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων. Να αντιμετωπιστούν
αποφασιστικά η κρατική και εργοδοτική τρομοκρατία και οι δυνάμεις του
κυβερνητικού - εργοδοτικού συνδικαλισμού που στο όνομα του ρεαλισμού
«εκπαιδεύουν» τους εργαζόμενους στη συναίνεση και στην ανοχή των μέτρων
που υπονομεύουν την υγεία και ασφάλεια στους τόπους δουλειάς.
Να
απαιτηθεί ο ουσιαστικός έλεγχος της εργοδοτικής ευθύνης για τη
συνδυασμένη εφαρμογή της νομοθεσίας και των κανονισμών ΥΑΕ, η ίδρυση
κρατικού σώματος Τεχνικών Ασφάλειας και Γιατρών Εργασίας ενταγμένου στο
αποκλειστικά δημόσιο σύστημα Υγείας, η κατάργηση των ΕΞΥΠΠ, η διατήρηση
και διεύρυνση του θεσμού των ΒΑΕ, η κατοχύρωση εργοδοτικής εισφοράς για
τον επαγγελματικό κίνδυνο, η εφαρμογή κανονισμών ΥΑΕ και στον αγροτικό
τομέα και τους αυτοαπασχολούμενους.
Η πάλη αυτή πρέπει να
ενταχθεί πιο αποφασιστικά στην πάλη του ταξικού εργατικού κινήματος και
της κοινωνικής συμμαχίας για αναχαίτιση της αντιλαϊκής επίθεσης, για
πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, για να μην πληρώσουν την
κρίση οι εργαζόμενοι αλλά τα μονοπώλια. Η ίδια αντιλαϊκή πολιτική η
οποία θυσιάζει εργασιακά, ασφαλιστικά, κοινωνικά δικαιώματα στο βωμό της
καπιταλιστικής κερδοφορίας, αυξάνει επίσης την επικινδυνότητα για την
εργασιακή και δημόσια υγεία και ασφάλεια.
Για να έχει αυτός ο
αγώνας συνέχεια, διάρκεια και νικηφόρα προοπτική, πρέπει να σημαδεύει
τον πραγματικό αντίπαλο, την άρχουσα τάξη, τα μονοπώλια και όχι μόνο τις
αστικές κυβερνήσεις. Η συνδυασμένη ικανοποίηση των αναγκών μας δεν
μπορεί να πραγματοποιηθεί ουσιαστικά και σε σταθερή βάση σε μια
οικονομία που λειτουργεί με κριτήριο το καπιταλιστικό κέρδος. Απαιτεί έναν άλλο, λαϊκό δρόμο ανάπτυξης,
όπου δεν θα υπάρχει εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από το κεφάλαιο,
τα μέσα παραγωγής θα κοινωνικοποιηθούν, με κεντρικό επιστημονικό
σχεδιασμό της παραγωγής και εργατικό έλεγχο.
Η πείρα του
σοσιαλισμού, ιδιαίτερα της Σοβιετικής Ενωσης, παρά τις αντιφάσεις και τα
λάθη που οδήγησαν στην ανατροπή, αποτελεί φωτεινό παράδειγμα στον 21ο
αιώνα για την πρόληψη και αντιμετώπιση του επαγγελματικού κινδύνου. Γι'
αυτή την προοπτική αξίζει να βγούμε αγωνιστικά στο προσκήνιο, να
προτάξουμε το σύνολο των αναγκών μας.
* Η Εύη Γεωργιάδου
είναι Μηχανικός Ασφάλειας, μέλος του Τμήματος Υγείας - Πρόνοιας της ΚΕ
του ΚΚΕ και υπεύθυνη της Επιτροπής Υγείας - Ασφάλειας.
Αυτός είναι ο καπιταλισμός. Πάντα αυτός ήταν. Εβλεπε τον εργάτη σαν κρέας. Θυμάμαι κατι που μας είχαν πει στο Πανεπιστήμιο. Από πού βγήκε η λέξη "σαμποτάζ". Οι εργάτριες στην Αμερική φορούσαν σαμπό στη δουλειά τους. ΄Οταν λοιπόν απ' την έλλειψη ασφαλιστικών μέτρων κάποια εργάτρια "μπερδευόταν" στη μηχανή οι άλλες εργάτριες για να τη βοηθήσουν να μην την σακατέψει η μηχανή πετούσαν τα σαμπό τους στα γρανάζια της μηχανής για να σταματήσουν να γυρίζουν και να σταματήσει κι η μηχανή. Αυτός ήταν ο τρόπος που προστατεύονταν τότε. Τα χρόνια πέρασαν , μπήκαμε σε καινούριο αιώνα αλλά τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει καθολου στο θέμα των εργατικών ατυχημάτων. Ο μεγάλος χαμένος σ' αυτή την υποθεση είναι ο εργαζόμενος. Κι ο μεγάλος κερδισμένος είναι τα κέρδη του καπιταλιστή. Και στη μέση ένα ασύδοτο κράτος που δεν τιμωρεί το δολοφόνο αντιθέτως τον χαϊδεύει.
ΑπάντησηΔιαγραφή