Όποιος
«ενημερώθηκε» σήμερα για τον «εορτασμό» της εθνικής επετείου από τα τηλεοπτικά
κανάλια και το διαδίκτυο, θα είδε τις εικόνες των σιδερόφραχτων παρελάσεων και
των κρυμμένων από το λαό «επισήμων». Όποιος πήγε σχολείο ή υπηρέτησε τη μαμά πατρίδα στο στρατό, διδάχτηκε για τα καλά το (κατά την «κυρίαρχη
άποψη») νόημα του «αλβανικού έπους». Λέμε συχνά
με έκπληξη όταν διαβάζουμε ένα παλιό άρθρο πως είναι «σα να γράφτηκε
σήμερα». Αυτό που κάνει τα άρθρα του Βάρναλη να είναι τόσο επίκαιρα και, για το συγκεκριμένο που παρουσιάζουμε σήμερα να λες
πως γράφτηκε για τους σημερινούς
«επίσημους» στις εξέδρες των παρελάσεων, για τους σημερινούς διοικητές
Ασφαλείας, για τους σημερινούς διευθυντές εφημερίδων, είναι η διατήρηση (μέχρι
σήμερα) αυτής ακριβώς της «κυρίαρχης άποψης», που θέλει και έχει το λαό να
χύνει το αίμα του για την πατρίδα, ενώ οι «φυγάδες του έπους» δεν τόχουν σε τίποτα να την ξεπουλήσουν προκειμένου
να μείνουν «απείραχτα» το σύστημα που υπηρετούν και τα αφεντικά τους. Και η ιστορία θα επαναλαμβάνεται
όσο ο λαός δεν θα στέλνει μια για πάντα αυτούς τους «φυγάδες» στον αγύριστο. (Οικοδόμος)
Η
ΒΟΥΒΗ ΕΠΕΤΕΙΟΣ – ΓΙΟΡΤΗ ΚΑΙ ΛΑΟΣ
H
28 του Οχτώβρη είναι μια μεγάλη μέρα για τον ελληνικό λαό ― και μέρα ντροπής
για τους προδότες του. Κι όμως ετούτοι γιορτάζουνε το «αλβανικόν έπος». Και
πάλι χωρίς το λαό. Και πάλι με φράχτη γύρω τους τα όπλα ―να τους φυλάνε όταν
πηγαίνουν στην τελετή― να φυλάνε από το λαό τους εχθρούς του λαού.
Το
τι νόημα δίνουνε στον όρο «αλβανικό έπος» οι φυγάδες του «έπους» φαίνεται από
το νόημα που δίνουνε σε κάτι ανάλογες και παράλληλες ορολογικές απάτες όπως π.χ.
«απελευθέρωση», «ανεξαρτησία», «δημοκρατία», «αμερικάνικη βοήθεια», «πνευματική
ελευθερία» κλπ. Το ουσιαστικό περιεχόμενο των λέξεων είναι διαμετρικά αντίθετο
με την ετυμολογική τους σημασία.
Αλλά
το νόημα, που έδινε η 4η Αυγούστου στο «αλβανικό έπος», μας το εξήγησε τότες με
τρόπον επίσημον ο τότε διευθυντής της Ασφαλείας κ. Παξινός. Ενώ δηλαδή ο
ελληνικός λαός γυμνός και άοπλος, εγκαταλελειμμένος από τους «αρχηγούς» του
χτύπαε στο μέτωπο και μπροστά του και πίσω του τους εχθρούς της ελευθερίας του,
τους φασίστες, οι «αρχηγοί» του ελληνικού φασισμού ετοιμάζανε στην πρωτεύουσα
την παράδοση του λαού ―γιατί η συνθηκολόγηση του μετώπου δεν ήταν παράδοση του
στρατού μονάχα (των 200 χιλιάδων ανδρών), αλλά ολάκερου του ελληνικού λαού (των
7 εκατομμυρίων).
Ο
μοναρχοφασισμός που είπε το μαύρο του «όχι», μονάχα για τον τύπο, κοίταε από
την πρώτη στιγμή πώς θα έσωζε όχι την «πατρίδα», παρά το καθεστώς του· πώς θα
περνούσε τον ελληνικό λαό από τα δικά του χέρια στα ξένα χέρια, χωρίς ο μεσίτης
να χάσει ούτε την ηγεσία του λαού, ούτε τα κέρδη του απ’ αυτόν.
Η
συνθηκολόγηση του μετώπου δεν ήτανε πράξη ανωτέρας βίας παρά θεληματική
συμμαχία με τον εχθρό εναντίον του λαού. Και κανένας από τους μεταδεκεμβριανούς
κυβερνήτες δεν αμφιβάλλει πως στη σημερινή επέτειο δεν γιορτάζεται το «αλβανικό
έπος», παρά η «συνθηκολόγηση» και η συνεργασία με τον εχθρό. Αν τότε ο
ελληνικός λαός νικούσε ως το τέλος τους εχθρούς κ’ έσωζε την ελευθερία του, οι τωρινοί
συνεχιστές της 4ης Αυγούστου, τη σημερινή επέτειο θα την είχανε ημέρα «εθνικού
πένθους».
***
Λοιπόν:
Τότες κ’ εμείς οι αριστεροί δημοσιογράφοι και διανοούμενοι πήραμε στα σοβαρά
(όπως κι ο λαός) τον πόλεμο κατά των «βαρβάρων επιδρομέων». Και γράφαμε πύρινα
άρθρα εναντίον τους ― εναντίον του «φασισμού». Μα το είπαμε: ο δικός μας ο φασισμός,
τέκνο και ομοίωμα του ιταλικού και του γερμανικού, δεν του καλάρεσε να βρίζουμε
το «σύστημα». Κ’ ένα βράδυ (χειμώνας ήτανε) μας μαζέψανε στη Γενική Ασφάλεια
τους ξεροκέφαλους αριστερούς που χαλούσαμε τη «δουλειά». Ήτανε (όσο θυμάμαι) ο
Καρβούνης, ο Κορδάτος, ο Κορνάρος, ο Πανσέληνος, ο Μέξης, ο Σπ. Θεοδωρόπουλος.
Και ξαφνικά, για λίγες ώρες μονάχα μας φέρανε ωραίον, κομψόν και γόητα, με ύφος
«υπεράνω όλων» μας, τον κ. Καραγάτση. Μα ως το βράδυ τον αφήσανε.
Το
άλλο βράδυ μας ξαναπήγανε στη Διεύθυνση της Γεν. Ασφαλείας, όπου μας
παρουσιάσανε στον κ. Παξινό. Εκεί πήραμε το «πρώτο βάπτισμά» μας στο νόημα του «αλβανικού
έπους». Ο κ. Διευθυντής, κοφτά και μελετημένα μας είπε να μην κάνουμε τον
έξυπνο στα άρθρα μας βρίζοντας το φασισμό (έτσι βρίζαμε έμμεσα και την 4η
Αυγούστου· και σ’ αυτή την άποψη δεν είχε άδικο ο κ. Διευθυντής)· και πως δε
φταίει καθόλου ο φασισμός για τον πόλεμο.
Μ’
άλλα λόγια, εννοούσε πως έφταιγε ο ιταλικός λαός που μας μισούσε ή που είχε
καταχτητικές βλέψεις λες κ’ οι λαοί αισθάνονται, ή ενεργούνε μοναχοί τους κ’
είναι υπεύθυνοι αυτοί για ό,τι αγαπούνε ή μισούνε και για ό,τι κάνουνε ―όπως τα
ομαδικά εγκλήματα εναντίον των αμάχων.
Κι
αφού μας ενουθέτησε και μας έκανε προσεχτικούς για το μέλλον μας άφησε «λεύτερους»,
δηλ. μας «εδέσμευσε» τη σκέψη και τη γλώσσα. Έπρεπε δηλ. κ’ εμείς να βοηθήσουμε
τον ξένο φασισμό να κατεβεί και να θρονιαστεί άνετα στην Ελλάδα δίπλα στο
ντόπιο.
Κάτι
ανάλογο μου είπε μια μέρα κι ο διευθυντής της εφημερίδας, που εργαζόμουνα
τότες. Έγραφα μια ιστορία (επί διόμισυ μήνες) της διαφθοράς και απανθρωπίας των
πολιτικών ηθών της Ρώμης από το Σύλλα και πέρα. Η περίσταση και η πεποίθησή μου
με κάνανε να χρωματίζω κάπως ζωηρότερα τα πρόσωπα και τα πράγματα και να τα
χαρακτηρίζω με τον ίδιον τρόπο ― κυρίως την αρπαχτικότητα και τη φιλοχρηματία
των ισχυρών της «αιωνίας πόλεως»: Σύλλα, Κράσσου, Οκταβίου, Κικέρωνα, Σενέκα
κλπ.
Ο
διευθυντής μου λοιπόν με κάλεσε και μου λέγει:
―Είπαμε
να βρίζεις τους Ρωμαίους, αλλ’ όχι και τους πλουτοκράτες! Δυστυχώς οι
περισσότεροι αναγνώστες μας (της Κηφισιάς) είναι πλουτοκράτες.
―Μα
εγώ βρίζω, του απάντησα γελώντας, τους τότε Ρωμαίους πλουτοκράτες, όχι τους
τώρα Έλληνες πλουτοκράτες. Εκείνοι ήτανε τέρατα· οι δικοί μας είναι εν τάξει:
πατριώτες και καλοί χριστιανοί…
***
Μ’
άλλα λόγια οι δυο διευθυντές, της Ασφαλείας και της αστικής εφημερίδας, θέλανε
ο πρώτος να μη βρίζουμε τους εξωτερικούς εχθρούς κι ο δεύτερος τους
εσωτερικούς. Ας χάνεται η πατρίδα, αλλ’ όχι το σύστημα. Θέλετε τώρα άλλην
εξήγηση του τι σημαίνει γι’ αυτούς ο όρος «αλβανικόν έπος»;
Όταν
λοιπόν οι εχθροί του λαού ξηγιούνται με τόση ειλικρίνεια, τότε γιατί ο λαός να
μην έχει το δικαίωμα να τους τα λέει κι αυτός από την καλή; Θα πείτε δεν τον
αφήνουν. Θα τον αφήσουν! Κι αν τώρα ο λαός τιμά ανεπίσημα αυτήν την επέτειο, θα
έρθει η μέρα σύντομα, που θα την γιορτάζει επίσημα κι όπως της αξίζει.
ΚΩΣΤΑΣ
ΒΑΡΝΑΛΗΣ
27/10/1947
Από
την πρώτη σελίδα του "Ρίζου της Δευτέρας", αρ. φύλλου 54.
(Ευχαριστούμε
το "Επιμορφωτικό Κέντρο Βιβλιοθήκη -
Αρχείο «Χαρίλαος Φλωράκης»" για την παραχώρηση του ντοκουμέντου).
Αααχχ! Πότε γράφτηκε αυτό το άρθρο; το 1947; Πλησιάζουμε στο 2017 και ακόμη ο ελληνικός λαός δεν αξιώθηκε να γιορτάζει αυτή τη μέρα όπως της αξίζει. Αξιώθηκε ομως να έχει άλλη μια δικτατορία και μερικά μνημόνια στην πλάτη του.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο ότι άλλο εννοούμε εμείς όταν λέμε πατρίδα και άλλο οι ναζί και οι φασιστες αυτό φαίνεται κι απ' τους χρυσαυγίτες. Πατρίδα γι' αυτούς είναι τα προνόμια και τα συμφέροντα των αφεντικών τους. Αυτών δηλαδή που τους ταΐζουν. Αυτά προασπίζονται και είναι ικανοί να φτάσουν και στο φόνο για να εξυπηρετήσουν τα αφεντικά τους. Και λένε κλεφτες και λαμόγια τους πολιτικούς- όχι βέβαια ότι πολλοί δεν είναι- αλλά όχι τους πλούσιους που κλέβουν τον ιδρώτα των εργαζόμενων. Λένε προδότες και ότι δεν αγαπάνε την πατρίδα τους πολιτικούς- και πάλι αρκετοί απ' αυτούς είναι στ' αλήθεια- αλλά όχι τους εφοπλιστές και τους πλούσιους που δεν πληρώνουν μια για την Ελλάδα και παίρνουν τις επιχειρήσεις τους και πάνε στο εξωτερικό και πετάνε στο δρόμο τους εργαζόμενούς τους. Μας λένε τέλος ότι οι μετανάστες ρίχνουν τα μεροκάματα αλλά αυτοί στέλνουν εξαθλιωμένους άνεργους να δουλέψουν στα αφεντικά τους για ένα κομμάτι ψωμί. Πατρίδα τους λοιπόν είναι τα αφεντικά τους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα διαφωνήσω σε κάτι όμως εδώ με τον Βάρναλη. Λέει κάποια στιγμή ότι οι λαοί δεν αποφασίζουν μόνοι τους για τους πολέμους και για το ποιους αγαπούν και ποιους μισούν. Κι όμως πιστεύω ότι αυτό δεν είναι απόλυτο. Οι λαοί δίνουν δυναμη στον καθένα που τους κυβερνάει. Αρα έχουν ευθύνη και για τις πράξεις του.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣοφία
Αλήθεια, τι είναι πατρίδα αν δεν είναι ο λαός της;
ΑπάντησηΔιαγραφή