Ο
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ
Εκείνη
τη Δευτέρα, 2 απ’ το μεσημέρι, ακούστηκαν στη συνοικία μας ολούθε τα χουνιά:
«Προσοχή προσοχή! Φτάνουν οι Γερμανοί απ’ το Παγκράτι! Όλοι οι άντρες κρυφτήτε!
Σας φρουρεί ο ΕΛΑΣ!». Ο ΕΛΑΣ μας φρουρούσε με τις 5 αραβίδες του και τα 2
αυτόματα, κ’ έτσι 4 1)2 χιλιάδες Βυρωνιώτες κατάφεραν να διαφύγουνε τριγύρω.
Φτάνουν οι Γερμανοί. Τηλεφωνούν για ενίσχυση, καταφθάνει ο λοχαγός Τρ.
Γκοτζαμάνης με το λόχο του, χωροφύλακες, παπαγιώργηδες, μπουραντάδες, και πίσω
αλαφιασμένοι χίτες με γερμανική στολή ΕΣ-ΕΣ οι περισσότεροι.
Ξεχύνονται στους
δρόμους με πυροβολισμούς, σέρνουν τους άντρες απ’ τα μαλλιά απ’ τα σπίτια,
χτυπώντας με υποκοπάνους και κλωτσιές. Ένας νέος δεν τους ακολουθεί, τον
σκοτώνουν στην πλατεία αγ. Λαζάρου. Μαζεύουν
πεντακόσους πούμειναν, τους συγκεντρώνουν σ’ εκατό 5άδες, τους λένε πως θα τους
σκοτώσουν γιατί τραυματίστηκε στο χέρι ένας γερμανός. Πετιούνται δυο λεβέντες
επονίτες και φωνάζουν: «Είμαστε κομουνιστές κι’ εμείς τον τραυματίσαμε,
σκοτώστε εμάς, οι άλλοι είνε αθώοι». Ο γερμανός τους περιφέρει στις 5άδες να
υποδείξουν κι’ λαλλους μα δεν υπόδειξαν κανέναν και τους σκοτώνει εκεί μπροστά
και πολλοί ραντιστήκανε απ’ το αίμα τους. ξεχωρίζει άλλους 10, τους παραδίνει
στον Γκοτζαμάνη, αυτός τους στήνει σ’ έναν τοίχο, οδός Σμύρνης αριθ. 10, όπου
σήμερα ακόμα φαίνουνται οι τρύπες της εχτέλεσης. Ένας μελλοθάνατος μιας
βδομάδος πηδά τη μάντρα να γλυτώσει, ένας τσολιάς τον κυνηγά, τον τραυματίζει,
τον αποτελειώνει πληγωμένο επί τόπου, και γελαστός γυρίζει να πάρει θέση στο
εχτελεστικό απόσπασμα. Το παράγγελμα δόθηκε απ’ τον Γκοτζαμάνη.
Φύγανε
τα σκυλιά παίρνοντας τους 487 ομήρους. Τότε μέσα απ’ τα πτώματα ξετρυπώνει ένα
παιδί 15 χρονών κι’ εφώναξε: «Εγώ είμαι ζωντανός, εγώ είμαι ζωντανός!» κι’
έτρεχε με πεταμένα τα μάτια εδώ εκεί, προσπαθώντας να τρυπώσει για να μην τον
ξανασκοτώσουν. Είταν αλήθεια ζωντανός, αλλά όμως ετρελάθηκε. Ο πατέρας του ήταν
με τους ομήρους. Τώρα νύχτωσε πια και μες στο πηχτό σκότος άκουγες ένα θρήνο,
ένα φοβερό μοιρολόι από χιλιάδες στόματα. Γυναίκες πεντακόσιων οικογενειών
κλαίγανε τους χαμένους τους.
Πέρα
απ’ το Βύρωνα, προς το Παγκράτι, την ίδια ώρα έσβυνε απομακρένοντας το ξένιαστο
τραγούδι των τσολιάδων. Είχαν τελειώσει ευσυνείδητα το μεροκάματό τους της 7ης
Αυγούστου του 1944.
Έτσι
έγινε το «μπλόκο του Βύρωνα», που θα τόχετε ακούσει. Η πένα δεν τα περιγράφει
όπως πρέπει, αλλά τα καταλαβαίνουν και κλαίνε όλες οι ανθρώπινες καρδιές του
κόσμου.
ΜΕΛΠΩ
ΑΞΙΩΤΗ
Κείμενο
και φωτογραφία από τη μπροσούρα «ΕΑΜ – Ανατολικές συνοικίες της Αθήνας
1941-1945», έκδοση του 6ου τομέα του ΕΑΜ Αθήνας, 1945.
@Stefanos Max:
ΑπάντησηΔιαγραφή"Το σχόλιό σας να αφορά το θέμα της ανάρτησης."
(Όρος του ιστολογίου για τη δημοσίευση σχολίων).
Και σε αυτά τα καθάρματα τους χιτες και τους ταγματασφαλιτες που είσαι πιάσει και είχε φυλακίσει ο ελας, αυτούς ελευθέρωσε ο Γεώργιος Παπανδρέου και τούς έδωσε τα όπλα να χτυπήσουν το λαό της Αθήνας τον Δεκέμβριο του 44 και με αυτούς στελεχώσαν το ελληνικό κράτος μετά. Κράτος γεμάτο μίσος για τους ελευθερωτες του λαού μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήJohngr1973
Έτσι...ακριβώς έτσι...
ΑπάντησηΔιαγραφήΗμουν δύο μηνών κι ο πατέρας μου είχε κρυφτεί στο κενό της σκεπής. Κάτω απ τα κεραμίδια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ παραπομπή δεν είναι σωστή. Δεν υπάρχει τέτοιο κείμενο σε αυτό το βιβλίο. Επειδή εργάζομαι τώρα πάνω στο μπλόκο του Βύρωνα. Θα με εξυπηρετούσατε εάν το ελέγχατε και μου λέγατε ακριβώς από που πάρθηκε (σελίδες κτλ.)
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ
@Oberon:
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ παραπομπή είναι ολόσωστη.
Δεν πρόκειται δα για κανένα τόμο. Η μπροσούρα αποτελείται από 34 σελίδες. Το κείμενο της Αξιώτη βρίσκεται στη σελίδα 10. Και η φωτογραφία της ανάρτησης είναι από την ίδια έκδοση. Συνοδεύει το κείμενο της Αξιώτη.