«Είμαι γυναίκα οικοδόμου που αγωνίζεται για το ψωμί του, αντί όμως ν’ ανοίξουν οι δουλειές, ο Καραμανλής μας στέλνει τις αύρες. Ζητάς ψωμί και σου δίνουν δακρυγόνα. Δεν έχεις να φας και σε στέλνουν στο νοσοκομείο. Μετά έχει σειρά η Ασφάλεια. Απανωτές οι ερωτήσεις. Που ήσουνα; Γιατί πήγες στη συγκέντρωση; Είσαι…; Ο Καραμανλής μας λέει να κοιμόμαστε ήσυχοι. Πώς όμως να κοιμάται κανείς ήσυχος μέσα στο κελί και στο νοσοκομείο; Γιατί δεν υπάρχει αμφιβολία πως εκεί καταλήγουν όσοι διεκδικούν τα αιτήματά τους.
Η «Νέα Τάξη» δεν ενοχλεί την κυβέρνηση γιατί δεν έχει αριθμό τηλεφώνου! Σήμερα έχω μείνει με 4 δρχ. στην τσέπη. Αύριο δεν θάχω τίποτα. Οι μανάβηδες στη λαϊκή αγορά διαλαλούν το εμπόρευμά τους. Εγώ όμως αδιαφορώ. Με τις 4 δρχ. πήρα μερικές κόλλες χαρτί. Κάθησα κάτω και άρχισα να γράφω. Άλλο πρόβλημα όμως, για να ταχυδρομήσω το γράμμα δεν υπήρχαν λεφτά. Για να το φέρω η ίδια ήθελα 10 δρχ. εισιτήρια και που να τα βρω. Θέλω να μάθω όμως, τι έγινε, πόσους χτύπησαν; Ποιους έπιασαν; Τι θα γίνει; […] Επίσημα έχουμε εκατό συλληφθέντες και εκατοντάδες τραυματίες. Πόσοι όμως είναι στ’ αλήθεια; […] Αν με ρωτήσεις πως τη βγάζω, θα σου πω ότι δεν έχω ούτε πενηνταράκι. Δεν ξέρω με τι να ταΐσω το παιδί μου. Δεν υπάρχει δεκάρα. Του δίνω σκέτο νερό, αλλά αν δεν πληρώσω θα το κόψουν κι αυτό. Λοιπόν, πιστεύω να καταλάβουν γιατί απεργήσανε οι οικοδόμοι. Πεινάμε, θέλουμε ψωμί. Μας το τρώνε αυτοί που δέρνουν. Είμαστε νηστικοί, είμαστε αδύνατοι κι’ όμως μας φοβούνται και στέλνουν εναντίον μας τις αύρες. Γιατί;» [1]
Στις 23 Ιούλη του 1975, ακριβώς έναν χρόνο μετά την κατάρρευση της χούντας των συνταγματαρχών και μόλις έξι μέρες πριν την έναρξη της δίκης των πρωταιτίων της, διακόσιες χιλιάδες οικοδόμοι και ξυλουργοί κατεβαίνουν σε 24ωρη πανελλαδική απεργία και σε συγκεντρώσεις σε πολλές πόλεις της χώρας. Στην Αθήνα χιλιάδες οικοδόμοι, πειθαρχώντας στο ανώτερο όργανό τους τη Συντονιστική Επιτροπή και αγνοώντας τις απεργοσπαστικές ενέργειες της Ομοσπονδίας και του εργατοπατέρα Λυκιαρδόπουλου, συγκεντρώθηκαν στο θέατρο Περοκέ. Μετά τις ομιλίες στελεχών του κλάδου, αποφάσισαν να κάνουν πορεία προς το Υπουργείο Εργασίας και να καταθέσουν ψήφισμα με τα αιτήματά τους.
Στο τέρμα της οδού Αγ. Κωνσταντίνου, προς την πλατεία Καραϊσκάκη, τους περίμεναν οι αστυνομικοί με τις ασπίδες τους έχοντας ακριβώς πίσω τους τις αύρες. Οι οικοδόμοι θέλουν να προχωρήσουν, όμως ο επικεφαλής των αστυνομικών δυνάμεων τους ζητά να αλλάξουν πορεία και να εγκαταλείψουν την Αγ. Κωνσταντίνου. Ενώ η Συντονιστική Επιτροπή των Οικοδόμων, μετά από διαπραγματεύσεις αποφασίζει να ακολουθήσει την πορεία που υπόδειξε η αστυνομία, δηλαδή να κατευθυνθεί στο Υπουργείο Εργασίας από άλλη οδό και όχι από την Αγ. Κωνσταντίνου και οι επικεφαλής των οικοδόμων πηγαίνουν να ανακοινώσουν την απόφαση στους εργάτες, ο αξιωματικός της αστυνομίας διατάσει «πυρ». Οι κρανοφόροι αρχίζουν να χτυπάνε αδικαιολόγητα με δακρυγόνα. Η πλατεία Καραϊσκάκη σε ελάχιστα λεπτά πνίγεται στους καπνούς.
Οι οικοδόμοι κατά ομάδες κατευθύνονται προς στο Υπουργείο Εργασίας για να επιδώσουν το ψήφισμά τους, αλλά και εκεί, παρά την υπόσχεση της αστυνομίας ότι τους επιτρέπει να συγκεντρωθούν στο Υπουργείο, δέχονται επίθεση με δακρυγόνα και γκλομπς. Τα γεγονότα δείχνουν πως η επίθεση είναι προσχεδιασμένη. Η επίθεση της αστυνομίας γενικεύεται, παίρνει χαρακτηριστικά μάχης. Τα γκλομπς ανεβοκατεβαίνουν στα κεφάλια οποιουδήποτε περνάει εκείνη την ώρα από το κέντρο της Αθήνας. Οι αύρες εκτοξεύουν συνεχώς δακρυγόνα, έχοντας τις κάνες τους στραμμένες στους διαδηλωτές και τους ανύποπτους περαστικούς, αλλά και στις βιτρίνες των καταστημάτων, τις πόρτες και τα παράθυρα των κατοικιών. Η ατμόσφαιρα είναι αποπνιχτική.
Η κατάσταση αυτή αφήνει ανοιχτό το πεδίο δράσης για κάθε λογής προβοκάτορες. Κάποιοι κυκλοφορούν κρατώντας αναμμένους δαυλούς, ανάβουν φωτιές σε διάφορα σημεία της πόλης, κάποιοι άλλοι σπάνε βιτρίνες και παρακινούν τον κόσμο σε ανάλογες ενέργειες. Όλοι δρουν ανενόχλητοι μπροστά στα μάτια των αστυνομικών. Μεσημέρι. Οι αύρες συνεχίζουν να αλωνίζουν στο κέντρο της Αθήνας ρίχνοντας αδιάκριτα δακρυγόνα. Τα βλήματα φτάνουν στα μπαλκόνια ψηλότερων ορόφων, ακόμα και από ταράτσες πολυκατοικιών, οι ένοικοι μαζεύουν βλήματα. Σε διάφορα σημεία ακούγονται εκπυρσοκροτήσεις πυροβόλων όπλων. Ο κόσμος προσπαθεί με κάθε τρόπο να προφυλαχτεί. Κάποιοι καταφεύγουν σε στοές και σε εισόδους πολυκατοικιών. Οι αστυνομικοί τους κυνηγούν και τους χτυπούν λυσσασμένα. «Νόμιζα ότι αυτοί με τις αύρες δεν ήταν άνθρωποι. Κάνανε σαν κανίβαλοι και χτυπούσανε μεμονωμένα άτομα και αθώο λαό. Η μορφή τους ήταν εξωγήινη, ιδιαίτερα όταν ένα φορτηγό αυτοκίνητο της αστυνομίας τους μοίραζε υλικό (δακρυγόνα βλήματα, καπνογόνες βόμβες) κοντά στην Τροχαία, έβγαζαν τέτοιες κραυγές και είχαν τέτοια έκφραση που σου ‘κοβαν την ανάσα», θα πει αργότερα ένας οικοδόμος.
Την επόμενη μέρα η κατακραυγή εναντίον της απρόκλητης επίθεσης των δυνάμεων καταστολής είναι γενική. Με ψηφίσματα διαμαρτυρίας εκατοντάδες οργανώσεις, σωματεία, κόμματα κλπ. καταδικάζουν την κυβέρνηση που βρίσκει συμπαράσταση στον φιλικό της Τύπο. Η οργή και αγανάχτηση που συνέχει ολόκληρο τον ελληνικό λαό για το ματοκύλισμα και η γενική πεποίθηση για την τεράστια ευθύνη σ’ αυτό της ίδιας της κυβέρνησης, του χουντικού παρακράτους και της αστυνομίας, οδηγούν την κυβέρνηση σε έναν ανεπιτυχή ελιγμό. Με ανακοίνωσή της προσπαθεί να μεταθέσει το βάρος των ευθυνών στους οικοδόμους και την απεργία τους, μετατρέποντάς τους από θύματα σε θύτες, επιχειρώντας να καλύψει το χουντικό παρακράτος και τους πραγματικούς οργανωτές των επεισοδίων. Κατηγορεί την Αριστερά ότι «υιοθέτησαν και ενθάρρυναν την παράλογον διαδήλωσιν». Απαλλάσσει από οποιαδήποτε ευθύνη την αστυνομία. Παραπέμπει 15 από τους 120 συλληφθέντες σε δίκη. Εξαγγέλει ότι είναι «αποφασισμένη να εξαντλήσει όλην την αυστηρότητα του νόμου δια την διαφύλαξιν της τάξεως και να πατάξη εν τη γενέσει της οιαδήποτε αναρχικήν εκδήλωσιν».
Στις γραμμές των οικοδόμων τις επόμενες μέρες επικρατεί οργή και αγανάχτηση. Σε ανακοίνωσή της η Συντονιστική Επιτροπή Οικοδομικών – Ξυλουργικών Οργανώσεων καταδικάζει τη συμπεριφορά της αστυνομίας και την προσπάθεια που συστηματικά γίνεται από την κυβέρνηση, τον προσκείμενο σε αυτή τύπο και άλλες αντεργατικές δυνάμεις για να διαβληθεί ο κλάδος των 200.000 οικοδόμων με αφορμή τα γεγονότα, ενώ απαξιώνουν να ασχοληθούν (ούτε καν αναφέρονται σε αυτά) με τα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργάτες και μιλούν απαξιωτικά για κάποια «άγνωστη συντονιστική επιτροπή» που «παρέσυρε τους οικοδόμους». Ωστόσο τα γεγονότα ανατρέπουν με τον πιο αποκαλυπτικό τρόπο όλες αυτές τις κατηγορίες. Η Συντονιστική Επιτροπή καταγγέλλει επίσης και την «αχαρακτήριστη συμπεριφορά» της Ομοσπονδίας Οικοδόμων, πριν και μετά την απεργία και απαιτεί γνήσιο εκδημοκρατισμό,πλήρη αποχουντοποίηση και κατοχύρωση των δημοκρατικών ελευθεριών του λαού.
Στο σωματείο Χτιστών επικρατεί αναβρασμός: «Η κυβέρνηση και οι άλλοι αρμόδιοι μας περιπαίζουν. Μας έχουν φέρει στο σημείο να μην έχουμε ψωμί να φάμε. Η ανεργία που μαστίζει τον κλάδο τους αφήνει απαθείς. Όταν αποφασίσαμε να κάνουμε απεργία, συγκέντρωση και πορεία, ο Φράσκος (σημ. Εν. Κτ.: γραμματέας της Ομοσπονδίας Οικοδόμων) προσπάθησε να μας διασπάσει λέγοντας πως η κυβέρνηση ικανοποιεί τα 4 από τα αιτήματά μας. […] Τελικά όμως δέχτηκε να κάνουμε την απεργία και τη συγκέντρωση και διαχώρισε τις ευθύνες του για την πορεία προτείνοντας να τις αναλάβει η Συντονιστική Επιτροπή, όπως κι έγινε. Τώρα, γιατί την τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη δεν ξέρω. Την ευθύνη για τα επεισόδια την έχει αποκλειστικά η αστυνομία. Στους οικοδόμους μέσα δεν υπήρχαν προβοκάτορες. Οι προβοκάτορες ήταν ξένα στοιχεία που μπόρεσαν να δράσουν όταν είχαν διαλυθεί οι οικοδόμοι από την αστυνομία», λένε οι εργάτες. Άλλοι οικοδόμοι λένε με βεβαιότητα πως θα αντιμετώπιζαν οι ίδιοι τους λιγοστούς μαγκουροφόρους προβοκάτορες, χωρίς δυσκολία, αν δεν είχαν την προστασία της αστυνομίας.
«Οι δρόμοι της πρωτεύουσας βάφτηκαν χθες στο αίμα. Και βάφτηκαν λίγες ώρες προτού ο κ. Καραμανλής εκφωνήσει τον πανηγυρικό του και αρχίσουν οι προγραμματισμένες εορταστικές εκδηλώσεις για την πρώτη επέτειο της απομάκρυνσης της χούντας. Γεγονός σημαδιακό που προειδοποιεί και επιβεβαιώνει ακόμα πιο έντονα ότι η νεοφασιστική χούντα, που κατατυράννησε το λαό εφτά και πάνω χρόνια, έχει αφήσει αρκετά πλοκάμια στα σώματα ασφαλείας και στον άλλο κρατικό μηχανισμό και ότι υπάρχουν σκοτεινές δυνάμεις που νοσταλγούν τη λαομίσητη δικτατορία. Την ευθύνη και για τα χτεσινά αιματηρά γεγονότα την φέρνει η κυβέρνηση, που αρνήθηκε να ικανοποιήσει το επιτακτικό αίτημα του λαού για αποχουντοποίηση και εκδημοκρατισμό. Μάταια προσπαθεί να ρίξει την ευθύνη στους οικοδόμους που ασκούσαν νόμιμο δικαίωμα και που αποφάσισαν να διαλυθούν για να αφαιρέσουν κάθε πρόσχημα όξυνσης της κατάστασης. Η συνέχιση των απρόκλητων επιθέσεων της αστυνομίας ως αργά το βράδυ στους κεντρικούς δρόμους της πρωτεύουσας και ο αναίτιος τραυματισμός ανύποπτων πολιτών θύμισε προβοκατόρικες εκδηλώσεις που προετοίμασαν το έδαφος για την επιβολή της φασιστικής δικτατορίας.»[2]
Στις 28 του Ιούλη ξεκινάει η δίκη των συλληφθέντων. Ανάμεσα στους κατηγορούμενους βρίσκονται και γνωστοί για τη δράση τους χουντικοί και τεταρτοαυγουστιανοί τραμπούκοι και άλλα κακοποιά στοιχεία, κάποιοι από αυτούς ανήλικοι (!) που δηλώνουν με θράσσος: «Θα πεθάνουν τα κομμούνια αν μπούμε φυλακή». Στελέχη της κυβέρνησης και ο φιλικός τους τύπος αποκαλούν τη δίκη ως «δίκη των οικοδόμων», κάνοντας πως δεν καταλαβαίνουν ότι ανάμεσα στους κατηγορούμενους δεν βρίσκεται ΚΑΝΕΝΑΣ οικοδόμος.
Η ακροαματική διαδικασία είναι γεμάτη από αγορεύσεις και ισχυρισμούς που κακοποιούν την πραγματικότητα με τέτοιον τρόπο που προκαλούν κάποιες φορές γέλιο. Ο εισαγγελέας κατά τη διάρκεια της αγόρευσής του ισχυρίστηκε πως η πολιτεία είναι «όχι απλώς φιλελευθέρα, αλλά άκρα δημοκρατική» αφού νομιμοποίησε και τα «κομμουνιστικά κόμματα της Αριστεράς». «Δεν αρκεί, είπε, η νομιμοποίηση τόσων κομμάτων της Αριστεράς; Τι άλλο θέλετε;» Για τη στάση της αστυνομίας είπε: «Δεν μπορώ να υπεισέλθω στο εάν ορθώς ή όχι ενήργησαν τα αστυνομικά όργανα για την καταστολήν των ταραξιών…».
Η δίκη τελειώνει με την επιβολή κάποιων ποινών σε μερικούς από τους κατηγορούμενους, όμως τα σοβαρά ερωτήματα που μπήκαν και κατά τη διάρκειά της, έμειναν αναπάντητα: Ποιος διέταξε τη χρήση δακρυγόνων; Ποιος έδωσε εντολή στις αύρες να χτυπήσουν; Ποιος ήταν ο ρόλος «νεοταξιτών», ΕΣΑτζήδων και άλλων προβοκατόρων και από ποιον έπαιρναν εντολές; Γιατί και από ποιους έγινε χρήση πυροβόλων όπλων αφού ο κανονισμός προβλέπει (όπως αποκάλυψε μάρτυρας αστυνομικός) τη χρήση τους μόνο όταν γίνει επίθεση σε αστυνομικούς με όπλα;
Όσο υπάρχει και κινείται χουντικός μηχανισμός
Παραπομπές
[1] Απόσπασμα από γράμμα γυναίκας άνεργου οικοδόμου που το πήγε η ίδια στα γραφεία του Ριζοσπάστη επειδή δεν είχε λεφτά για γραμματόσημο ή εισιτήρια για το λεωφορείο. Ριζοσπάστης 27/7/1975
Καλημέρα συνάδελφε, καιρό έχουμε να τα πούμε. Η συγκεκριμένη ημερομηνία είναι κατά την γνώμη μου- και δεν πέφτω έξω- σταθμός στην σύγχρονη ιστορία του εργατικού κινήματος. Παράλληλα η σημασία της υποτιμημένη από πολλές δυνάμεις, γιαυτό και σχετικά άγνωστη στις νεότερες γενιές.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠέρα από την ύπαρξη ή όχι, δράση και τα όρια των όποιων προβοκατόρων, αυτό στο οποίο πρέπει να σταθούμε, έιναι η πολιτική αναβάθμιση μιας εργατικής κινητοποίσης. Ήταν η πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, που στήνονταν προλεταριακά οδοφράγματα, απέναντι στις αύρες της αστικής δημοκρατίας.
καλή συνέχεια
Class Pride