Η ψυχή του άνεργου δε γιορτάζει. Δεν έχει σπίτι μ’ αναμμένο τζάκι. Δεν έχει γιαγιά και παππού ν’ απλώσουν τα γεμάτα με καλούδια χέρια τους και να διηγηθούν παλιές ιστορίες. Οι τσέπες της είναι άδειες από κέρματα και ηλιόλουστες μέρες και τα παπούτσια της τρύπησαν απ’ τα μακρινά ταξίδια της αναζήτησης. Τα πόδια της μάτωσαν καθώς περιπλανιέται μαυροντυμένη στους στολισμένους δρόμους σαν μια μικρή κινούμενη μαύρη κουκίδα, ανάμεσα στις χιλιάδες, πάνω στον καμβά της επίπλαστης χαράς. Στις φλέβες της χοχλάζει ένα χαρμάνι από αίμα κι οργή. Γίνεται χείμαρρος που παρασύρει τα «πρέπει» και πνίγει την «λόγω ημέρας» κενή αισιοδοξία. Κρύβει μέσα της γκρεμούς με κοφτερά βράχια που πάνω της κομματιάζονται οι λέξεις συμπόνιας και τα φιλικά χτυπήματα στην πλάτη. Είναι ηφαίστειο που σκεπάζει με τη στάχτη του τα γυαλιστερά χαμόγελα και τα λευκά καλοσιδερωμένα πουκάμισα της παρακμής, και λιώνει στη λάβα του τις κέρινες μούμιες της «φιλανθρωπίας». Κλείνει τ’ αυτιά της στους χαρμόσυνους ύμνους και τα μηνύματα «αγάπης» των αρχόντων που δονούν τα μεγάφωνα της εικονικής πραγματικότητας. Σκύβει για ν’ ακούσει την σάπια ανάσα του κολασμένου, που μυρίζει απόγνωση, και ακουμπάει στη μυρωδιά της. Δεν την μαγεύουν τα πολύχρωμα λαμπιόνια στα δέντρα και οι Σειρήνες στις βιτρίνες των καταστημάτων. Το βλέμμα της πέφτει στις άκρες των βρώμικων πεζοδρομίων, στ’ απλωμένα χέρια των φτωχοδιάβολων που εκλιπαρούν για μια φέτα γιορτινό ψωμί, μισό τσιγάρο ή δυο γουλιές θάνατο. Γονατίζει και τα φιλάει, τα σφίγγει στα δικά της αφήνοντας στις παγωμένες χούφτες τους δυο ζεστές σφαίρες ελπίδας. Όλα τα φώτα της πόλης δεν φτάνουν για να τη φωτίσουν. Θα παραμένει σκοτεινή σαν τα βαθιά νερά του Αχέροντα μέχρι οι χιλιάδες μαύρες κουκίδες να γίνουν ποτάμια φωτιάς και να κάψουν τα ξύλινα τείχη της στωικότητας και στις φλόγες τους να λάμψει η εκδίκηση των δικών της Χριστουγέννων.
«Μη χάνεις το θάρρος σου εμείς πάντα το ξέραμε πως δε χωράει μέσα στους τέσσερις τοίχους το μεγάλο μας όνειρο…»
Σελίδες
Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012
Χριστουγεννιάτικο
Η ψυχή του άνεργου δε γιορτάζει. Δεν έχει σπίτι μ’ αναμμένο τζάκι. Δεν έχει γιαγιά και παππού ν’ απλώσουν τα γεμάτα με καλούδια χέρια τους και να διηγηθούν παλιές ιστορίες. Οι τσέπες της είναι άδειες από κέρματα και ηλιόλουστες μέρες και τα παπούτσια της τρύπησαν απ’ τα μακρινά ταξίδια της αναζήτησης. Τα πόδια της μάτωσαν καθώς περιπλανιέται μαυροντυμένη στους στολισμένους δρόμους σαν μια μικρή κινούμενη μαύρη κουκίδα, ανάμεσα στις χιλιάδες, πάνω στον καμβά της επίπλαστης χαράς. Στις φλέβες της χοχλάζει ένα χαρμάνι από αίμα κι οργή. Γίνεται χείμαρρος που παρασύρει τα «πρέπει» και πνίγει την «λόγω ημέρας» κενή αισιοδοξία. Κρύβει μέσα της γκρεμούς με κοφτερά βράχια που πάνω της κομματιάζονται οι λέξεις συμπόνιας και τα φιλικά χτυπήματα στην πλάτη. Είναι ηφαίστειο που σκεπάζει με τη στάχτη του τα γυαλιστερά χαμόγελα και τα λευκά καλοσιδερωμένα πουκάμισα της παρακμής, και λιώνει στη λάβα του τις κέρινες μούμιες της «φιλανθρωπίας». Κλείνει τ’ αυτιά της στους χαρμόσυνους ύμνους και τα μηνύματα «αγάπης» των αρχόντων που δονούν τα μεγάφωνα της εικονικής πραγματικότητας. Σκύβει για ν’ ακούσει την σάπια ανάσα του κολασμένου, που μυρίζει απόγνωση, και ακουμπάει στη μυρωδιά της. Δεν την μαγεύουν τα πολύχρωμα λαμπιόνια στα δέντρα και οι Σειρήνες στις βιτρίνες των καταστημάτων. Το βλέμμα της πέφτει στις άκρες των βρώμικων πεζοδρομίων, στ’ απλωμένα χέρια των φτωχοδιάβολων που εκλιπαρούν για μια φέτα γιορτινό ψωμί, μισό τσιγάρο ή δυο γουλιές θάνατο. Γονατίζει και τα φιλάει, τα σφίγγει στα δικά της αφήνοντας στις παγωμένες χούφτες τους δυο ζεστές σφαίρες ελπίδας. Όλα τα φώτα της πόλης δεν φτάνουν για να τη φωτίσουν. Θα παραμένει σκοτεινή σαν τα βαθιά νερά του Αχέροντα μέχρι οι χιλιάδες μαύρες κουκίδες να γίνουν ποτάμια φωτιάς και να κάψουν τα ξύλινα τείχη της στωικότητας και στις φλόγες τους να λάμψει η εκδίκηση των δικών της Χριστουγέννων.
3 σχόλια:
Καλώς ήρθατε!
Πριν αφήσετε το σχόλιό σας, παρακαλώ να λάβετε υπόψη τα εξής:
Το σχόλιό σας να αφορά το θέμα της ανάρτησης.
Δεν θα δημοσιεύονται διαφημιστικά μηνύματα.
Αποφύγετε τις ύβρεις και τους προσβλητικούς χαρακτηρισμούς.
ΟΧΙ στα greeklish - ΝΑΙ στα Ελληνικά.
Όποιος σχολιάζει σαν «ανώνυμος», ας προσθέτει στο τέλος του σχολίου του ένα ψευδώνυμο. Με τον τρόπο αυτό, γίνεται πιο εύκολη η επικοινωνία.
Το ιστολόγιο δέχεται τις διαφωνίες, την ένταση και το πάθος στην υποστήριξη των απόψεών σας. Δεν είναι απαραίτητο να συμφωνήσουμε, αρκεί να γινόμαστε κατανοητοί ο ένας στον άλλον. Ας βοηθήσουμε όλοι στη διατήρηση ενός επιπέδου στο διάλογο.
Ο διαχειριστής του ιστολογίου διατηρεί το δικαίωμα να μην δημοσιεύει σχόλια που δεν ανταποκρίνονται στις παραπάνω επισημάνσεις, χωρίς καμιά προειδοποίηση.
Ευχαριστώ για το σχόλιό σας.
Έως τότε καλά και αγαπημένα Χριστούγεννα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλιά.
Πολύ δυνατό το κείμενό σου. Κατορθώνεις να μετατρέψεις την οργή σου σε κραυγή.
ΑπάντησηΔιαγραφή"Υπάρχει μια ευλύγιστη λίμνη,μικρή,
από ήλιο στα βάθη μας. Κ΄είναι
διάσπαρτη η γης από τέτοιες ευλύγιστες λίμνες που θάλαμπαν
αν γινόταν νύχτα.
Όμως νύχτα δεν γίνεται πάνω στη γης.
Αν γινόταν σκοτάδι, θα βλέπαμε τότε
αναρίθμητα φώτα, μυριάδες μικρές,
ευλύγιστες λίμνες να πλέουνε γύρω μας." Νικηφόρος Βρεττάκος
Καλημέρα φίλε μου και Καλά Χριστούγεννα
Χρόνια πολλά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή δύναμη!