|
1945. Η πλατεία της Οσίας Ξένης στη Νίκαια |
Αφιέρωμα
στο μπλόκο της μαρτυρομάνας Κοκκινιάς, με αφορμή την 68η επέτειο
μνήμης και τιμής, μέσα από την αφήγηση του αγωνιστή Στρ. Ευστρατιάδη που το έζησε. Α΄μέρος.
«Λίγες
ώρες προτού ξημερώσει η 17η Αυγούστου 1944, πολλά γερμανικά
αυτοκίνητα κατάφορτα Γερμανούς στρατιώτες και πλούσιο πολεμικό υλικό,
περικυκλώσανε τη Νίκαια στα σημεία εξόδου της για Πειραιά, Κερατσίνι, Άνω
Κορυδαλλό, Γ’ Νεκροταφείο. Μαζί με τους Γερμανούς είχαν έρθει κι εκατοντάδες
τσολιαδοντυμένοι ταγματασφαλίτες και χωροφύλακες –συνεργάτες του στυγνού
καταχτητή- για να λάβουν μέρος στην εγκληματική επιχείρηση. Το γενικό πρόσταγμα
σε αυτό το ανθρωποκτόνο και αδελφοκτόνο έργο είχαν δυο πρώην Έλληνες
αξιωματικοί. Ο συνταγματάρχης Ι. Μπλυτζανόπουλος και ο ταγματάρχης Γ. Σγούρος.
Βρέθηκα
στο χώρο του μπλόκου από νωρίς. Το σπίτι μου ήταν πολύ κοντά στην πλατεία Οσίας
Ξένης, όταν τα χαράματα άκουσα τα χωνιά των συνεργατών του κατακτητή να
ουρλιάζουν έξω, σκορπίζοντας την τρομερή απειλή.
«Όλοι
οι άντρες από 14 μέχρι 60 χρονώ, να συγκεντρωθούν στην πλατεία της Οσίας Ξένης
με τις αστυνομικές τους ταυτότητες στα χέρια μέσα σε πέντε λεπτά. Μετά τη λήξη
της προθεσμίας, όσοι πιαστούν στα σπίτια τους θα εκτελούνται επί τόπου».
Ήταν
επόμενο, η είδηση να με αναστατώσει. Αποχαιρέτισα τότε βιαστικά τους δικούς μου
και βγήκα στο δρόμο, με κατεύθυνση την πλατεία. Όταν έφτασα κοντά στο φαρμακείο
που βρίσκεται στη γωνία Κύπρου-Θείρων, με σταμάτησε ένας ταγματασφαλίτης κι
αφού διαπίστωσε από την αστυνομική μου ταυτότητα την ηλικία μου, με οδήγησε στη
θέση που έπρεπε να καθίσω. Τότε πρόσεξα ότι εκεί ήταν συγκεντρωμένοι αρκετοί
άντρες που είχαν έρθει πριν από μένα και κάθονταν ανακούρκουδα ή γονατιστοί ο
ένας δίπλα στον άλλο κατά πεντάδες, με διαφορά ηλικίας πέντε χρόνια η μια
πεντάδα από την άλλη και με μέτωπο τα Κιλικιανά.
Αν
θυμάμαι καλά, στην πρώτη σειρά με τις πεντάδες που άρχιζε από τη γωνία
Κύπρου-Θείρων, συγκεντρώνονταν τα νέα παιδιά από 15 ως 20 χρονώ, ακολουθούσανε
σε παράλληλη γραμμή οι πεντάδες με τους άντρες από 21 ως 25 χρονώ, και οι
παράλληλες γραμμές με τις πεντάδες φτάνανε μέχρι τους ηλικιωμένους, τους
εξηντάρηδες και πάνω. Για να κυκλοφορούν ελεύθερα τα εκτελεστικά όργανα του
μπλόκου (οι Γερμανοί, οι συνεργάτες τους και οι προδότες), υπήρχαν διάκενα
ανάμεσα στις σειρές με τις πεντάδες. Κι ακόμα, για να κυκλοφορούν οι μάρτυρες
της εθνικής αντίστασης που είχανε συλληφθεί από τα όργανα του κατακτητή.
Είχα
καθίσει ανακούρκουδα πάνω στο ζεστό αυγουστιάτικο χώμα της πλατείας, όπως
κάθονταν άλλωστε και όσοι άντρες είχανε οδηγηθεί ως τότε εκεί και παρακολουθούσα
γύρω την όλη κίνηση με σφιγμένα χείλη, ενώ οι πεντάδες όλο και πύκνωναν με την
προσέλευση και άλλων ανδρών, που σκεφτικοί και σιωπηλοί προχωρούσανε να
καταλάβουν τη θέση τους. Κάθε τόσο ακούγονταν γύρω πυροβολισμοί, κρότοι από
αυτόματα όπλα, φωνές άγριες, σκληρές βρισιές.
Σε
τέσσερα επίκαιρα σημεία της πλατείας, οι Γερμανοί είχανε στήσει πολυβόλα με στόχο
τον ανυπεράσπιστο κόσμο της πλατείας, έτοιμοι να «χτυπήσουν» με την παραμικρή
αιτία. Και είναι αλήθεια ότι κάποια ώρα «χτύπησαν» άγρια, σ’ ένα σημείο της
πλατείας. Στο μεταξύ, ο ήλιος έπεφτε από ψηλά όλο και πιο καυτερός, πύρωνε τα
μούτρα και τ’ αυτιά, μάζευε τον ιδρώτα στα κορμιά. Και παρόλο που κουράζονταν
τα πόδια, επειδή παραμέναμε στη θέση μας γονατιστοί ή ανακούρκουδα, δεν είχαμε
την ευχέρεια να κάνουμε ένα μικρό διάλειμμα για να σηκωθούμε όρθιοι, γιατί τα
πυρά του εχθρού ήταν έτοιμα να μας χτυπήσουν.
Καμιά
φορά που μερικοί «άτακτοι» από τις πεντάδες σηκώνανε λίγο το κορμί για να
ξεμουδιάσουν, οι πιο τολμηροί μόλις τους προσέχανε, φωνάζανε ανήσυχα:
-
Καθίστε
κάτω!... Καθίστε ήσυχα να δούμε τι θα γίνουμε… Δε βλέπετε τον κίνδυνο που μας
παραμονεύει απ’ ολούθε;…
Από
τις οκτώ κι έπειτα η δραστηριότητα των Γερμανών, μαζί με τους εθνοπροδότες
συνεργάτες τους για την εφαρμογή του εγκληματικού έργου τους, εκδηλώθηκε
έντονη. Ανάμεσα στα διάκενα αρχίσανε να εμφανίζονται σκληροί και προκλητικοί,
πότε σε μικρές ομάδες, πότε μεμονωμένοι, τα όργανα του κατακτητή μαζί με τους
συνεργάτες τους και κάποιους προδότες που περνοδιαβαίνανε ρίχνοντας πάνω μας το
γεμάτο μοχθηρία βλέμμα τους.
Κάθε
τόσο, μερικοί σταματούσανε απότομα κοντά στις πεντάδες και με κλοτσιές ή
σκαμπιλιές σηκώνανε έναν, δυο, τρεις, όσους άντρες θέλανε, είτε γιατί τους
είχανε αναγνωρίσει από τη δράση τους σε αντιστασιακή οργάνωση, είτε για να εκδικηθούν
παλιά προσωπική τους υπόθεση, κι ακόμα, είτε για τη φάτσα τους… δεν τους άρεσε
ή τους προκαλούσε. Οπότε, τους οδηγούσανε προσωρινά σ΄ ένα χώρο της πλατείας,
έξω από το γωνιακό καφενείο που βρίσκεται δίπλα στο φούρνο του μακαρίτη Χ.
Θεοδωρίδη (από την οδό Θείρων) με προέκταση το επιπλάδικο του Βίδου.
Για
κείνους που έζησαν το δράμα του μπλόκου, ο εν λόγω χώρος είχε χαρακτηριστεί
χώρος μελλοθανάτων, γιατί μετά τη συγκέντρωση εκεί αρκετού αριθμού πατριωτών,
είτε προέρχονταν αυτοί από κείνους που είχανε συλληφθεί με υπόδειξη των
προδοτών μέσα στην πλατεία της Οσίας Ξένης, είτε είχανε συλληφθεί σε διάφορα
σημεία της Νίκαιας με την κατηγορία ότι αποτελούν επικίνδυνα στοιχεία, κάθε
τόσο, σε μικρές ομάδες, ακολουθούσανε ένα Γερμανό που τους οδηγούσε στη μάντρα
της οδού Κιλικίας για εκτέλεση.
Υπάρχει
μαρτυρία Νικαιώτη ότι στον τρομερό εκείνο χώρο που είχε λίγη σκιά, κάποια
στιγμή ήρθε βιαστικά ένας νέος άντρας ίσαμε είκοσι πέντε χρονώ και μη
γνωρίζοντας σίγουρα, προχώρησε και κάθισε γονατιστός κοντά στους μελλοθάνατους,
παρά τ’ ανήσυχα βλέμματα και τα σχετικά νοήματα πολλών αντρών από τις κοντινές
πεντάδες ν’ απομακρυνθεί από την επικίνδυνη εκείνη θέση. Τελικά, δεν τους
αντιλήφθηκε, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί μαζί με τους επιλεγέντες για εκτέλεση
στη μάντρα…
Κάποια
στιγμή έγινε ένας δυνατός θόρυβος κι ανάμεσα από ένα τσούρμο Γερμανούς,
ταγματασφαλίτες και προδότες, πρόβαλε από τα κοντινά διάκενα τρικλίζοντας ένα
λεβεντόκορμο παλικάρι, με το πουκάμισο που φορούσε σχισμένο και ματωμένο, με
αίματα στο κούτελο και στα μπράτσα, με τα μαλλιά του άτακτα και σκονισμένα –
σημάδια χαρακτηριστικά της απάνθρωπης δοκιμασίας που είχε υποστεί – αλλά και μ’
ένα βλέμμα σκληρό και γεμάτο περιφρόνηση για τα ανθρώπινα κατακάθια που τον
συνοδεύανε. Ήταν, όπως ψιθυρίστηκε, ο Κώστας Περιβόλας, ένα από τα αγνά
παλικάρια της Νίκαιας που είχε ενταχθεί στις γραμμές της εθνικής αντίστασης για
το ξεσκλάβωμα της πατρίδας. Ώσπου σε λίγο, όταν όλος ο συρφετός των
κτηνανθρώπων έφτασε κοντά μας, ακολουθώντας τα μετά κόπου σερνάμενα βήματα του
Περιβόλα, ένας ταγματασφαλίτης, που κρατούσε στα χέρια του ένα κλαρί δέντρου με
ρόζους και κάθε τόσο τον χτυπούσε παθιασμένα στα πλευρά, έσκυψε πάνω του και
του είπε άγρια:
-
Μαρτύρα,
μωρέ!... Τήρα έναν έναν όλους εδώ κατάματα και πες μας, δείξε μας, ποιος ή
ποιοι ήταν στην οργάνωση μαζί σου;…
Και
σε μας οργισμένα:
-
Σηκώστε ρε τα
κεφάλια σας και τηράτε τον βαθιά στα μάτια…
Φυσικά
εμείς, υποταγμένοι στην προσταγή του στυγνού ταγματασφαλίτη, είχαμε στρέψει
λοξά το βλέμμα, στο σημείο απ’ όπου περνούσε ο Κώστας και τον κοιτάζαμε, όχι
βέβαια με φόβο μην υποδείξει κανένα για συνεργάτη του στον πατριωτικό αγώνα,
αλλά με βαθύ πόνο ψυχής για την τραγική κατάσταση που τον είχανε φέρει οι
ελεεινοί οργανωτές του μπλόκου. Με το κεφάλι γερμένο δεξιά και πασχίζοντας ν’
αντέξει στους πόνους του, ο Κώστας Περιβόλας συνέχιζε το δρόμο του μέσα από τα
διάκενα τρικλίζοντας.
-
Λέγε ρε
καθίκι, λέγε ρε βρωμόσκυλο, με αυτές τις φριχτές και άλλες ακατανόμαστες λέξεις
συνέχιζε να πιέζει τον ήρωα ο ίδιος ταγματασφαλίτης. Λέγε ποιους γνωρίζεις… Και
κάθε τόσο του ‘δινε απανωτές χαστουκιές…
-
Σας είπα… Δεν
πρόκειται ν’ απαντήσω σ’ αυτό που ρωτάτε… Μην επιμένετε…
Ήταν
τα μόνα λόγια που βγαίνανε σβησμένα από τα χείλη του ανάμεσα από τη βαριά του
ανάσα. Τον παραλάβανε μετά εκεί δυο άλλοι ταγματασφαλίτες κι ένας Γερμανός – το
ίδιο αιμοβόροι – και πέσανε πάνω του με μπουνιές και χαστούκια. Αλλά ο
Περιβόλας δεν ήταν από τα παλικάρια που λυγίζουν εύκολα. Αντιστεκότανε, πάλευε
σκληρά με τους βασανιστές του. Απογοητευτήκανε τότε τα θεριά και τον παραδώσανε
στον αρχηγό του μπλόκου τον Ι. Μπλυτζανόπουλο.
-
Μίλα, μωρέ…
Μίλα, γιατί θα σε σκοτώσω, φώναζε οργισμένα ο στιγματισμένος αξιωματικός. Και
μαστίγωνε απανωτά το παλικάρι.
Όμως
ο Περιβόλας πάλι δεν αποκρινότανε. Μονάχα έσκουζε σε κάθε μαστίγωμα και μετά
βογγούσε χαμηλόφωνα. Τότε ο Μπλυτζανόπουλος τον έσπρωξε απότομα, τον έριξε στο
έδαφος και άρχισε να τον κλωτσά. Το παλικάρι σπάραζε από τους φριχτούς πόνους
του. ώσπου, τη σκληρή εκείνη στιγμή, νιώθοντας ίσως τη μικρή ζωή του να φτάνει
στο τέρμα της, άξαφνα, άρπαξε το ένα χέρι του βασανιστή και άρχισε να το
δαγκώνει με αγανάχτηση, με οργή, με πείσμα, στην προσπάθεια να τον πονέσει, να
τον πληγώσει, να του αφήσει σημάδια, σαν να ήθελε έτσι να τον τιμωρήσει με τις
ελάχιστες δυνάμεις που του είχανε απομείνει για την κτηνώδη συμπεριφορά του.
-
Ωχ!... έβγαλε τότε ο Ι. Μπλυτζανόπουλος κραυγή πόνου, προσπαθώντας να τραβήξει
το χέρι του από τα δόντια του Περιβόλα.
Ακούσανε
τον αρχηγό τους οι ταγματασφαλίτες και οι χωροφύλακες και τρέξανε σε βοήθεια.
Σαν τα κοράκια χιμήξανε πάνω στο παλικάρι, έτοιμοι να τον λιντσάρουν. Και
δώστου τον χτυπούσανε, τον δέρνανε άδεια. Τότε ο Ι. Μπλυτζανόπουλος τράβηξε από
την τσέπη του με το άλλο χέρι το πιστόλι του και το άδειασε στα μυαλά του Κώστα
Περιβόλα».
(Απόσπασμα
από το βιβλίο του Στρ. Ευστρατιάδη: «Με το μαστίγιο… από το μπλόκο της Νίκαιας
μέχρι και το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου», εκδόσεις «Επικαιρότητα», Αθήνα 1990).
Αθάνατοι οι αγωνιστές, φάρος οι αγώνες του λαού μας!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑναδημοσιευω το αρθρο στο: http://antistasiakodeltio.blogspot.gr
ΑπάντησηΔιαγραφήΦυσικα με αναφορα πηγης.
Ευχαριστω.
ΑΘΑΝΑΤΟΙ!!!!
Ενα το χελιδονι κι ανοιξη ακριβη,
για να γυρισει ο ηλιος θελει δουλεια πολλη.
Θελει νεκροι χιλιαδες να'ναι στους τροχους,θελει κι ζωντανοι να δινουν το αιμα τους....
Οδυσσεας Ελυτης-Αξιον Εστι....