Πώς
να τον φαντασθεί κανείς άψυχο, χαμένο για πάντα, τον αλησμόνητο σύντροφο, τον
αγωνιστή με την πληθωρική δραστηριότητα, με τη παιδιάτικη καρδιά και την
απότομη, τη δική του ευθύτητα και ειλικρίνεια, με τη συμπαθητική
ισχυρογνωμοσύνη, που ανάβρυζε κατά βάθος από μια πίστη και μιαν ιδιότυπα
πρακτική φαντασία; Πώς να στοχαστεί κανείς βουβό για πάντα τον άνθρωπο με την
ακατάβλητη αισιοδοξία, τη μεταδοτική, στις πιο δύσκολες στιγμές, το δουλευτή
τον αεικίνητο με την άμωμη ευσυνειδησία – τον Κώστα Βιδάλη; Τον γνώρισα, εδώ
και χρόνια, μέσα στην πυρετώδη δημοσιογραφική ατμόσφαιρα. Στα γραφεία μιας
εφημερίδας όπου συνεργαζόμαστε, ανάμεσα στις λινοτυπικές μηχανές, μέσα στο
βόμβο των πιεστηρίων τις μεταμεσονύχτιες ώρες, όταν το αντιμόνιο και οι μηχανές
και οι ρόλοι του χαρτιού προσδοκούσαν αχόρταγα την «τελευταία ώρα» τη βασική
είδηση που είναι η σπονδυλική στήλη του εφήμερου οργανισμού που λέγεται
εφημερίδα.
Αγαπούσε
ο Κώστας με πάθος το αχάριστο, επικίνδυνο μα πόσο συναρπαστικό αυτό επάγγελμα,
τη δημοσιογραφία. Το επάγγελμα που μοιάζει τραχύ και σκληρό μονοπάτι όπου συχνά
ο δημοσιογράφος χάνει στους αγκαθερούς θάμνους του την ανθρώπινη αρετή του,
όπως τα πρόβατα αφήνουν λίγο – λίγο το μαλλί τους στ’ αγκάθια των βουνίσιων
μονοπατιών. Ήταν σπάνιο λαγωνικό της είδησης. Μπόρεσε, ωστόσο, να διαβεί το
επικίνδυνο μονοπάτι χωρίς να χάσει τίποτε στ’ αγκάθια του. Η ακέρια τιμιότητά
του τον προστάτευε.
Διαφωνούσαμε
πολλές φορές πάνω στη συζήτηση. Μα κάθε φορά μου γινόταν και πιο συμπαθής και
πιο σεβαστός. Η απόλυτη ειλικρίνεια της σκέψης του, η συνέπεια της δράσης του
προς τη σκέψη του, ήταν εκείνο που επέβαλε την ηθική, αδρή φυσιογνωμία του. Κι
έφτασε μια στιγμή που ο Βιδάλης πέρασε αποφασιστικά στο δρόμο μιας ολοκλήρωσης
– το δρόμο τον αγωνιστικό απ’ όπου το δημοσιογραφικό επάγγελμα γίνεται
κοινωνικό λειτούργημα, αγώνας λαϊκός.
Είχε
γυρίσει από το Πορ – Μπου, στα Γαλλοϊσπανικά
σύνορα, όταν, απεσταλμένος του «Ριζοσπάστη», είχε παρακολουθήσει στην Καταλωνία
τον ηρωικό αγώνα του ισπανικού λαού κατά του φασισμού του Φράνκο και των
υποστηρικτών του που ξαπόλυσαν, λίγο υστερότερα την πιο βάρβαρη επίθεση των
αιώνων, ενάντια στην πολιτισμένη ανθρωπότητα. Ήταν άλλος άνθρωπος. Το
δημοσιογραφικό του δαιμόνιο μετουσιωνόταν σ΄ όπλο αγώνα. Επιστρέφοντας, έπεσε
στη μεταξική φασιστική δικτατορία. Γνώρισε τα υπόγεια της Ειδικής και την
εξορία. Έτσι πήρε το βάφτισμα του αγωνιστή.
Τον
θυμάμαι τα χρόνια της Αντίστασης. Δεν ήταν «παράνομος». Με μια τόλμη μοναδική
κυκλοφορούσε στην καταπατημένη και καταματωμένη από τους κατακτητές, αλλά
αδάμαστη και ηρωική Αθήνα. Συναντιόμαστε μέρα ή νύχτα, σε μέρη απίθανα, σε
σπίτια μυστικά – στα πεύκα του Στρέφη, για να συνεργαστούμε στον παράνομο Τύπο
του ΕΑΜ.
Κάπου
– κάπου έλειπε για κάμποσο καιρό. Όταν γύριζε από τα ελεύθερα βουνά ήταν
αστείρευτη πηγή αγωνιστικής αισιοδοξίας. Και το τι έκανε κατά τις απουσίες του
αυτές το μαθαίνουμε με περήφανη συγκίνηση. Ήταν να φύγουμε μαζί από την Αθήνα
για τα βουνά. Μα είχε τόσα να κανονίσει και να οργανώσει για να εξασφαλιστεί η
έκδοση του Τύπου μας στην ελεύτερη Ελλάδα, που άργησε. Μια μέρα παρουσιάστηκε
στη Βίνιανη, την πρώτη πρωτεύουσα της ελευθερωμένης Ελλάδας, ξεχειλισμένος από
την συνηθισμένη του αισιόδοξη δραστηριότητα.
Στους
Κορυσχάδες, όπου συνεδρίασε το πρώτο λαϊκό κοινοβούλιο της Ελλάδας, το Εθνικό
Συμβούλιο, στάθηκε η ψυχή της έκδοσης της «Ελεύθερης Ελλάδας», που τυπωνόταν
στο μικρό αυτοσχέδιο τυπογραφείο – πιεστήριο, το εγκατεστημένο σ’ ένα γωνιακό
χαμόσπιτο της πλατείας του μεσοχωρίου. Και ύστερα εγκατέστησε το τυπογραφείο
του Αγώνα πάνω στ’ αδούλωτα βουνά των θεσσαλικών Αγράφων και πηγαινοερχόταν
«βοήν αγαθός» και χαρούμενος από το συνοικισμό Χαλκιόπουλο των Πετριλλιών στα
τυπογραφεία. Και πεταγόταν στο Θεσσαλικό κάμπο για την παρακολούθηση της
μεγάλης και νικηφόρας «μάχης της σοδειάς». Πάντα πιστός και ακούραστος,
ολοκληρωτικά δοσμένος στον τίμιο αγώνα του λαού μας που μέσα του βρήκε τη
δικαίωση της πλουσιόχυμης ηθικής του ζωής.
Στον
ίδιο το θεσσαλικό τον κάμπο ήταν γραφτό να κρεουργηθεί μαρτυρικά από
τρισχειρότεροους ντόπιους συνεχιστές του «έργου» των ξένων φασιστών κατακτητών.
«Ανήρ κατά τον φύσεως νόμον, τον άνδρα κλαίω» - είπε ο ποιητής. Μα δεν θέλω κι
ούτε μπορώ να κλάψω τον Κώστα Βιδάλη. Έπεσε τίμιος αγωνιστής. Στη μάχη απάνω
για τη λευτεριά, την ανεξαρτησία, και τη συνώνυμή τους δημοκρατία, δεν κλαίνε
όσους αποκορυφώνουν την υπηρεσία τους με την υπέρτατη ατομική τους θυσία.
Η
αγωνιστική ισοτιμία που θεμελιώνεται πάνω στην κοινή απόφαση για κάθε θυσία δεν επιτρέπει δάκρυα λύπης για
τους συντρόφους που χάνουμε.
Τον
ζωντανεύουμε στην ψυχή μας, όπως όλους που πέφτουν στο μεγάλο κι ωραίον αγώνα.
Ανεμίζει τα λάβαρά μας η θύμησή του και μας κράζει: «Εμπρός! Πάντα εμπρός!».
Άρθρο
του δημοσιογράφου και ποιητή Νίκου Καρβούνη («Ριζοσπάστης» 2.9.1946)
«Εμπρός! Πάντα εμπρός!»
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν μας έβλεπαν από μια μεριά όλοι αυτοί οι γενναίοι θα μάτωνε η καρδιά τους. Επειδή όμως δεν πιστεύω στη μετά θάνατο ζωή, θεωρώ ότι είναι τυχεροί, διαφορετικά θα «βίωναν» το χειρότερο μετά θάνατο μαρτύριο, να παρατηρούν δηλαδή την κατάντια της κοινωνίας μας.
Πάλι καλά που υπάρχουν κείμενα να μας θυμίζουν τέτοιους "ξεχασμένους" αγωνιστές.
ΑπάντησηΔιαγραφή