Δεν
ξέρω τι φορούσε στο κεφάλι. Τα ρούχα
της δεν είχαν ούτε σχήμα ούτε χρώμα. Εμπήκε στο γραφείο κρατώντας στην αγκαλιά δυο
παιδιά και σέρνοντας τέσσερα. Καθένα έκλαιγε
ή
εφώναζε
με
ιδιαίτερο
τρόπο. Άλλο τραβούσε το φουστάνι της, άλλο
τα
μαλλιά της. Ένα αγόρι ως τριών
χρονών έτρεμε με κάτι παράξενα αναφιλητά,
χωρίς να κλαίει. Όλα μαζί
-φριχτή συμφωνία- εκοίταζαν τη μητέρα τους όπως
οι
μουσικοί το μαέστρο. Αυτή όμως
είχε
ξεχάσει την παρτιτούρα της σ’ ένα
κομψό γραφειάκι από acajou.
Στάθηκε
μπροστά μας με ορθάνοιχτα μάτια. Κάτι σαν
ψεύτικο γέλιο, μια γκριμάτσα οίκτου προς τον εαυτό
της, εξηγούσε τα λόγια της. Ήταν Αρμένισσα.
Ο
άντρας
της επέθανε σ’ ένα χωριό, κ’ ήρθε
από κει
ζητώντας ψωμί για τα παιδιά της. Τώρα παρακαλούσε
να
στεγασθεί. Κάποιος που ήξερε τη γλώσσα της της είπε ότι
δεν
υπήρχε
πουθενά θέσις. Και καθώς δεν ήθελε να καταλάβει, την έβγαλαν
έξω
στο διάδρομο. Έμεινε ξαπλωμένη με τα
παιδιά της ως το μεσημέρι. Την άλλη
μέρα, η ίδια ιστορία. Ήρθε πολλές
φορές ακόμη.
Επιτέλους την έριξαν
σε
μια αποθήκη. Τριάντα οικογένειες προσφύγων που έμεναν
εκεί
μέσα είχαν χωρίσει τα νοικοκυριά τους πρόχειρα, με
φανταστικούς τοίχους. Μπόγοι, κασέλες, κουβέρτες απλωμένες,
ξύλα βαλμένα στη γραμμή, εσχημάτιζαν τετράγωνα,
τα
μαχητικά τετράγωνα της τελευταίας αμύνης. Σ’ αυτές τις
φωλιές ακινητούσαν ή εσάλευαν πένθιμα σκιές ανθρώπων.
Τρεις-τρεις, πέντε-πέντε, σκορπισμένοι ανάμεσα
σε
ρυπαρά ρούχα και υπολείμματα επίπλων, ήταν σα να
ψιθύριζαν παραμύθια ή να προσπαθούσαν σιγά ν’
αποτινάξουν
το
σκοτάδι.
Τώρα
η
αποθήκη
φωτίζεται από ένα κερί. Κάποιο δέμα τυλιγμένο με
καθαρό άσπρο πανί έχει
τοποθετηθεί προσεκτικά, κάθετα προς τον
τοίχο, χάμου. Είναι το μικρότερο από τα έξι
παιδιά της Αρμένισσας, που πέθανε λίγες ώρες
μετά την εγκατάστασή τους. Τ’ αδέλφια
του παίζουν έξω στον ήλιο. Η μητέρα, ξαλαφρωμένη, παραστέκει για
τελευταία φορά το μωρό της. Οι άλλες
γυναίκες τη μακαρίζουν, γιατί θα
μπορέσει από αύριο να πιάσει δουλειά. Είναι
σχεδόν ευτυχής. Και ο
νεκρός ακόμη περιμένει με
τόση αξιοπρέπεια...
Κώστας
Καρυωτάκης
(Από
το βιβλίο «Άπαντα Καρυωτάκη, ποιήματα-πεζά», εκδόσεις Πέλλα).
Ότι σ'εμάς σήμερα φαντάζει αποτρόπαιο, σε κάποιους ανθρώπους που έζησαν σε αποτρόπαιες συνθήκες μπορεί να φαινόταν φυσικό. Αυτό που φοβάμαι είναι η βεβαιότητα που έχουμε πως δεν θα ξαναζήσει η ανθρωπότητα τέτοιες συνθήκες. Μια βεβαιότητα τελείως αβάσιμη και επικίνδυνη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤην καλησπέρα μου.
Ένας ακόμη βασανισμένος-κατατρεγμένος λαός. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έδειξαν μεγάλο ψυχικό και σωματικό σθένος. Το ανθρώπινο είδος αποκαλύπτει το πλήθος της ψυχοσύνθεσής του όταν βρίσκεται αντιμέτωπο με δύσκολες καταστάσεις (πολέμους, διωγμούς, προσφυγιές, εξορίες, κ.λπ).
ΑπάντησηΔιαγραφήΚώστας Καρυωτάκης, έφυγε νωρίς, μάλλον τον απογοήτευσε το είδος του.
Εύχομαι καλό βράδυ!