Με
την πρώτη γερή παγωνιά που ‘πεσε ξαφνικά μια μέρα κατά τα ξημερώματα, ο κόσμος
απόρησε αλλά δεν πολυέδωσε σημασία. «Ο χειμώνας μπερδεύτηκε φέτος στους
λογαριασμούς του, μα δε θ’ αργήσει να το καταλάβει», είπαν μερικοί. Τίποτα όμως
δεν άλλαξε. Κι όχι μονάχα αυτό, αλλά το κρύο έσφιξε περισσότερο, πλάκωσαν τα
χιόνια απανωτά κι ασταμάτητα, πάγωσαν παντού τα νερά, τα ποτάμια, οι λίμνες και
τα υδραγωγεία – μέσα σε λίγες μέρες ολάκερη η Ελλάδα κατάντησε Σιβηρία.
Βλέποντας πως ο Θεός είχε βαλθεί να χαλάσει την πλάση Του, οι άνθρωποι τα
χρειαστήκανε για τα καλά, θυμήθηκαν όλοι την ευσέβεια, το ρίξανε στις
παρακλήσεις και στις προσευχές, ξετυλίγονταν ατέλειωτες στους δρόμους οι
λιτανείες. Του κάκου όμως: ο Μεγαλοδύναμος είχε ταπώσει τ’ αυτιά Του και δεν
άκουγε τίποτα, ούτε που ‘δινε καν σημασία στον τρομοκρατημένο κόσμο που
λιτάνευε τις εικόνες και τα λείψανα των αγίων βουτηγμένος στο παγωμένο χιόνι
μέχρι το μεσονέφρι, που σήκωνε όσο μπορούσε πιο ψηλά τους σταυρούς και τα
εξαπτέρυγα, που ‘ψελνε και παρακαλούσε με δάκρυα στα μάτια.
Μη
ξέροντας τι να κάνουν, ποια συμβουλή να δώσουν στους ανθρώπους που κατέφευγαν
σ’ αυτούς, οι δημογέροντες έστελναν μαντατοφόρους στις σκήτες και στα μοναστήρια,
ζητούσανε παρηγοριά από τους ερημίτες και τους καλογέρους, από σοφούς
ηγούμενους. Όμως τι μπορούσανε να κάνουν κι αυτοί οι παντέρμοι; Του κάκου
μελετούσαν και ξαναμελετούσαν τα ιερά τους βιβλία, τα ευαγγέλια, την Αποκάλυψη
του Ιωάννη κι όλα τα συναξάρια, άδικα κατέβαζαν από των βιβλιοθηκών τους τα
ράφια περγαμηνές, παπύρους και πανάρχαια χειρόγραφα, μάταια στραβώνονταν
διαβάζοντας τις νύχτες με τα κεριά και τα λυχνάρια κάποιες παλιές προφητείες
που φύλαγαν στα σαρακοφαγωμένα τους ντουλάπια. Τίποτα κι από κει, καμιά ελπίδα,
καμιά παρηγοριά.
Κλεισμένοι
στα σπίτια, τυλιγμένοι με αντρομίδες, βελέντζες και παπλώματα, οι άνθρωποι
έριχναν στα τζάκια τα τελευταία τους κουτσούρια – για να επιζήσουν, έτρωγαν
ό,τι τους απόμενε, ό,τι τους βρισκόταν. Και καλά αυτοί που ‘χαν προμήθειες για
την κακιά την ώρα, οι άρχοντες κι οι τσιφλικάδες που ‘χαν τα κελάρια τους
γεμάτα, τα πιθάρια φίσκα λάδι, τ’ αμπάρια ξέχειλα απ’ το γέννημα. Όμως οι
άλλοι, οι πιο πολλοί, οι πάμφτωχοι ραγιάδες και οι άκληροι; Πώς να ταΐζαν τη
φαμίλια οι ξώμαχοι που ζούσαν μεροδούλι μεροφάι, που ‘τρεμαν απ’ την παγωνιά
σαν τα σκυλιά μέσα σε παράγκες και χαμόσπιτα, που δεν είχανε στον ήλιο μοίρα;
Κείνη τη χρονιά τα χαράτσια είχαν πέσει πάνω τους πριν την κακοκαιρία, οι
Τούρκοι τους είχαν γονατίσει με τα δοσίματα, οι φοροεισπράκτορες είχαν κολλήσει
πάνω τους σαν βδέλλες, τους είχαν ρουφήξει το αίμα.
Εδώ
κι εκεί, σε φτωχά και απομονωμένα μέρη, στην Ήπειρο, στη Μακεδονία, σε ορεινές
περιοχές στην Πελοπόννησο και στην Ακαρνανία, έγιναν ξεσηκωμοί, βγήκαν οι
φτωχοί στους δρόμους κραδαίνοντας δικράνια, πιρούνες της κοπριάς και ρόπαλα,
έκαναν γιουρούσι στων αρχόντων τα μεγαλόσπιτα κι άρπαξαν ό,τι βρήκαν, ό,τι
μπόρεσαν, στάρι, αλεύρι και λάδι, κάρβουνα και ξύλα για τα μαγκάλια, έπιπλα,
ρούχα. Πού να πρωτότρεχαν οι ζαπτιέδες
των Τούρκων; Ποιον να πρωτοσκότωναν οι μπράβοι των αρχόντων; Αγκρισμένος από
την πείνα και την απελπισία ο ραγιάς δε λογάριαζε το θάνταπ, δεν κώλωνε
βλέποντας το αίμα να πορφυρώνει τα χιόνια, χυμούσε και ξαναχυμούσε, δεν τον
συγκρατούσε τίποτα.
Οι
ταξιδιώτες, όσοι με χίλια βάσανα κατάφερναν να βρουν περάσματαμέσα στα χιόνια
και να φτάσουν ως την Ελλάδα, έλεγαν πως η θεομηνία είχε πέσει σ’ όλα τα
Βαλκάνια μα κι ακόμα πιο μακριά, στην Αούστρια, στην Ιταλία, στη Φραγκιά.
«Στις
πολιτείες της Ευρώπης να δείτε δυστυχία και πείνα», διηγούνταν, «οι άνθρωποι
πεθαίνουν σαν τις μύγες από τις επιδημίες, οι φτωχοί τρώνε ό,τι βρουν μέσα στα
κάρα που κουβαλάνε των πλουσίων τα σκουπίδια. Από φόβο μπας και ξεσηκωθεί καμιά
ώρα ο λαός και τα πάρει όλα σβάρνα, τα γκούβερνα βάζουν χωροφύλακες
αρματωμένους μέχρι τα δόντια για να φυλάνε τ’ αρχοντικά, των βασιλιάδων τα
παλάτια».
Άκουγαν
οι ραγιάδες κι απορούσαν, δεν καταλάβαιναν. Καλά, έλεγαν, ψέματα λοιπόν
τσαμπούναγαν κείνοι οι Έλληνες σοφοί που ζούσαν στην Ευρώπη κι είχανε τους
Ευρωπαίους συνέχεια στο στόμα σαν μαστίχα, που τους φέρναν για παράδειγμα, που
θέλαν να τους μοιάσει κάποτε η Ελλάδα, όταν με το καλό θα ‘διωχνε την Τουρκιά;
Οι
ταξιδιώτες σάλευαν τα κεφάλια.
«Το
κακό μ΄ εμάς τους Έλληνες», αποκρίνονταν, «είναι που πιστεύουμε πως οι
Ευρωπαίοι κολυμπάνε στον παρά, ότι ζουν όλοι ευτυχισμένοι, λεύτεροι. Δεν είναι
όμως έτσι τα πράγματα, ο αφέντης είναι παντού αφέντης κι ο σκλάβος σκλάβος.
Έχει και η Ευρώπη τους σουλτάνους της, τους πασάδες και τους βεζίρηδές της· κι
ας τους λένε μινίστρους ή βασιλιάδες· κι ας έχουν τα δικά τους καπέλα
χρωματιστά φτερά αντί για φούντες. Τι σημασία έχει που στις χώρες της Ευρώπης
δεν υπάρχουν Τούρκοι, γενίτσαροι και ζαπτιέδες; Υπάρχουν χωροφύλακες, κάτεργα
και φυλακές, τα μπουντρούμια είναι κι εκεί γεμάτα μ’ αλυσοδεμένους επαναστάτες.
Πού να ξέρετε, κακόμοιροι, τι γίνεται στην άγια Ρωσία, που θέλει, λέει, να σας
λευτερώσει από την Τουρκιά, πού να βλέπατε πώς δουλεύει το κνούτο στη χώρα των
τσάρων, πως πουλιούνται κι αγοράζονται οι άνθρωποι, πώς ζούνε οι μουζίκοι…»
Οι
ραγιάδες απελπίζονταν ακόμα πιο πολύ, έσκυβαν τα κεφάλια. Ώστε δεν υπάρχει, δε
βρίσκεται ελπίδα; αναρωτιούνταν. Έτσι θα μείνει ο κόσμος πάντα; Με παντοτινή
του συντροφιά τη σκλαβιά, την πείνα και την αδικία;
(Ένα μικρό απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Άρη Φακίνου "Το όνειρο του πρωτομάστορα Νικήτα", που διάβασα αυτές τις μέρες. Από τις εκδόσεις "Καστανιώτης", τρίτη έκδοση, Αθήνα 1999).
Να ένα βιβλίο που δάνεισα και δεν μου το επέστρεψαν ποτέ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι το κλαίω γιατί το θεωρώ από τα ωραιότερα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας και δεν το έχω πια. Ατμόσφαιρα, γραφή, δράση, ιδέες, ανατροπή.Με είχε συναρπάσει. Και κείνος ο πρωτόμάστορας Νικήτας , τι φυσιογνωμία!
Πάνε πολλά χρόνια που το έχω διαβάσει αλλά εκείνο το τέλος του με είχε συνταράξει. Δεν το ξεχνώ.
Το έψαχνα και πριν λίγο καιρό, να το αγοράσω ξανά,αλλά παντού έβλεπα ότι είναι εξαντλημένο από τον εκδότη.
Να είσαι καλά
Συμβολικό το βρίσκω, με τη σημερινή
ΑπάντησηΔιαγραφήπραγματικότητα!
Το βιβλίο νομίζω υπάρχει στη
δημοτική βιβλιοθήκη της γειτονιάς μου,θα το ψάξω...
Καληνύχτα.
Καλημέρα Σοφία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτην αρχή το βιβλίο δεν με ενθουσίασε, σκέφτηκα κάποια στιγμή να το παρατήσω. Ευτυχώς δεν το έκανα. Και όταν το τελείωσα, επέστρεψα στις πρώτες σελίδες και τις ξαναδιάβασα. Συναρπαστικό!
Ο δανεισμός βιβλίων αποτελεί για πολλούς μια... τραυματική εμπειρία.
Καλή δύναμη!
Καλημέρα frezia.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι, πολλές οι ομοιότητες με αυτά που ζούμε.
Αν το βρεις διάβασέ το, αξίζει.
Καλή δύναμη!