|
(Φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας) |
Ἀνήμερα τὰ Φῶτα, τὸ δειλινὸ τῆς παραμονῆς τοῦ Ἅϊ - Γιαννιοῦ,
ἡ Μήτραινα, ὅπως ὅλες τὶς παραμονὲς τοῦ Ἅϊ - Γιαννιοῦ, ἔσφαξε μιὰ
παχειὰ καὶ μεγάλη κότα, ἀπὸ τὶς δέκα - δώδεκα κοτοῦλες ποὺ εἶχε, τὴ
ζεμάτισε, τὴ μάδησε καὶ τὴν ἔβαλε νὰ βράσῃ. Συγύρισε τὸ σπιτοκάλυβό
της, ἔστρωσε στὴ γωνιὰ τὰ νυφιάτικά της μάλλινα στρωσίδια, ἔδεσε τὴ
σκύλα καὶ περίμενε, ὅπως ὅλες τὶς παραμονές, νἄρθῃ ὁ ξενιτεμμένος της
ὁ Γιάννης, ξημερώνοντας τ’ Ἅϊ - Γιαννιοῦ.
Αὐτὴ ἡ ἱστορία ἐξακολουθοῦσε χρόνια τώρα. Ἦταν ἀκόμα νέα ἡ
Μήτραινα, ὅταν, χήρα, ξεκίνησε τὸ μονάκριβό της, ὁ Γιάννης, γιὰ τὴν
ἔρμη ξενιτειά. Δὲν εἶχε ἀκόμα ἄσπρη τρίχα στὰ κατάμαυρα μαλλιά της,
ὅταν τὸν φίλησε γιὰ ὕστερη φορὰ καὶ τὸν εἶδε ψηλὰ ἀπὸ τὴ ραχούλα μὲ
δακρυόπνιχτα μάτια νὰ χάνεται στὸ μάκρος τοῦ δρόμου καὶ νὰ γίνεται
ἄφαντος.
Χρόνια καὶ χρὸνια ἀπὸ τότε ἡ δόλια Μήτραινα περνοῦσε τὴ ζωή
της μονάχη στὸ σπιτοκάλυβό της, ἔχοντας γιὰ μόνη συντροφιὰ τοὺς
τέσσερους τοίχους, τὸ εἰκόνισμα, τὴ γωνιά, μιὰ γίδα, μιὰ γάτα καὶ
καμμιὰ δεκαριὰ κοτοῦλες μ’ ἕναν ὄμορφο πετεινό, ποὺ τῆς χρησίμευε
κάθε πρωΐ, σὰν ρολόγι, νὰ τὴν ξυπνᾷ, γιὰ ν’ ἀνὰβῃ τὴ φωτιὰ της καὶ ν’
ἀρχινᾷ τὸ ἐργόχειρό της: Ρόκα ἢ πλέξιμο ἢ μπάλωμα ἢ γιὰ νὰ πηγαίνῃ
στὸ λόγγο νὰ κουβαλᾷ ξύλα.
Τὰ νιόπαιδα τοῦ χωριοῦ πήγαιναν κι ἔρχονταν στὴν ξενινειά, ποιὸ
σὲ τρία, ποιὸ σὲ τέσσερα καὶ ποιὸ σὲ πέντε χρόνια, τὸ βαρύ, βαρύ˙ ἀλλὰ ὁ
Γιάννης τῆς Μήτραινας οὔτε φαινόταν, οὔτε ἀκουγόταν πουθενά! Ὅλος
ὁ κόσμος τὸν θεωροῦσε χαμένο καὶ ὁ προεστὸς τοῦ χωριοῦ τὸν ξέγραψε
ἀπὸ τὸ δεφτέρι του, γιὰ νὰ μὴν πληρώνῃ ἡ κακομοίρα ἡ Μήτραινα τοὺς
φόρους του. Καὶ ὅμως ἡ Μήτραινα ἔσκισε τὰ ροῦχά της, ἅμα ἔμαθε
ὅτι τῆς ξέγραψε ὁ προεστὸς τὸ παιδί της καὶ πῆγε στὸ σπίτι του νὰ
παραπονεθῇ:
- Ἀκοῦς ἐκεῖ, ἔλεγε, βγαίνοντας ἀπὸ τοῦ προεστοῦ, νὰ μοῦ σβήσῃ τὸ
παιδί μου! Τί τὸν μέλει αὐτόν, σὰν πληρώνω ἐγώ;
Εἶχε πάντα τὴν καρδιά της γεμάτη ἐλπίδα καὶ τῆς φαινόταν, ὅτι τὸ
παιδί της εἶναι γερὸ καὶ καλά, ὅτι κέρδιζε χρήματα μὲ τὸ σωρό, κι ὅτι
βρίσκεται στὸ δρόμο νἄρχεται. Ζοῦσε ἡ καημένη μὲ τὸ ἐργατικό, πότε
στ’ ἀμπέλια καὶ πότε στὰ χωράφια χωριανῶν της, κι ἐνῷ ὅλος ὁ κόσμος
τὴν συμπονοῦσε, αὐτὴ δέ τὄβανε κάτω, ἀλλὰ ἀπολογιόταν μὲ θυμό:
- Μὴ σᾶς πέρασε ἡ ἰδέα, ὅτι χάθηκε τὸ παιδί μου καὶ δὲ θὰ μοῦ ἔρθῃ;
αὐτὸ ζῇ καὶ βασιλεύει, δόξα σοι ὁ Θεός! ῎Ετσι μοῦ τὸ λέει ἡ ἐλπίδα, ποὺ
ἔχω μέσα στὴν καρδιά μου!
Κάθε δειλινό, χειμῶνα - καλοκαίρι, ὅταν ἔτρεμε ὁ ἥλιος νὰ βασιλέψῃ,
ἄφηνε τὴν ἐργασία της καὶ γνέθοντες πήγαινε ψηλὰ στὴ ραχούλα, στ’
ἀγνάντια τοῦ χωριοῦ, κι ἐκεῖ καθόταν κι ἀγνάντευε τὸ δρόμο, ὡς μιὰ ὥρα
μακριὰ - ὅσο ἔκοβε τὸ μάτι της - καὶ μὲ ἀνίκητη ἐλπίδα ἀκολουθοῦσε
τοὺς διαβάτες, ποὺ ἔρχονταν, καὶ μονολογοῦσε:
- Νά! αὐτὸς εἶναι! Αὐτὁς ὁ καβαλάρης! Κοίτα, πῶς τρέχει τὸ μουλάρι
του! Καλῶς ὥρισες, παιδί μου!
Καὶ ξεφώνιζε, κι ἄνοιγε τὴν ἀγκαλιά της μ’ ἄφατη χαρά, καὶ
ροβολοῦσε δυὸ - τρία βήματα, ἀλλὰ ὁ καβαλάρης ἐκεῖνος δὲν ἦταν ὁ
Γιάννης τῆς Μήτραινας, οὔτε κἂν χωριανός της, γιατί, ἅμα πλησίαζε
πρὸς τὸ χωριό, ἔπαιρνε τὸν ἄλλον τὸ δρόμο, τραβῶντας γιὰ ξένο χωριό. Κι
ἡ Μήτραινα χαρωπή - χαρωπή, ἔπαιρνε κοντὰ μὲ τὸ βλέμμα της ἄλλον
καβαλάρη διαβάτη γιὰ τὸ Γιάννη της, ὅσο ποὺ κι αὐτὸς ἔπαιρνε ἄλλο
δρόμο. Καὶ δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὴ ραχούλα, παρὰ ὅταν ἄρχιζε νὰ χύνεται τὸ
σκοτάδι ἐπάνω στὴ γῆ. Τότε, γύριζε στὸ σπιτοκάλυβό της γελαστὴ καὶ
χαρωπή, ὅπως πάντα, μὲ τὴν καρδιά της γεμάτη ἐλπίδα, κουνώντας τὸ
κεφάλι της καὶ λέγοντας:
- Ποιὸς ξέρει τὸ μοναχό μου, ποῦ νὰ νυχτώθηκε! Δὲν τὸν ἄφησε ἡ
κούρασι τοῦ δρόμου νὰ φτάσῃ ἀπόψε! Κι αὔριο ἡμέρα τοῦ Θεοῦ ξημερώνει!
Αὔριο ἔρχεται.
Αὐτὴ ἡ δουλειὰ ἐξακολούθησε χρόνια καὶ χρόνια. Ἡ ἐλπίδα φώλιαζε
βαθιὰ στὰ φυλλοκάρδια τῆς Μήτραινας. Καὶ τίποτε δὲ μποροῦσε νὰ τὴν
διώξῃ ἀπὸ κεῖ μέσα. Ὅταν δούλευε μὲ τὴν ἐργατιά, αὐτὴ ἔσερνε πάντα
τὸ τραγούδι καὶ τραγουδοῦσε ὅλο τραγούδια γιὰ τὸν ξενιτεμμένο τὸ γυιὸ
της, ποὺ πάντα ἐρχὸταν καὶ ποτὲ δὲ φαινόταν!
Ὅλος ὁ κόσμος, ἄντρες καὶ γυναῖκες, τὴν ψυχοπονοῦσαν τὴν καημένη
τὴ Μήτραινα κι ἔλεγαν μέσα τους:
- Ὁ Θεὸς νὰ τῆς αὐξαίνῃ τὴν ἐλπίδα τῆς ὀρφανῆς!
῎Ετσι περνοῦσαν τὰ χρόνια καὶ ἡ Μήτραινα ἐξακολουθοῦσε νὰ
ἐλπίζῃ, κι ὅλο νὰ ἐλπίζῃ. Κάθε βράδυ περίμενε τὸ Γιάννη της καὶ κάθε
βράδυ ξενυχτοῦσε ἔρημη καὶ μοναχὴ στὸ σπιτοκάλυβό της, χωρὶς ν’
ἀδημονῇ, χωρὶς ν’ ἀπελπίζεται.
Εἶχε χάσει τὸ λογαρτασμὸ πόσα χρόνια εἶχε ὁ Γιάννης της στὰ ξένα.
Δὲ θυμόταν πόσα χρόνια τῆς βάραιναν τὴ ράχι, κι ἀπὸ τὴν ἠμέρα, ποὺ
ξεκίνησε τὸ μονάκριβό της, εἶχε σκεπάσει τὸν καθρέφτη της, ποὺ εἶχε
κρεμασμένο δεξιὰ στὴν πόρτα της, καὶ ἀπὸ τότε δὲν εἶχε δεῖ τὸ πρόσωπό
της! Τὰ μαλλιά της εἶχαν ἀσπρίσει ὅλα,τὸ πρόσωπό της εἶχε ζαρώσει, ἡ
ράχι της εἶχε κυρτώσει κι αὐτὴ δὲν τὸ γνώριζε!
Ἂν κάθε δειλινὸ ἔβγαινε στ’ ἀγνάντια ἡ Μήτραινα, γιὰ νὰ ἰδῇ τὸ
παιδί της νἄρχεται, ὅμως οὔτε φαῒ ἑτοίμαζε, οὔτε ἔστρωνε, οὔτε τὴ
σκύλα ἔδενε, γιὰ νὰ μὴν ἀλυχτᾷ τοὺς χωριανούς. Μόνο τὴν παραμονὴ
τοῦ Ἅϊ - Γιαννιοῦ ἔκανε αὐτὴ τὴ δουλειά.
Τὸ εἶχε κομποδεμένο ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ὅτι θὰ ἐρχόταν ὁ Γιάννης
της χωρὶς ἄλλο, ξημερώνοντας ἡ γιορτή του. Γι’ αὐτὸ ἀπὸ τὴν παραμονή,
χωρὶς νὰ βγῇ καθόλου στ’ ἀγνάντια, ἔσφαζε τὴν παχύτερή της κότα, τὴ
ζεματοῦσε, τὴ μαδοῦσε καὶ τὴν ἔβανε νὰ βράσῃ, σκούπιζε τὸ σπίτι καλὰ
- καλά, ἔστρωνε καθαρά, κι ἔδενε τὴ σκύλα, γιὰ νἄναι ὅλα ἕτοιμα τὸ
πρωῒ καὶ νὰ μὴν ἔχῃ ἄλλη δουλειά, παρὰ νὰ πάῃ μόνο στὴν ἐκκλησιά
κι οὐδ’ ἄλλο, κι οὐδ’ ἄλλο.
Τόσοι Ἅϊ - Γιάννηδες πέρασαν καρτέρει καὶ καρτέρει, ποὺ μποροῦσαν
νὰ κάμουν ἀκέριο μῆνα, κι ὁ Γιάννης τῆς Μήτραινας δὲ φαινόταν! Τί νὰ
εἶχε γίνει ὁ Γιάννης! Χωρὶς ἄλλο θὰ ἔλειωσαν τὰ κόκκαλά του κάτω
ἀπὸ τὸ μαῦρο μνῆμα χωρὶς κερί, χωρὶς λιβάνι, χωρὶς τρισάγιο, χωρὶς
λουλούδια, χωρὶς δάκρυα!
Ἀλλὰ ποῦ περνοῦσαν αὐτὰ ἀπὸ τὸ νοῦ τῆς Μήτραινας!
Ὅταν ἔβρασε καλὰ ἡ κότα, εἶχε βασιλέψει ὁ ἥλἰος. Τότε ἡ Μήτραινα
τὴν ἔβγαλε ἀπὸ τὴ φωτιά, τὴν ἀπόθεσε ψηλὰ, κι ὕστερα ἔκαμε τὸ
σταυρό της ἐμπρὸς στὸ εἰκόνισμα, παρακαλῶντας τὴν Παναγία καὶ τὸν
Ἅϊ - Γιάννη νὰ τῆς φέρουν τὸ παιδί της γερὸ καὶ καλὰ ἀπὸ τὰ ξένα.
Χάλασε καὶ σκέπασε τὴ φωτιά, ἔσβησε τὸ λυχνάρι καὶ πλάγιασε νὰ
κοιμηθῇ γιατὶ ἦταν περασμένη ἡ ὥρα.
Τὰ πρόσφορα τὰ εἶχε ἕτοιμα ἀπὸ τὴν ἡμέρα τοῦ Σταυροῦ. Τὸ βαθὺ
πρωΐ, νύχτα ἀκόμη, πρὶν λαλήσουν οἱ πετεινοί, ἅμα ἄκουσε τὸ σήμαντρο˙
τῆς ἐκκλησίας, σηκώθηκε, νίφτηκε, ἄναψε τὸ καντήλι στὸ εἰκόνισμα,
ἔκανε τὸ σταυρό της κι ἄναψε τὴ φωτιά. Ἔφτιασε τρία τέσσερα κεριά,
γέμισε τὸ ροΐ της λάδι, πῆρε τὸ πρόσφορό της καὶ κίνησε γιὰ τὴν
ἐκκλησία.
Ξεκινῶντας ἔκλεισε πίσω της τὴν πόρτα μόνο μὲ τὸ μάνταλο, γιὰ νὰ
μπορέσῃ νὰ μπῇ μέσα μονάχο του τὸ ξενιτεμμένο της παιδί. Ἦταν τόσο
βέβαιη, ὅτι θὰ ἐρχόταν χωρὶς ἄλλο ὁ Γιάννης της ἐκεῖνο τὸ πρωΐ! Στὴν ἐκκλησία κάθισε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς λειτουργίας ὢς τὸ τέλος
καί, ὅπως συνήθιζε πάντα, πῆγε στὴν πύλη τοῦ ἱεροῦ πρώτη - πρώτη,
γιὰ νὰ πάρῃ ἀντίδωρο πρωτύτερα ἀπ’ ὅλο τὸ ἄλλο χωριὸ καὶ νὰ πάῃ
γρήγορα στὸ σπίτι της, νὰ δεχτῇ τὸ παιδί της, ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ τὴν
ξενιτειά.
Ἔτσι ἔκανε πάντα, κί ὁ παπᾶς, ποὺ ἤξερε αὐτὴ τὴν ἀδυναμία της,
τῆς ἔδινε ἀντίδωρο πρῶτα ἀπ’ ὅλους˙ κι αὐτὴ παίρνοντας τ’ ἀντίδωρο
βγῆκε τρεχάτη ἀπὸ τὴν ἐκκλησία κρατῶντας στὸ χέρι τὸ ἀδειανὸ ροῒ
καὶ τράβηξε ἴσια γιὰ τὸ σπιτοκάλυβό της.
Δὲν εἶχε φέξει καλά, ὅταν γύριζε, κι ἡ συννεφιὰ ἡ βαρειά, ποὺ κρεμόταν
στὸν αἰθέρα,ἔκανε τὸν οὐρανὸ μαῦρο καὶ φοβερό. Ὁ ἄνεμος φυσοῦσε δυνατὰ
κι ἡ Μήτραινα ἔτρεχε γρήγορα πατῶντας ὅπως τύχαινε μέσα
στὶς λάσπες, γιὰ νὰ φτάσῃ τὸ γρηγορώτερο στὸ σπιτοκάλυβό της καὶ νὰ
σφίξῃ στὴν ἀγκαλιά της τὸ παιδί της.
Μπαίνοντας στὴν αὐλὴ κοίταξε ὁλόγυρα, γιὰ νὰ ἰδῇ ἂν εἶναι κανένα
μουλάρι, καὶ μὴ βλέποντας τίποτε ἀπόθεσε κάπου τὸ ροΐ της, βγῆκε στὸ
δρόμο καὶ τράβηξε ἴσια κατὰ τ’ ἀγνάντια. Καὶ ἅμα ἔφτασε στὴ μεριά,
ποὺ εἶχε χωριστῆ μὲ τὸ Γιάννη της, φώναξε μὲ μεγάλη φωνή:
- Γιάννη η η η! Γιάννη, οὔουου!
- ῾Ορίστεεε! ἀπολογήθηκε μιὰ φωνὴ ἀπὸ μακριά.
- Χτύπα γρήγορα, παιδάκι μου, γιατὶ σ’ ἔφαγε τὸ κρύο. Τοῦ
ἀπολογήθηκε ἡ Μήτραινα.
Σὲ λίγο τὸ ποδοβολητὸ τοῦ μουλαριοῦ ἀκουγόταν ξαστερώτερα, ἀλλὰ
ἡ Μήτραινα δὲν τὸ κουνοῦσε ἀπὸ ἐκείνη τὴ μεριά.
Τὸν περίμενε ἐκεῖ τὸ Γιάννη της, ὣς ποὺ ἦρθε.
- Παιδάκι μου! Ψυχούλα μου!
- Μαννούλα μου! Ποιός σοῦ πῆρε τὰ συχαρίκια καὶ βγῆκες τέτοια
ὥρα ἐδῶ, νὰ μὲ καρτερῇς;
- ῾Η ἐλπίδα μου, ψυχούλα μου! ῾Η ἀνίκητη ἐλπίδα μου, ποὺ φώλιαζε
μέσα ἐδῶ, στὴν καρδιά μου βαθιά!
῾Ο Γιάννης κατέβηκε ἀπὸ τὸ μουλάρι, ἡ Μήτραινα ἄνοιξε τὴν
ἀγκαλιὰ καὶ μάννα καὶ παιδὶ ἔγιναν ἕνα ἀπὸ τὸ σφιχταγκάλιασμα.
᾽Εκεῖ, στὴν ἴδια τὴν μεριά, ποὺ ἀγκαλιάστηκαν καὶ φιλήθηκαν μάννα
καὶ παιδὶ τὸ πικρὸ ἀγκάλιασμα καὶ φίλημα τοῦ χωρισμοῦ, ἐδῶ καὶ τόσα
χρόνια, ἐκεῖ, στὴν ἴδια τὴ μεριὰ πάλι μάννα καὶ παιδὶ ξαναφιλιόνταν καὶ
ξαναγκαλιάζονταν τὸ χαρμόσυνο φίλημα κι ἀγκάλιασμα τοῦ ἐρχομοῦ.
Κι ἔτσι ἀγκαλιασμένοι ἔφτασαν στὸ σπιτοκάλυβο. Μιὰ βαρειὰ τουφεκιὰ ἔπεσε στὸν αὐλόγυρο τῆς Μήτραινας, ποὺ βρόντησε ὅλο τὸ χωριό.
Ἡ χαρὰ τῆς Μήτραινας οὔτε γράφεται οὔτε μολογιέται!
Πρώτη φορά, ἀφότου ξενιτεύτηκε ὁ Γιάννης, θρονιαζόταν ἡ χαρὰ στὸ
ταπεινὸ σπιτοκάλυβο τῆς Μήτραινας.
«Διηγήματα τῆς ξενιτειᾶς» Χρῖστος Χριστοβασίλης
(Νεοελληνικά Αναγνώσματα Β΄Γυμνασίου , Οργανισμός Εκδόσεων Σχολικών Βιβλίων, Εν Αθήναις 1957)
Aμαν βρε φιλε...με κατεστρεψες...!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟπου τα παιδια..Την κουβεντιαζουνε την ξενιτια...Χαμηλοφωνα...!!!
Να μην ακουω...!!
Και γω...!!!
Κανω πως..Δεν ακουω...
Και το ξεχναω...!!!
-Να μην ερθει η ωρα αυτη η μαυρη...!!!
Να μη κουνησω παλι το μαντηλι...!!
Οπως στον αδερφο μου...!!!
Δεν θα το αντεξω...!!!
Καλλιτερα να μην ειμαι...!!!
Να εχω φυγει εγω πρωτος...!!!
Οχουυυυ! Και με βλέπω Μήτραιναααααα! :))
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιατί μαχαίρη μου;
ΑπάντησηΔιαγραφήkariatida62:
ΑπάντησηΔιαγραφήΤί της ζήλεψες της Μήτραινας καλέ;
Το είχα διαβάσει στο blog της Σοφίας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈνα κείμενο όλο ψυχή, από αυτά που έχουν "να πουν" πολλά και για την ξενιτιά αλλά παράλληλα και να διδάξουν ότι η Ελπίδα μπορεί να τροφοδοτεί τον άνθρωπο στα πιο σκληροτράχηλα μονοπάτια της ζωής.
Της Μήτραινας εγώ δεν της ζήλεψα τίποτα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ Ξενιτειά μόνο ζηλεύει τα παιδιά μας Οικοδόμε μου και δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα! Μα καθόλου καλά...
Θυμάσαι αδελφέ σε μια ανάρτησή σου τί είχα γράψει; Πάνω στο τρίπτυχο Έρωτας, Ξενιτιά, Θάνατος, ο άνθρωπος μέσα από την Τέχνη μεγαλούργησε. Άγγιξε στα αβαθή της ψυχής. Αααχ αυτή η μάνα ...αυτή η μάνα, η μάνα μου, η μάνα σου, οι μάνες όλων των παιδιών...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή δύναμη Ευρυτάνα μου.
Ελπίζω.. αν και πολύ το φοβάμαι...να μη ζήσουν άλλες μανούλες τέτοιες καταστάσεις...
ΑπάντησηΔιαγραφήKAΛH XΡONIA!!!!!
ΑΓAΠH, ΥΓΕΙΑ, προσωπική και οικογενειακή ΓΑΛΗΝΗ, EIΡHNH στον κόσμο και ...ΨΥΧΡΑΙΜΙΑ!!!
Φιλί και Γλαρένιες αγκαλιές
kariatida62:
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα παλέψουν τα παιδιά να μείνουν εδώ. Κι εμείς όσο μπορούμε να τα στηρίξουμε, να τα ενθαρρύνουμε. Αν όμως δεν υπάρχει άλλη λύση, τι να κάνουμε, τα παιδιά έχουν τον πρώτο λόγο. Αν πρόκειται για το καλό τους... Γι αυτό παλεύουμε καλή μου, γι αυτό δεν καθόμαστε ήσυχοι. Για να μη νιώθουν τα παιδιά μας αλλά κι εμείς οι ίδιοι, ξένοι στον τόπο μας.
Άσχημο πράγμα η ξενιτιά...
Καλή δύναμη!
ΦΥΡΔΗΝ-ΜΙΓΔΗΝ, καλώς όρισες!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ πολύ για τις ευχές. Σου εύχομαι υγεία, αγάπη και υπομονή.
Οι μανούλες θα ζουν αυτές τις καταστάσεις, όσο θα διώχνουν οι πατρίδες τα παιδιά τους. Και τότε οι μανούλες θα βγαίνουν στο ξάγναντο με τη λαχτάρα του γυρισμού και θα σκουπίζουν το δάκρυ προσμένοντας το γυρισμό...
Ευχαριστώ πολύ για το υπέροχο δώρο σου!
Καλή δύναμη!
Λίγα χρόνια πριν κούνησα το μαντήλι στον μικρότερο....
ΑπάντησηΔιαγραφήΜετάθεση από την εταιρεία στο Μάντσεστερ...
Ενάμισος χρόνος ώσπου κήρυξαν πτώχευση τα εδώ συμφέροντα..
Εχουν περάσει δυο χρόνια κοντά και παλεύει με τους δαίμονες .. έτοιμος να φύγει....
Καλούς αγώνες και κουράγιο οικοδόμε!
Καλή σου μέρα Γιαγιά Αντιγόνη!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε μεγάλη χαρά σε καλωσορίζω στο σπίτι μου! Άτιμο πράγμα η ξενιτιά. Γι' αυτόν που φεύγει. Μα για την μάνα, που μένει πίσω και καρτερά, ατιμώτερο. Οι αγώνες γίνονται (και) για να πάψει η ξενιτιά να αποτελεί όνειρο των νέων. Για να μπορούν να χτίζουν όνειρα για προκοπή στον τόπο τους. Όσο αντέχουμε θα επιμένουμε.
Το σεβασμό και την αγάπη μου.
Καλή δύναμη!